Συνήθως, όποτε πέφτει το μάτι μου σε συζητήσεις ή και απλές αναφορές για τους DESTINY’S END, τα σχόλια είναι παραπάνω από κολακευτικά. Αφορμή όμως για τούτον εδώ τον μικρό φόρο τιμής, δεν είναι τα κολακευτικά σχόλια όλων όσων γνωρίζουν την εξαίρετη αυτή μπάντα. Είναι τα σχεδόν αποθεωτικά, όσων δεν τη γνωρίζουν και την ακούν πρώτη φορά. Να πως κάποιες όμορφες συζητήσεις σε παρέες, αλλά κυρίως στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, που κατά τ’άλλα τόσο έχουμε δαιμονοποιήσει, μπορούν να οδηγήσουν στη διάδοση της μουσικής. Μην ξεχνάμε πως κάποτε ο πιο σίγουρος τρόπος για να μάθουμε κάποιον καλλιτέχνη, ήταν αφενός να «ρουφήξουμε» κάθε πληροφορία στα special thanks ενός album, όπου πάντοτε υπήρχαν αγαπημένοι μουσικοί του εκάστοτε group, αφετέρου να ψάξουμε εξονυχιστικά το «γενεαλογικό δέντρο» στο οποίο αυτό ανήκε. Δηλαδή, με απλά λόγια, να βρούμε τις συνεργασίες των μελών του και τα συγκροτήματα στα οποία είχαν, αν είχαν, συμμετοχή. Κάπως έτσι, με έναν παραπλήσιο τρόπο, θα μας οδηγήσουν τα βήματά μας στους DESTINY’S END, ένα από τα καλύτερα «κρυφά χαρτιά» του αμερικανικού power metal της δεκαετίας του ’90.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: Οι πρώτες μέρες…
Για να καταλάβουμε πως δημιουργήθηκαν οι DESTINY’S END, πρέπει να δούμε τι υπήρχε πριν από αυτούς και να ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι από τους NEW EDEN, ένα συγκρότημα υποτιμημένο και παραγνωρισμένο για τον πολύ κόσμο, που χαίρει όμως σεβασμού από τους φίλους του βέρου, αμερικανικού ήχου. Αποτελούνταν από τους Victor Vaca στα φωνητικά, τους κιθαρίστες Horacio Colmenares (πρώην STEEL PROPHET) και Daniel DeLucie, τον drummer Brian Craig, τον μπασίστα Nardo Andi και το ημερολόγιο έδειχνε 1997, όταν κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους “Through the make believe”, ένα από τα δυναμικότερα δείγματα USPM του δεύτερου μισού των 90s. Η σύνθεση αυτή όμως δε θα είχε μέλλον. Τα προσωπικά προβλήματα του Vaca τον έφεραν στην πόρτα της εξόδου και ο James Rivera των HELSTAR βρέθηκε να ηχογραφεί κάποια demos, μετά από τη μεσολάβηση του εκδότη του περιοδικού Sentinel Steel και ιδιοκτήτη της ομώνυμης εταιρείας, Denis Gulbey, μέσω της οποίας είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο. H αλλαγή αυτή δεν έμελλε να είναι η τελευταία, καθώς οι δρόμοι του Colmenares και των υπολοίπων, θα χώριζαν λίγο καιρό μετά λόγω μουσικών και προσωπικών διαφορών. Κάπου εδώ, μπαίνει στο «κάδρο» ο νεαρός, μόλις 22 ετών τότε, Perry Grayson.
O Grayson ήρθε σε επαφή με το group μέσω δύο φίλων του, του μπασίστα Mike Bear και του κιθαρίστα Kragen Lum των progsters PROTOTYPE (ψάξε τους, αξίζουν!), όταν και γνώρισε τη Linda DeLucie, την αδερφή του Dan, που δούλευε στη Century Media. Η συνάντηση έγινε σε μια συναυλία των GRIP INC. και εξελίχθηκε σε συνεργασία του τελευταίου με τον Grayson στο έντυπο Netherwords. Και πως τα φέρνει η τύχη, ε; Ο Grayson ήταν αυτός που έκανε κριτική στο περιοδικό για το ντεμπούτο CD των NEW EDEN! Αλλά η μεγάλη λαχτάρα του νεαρού δεν ήταν αυτή. Ήταν να δημιουργήσει το δικό του συγκρότημα. Δυστυχώς όμως, όλες οι κινήσεις του για να βρει συνεργάτες για τους OBSCURE (έτσι θα ονόμαζε το group του) έπεφταν στο κενό. Έτσι, λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν το βαρύ κλίμα στις τάξεις των NEW EDEN οδήγησε στην εκδίωξη του Colmenares, μετά από ένα live με τους FATES WARNING (του άφησαν και το όνομα), δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: Goodbye Horacio, welcome Perry!
Χρειάστηκαν μόλις δύο βδομάδες jamming και μίας μόνο πρόβας με τον Rivera, για να συμπληρωθεί η πεντάδα. Ο Perry ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν οι τέσσερεις πρώην Edens. Από τη μια η αγάπη του για το neoclassical στυλ των Malmsteen, Friedman, Becker, MacAlpine, τους FATES WARNING, SAVATAGE και από την άλλη το πάθος του για τον τεχνοκρατικό ακραίο ήχο των FORBIDDEN, TESTAMENT, SACRIFICE, DEATH, CYNIC, ATHEIST κλπ δημιούργησαν έναν κοινό τόπο συνάντησης με το τεχνικό USPM των Rivera, DeLucie, Craig, Andi. Άλλωστε, οι μουσικοί του ακραίου ήχου στις Η.Π.Α, προεξάρχοντος του Chuck Schuldiner, ήταν όλοι τους οπαδοί του εγχώριου power metal και οι δύο σχολές είχαν και έχουν κοινά γνωρίσματα. Μαζί του έφερε και τις πρώτες, «ακατέργαστες» demo ιδέες των “The fortress unvanquishable”, “The Obscure (Flame of Life)”, “Breathe deep the Dark” και “A choice of graves”, τραγουδιών που μπήκαν όλα στο πρώτο album.
Τώρα έμενε να βρεθεί ένα όνομα. Μετά από έναν καταιγισμό ιδεών, το γνωστό “brainstorming”, επικράτησε το DESTINY’S END, ιδέα του DeLucie. Υπήρχαν δύο δισκογραφικές εταιρείες που επιθυμούσαν διακαώς να αποσπάσουν την υπογραφή του group: η Nuclear Blast και η Metal Blade. Τόσο το γεγονός πως η Metal Blade ήταν αμερικανική και κοντά στην έδρα της μπάντας, όσο και το ότι ήταν η εταιρεία που είχε κυκλοφορήσει τα HELSTAR έπη του παρελθόντος, της έδωσαν το πλεονέκτημα. Από πλευράς DESTINY’S END, το «όπλο» τους ήταν το ντεμπούτο των NEW EDEN, αφού τα 3/5 τους συμμετείχαν σε αυτό. Πέραν τούτου όμως, η μπάντα ετοίμαζε παράλληλα και ένα demo στον προσωπικό της χώρο σε σχεδόν live συνθήκες, χωρίς multi-tracking, με μόλις δύο στημένα μικρόφωνα και έναν μίκτη 16 καναλιών ως εξοπλισμό. Αυτό θα πει αυτοπεποίθηση!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: “Returning from an empty Eden”…
Όλα ήταν έτοιμα για το πρώτο βήμα προς το Τέλος του Πεπρωμένου, που έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου 1998. Σε παραγωγή Bill Metoyer/Brian Slagel, το “Breathe deep the Dark”, μας έπιασε όλους «στον ύπνο». Το “Rebirth”, πρώτο κομμάτι του δίσκου, ήταν κάτι παραπάνω από αντιπροσωπευτικό. Η «Αναγέννηση» για την οποία μιλούσε, θα μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες για τον καθένα μας, αλλά σίγουρα οι δημιουργοί του αναφέρονταν στη δική τους. Θα είχαν μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξουν την τεράστια αξία τους.
Το “Breathe deep the Dark” ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα καταπληκτικό power metal album. Σκοτεινό, σχεδόν «μαύρο», λυσσώδες, με πολλές αναφορές όπως ήταν αναμενόμενο στους HELSTAR, τους NEW EDEN, την κλασσική μουσική, ευθείες νύξεις σε πιο ακραίες μορφές μεταλλικής τέχνης και ανάλογο στιχουργικό περιεχόμενο. Συγγραφείς όπως οι Frank Belknap Long, Lord Dunsany, H.P. Lovecraft, Clark Ashton Smith, Edmond Hamilton και M.P. Shiel αποτέλεσαν την κύρια πηγή έμπνευσης, για το οποίο εν πολλοίς «υπεύθυνος» ήταν ο Grayson, με δευτερεύουσες διάφορα μεταφυσικά θέματα και κινηματογραφικά concepts. Εκείνη την εποχή, οι οπαδοί των HELSTAR το χαιρέτησαν ως τον πραγματικό διάδοχο του “Nosferatu”, κάτι που δε θεωρώ σε καμία περίπτωση άστοχο. Σημειώνεται εδώ πως στον δίσκο υπάρχουν, σε πολλά σημεία, στίχοι τους οποίους έχουμε συναντήσει τόσο στο demo ’91 των VIGILANTE (πρώην μπάντα του Rivera που έφτιαξε μετά τη διάλυση των HELSTAR) όσο και στο “Multiples of Black”, όπως και τρεις ξαναδουλεμένες NEW EDEN συνθέσεις: Δύο από τις μέρες του demo “Savage garden” (το εμπνευσμένο από τον Tony Montana του Brian De Palma, “Sinister deity”, παλαιότερα γνωστό ως “The Hunger” και το “Unsolved World” – πρώην “Cold New World”) καθώς και το “Under destruction’s thumb”, ένα κομμάτι του Andi που έμεινε εκτός “Through the make believe”. Υποκειμενικά καλύτερες στιγμές το πραγματικά ασύλληπτο “Rebirth”, το “To be immortal”, θαρρείς βγαλμένο από το “Nosferatu” και η διλογία “Idle city”/”The fortress unvanquishable”, με τον καταιγισμό των oriental riffs να κόβει την ανάσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: Σύννεφα στον ορίζοντα…
Με ένα τέτοιο «θηρίο» στο βιογραφικό τους και σε δαιμονιώδη κατάσταση, οι DESTINY’S END ήταν έτοιμοι να αλώσουν το συναυλιακό σανίδι όπως και έκαναν, με αποκορύφωμα το support στους MERCYFUL FATE στο Houston, την περιοδεία στις ΗΠΑ με τους ICED EARTH και NEVERMORE και τη θεϊκή τους εμφάνιση στο Wacken Open Air του 1999. Κάπου εκεί, εμφανίστηκαν δυστυχώς και τα πρώτα προβλήματα. Ο James Rivera ήδη ζούσε μόνιμα στο Houston, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερεις, στο L.A. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αφενός ο Rivera να κινείται με δική του πρωτοβουλία χωρίς να ρωτά τους υπολοίπους για το καθετί, αφετέρου το συγκρότημα να προβάρει για να διατηρηθεί σε φόρμα με τον φίλο τους και τραγουδιστή των ONWARD, Mike Grant. Σε αυτά, προστέθηκαν και κάποια θέματα του Rivera με ναρκωτικά τα οποία είχαν σοβαρό αντίκτυπο στη συμπεριφορά του, κάτι που οδήγησε τον Grayson σε μια ευθεία ρήξη με τον τραγουδιστή του group, του στυλ «ή εγώ, ή εσύ». Εννοείται πως η παρουσία ενός τραγουδιστή σαν τον Rivera θα αποτελούσε asset για οποιοδήποτε συγκρότημα, έστω κι αν ο Grayson ήταν ένας ανερχόμενος guitar hero, οπότε μοιραία η πλάστιγγα έγειρε προς τον υψίφωνο frontman με συνέπεια την αποχώρηση του νεαρού axeman από τη μπάντα την Πρωταπριλιά του 2000. Ευτυχώς όμως, είχε προλάβει να συνθέσει και ηχογραφήσει όλα του τα μέρη για τον επερχόμενο δίσκο. Στη θέση του θα ερχόταν ο Eric Halpern, γνώριμος του Rivera και συνεργάτης του αργότερα στο έπος “Welcome the End” των DISTANT THUNDER. Με αυτήν την σύνθεση η μπάντα θα εμφανιζόταν στο Bang Your Head festival, τον Ιούνιο του 2000.
KΕΦΑΛΑΙΟ Ε’: “Facing transition, taking over man!”
Μάρτιος του 2001. Silver Cloud Studios, Burbank, California. Το “Transition” θα είναι το δεύτερο και τελευταίο, δυστυχώς, album του group. Η παραγωγή θα περνούσε στα χέρια του Joe Floyd, κιθαρίστα των WARRIOR, με τον Rick Carrete και τον Bill Metoyer να αναλάμβαναν χρέη μηχανικών ήχου. Αν ο πρώτος σου είναι άγνωστος, να σου πω εδώ πως αντικατέστησε για κάποιες συναυλίες τον Adrian Smith, όταν αυτός αδυνατούσε να ακολουθήσει τον Bruce Dickinson σε κάποιες solo εμφανίσεις του. Ηχητικά, το απόλυτο HELSTAR σκότος του “Breathe…” έχει υποχωρήσει και σημαντική ευθύνη σε αυτό, φέρει η αλλαγή, από πλευράς Metal Blade, της μίξης του δίσκου, με το συγκρότημα να προτιμά την αρχική του Floyd. Ο Γερμανός Achim Köhler που έκανε την τελική μίξη, στην ουσία δεν ανέδειξε το προϊόν που είχε στα χέρια του, ως έπρεπε. «Μα δίνεις σε έναν Γερμανό να σου φτιάξει USPM ήχο; Είναι δυνατόν;» θα αναρωτηθούν κάποιοι. Έλα όμως, που ο συγκεκριμένος ευθύνεται μεταξύ άλλων για τον επί μια 15ετία “béton armé” αμερικανικό ήχο των BRAINSTORM! Και αν δεις το βιογραφικό του, μόνο τυχαίος δεν είναι. Ποιος ξέρει τί πραγματικά συνέβη τότε… Είναι κάτι που πιθανότατα δε θα μάθουμε ποτέ, αφού και η ίδια η μπάντα ήταν απούσα!
Αλλά μη βγάλεις λανθασμένα συμπεράσματα, θα αποδειχθούν περιττά. Το “Transition” ήταν, συνθετικά και εκτελεστικά, ο άξιος διάδοχος του θεϊκού ντεμπούτου. Όταν το επικό, Maiden-ικό USPM, ένα γνήσιο τέκνο του “Powerslave”, αναμιγνύεται με τον King Diamond, τί μπορεί να πάει λάθος; Σε τελική ανάλυση, το μόνο μειονέκτημα του “Transition” έναντι του “Breathe deep the dark” είναι πως… κυκλοφόρησε δεύτερο. Οι DESTINY’S END πειραματίστηκαν με αναλογικό εξοπλισμό, 12χορδες κιθάρες και ώθησαν εκ νέου τον εαυτό τους στα άκρα. Οι DeLucie/Grayson εξακολουθούν να γράφουν τα ονόματά τους δίπλα στον όρο «εντυπωσιακό κιθαριστικό δίδυμο», οι Andi/Craig ενσαρκώνουν το ιδανικό rhythm section για τέτοιου είδους μουσική, όσο για τον Rivera, τι να πει κανείς… δεν ξέρω ποιες οι παραξενιές του, δεν με ενδιαφέρει η ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του, αυτά θα είναι πάντα θέματα των συνεργατών του. Εγώ εξετάζω την απόδοσή του και ο τύπος είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ τραγουδιστής. Σε επίπεδο στιχουργικό τώρα, υπάρχει ένα, ας πούμε, χαλαρό concept από τον DeLucie, που ασχολείται με την επιστημονική φαντασία και την εξέλιξη του ανθρώπου, χωρίς βέβαια να λείπουν οι απαραίτητες λογοτεχνικές «πινελιές» από τον Grayson. Αθόρυβο ντεμπούτο στα μεταλλικά δρώμενα και για τον σπουδαίο Gerald Brom, ο οποίος φιλοτέχνησε το artwork του album. Υποκειμενικά καλύτερες στιγμές το ομώνυμο κομμάτι, ο ύμνος “The Watcher” που καλπάζει σαν καθαρόαιμο αραβικό άτι και το καταληκτικό ελεγειακό “Vanished”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’: Επίλογος
Η μπάντα τελικά συνέχισε για έναν ακόμη χρόνο, οδηγούμενη στη διάλυση στα τέλη του 2001. Τί απέγιναν όμως οι πέντε μουσικοί, από την ώρα που οι DESTINY’S END διαλύθηκαν οριστικά; Εδώ ξεκινά το πλέον στενάχωρο της υπόθεσης, καθώς οι περισσότεροι αποσύρθηκαν αργά ή γρήγορα από τα metal τεκταινόμενα. Ο Rivera ως γνωστόν συνεχίζει στις επάλξεις, καταρχήν με τους HELSTAR και «μπλεγμένος» σε πλείστα συγκροτήματα και projects. Ο Grayson θεωρητικά έχει ακόμη τους heavy rockers FALCON, μαζί με τον Greg Lindstrom των CIRITH UNGOL και τον Darin McCloskey των αξιόλογων doomsters PALE DIVINE, πέρασε άλλωστε «ένα φεγγάρι» από αυτούς και φυσικά ηχογράφησε μαζί με τους ISEN TORR του Richard M. Walker, το θρυλικό EP “Mighty & Superior”. Τουλάχιστον είναι ενεργός! Ο έτερος πυλώνας στην κιθαριστική πανδαισία των”Breathe deep the dark” και “Transition”, o DeLucie, σχημάτισε τους βραχύβιους μα φοβερούς και τρομερούς CRESCENT SHIELD, ο Brian Craig έπαιξε παρομοίως για δύο δίσκους στους SEVEN WITCHES ενώ ο Nardo Andi εξαφανίστηκε από τη μουσική βιομηχανία, αυτός μάλιστα χωρίς να αφήσει κανένα μουσικό «ίχνος». Τέτοια συσσώρευση ταλέντου σε ένα project, και όμως, πήγε χαμένη άδικα των αδίκων. Ακόμη και σήμερα, έχω την πεποίθηση πως αν οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές, θα είχαμε δει σπουδαία πράγματα από τη μπάντα αυτή.
Ας είναι όμως, δε μοιρολογώ. Μόνο και μόνο με δύο δίσκους, οι DESTINY’S END κέρδισαν μια θέση στη καρδιά μας, δύο θέσεις στη δισκοθήκη μας και μια στο πάνθεον των μεγάλων του US metal. Κάτι που πολλοί δε μπόρεσαν να πετύχουν με πολλά χρόνια δισκογραφικής παρουσίας. Επί προσωπικού δε, κάλυψαν και με το παραπάνω το κενό των λατρεμένων HELSTAR, σε σημείο που η όποια σκέψη και συζήτηση περί επανασύνδεσης, τότε, έμοιαζε περιττή. Τελειώνοντας, δε μπορώ παρά να ευχαριστήσω δύο ανθρώπους: καταρχήν τον φίλο Perry Grayson (you rule, mate!) για την πολύτιμη βοήθειά του, τις άπειρες πληροφορίες και το πολύ σπάνιο φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησε από το προσωπικό του blog “The Falcon’s Fortress” και εννοείται τον φίλο, συνάδελφο και φανατικό οπαδό των DESTINY’S END, Σάκη Νίκα, ο οποίος μόλις του εκμυστηρεύτηκα τη θέλησή μου να γράψω αυτό το αφιέρωμα, μου επέβαλε τον όμορφο τίτλο του με «δημοκρατικές διαδικασίες». Όσο για σένα, αν όλα αυτά σου κέντρισαν το ενδιαφέρον, δεν έχεις παρά να πατήσεις το “play” την Spotify λίστα που ακολουθεί, ώστε να νιώσεις λίγη αυθεντική, μεταλλική μαγεία και να «γευτείς» γνήσιο αμερικανικό ατσάλι. Εις το επανιδείν!
Δημήτρης Τσέλλος