Έπειτα από ένα ολόκληρο 40ημερο συνεχόμενων ακροάσεων, παίρνω την απόφαση να ετοιμάσω ένα κείμενο που μόνο κατ’ ευφημισμό μπορούμε να αποκαλέσουμε κριτική. Διότι τι είδους κριτική μπορεί να κάνει ο καθένας μας σε κάτι που δεν μπορεί να το κατανοήσει ακριβώς. Τι διαφορετικό έχει η μουσική που υπάρχει στο “Empath”, που είναι υπεράνω κριτικής, δηλαδή; Ας εξηγήσω αρχικά, ότι δεν είναι «υπεράνω» κριτικής. Δεν αποτελεί, μουσικά, κάτι το υπέρτατο που δεν ανέχεται δεύτερες σκέψεις. Και ατέλειες έχει και πλαδαρά περάσματα περιλαμβάνει, αλλά και μπόλικα Devin κλισέ, που τα έχουμε ακούσει ξανά. Το στοιχείο που την περνάει αλώβητη από την οποιαδήποτε κριτική είναι το πνεύμα από το οποίο διακατέχεται. Τα τραγούδια του “Empath” αποτελούν αυτόβουλα εγκεφαλογραφήματα ενός μουσικού που όχι μόνο δεν κατέχει τον κοινό νου αλλά μπορείς να πεις ότι φέρει βλάβη. Και όπως ο ίδιος έχει αναφέρει πολλές φορές, η διαδικασία της σύνθεσης αυτής της συγκεκριμένης μουσικής, τον διατηρεί υγιή.
Πάρτε για παράδειγμα το εναρκτήριο “Genesis” (παρέα με την εισαγωγή του “Castaway”), όπου ο Townsend παραδίδει μαθήματα πνευματικής αυτοΐασης μέσω των στίχων, ενώ μουσικά καταφέρνει και συνδυάζει ήχους από δελφίνια και MESHUGGAH:
«Surrender it all
Receive this love
Receive this love
If you’re saying in your mind, “You’re better off dead”
Well, before the madness comes to claim your name
A million years would go by»
Αλήθεια, τι είδους κριτική μπορεί να γίνει εδώ;
Στο σύνολο του δίσκου, δεν θα εντοπίσετε κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής να επικρατεί. Δεν θα ακολουθήσετε πάνω από κάποια ελάχιστα λεπτά μια φυσική ροή μελωδιών και σίγουρα στο τέλος δεν θα έχετε ακούσει έναν δίσκο που θα επηρεάσει κάποιον άλλο μουσικό αλλά ούτε καν μια συλλογή τραγουδιών που έχει αρχή, μέση και τέλος.
Όποιος επιθυμεί απλά να κάνει μια βόλτα στο μυαλό του Devin Townsend για 74 λεπτά, θα το πράξει ακούγοντας προσεκτικά, με συνεχείς επαναλήψεις, με κουραστικά μπρος πίσω, με αμέτρητα «γιατί τον χαλάς τώρα αυτόν τον ωραίο ρυθμό;;;» και ακόμα περισσότερα «αααα… γι’ αυτό…». Θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των THE MOODY BLUES και των PERIPHERY, ούτε υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στα gospel και τo death metal. Ο εγκέφαλος του Devin Townsend είναι ένας πυρήνας ή καλύτερα ένας πυρηνικός αντιδραστήρας και αυτό το album είναι ένα ακόμα bing bang.
Βαθμός: από το 0 έως το 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής