E-FORCE – “Mindbender” (Mighty Music)

0
198

Νομίζω ότι όποιος διαβάζει έστω λίγο τα κείμενα στο Rock Hard και ακόμα περισσότερο όποιος με ξέρει προσωπικά, ξέρουν πόσο πολύ θαυμάζω τον Eric Forrest γενικότερα. Ένας θαυμασμός που ξεκίνησε εν έτει 1995 όταν και κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά στους VOIVOD, σε διπλό μάλιστα ρόλο, αυτό του μπασίστα/τραγουδιστή, αντικαθιστώντας κοτζάμ Snake και Blacky μαζί. Το “Negatron” που αποτελεί την αγαπημένη μου (ή καλύτερη, πάρτε το όπως θέλετε) VOIVOD κυκλοφορία, όπως και το ψυχασθενές “Phobos” στη συνέχεια, είναι ένα φοβερό δίδυμο όπου ο Forrest είναι απαστράπτων το δίχως άλλο και η βιτριολική και άκρως «σκαμμένη» φωνή του έκανε τη διαφορά. Δυστυχώς η μοίρα τα έφερε έτσι που ο Eric δεν μακροημέρευσε στους VOIVOD, καθώς ένα πολύ σοβαρό ατύχημα σε αυτοκινητόδρομο στο Mannheim της Γερμανίας το 1998, παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Κι όχι μόνο ήταν θαύμα που έζησε, αλλά δυστυχώς δεν θα επανέλθει ποτέ στο 100% της υγείας του καθώς τα προβλήματα στην πλάτη και στη μέση του θα τον κυνηγάνε για πάντα, πράγμα που άλλον θα τον καθήλωνε ή το λιγότερο θα τον οδηγούσε σε κατάθλιψη η όλη εμπειρία. Ο Forrest όμως όχι απλά αποδείχθηκε παλικάρι, αλλά αφού πέρασε ένα 10μηνο ανάρρωσης εκείνη την εποχή, επέστρεψε δριμύτερος στις επάλξεις.

Αφού τα demo για το άλμπουμ των VOIVOD που ετοιμάζονταν για κυκλοφορία κάπου το 2000-2001 δεν τελεσφόρησαν κι έμειναν για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, ο Forrest έφτιαξε το δικό του συγκρότημα, το οποίο πήρε και το προσωνύμιο του στους VOIVOD. E-FORCE λοιπόν και μαζί με την άλλη του ασχολία με τους PROJECT: FAILING FLESH παράλληλα να κυκλοφορεί δίσκους, (5 πλέον και 3 αντίστοιχα), μόνο ανενεργό δεν τον λες. Η καρδιά του το λέει ακόμα, γιατί για το λαρύγγι του, ούτε λόγος. Ο τότε 25χρονος Forrest που σόκαρε άπαντες στο “Negatron”, φτάνει τα 52 παρακαλώ τον Φεβρουάριο και δεν δείχνει να πέρασε μια μέρα από τότε, με τη φωνή του να διακατέχεται από αυτή την απίστευτη δύναμη και καθαρότητα όπως τότε και το εύρος του να εκπλήσσει με τον τρόπο που χρησιμοποιεί είτε τις κραυγές του, είτε ένα πιο φλεγματικό ύφος. Ο Forrest μετά το πρώτο άλμπουμ των E-FORCE (“Evil forces”, 2003) μετακόμισε μόνιμα στην Τουλούζη της Γαλλίας και έκτοτε έχει αλλάξει αρκετές φορές τη σύνθεση του συγκροτήματος του. Τη φορά αυτή έχει βρει στήριξη από το δίδυμο του φοβερού κιθαρίστα Sebastien Chiffot και του επίσης φοβερού ντράμερ Patrick Friedrich. Τώρα θα πείτε, «ναι αλλά γιατί φοβεροί αμφότεροι; Μήπως τα παραλές;»…

Κάθε άλλο καθώς οι τύποι φαίνεται να γνωρίζουν άριστα τον ήχο που ταιριάζει στον ίδιο τον Forrest και τον έχουν βοηθήσει τα μέγιστα σε ένα συμπαγέστατο άλμπουμ 52’ διάρκειας που δεν φθίνει από την αρχή μέχρι το τέλος στα δέκα κομμάτια (και μια έκπληξη) που περιέχει. Έτσι ο μεν Chiffot ενώ είναι άριστος παίχτης και δεν τσιγκουνεύεται τα riffs σε καμιά περίπτωση, έχει και την τεχνογνωσία να προσφέρει μερικά πολύ ύπουλα leads όταν χρειάζεται, με αρκετή χρήση tremolo picking και πολλά «παιχνίδια» γενικότερα. Τα riff του σκάνε δυνατά, με ουσία και βαρύτητα και πολλές φορές επαναλαμβάνονται τόσο πολύ που νιώθεις ένα παίχτη που το διασκεδάζει με αυτά που παίζει. Ο τρόπος με τον οποίο «κατεβάζει» δυνατά στα πιο στακάτα μέρη κάνει το δίσκο να ακούγεται πολύ ανανεωτικός και είναι κακά τα ψέματα η κινητήρια δύναμη. Κατά πόδας ακολουθεί ο Friedrich ο οποίος παίζει πολύ δυνατά, αλλά έχει ένα στυλ το οποίο δεν αρκείται μόνο στο να ακολουθήσει τα κιθαριστικά θέματα όπως κάνει η πλειοψηφία των ντράμερ εκεί έξω, αλλά δημιουργεί πολύ ωραίους δικούς του ρυθμούς και μάλιστα θα εκπλαγείτε με το πόσο «προοδευτικά» ακούγεται να παίζει σε σημεία, ενώ το πόσο ωραία χρησιμοποιεί τα κύμβαλα δίνουν έξτρα πόντους στο δίσκο.

Βάλτε τώρα κάτω το συνδυασμό φωνάρα/ριφφάρες/τυμπανάρες και ένα σχεδόν μινιμαλιστικό μοτίβο που κινείται ο δίσκος από την άποψη ότι δεν θέλει και δεν χρειάζεται να ακουστεί πολύπλοκος, αλλά αντίθετα είναι πολύ άμεσος από το πρώτο άκουσμα, και έχετε ένα εν τέλει ενεργητικότατο άλμπουμ που οι διάρκειες ποικίλουν (3:26 το “Delirium” ως μικρότερο και 6:15 το φοβερό “Hypnotic” ως μεγαλύτερο κομμάτι αντίστοιχα) αλλά και οι ρυθμοί δεν είναι συνεχώς στην τσίτα, απόδειξη αυτού ειδικά το “Futures past” στη μέση που «κόβει» το δίσκο και ακούγεται σαν την ηρεμία πριν και μετά την καταιγίδα. Ένα άκρως κλειστοφοβικό κομμάτι που θα μπορούσε πολύ άνετα ας πούμε να βρίσκεται στο “Nothingface” ή στο “The outer limits” των VOIVOD και να μην ανοίξει μύτη. O VOIVOD αέρας φυσικά και είναι διάχυτος σε όλο το δίσκο και το να πούμε ότι θα μπορούσε να είχε βγει 20 χρόνια πριν μετά το “Phobos” και πριν την επανασύνδεση με τον Snake, δεν είναι κάτι που μένει κρυφό στην ακρόαση του. Το “Mindbender” όμως έχει τη δική του υπόσταση και είναι άκρως μελετημένο, ύστερα από ένα μεγάλο κενό 6 ετών μετά το “Demonikhol” το 2015 (το έχει ξανακάνει μεταξύ των “Modified poison”/”The curse…”, 2008 και 2014 αντίστοιχα). Το κυριότερο;

Ότι το “Mindbender” είναι ένα άλμπουμ που αξίζει τις ακροάσεις του, που θα σας κάνει να θαυμάσετε και πάλι την φωνάρα του Forrest στο έπακρο της και που έχει ένα άκρως μοντέρνο ήχο που διατηρεί όμως όλα τα παραδοσιακά μεταλλικά στοιχεία δίχως ντροπή και που θα σας κάνει να γκρουβάρετε και να κουνήσετε κεφάλι, μέση και ότι άλλο θέλετε. Πολύ ρυθμικό άλμπουμ, πολύ δυνατό και ουσιώδες άλμπουμ γενικότερα, με έξυπνες ιδέες, με διάχυτη την αίσθηση ότι πέρασαν καλά δημιουργώντας το και με τη δήλωση του ίδιου του Forrest, «είμαι ακόμα εδώ, ζωντανός και κάνοντας το κομμάτι μου» να είναι το σημαντικότερο. Όσο για την «έκπληξη» που προανέφερα; Δεν είναι άλλη από μια επανεκτέλεση του κομματιού με το οποίο τον γνωρίσαμε οι περισσότεροι, δηλαδή το “Insect” των VOIVOD, το οποίο ακούγεται λες και είμαι ακόμα 14 όπως τότε και με την ίδια ευχαρίστηση και πώρωση. Πολύ μεγάλη η χαρά μου που επέστρεψε ο E-Force με τη μπάντα του, φαντάζομαι ο ίδιος ο Σάκης Φράγκος το ήξερε γι’ αυτό και μου έδωσε το άλμπουμ χωρίς καν να με ρωτήσει, και τον ευχαριστώ γι’ αυτό (σ. Σάκη Φράγκου: Διαβάζω κι εγώ Rock Hard!!!). Ο βαθμός που ακολουθεί αφορά καθαρά όσους θα έρθουν σε πρώτη επαφή μαζί του και για να αποφύγω τυχόν υπερβολές.

Υ.Γ.: Την πρώτη φορά που είδα τους VOIVOD στη Γαλλία το 2009, παίζοντας το αγαπημένο μου κομμάτι τους, δηλαδή το “Tribal convictions”, κάλεσαν τον Eric Forrest στη σκηνή σε μια κορυφαία εκτέλεση. Μα το Χριστό έκλαψα, δε θα το ξεχάσω ποτέ ότι τον είδα έστω κι έτσι. Σ’αγαπώ ρε τυπάρα!

7,5 / 10

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here