Το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ των DIPYGUS ήταν από τις πρώτες χρονικά αναμενόμενες για εμένα κυκλοφορίες για τη νέα χρονιά, έπειτα από ένα εξαιρετικά ευχάριστο ντεμπούτο από την αγαπημένη Caligari. To “Deathooze” (2019) ήταν ένα άλμπουμ που ξεχώρισα για το είδος του εκείνη τη χρονιά, όχι γιατί φέρνει κάτι καινούργιο στο τραπέζι, αλλά κυρίως γιατί η εκδοχή του για το σερνόμενο και γλιτσερό death metal α-λα “Mental Funeral” και “The Rack” ήταν παρά τη γραφικότητα του θέματος, πολύ διασκεδαστική και καθόλου βαρετή, με σημαντικό replay value. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για το “Bushmeat”.
Η παραγωγή είναι ένα “τσικ” λιγότερο βρώμικη σε σχέση με το “Deathooze”, αλλά η διάθεση για campy horror ατμόσφαιρα είναι ακλόνητη (οι τίτλοι και τα samples που χρησιμοποιούν στα κομμάτια τους τα λένε όλα). Τα riffs και τα φωνητικά εξακολουθούν να είναι τα δυνατά σημεία της μπάντας, αυτή τη φορά όμως (και πάλι συγκριτικά με το ντεμπούτο μιλώντας) φαίνεται να τους νοιάζει λιγότερο να ακουστούν γκρουβάτοι και heavy και περισσότερο “ατμοσφαιρικοί”, ή ακόμα και περίεργοι θα λέγαμε, με τα doomy περάσματα να είναι ακόμα πιο βαριά και τα γρήγορα, blasting ξεσπάσματα εντονότερα και πιο πειστικά. Επίσης και συνθετικά απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν άμπαλοι, έχοντας μελετήσει αρκετά καλά τους “μεγάλους” του είδους, προσθέτοντας ωστόσο δειλά-δειλά κι ένα δικό τους twist, που αφορά κυρίως τις εναλλαγές θεμάτων/riffs και μέτρων.
Για όσους παρακολουθούν, όσο το δυνατό, τη ροή των κυκλοφοριών στα είδη που γουστάρουν, η αρχή της χρονιάς όπου τα νέα άλμπουμ είναι λιγοστά, είναι πάντα μια καλή περίοδος να δώσουν χρόνο σε δίσκους όπως το “Bushmeat”, που πιθανώς μερικούς μήνες αργότερα να τους έπαιρνε η μπάλα και να τσεκάρονταν στο πόδι εάν όχι να πέρναγαν απαρατήρητοι. Δε θα έλεγα ότι ξεπέρασε τις προσδοκίες που είχε θέσει το “Deathooze”, αλλά πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ που αξίζει να ακουστεί, ιδιαίτερα από τους φίλους της AUTOPSY σχολής.
7 / 10
Νίκος Χασούρας