DIO: Dreamers never die – GSFF Special Opening Night & ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN (Gagarin205, 24/10/2022)

0
472












Dreamers never die… ο τίτλος της πολυαναμενόμενης ταινίας, με θέμα τον Ronnie James Dio. Η πρώτη κατά σειρά, σε ένα αφιερωματικό τρίπτυχο ταινιών/συναυλιών του Gimme Shelter Festival, μαζί με τις αντίστοιχες που τιμούν άλλες δύο τεράστιες προσωπικότητες που δεν είναι πια μαζί μας, τον Frank Zappa και τον Chuck Schuldiner. Αρκετοί εξ ημών, την είδαν στην επίσημη «πρώτη» της στον κινηματογράφο «Δαναός», ένα μήνα πριν. Προσωπικά, δεν πήγα. Προτίμησα τούτην εδώ την προβολή, ώστε να συνδυάσω την παρακολούθησή της με ένα live των ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN, της δικής μας tribute μπάντας στα πεπραγμένα του Ronnie. Το ίδιο με μένα φαίνεται πως σκέφτηκαν και οι αρκετοί που ήρθαν στο Gagarin205, κι ας ήταν «τσαγκαροδευτέρα».

Ένα Gagarin205 διαμορφωμένο με σκοπό να θυμίζει και αυτό μια μίξη κινηματογράφου και live venue. Έτσι, μπροστά, υπήρχαν δυο τμήματα με σειρές καθισμάτων και από το μέσον της αρένας και πίσω, ξεκινούσαν οι θέσεις ορθίων (για τους θαρραλέους, εγώ δεν συγκαταλέγομαι σε αυτούς). Ομοίως, καρέκλες υπήρχαν και στον εξώστη. Κατά το πρόγραμμα λοιπόν και με μια μικρή απόκλιση ολίγων λεπτών, οι ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN πήραν τις θέσεις τους στην σκηνή. Ας είμαστε ειλικρινείς, μεταξύ μας τα λέμε εδώ και ξέρουμε πως αυτό που θα ειπωθεί είναι αλήθεια, δε θα το πούμε για δημιουργία εντυπώσεων, ούτε επειδή έχουμε κάποιου είδους «αλισβερίσι» με το group. Οι ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN, μετά από τόσα χρόνια, δε χρειάζονται συστάσεις, δε χρειάζονται ανταποκρίσεις και κριτικές. Θα μπορούσα να γράψω για την ταινία μόνο και να προσθέσω στο τέλος τη φράση «πριν αυτή αρχίσει, έπαιξαν και οι ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN και ιδού το set τους». Και θα ξέραμε τα υπόλοιπα.

Η μπάντα, ελέω της λατρείας των μελών της προς το πρόσωπο του RJD, τη μουσική του και τόσων ετών «πρακτικής εξάσκησης», έχει κάνει τα τραγούδια του «κτήμα» της. Τα ερμηνεύει όπως πρέπει, τα σέβεται, έχει αποκρυπτογραφήσει το DNA τους. Συνεπώς, κάθε live τους είναι «άχαστο». Γιατί, καλές οι προθέσεις, αλλά μόνο με αυτές δεν καταφέρνεις και πολλά. Σωστός. Εδώ έρχεται και μπαίνει στο παιχνίδι ο παράγοντας «αξία». Και τα πέντε Παιδιά, έχουν μπόλικη από δαύτη. Να παίξουν τα γνωστά τους τρίωρα και βάλε sets δε γινόταν, επομένως μέσα σε μια ώρα, θέλησαν να συμπτύξουν ολόκληρη την «Dio ιστορία» διαλέγοντας χαρακτηριστικές στιγμές από κάθε σταθμό της και τα κατάφεραν μια χαρά. Σχόλια περί απόδοσης όπως είπαμε δε χρειάζονται, οπότε ας μου επιτραπεί να κάνω μια παρατήρηση η οποία βασίζεται σε καθαρά προσωπικό μου «κόλλημα»…

O Ronnie είχε την τύχη/ευλογία/χαρά, όπως θες πες τη, να συνεργαστεί με κάποιους από τους καλύτερους drummers όλων των εποχών: Cozy, Ward, Appice, Simon Wright… Όλοι τους πολύ αγαπημένοι μου, αλλά πέραν του παιξίματός τους, με τον ήχο του Cozy και ειδικά του Appice, δεν μπορώ, παθαίνω, αρρωσταίνω, πως το λένε! Στην τελευταία τους εμφάνιση λοιπόν, οι ROCK ‘N’ ROLL CHILDREN κατάφεραν να προσεγγίσουν την ακουστική των δύο αυτών μεγαθηρίων περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Για μένα λοιπόν, ΑΥΤΟ ήταν το μεγάλο highlight του live, πάνω και από την εκτέλεση του φαινομενικού outsider “Shadow of the wind”, το οποίο και με εξέπληξε, έχω να ομολογήσω. Πάνω και από το τελικό medley, που συνόψισε ολόκληρο το επικό heavy metal μέσα σε δέκα-είκοσι μόλις λεπτάκια. Ορίστε η «σούμα» και ραντεβού τον Δεκέμβριο στο Κύτταρο.

SETLIST:

  1. Gates of Babylon (intro)/Stargazer (RAINBOW)
    2. Man on the Silver Mountain (RAINBOW)
    3. I could have been a dreamer (DIO)
    4. Shadow of the wind (BLACK SABBATH)
    5. Last in line (DIO)
    6. Nevermore (ELF)
    7. Falling off the edge of the world (BLACK SABBATH)
    8. Die young (BLACK SABBATH)
    9. Medley
    – Heaven and Hell (BLACK SABBATH)
    – Holy diver (DIO)
    – Children of the sea (BLACK SABBATH)
    – Egypt (DIO)
    – Stars (Acoustic intro)
    – Don’t talk to strangers (DIO)
    – Heaven and Hell (Finale)

Λίγο μετά το live, προλόγισαν το ντοκιμαντέρ ο Γιώργος Γαλάνης, ένας άνθρωπος πολύ κοντά στον Dio ως πρόεδρος του ελληνικού fan club “Greek wizards” και ο Χάκος Περβανίδης, αρχισυντάκτης του περιοδικού Metal Hammer. Και οι δύο στάθηκαν στο πόσο κοντά ήταν ο Ronnie με όλους όσους αγαπούσαν τη μουσική του, πόσο νοιαζόταν για αυτούς και εξήραν το ζηλευτό μνημονικό του, εξιστορώντας προσωπικές τους εμπειρίες. Ο Dio ήταν ένας θρύλος πάνω στη σκηνή, αλλά εκτός σκηνής ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος. Αγαπούσε τους οπαδούς του, ενδιαφερόταν να μάθει για τη ζωή και την καθημερινότητά τους, τις έγνοιες, τις χαρές και τα προβλήματά τους, πίστευε ότι τους όφειλε πολλά και ήθελε με τον τρόπο του να το ανταποδίδει αυτό. Από μια απλή φωτογραφία, μέχρι το να σώσει έναν νέον άνθρωπο, οπαδό της μουσικής του, από την αυτοκτονία. Μάθαμε δε, πως αν η μετενσάρκωση υπάρχει, ο ίδιος θα ήθελε να επιστρέψει στον κόσμο ως… ελέφαντας, για να έχει την ίδια ισχυρή μνήμη αλλά αυτή τη φορά να είναι… τεράστιος. Ronnie, τεράστιο σε θωρούσαμε, έτσι κι αλλιώς και το σίγουρα το γνώριζες αυτό.

Ακολούθησαν, μέσω video, σχόλια – κουβέντες από τον Jeff Scott Soto, ο οποίος εκμυστηρεύτηκε πως η φωνή του είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειάς του να ενώσει τον Dio με τον Bruce Dickinson (μια χαρά σου βγήκε, Jeff) και τον Geoff Tate, που μίλησε για το πόσο επιδραστικός ήταν ο Ronnie στα πρώτα του βήματα αλλά κυρίως, πόσο καλά φέρθηκε στους QUEENSRYCHE κατά την κοινή τους περιοδεία το 1984 (πόσο θα ήθελα να το είχα δει αυτό) και γενικά πόσο πρόσεχε όλα τα support groups. Εν συνεχεία, η Wendy Dio και οι σκηνοθέτες της ταινίας, Don Argott και Demian Fenton ανέλαβαν να μας βάλουν στον προθάλαμο του ντοκιμαντέρ. Κάπου εδώ να πω πως αν δεν παρακολούθησες την 40λεπτη συνέντευξη της Wendy Dio στον Σάκη Φράγκο, σε προτρέπω να το κάνεις. Λέει πολλά τόσο για την ταινία, όσο και τη ζωή του Ronnie. Είναι ένα πολύ καλό συνοδευτικό του ντοκιμαντέρ.

Πάμε τώρα στα της ταινίας. Πόσα να ειπωθούν και πόσα να δείξεις σε δύο ώρες, όταν έχεις να κάνεις με τον Ronnie James Dio; Αρκετά, αλλά θα μείνουν εκτός τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα. Οι Argott και Fenton, φανατικοί οπαδοί της μουσικής του Dio, έβαλαν μεράκι και έκαναν αντικειμενικά πολύ καλή δουλειά. Μου άρεσε πάρα πολύ που δίνεται μεγάλη έμφαση στις πρώτες μέρες του Dio και φωτίζονται τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, κάτι που μας δίνει να καταλάβουμε τις ρίζες και καταβολές του, μέσω της οικογενείας του. Μετά, περνάμε στις πρώτες του προσπάθειες να γίνει μουσικός, αρχικά ως τρομπετίστας, μετέπειτα ως μπασίστας και τελικά αναγκαστικά/κατά τύχη (!) ως τραγουδιστής. Ο θεατής μαθαίνει για τους THE VEGAS KINGS, RONNIE AND THE RUMBLERS, RONNIE AND THE REDCAPS και ακούει τον Dio να τραγουδά τραγούδια στο ύφος της rock ‘n’ roll μουσικής που κυριαρχούσε στις Η.Π.Α στα 50s, πολύ μακριά από αυτά που τον λατρέψαμε στην πορεία. Στο δεύτερο μισό των 60s το group αλλάζει πάλι όνομα σε RONNIE DIO AND THE PROPHETS αυτή τη φορά (εδώ ο Ronnie έχει ήδη υιοθετήσει το “Dio”, από τον περιβόητο μαφιόζο Johnny Dio) και κάπου εδώ οι THE BEATLES έρχονται να επηρεάσουν εμμέσως τα γεγονότα και να ορίσουν την συνέχεια.

Ο ήχος γίνεται πιο rock, πιο βρετανικός και «γεννιούνται» οι THE ELECTRIC ELVES. Σε αυτό το σημείο η ταινία «σταματά» και στέκεται πολύ στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα του Φεβρουαρίου του 1968. Ο κιθαρίστας και αδελφικός φίλος του Ronnie, Nick Pantas (πιθανότατα Έλληνας), μαζί του από την αρχή, βρίσκει τραγικό θάνατο και τα υπόλοιπα μέλη καταλήγουν στο νοσοκομείο. Ήταν ένα τρομερό χτύπημα για τον Ronnie, που με κάνει να πιστεύω ακράδαντα πως επηρέασε πάρα πολύ την εξέλιξή του, τόσο ως μουσικός όσο και ως άνθρωπος. Αν ο Nick ζούσε, ίσως να μην ήταν τίποτα το ίδιο. Ακολουθεί αναφορά στους THE ELVES/ELF, στις σχέσεις τους με τους DEEP PURPLE, στο πως έγινε ο «γάμος» με τον Ritchie Blackmore και στις μετέπειτα διαφωνίες σχετικά με το αν και πόσο έπρεπε να «στρίψουν» εμπορικά οι RAINBOW. Επόμενο κεφάλαιο τα 80s, οι BLACK SABBATH (με την αναγκαία σύγκριση/συσχέτιση “Dio-Ozzy”), η απαρχή και γιγάντωση των DIO και τελειώνουμε ουσιαστικά στο “Sacred Heart”, με το καταπληκτικό live στη Φιλαδέλφεια. Τα επόμενα χρόνια είτε αγνοούνται πλήρως είτε αναφέρονται πάρα πολύ επιγραμματικά και το τεράστιο χρονικό «άλμα» φτάνει στους HEAVEN AND HELL και τη νέα (τότε) αρχή της Mk.II σύνθεσης, την οποία διέκοψε απότομα και άδικα η ασθένεια και ο θάνατος του «Μεγάλου Κοντού».

photo courtesy of Wendy Dio

Μεγάλο ατού της ταινίας, πέραν της εμβάθυνσης στα πρώτα χρόνια της ζωής του, αποτελούν οι αφηγήσεις σπουδαίων μουσικών προσωπικοτήτων και φίλων του Ronnie. Tony Iommi, Geezer Butler, Glenn Hughes, Roger Glover, Bill Ward, Don Dokken, Vinny Appice, David Feinstein, Lita Ford, Rob Halford, Sebastian Bach, Rudy Sarzo, Craig Goldy… Ο παραγωγός Wyn Davis, o ιστορικός μουσικής Eddie Trunk, ο ηθοποιός/μουσικός Jack Black… Και δε μιλούν μόνο εγκυκλοπαιδικά, αλλά εξιστορούν γεγονότα από τη δική τους σχέση ζωής με τον Dio, φωτίζοντας έτσι πτυχές που ίσως αρκετοί δε γνωρίζουν ως τώρα. Δε μπορώ να σου περιγράψω πως είναι να βλέπεις τον Glenn Hughes να ομολογεί πως «ο Dio ΕΠΡΕΠΕ να πάει στους BLACK SABBATH, ΕΠΡΕΠΕ να ηχογραφήσει το ‘Heaven and Hell’, ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ για να το κάνει αυτό!». Τον Halford να έχει «φτύσει» λαρύγγια και πνευμόνια στο μικρόφωνο, να έχει πει τα άπιαστα στο “Stars” και ο τελειομανής Dio να του λέει ένα απλό «εχμ… δεν ήταν καλό, πάμε πάλι». Τον Glover να κάνει πλάκα με το μπόι των ELF όταν μπήκαν στο studio για την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους και να παραδέχεται πως μετά του «έπεσαν τα σαγόνια». Τον Dokken να τα «έχει κάνει πάνω του» γιατί έχει μπροστά του τον Dio, τον Black να διηγείται πως η φωνή του Ronnie παραμόρφωνε τα τελευταίας τεχνολογίας μικρόφωνα και τον Bach να τρελαίνεται ακούγοντας το αγαπημένο του “Bible black”. Και πόσα ακόμη, που πρέπει να τα δεις.

To “Dreamers never die” είναι γεμάτο αγάπη και σεβασμό προς τον «Μεγάλο Κοντό» και η απουσία «κιτρινισμών» παντός είδους είναι παραπάνω από αισθητή. Αυστηρώς ακατάλληλο για όσους ψοφάνε για κουτσομπολιά, ίντριγκες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Αυτό ήταν ένα ακόμη στοιχείο που μου άρεσε πολύ, όπως και το ακυκλοφόρητο οπτικοακουστικό υλικό. Σε γενικές γραμμές, αν είσαι νέος στον χώρο, θα βρεις πραγματικά επικό το “Dreamers…”. Αν όμως έχεις περισσότερες από τις βασικές γνώσεις, αυτά που σου δίνει, από το 1972 και μετά, δεν είναι όσα πιθανόν να περίμενες. Βέβαια, όλα τα documentaries αυτού του τύπου πάνω-κάτω αυτής της λογικής είναι, δηλαδή να αποτελέσουν «πύλη εισόδου» για να εισέλθει κανείς στον «κόσμο» του τιμώμενου προσώπου/συγκροτήματος και να ανακαλύψει στην συνέχεια τα πάντα μόνος του, οπότε επιτυχημένο πρέπει να το χαρακτηρίσω. Γιατί σε αυτές τις δύο ώρες ο RJD παρουσιάζεται τόσο ΤΙΤΑΝΙΟΣ, που αν δεν κάνει αυτός τον νεαρό, εκκολαπτόμενο metalhead να τρέξει και να ακούσει το “Holy diver” και το “Sacred heart”, δε θα το καταφέρει κανείς.

Όντως, «οι ονειροπόλοι δεν πεθαίνουν ποτέ». Ξέρεις όμως γιατί; Γιατί δεν πεθαίνουν αυτοί που τους δημιουργούν τα όνειρα. Και ο Ronnie James Dio δε δημιουργούσε όνειρα, αλλά ολόκληρους κόσμους. Και πάντα θα τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.

Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here