Περί DT reunion: Ήταν δίκαιο, εν πολλοίς αναμενόμενο και έγινε πράξη. Το χαρμόσυνο νέο της επιστροφής στο σπίτι του Mike Portnoy ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό στις τάξεις των οπαδών των DREAM THEATER. Ο άνθρωπος που το παίξιμό του ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των αναμνήσεών μας είναι και πάλι μαζί μας και με το που ανακοινώθηκε η reunion ή, όπως ονομάστηκε, “40th Anniversary Tour”, ήταν απλά ζήτημα στρατηγικής και πορτοφολιού του κάθε freak σε ποια πόλη της Ευρώπης θα επενδύσει.
Περί Βουδαπέστης: Η πανέμορφη πρωτεύουσα της Ουγγαρίας ήταν η προσωπική μου επιλογή για να απολαύσω το αγαπημένο μου συγκρότημα, Έχοντας την τύχη να έχω διψήφιο αριθμό επισκέψεων στη συγκεκριμένη πόλη, είναι ένα μέρος πολύ γνώριμο σε εμένα και αυτό ήταν και το βασικό μου επιχείρημα για να πείσω και τους δύο έτερους συνοδοιπόρους μου για να κάνουμε την απόβαση εκεί. Τα τελευταία χρόνια η Βουδαπέστη έχει επενδύσει σημαντικά στον τομέα του συναυλιακού τουρισμού, γι’ αυτό και όπου και να σταθείς, θα πετύχεις σε εβδομαδιαία βάση όλα τα μεγάλα ονόματα της σκληρής μουσικής να κάνουν το πέρασμά τους από εκεί. Οι κακές γλώσσες λένε ότι είναι αναγκαίο κακό, καθώς καμία συναυλία δεν γίνεται sold out εκεί και έτσι, έχεις την άνεσή σου για να απολαύσεις τα τεκταινόμενα επί σκηνής, πίνοντας μια φτηνή, ντόπια μπύρα. Μετά εκπλήξεως βέβαια διαπίστωσα ότι και οι Ούγγροι ξύπνησαν και πλέον οι τιμές δεν διαφέρουν και τόσο τραγικά από την Ελλάδα…
Περί Budapest Sports Arena: Ο συναυλιακός χώρος είναι δίπλα ακριβώς από το Puskás Ferenc Stadion, την έδρα της Ferencváros. Ένας χώρος που είναι κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε ο ήχος να είναι άψογος σε όποια μεριά του και αν βρεθείς. Άρτια οργανωμένος, πεντακάθαρος, με κυλικεία παντού και με τα καπνιστήρια στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους έξω απ’ αυτό για τους αμετανόητους θεριακλήδες. Στα πάντα μπορούσες να πληρώσεις με την κάρτα σου, ώστε να μην φορτώνεσαι με περιττά φιορίνια.
Περί διοργάνωσης: Το κομμάτι που φοβόμουν περισσότερο. Ευτυχώς ο φανταστικός μου αρχισυντάκτης φρόντισε μέχρι και φωτογράφος να γίνω, αλλά είχα φροντίσει να πάω αρκετά πιο νωρίς για να μπορέσω να βρω την άκρη μου, συνδυάζοντας το πάθος για τους DT με το ελληνικό δαιμόνιο. Κατά τα λοιπά, η είσοδος στο venue έγινε αρκετά γρήγορα από τους γύρω στους 7.000 παρευρισκόμενους, υπήρχαν σε κάθε θύρα ταξιθέτες, ενώ και στο merch stand υπήρχαν τα πάντα. Το ότι οι τιμές ήταν ΑΛΜΥΡΕΣ, σε αυτό σίγουρα υπάρχει και συνυπευθυνότητα και από τους ίδιους τους DT…
Περί παραγωγής: Τα υψηλά standards που έχουν μπει την τελευταία δεκαπενταετία και γιγάντωσαν πολύ ως brand name τους DREAM THEATER, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και από αυτή τη σειρά των επετειακών συναυλιών. Ήχος αψεγάδιαστος και με απόλυτη ευκρίνεια, το στήσιμο των πέντε μελών με ακρίβεια εκατοστών, τα φώτα να κάνουν τη δουλειά τους άψογα και τα projections που συνόδευαν το κάθε κομμάτι να είναι εντυπωσιακά, είτε αυτά εμφανίζονταν στη βάση του drum kit σε μικρή κλίμακα, είτε στο βάθος της σκηνής, για να είναι ορατά από όλους τους θεατές.
Περί setlist: Η παραγωγή που ανέφερα πιο πάνω ήταν αναμενόμενο να απαιτεί καμία διαφοροποιήση στα setlists. Κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις οπαδικού τύπου συναυλίες που μας είχε συνηθίσει η κλασική, Portnoy era. Έχοντας υπόψη όμως ότι με τη λογική αυτή μεγάλωσαν σε απίστευτα ύψη οι DT, προσπάθησα να αντισταθώ όσο μπορούσα στο spoilers που έφευγαν αδιακρίτως από τον πρώτο σταθμό της περιοδείας και ας ήταν χαρακτηρισμένη ως μια σειρά από “An evening with”.
Περί John Petrucci: Το αφεντικό των DREAM THEATER ήταν αλάνθαστο. Δεν έχασε ούτε μισή νότα, είτε ήταν riff, είτε ήταν ρυθμική, είτε ήταν solo. Οι κιθάρες του είτε μας προκαλούσαν ανατριχίλες (Metropolis part I), είτε κουνούσαν τους σβέρκους μας (As I am), είτε έκαναν τη φωνή μας να τις συνοδεύει (Home), είτε μας άφηναν άφωνους (Stream of consciousness), είτε απλά μας άφηναν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη (Pull me under). Κανείς δε μπορεί να συγκριθεί μαζί του.
Περί John Myung: Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν. Ο Myung είναι ο αιώνιος έφηβος των DT, που κάνει τη δουλειά που ξέρει καλύτερα since day one. Αφοσιωμένος στο μπάσο του, δίνει τον όγκο που πρέπει και σε ελάχιστα σημεία έπεσαν όλα τα φώτα πάνω του. Στην εισαγωγή του “Panic attack” γνώρισε την αποθέωση, ακόμη κι αν οι πάντες γνωρίζουν ότι το συγκεκριμένο τραγούδι είναι μακράν η πιο αδύναμη στιγμή του “Octavarium”.
Περί Jordan Rudess: Ο, πλέον, διοπτροφόρος Jordan ήταν αδιαμφισβήτητα ο νούμερο 2 στην DT ιεραρχία μετά την αποχώρηση του ΜΡ και δεν έχει υποχωρήσει από τη θέση αυτή. Τα πλήκτρα του πλέον, εκτός από το tablet με τις παρτιτούρες, έχουν πλέον στο μπροστινό μέρος και ένα μικρό projector, που εκτός από τα διάφορα γραφικά, στις περισσότερες στιγμές εμφάνιζε τις νότες που έπαιζε ο Jordan, ώστε να πάει η εμπειρία του air keyboard σε άλλη διάσταση. Το fingerboard που είχε στην πλάτη του προσέφερε στιγμές μεγαλείου στο “Constant motion” και στο ΕΠΟΣ του ομώνυμου “Octavarium”. Στη δε διλογία των “Vacant” και “Stream of consciousness”, ακούστηκαν επιτέλους όλες οι νότες των πλήκτρων, οι οποίες είχαν αρχικά καλυφθεί λόγω της studio παραγωγής.
Περί Derek Sherinian: Μπορεί η παρουσία του στις τάξεις των DT να ήταν βραχύβια, σίγουρα όμως είναι και η πλέον παρεξηγημένη. Ίσως και το timing να ήταν λάθος. Παρ’ όλα αυτά η συνθετική του συμβολή ήταν πάρα πολύ σημαντική και η εποχή του εκπροσωπήθηκε και από τη ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ, προορισμένη για οπαδούς εκτέλεση του “Hollow years”, όπως αυτή αρχικά ακούγεται στα demos του “Falling into infinity”, αλλά και με το combo “Overture 1928/Strange Déjà vu”, που είναι βασισμένο στα FII sessions και που διαδέχτηκε τόσο ταιριαστά την έναρξη της συναυλίας με το “Metropolis part I: The miracle and the sleeper”.
Περί Mike Mangini: Τον ευχαριστούμε για την προσφορά του στους DT, όμως να πάει στο καλό και να μη μας γράφει. Κάθε φορά που άκουγα ένα άλμπουμ της Mangini era ένιωθα ότι κάτι έλειπε από τη μαγεία, με πιθανότερη αιτία το υπερτεχνικό, αλλά εντελώς αποστειρωμένο drumming του. Για τη rockstar δηθενιά του υπάρχουν πολλές έξωθεν, καλές μαρτυρίες στην πιάτσα για να σας την επιβεβαιώσουν, ενώ η συνθετική του προσφορά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, πλην του “Room 137” που ήταν ουσιαστικά και το filler του DOT. Για κακή τύχη όσων περίμεναν στη γωνία τον Portnoy για να τον κατηγορήσουν για κομπλεξισμό, εκείνος τους αποστόμωσε με μια “ζεστή” εκτέλεση του αδιανόητου “Barstool warrior” (τραγούδι που έχω συνδυάσει με μια πολύ περίεργη φάση της ζωής μου), ενώ το άκρως συγκινητικό “This is the life”, όπως είπε και ένας συνοδοιπόρος μου, “απέκτησε επιτέλους κανονικά drums”.
Περί Mike Portnoy: Ο λόγος για τον οποίο δεν έκανα δεύτερες σκέψεις για το συγκεκριμένο ταξίδι. Ο σωστός άνθρωπος πίσω από το drum kit. Το συναίσθημα πίσω από το κάθε χτύπημα. Το ψάρωμα στον οπαδό κάθε φορά που αποφασίζει ο Mike να ξεσαλώσει. Η ωριμότητα πίσω από κάθε του κίνηση. Ένα ανέλπιστα χαμηλό προφίλ, πλήρως καλοδεχούμενο. Μία σειρά τραγουδιών που ήταν απάτητα νερά κατά τα χρόνια της απουσίας του. Το “The mirror” με κάτι ψιλά από “Lie”, που μας θύμισε τα δύσκολα, προσωπικά του βιώματα. Ο ενθουσιασμός ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Ένα merchandise που σε καμία περίπτωση δεν είναι μίζερο. Η επιστροφή στην DT κανονικότητα.
Περί SPINAL TAP: Μάλλον πρόκειται για την πιο viral στιγμή της περιοδείας. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ξεκίνησε με το φρέσκο “Night terror”, όμως για κάποιο λόγο ο LaBrie ξεχάστηκε στα παρασκήνια και έτσι το πρώτο κουπλέ χάθηκε. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, χωρίς όμως να σταματήσουν τα όργανά τους και, με το που ανέβηκε αλαφιασμένος ο frontman και τραγούδησε το refrain, ο Portnoy με τον Rudess έμπηξαν τα γέλια. Τους SPINAL TAP τους μνημόνευσε ο ίδιος ο James στο τέλος του τραγουδιού, όχι εγώ.
Περί “Parasomnia”: Εκείνο που επίσης μνημόνευσε/αποκάλυψε ο LaBrie, εκτός από την κέντα που παίχτηκε, είναι ότι το επερχόμενο “Parasomnia” που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2025, θα ερμηνεύεται επί σκηνής από την αρχή μέχρι το τέλος του. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες ότι θα είναι concept. Το μόνο που προσωπικά περιμένω είναι να επιβεβαιωθώ ότι το νέο άλμπουμ θα είναι το sequel το “A nightmare to remember”. Κατά τα λοιπά, ξέρεις τι πρόκειται να ακούσεις το ερχόμενο καλοκαίρι που θα έρθουν από τα μέρη μας οι prog masters.
Περί James LaBrie: Τη λέζα που έχει φάει ο καημένος ο LaBrie από τότε που ξεκίνησε αυτή η περιοδεία, δε νομίζω ότι θα μπορούσε να τη διαχειριστεί άλλος τραγουδιστής. Ας αποδεχτούμε κάποια βασικά αξιώματα: Ο James LaBrie, ήταν, είναι και θα είναι ο τραγουδιστής της οντότητας που ονομάζεται DREAM THEATER. Η χροιά του είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Η φθορά του χρόνου, σε συνδυασμό με τις back-to-back συναυλίες είναι αναμενόμενο να έχει ως αποτέλεσμα κάποιες αστάθειες στην ερμηνεία μιας σειράς απαιτητικών τραγουδιών. Προς τιμή του, δεν επιστρατεύει τεχνολογικές ευκολίες του στυλ auto tune, για να έχει ήρεμες βραδιές. Και εν προκειμένω, στη Βουδαπέστη άκουσα έναν LaBrie που τα μοναδικά λάθη του ήταν το “Night terror”, τα κουπλέ στο “As I am” και ολόκληρο το “Under a glass moon” που το έπιασε στον λάθος τόνο από την αρχή και το πήγε μέχρι τέλους. Σε όλη την υπόλοιπη βραδιά έκανε κατάθεση ψυχής. Και σε εμένα ως οπαδό δεν μου χρειάζεται κάτι άλλο.
Περί highlight βραδιάς: Αναμενόμενα το “The spirit carries on”. Με την απώλεια της Samantha Portnoy να είναι νωπή, όλο το κοινό συμμετείχε στο πένθος του Mike. Είτε με τον φακό του κινητού αναμμένο και να πηγαίνει αριστερά και δεξιά, είτε με τον αναπτήρα του, είτε με τη δύναμη της φωνής του. Σίγουρα για τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς ισάξια θέση καταλαμβάνουν η demo version του “Hollow years”, η πανδαισία του SoC και εννοείται η εξωπραγματική εκτέλεση του “Octavarium”.
Περί γενικής εντύπωσης: Παραβλέποντας το ζήτημα του σταθερού setlist και των όποιων, λίγων λαθών του LaBrie, όλα τα υπόλοιπα συνέθεσαν μια ολοκληρωμένη DREAM THEATER συναυλία. Εκεί που η μελωδία συναντά την τεχνική. Εκεί που ο Mike συναντά τους παλιόφιλούς του. Εκεί που ο οπαδός τους συναντά την οπτικοακουστική εμπειρία που του έλειπε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Εκεί που η μέρα συναντά το όνειρο.
Γιώργος Κόης