Πρόλογος…
Ένα αφιέρωμα για ένα ιδιόμορφο είδος που δεν μνημονεύεται αρκετά συχνά. Ένα μουσικό ιδίωμα που από τη φύση του δεν μπορείς να το οριοθετήσεις και αποτελεί το στριφνό και περίεργο παιδί του thrash metal ήχου, γι’ αυτό και λατρεύτηκε και εκτιμήθηκε από μία συγκεκριμένη μερίδα οπαδών, ενώ η πλειοψηφία του metal ακροατήριου δεν ασχολήθηκε καν. Πως θα μπορούσες άραγε να περιγράψεις το όρο techno-thrash; Υπάρχουν κάποιοι άγραφοι κανόνες, που έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην τους παραβούμε. Που τελειώνει το καλοπαιγμένο thrash metal και πότε μπαίνουμε σε progressive metal μονοπάτια; Το techno-thrash δεν είναι απλά ένα ιδίωμα αλλά ένα από τα πιο ριζοσπαστικά metal κινήματα, με συγκροτήματα που δεν δίστασαν να υπερβούν τις όποιες thrash metal νόρμες και με τους μουσικούς να ξεπερνούν τον ίδιο τους τον εαυτό αρκετές φορές. Ο Kirk Hammett σε μία πρόσφατη συνέντευξη των METALLICA σχετικά με την επέτειο των 30 χρόνων από την κυκλοφορία του “…And justice for all”, είχε εκφράσει αρκετά πετυχημένα πως οι ίδιοι αφουγκράστηκαν την τάση της εποχής και πόσο επηρεάστηκαν κατά τη δημιουργία του, δηλώνοντας τα παρακάτω: «Στα τέλη των 80’s υπήρξε μία φάση που όλοι ήθελαν να δείξουν πόσο καλά μπορούσαν να παίξουν. Ήταν η περίοδος που κυκλοφορούσαν όλα αυτά τα κιθαριστικά solo άλμπουμ, όπως του Joe Satriani και του Steve Vai, έσκαγαν progressive metal συγκροτήματα όπως οι DREAM THEATER και δινόταν έμφαση στο παίξιμο. Θα έλεγα κάπου εκεί μεταξύ 1986 με 1989. Προσωπικά σίγουρα το αισθανόμουν αυτό, και κατά κάποιον τρόπο πέρασε και στο “…And justice for all”. Θέλαμε να δείξουμε ότι είμαστε metal συγκρότημα που μπορεί να παίξει όλο και πιο περίπλοκα χωρίς να θεωρούμαστε ένα εντελώς prog συγκρότημα. Ήταν σημείο των καιρών».
Πιάνοντας ως αφετηρία το “Energetic disassembly” των Τεξανών tech/progressive metal θεών WATCHTOWER κι έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας την έξαρση κυκλοφοριών από βιρτουόζους κιθαρίστες κυρίως μέσω της Shrapnel Records, οι οποίες ώθησαν τους μουσικούς να επαναπροσδιορίσουν το metal παίξιμο, το techno-thrash metal δεν υπήρξε ποτέ ξεχωριστό ιδίωμα επισήμως. Εντελώς διαφορετικό παρακλάδι από το πρώιμο progressive metal των FATES WARNING και των QUEENSRYCHE και με τους DREAM THEATER να μην έχουν κυκλοφορήσει ακόμα το ντεμπούτο τους, η περίοδος 1986-1989 στην οποία αναφέρεται ο Kirk Hammett, αποτέλεσε εφαλτήριο για τα πιο ανήσυχα συγκροτήματα της εποχής και συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για αρκετούς ομοϊδεάτες τους μέχρι και σήμερα. Τα συγκροτήματα που παρουσιάζονται παρακάτω θα λέγαμε πως κατά κάποιον τρόπο αλληλεπιδράστηκαν εξ αποστάσεως ακαριαία, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να αιτιολογήσουμε και να κατανοήσουμε πως μπάντες από όλες σχεδόν τις γωνιές του πλανήτη κυκλοφόρησαν την ίδια σχεδόν περίοδο μερικά από τα πιο απολαυστικά και περιπετειώδη άλμπουμ, έχοντας σχεδόν κοινό προσανατολισμό. Τα άλμπουμ που παρουσιάζονται εδώ δεν είναι αναγκαστικά τα καλύτερα που έχει βγάλει το thrash metal. Κάποια από αυτά δεν είναι καν τα καλύτερα από την δισκογραφία των συγκροτημάτων τους. Τα ενώνει όμως μία «τζαζεμένη» αισθητική και αντίληψη που κάποια χρόνια μετά αφομοίωσαν και συγκροτήματα από τον ακραίο death και black metal χώρο, όπως κάποια από τα μεγαθήρια του ήχου μας τα οποία αναφέρονται κι εδώ. Ποιος θυμάται άραγε τον Lars Ulrich με το WATCHTOWER t-shirt λίγο πριν την κυκλοφορία του “…And justice for all”;
66(6) δίσκοι από 66(6) μπάντες στο σύνολο λοιπόν, τους οποίους διαλέξαμε από κοινού και σας τους παρουσιάζουμε σε αλφαβητική σειρά, σε δύο μέρη. Διαβάστε το αφιέρωμα, ακούστε τα άλμπουμ και βουτήξτε στον κόσμο του ψυχωτικού, τεχνικού thrash metal.
Κώστας Αλατάς, Άγγελος Κατσούρας, Δημήτρης Τσέλλος
AFTERMATH – “Eyes of tomorrow” (Zoid recordings, 1994)
Παρόλο που τα demo τους “Killing the future” (1987) και “Words that echo fear” (1989) προκάλεσαν σχετικό θόρυβο και το ενδιαφέρον της Roadrunner, δυστυχώς οι thrashers από το Chicago με τον γεννημένο στο Λεβίδι Αρκαδίας, Charlie Tsiolis στα φωνητικά, στάθηκαν άτυχοι. Η Big Chief Records με την οποία υπογράφουν κηρύσσει πτώχευση, με αποτέλεσμα το ντεμπούτο τους και μοναδική τους κυκλοφορία μέχρι σήμερα, να κυκλοφορεί το 1994. Με επιρροές που ξεκινούν από τους QUEENSRYCHE και DESTRUCTION και καταλήγουν στους VOIVOD και CORONER, οι AFTERMATH προσφέρουν ένα εξαιρετικής κοπής προοδευτικό thrash metal, αρκετά κοντά στις τελευταίες δουλειές των προαναφερθέντων Ελβετών, με ευδιάκριτο μπάσο και φωνητικά/ερμηνεία στο χαρακτηριστικό κοφτό ύφος του Ron Royce. Με ευκολομνημόνευτα για το είδος τραγούδια που κινούνται σταθερά σε mid-tempo ταχύτητες και ευφάνταστα στριφνές μελωδικές κιθάρες, οι AFTERMATH αποτελούν μία καλή επιλογή για να ψαχτείς λιγάκι περισσότερο με το ιδίωμα, αν και το ελληνικό κοινό είναι από τα πιο εξοικειωμένα με το συγκρότημα μιας και το 1998 το “Eyes of tomorrow” είχε επανακυκλοφορήσει από την ελληνική Black Lotus.
(Κ.Α)
AGONY – “The first defiance” (Under One Flag, 1988)
Οι AGONY ήταν ένα από τα πρώτα «ακραία» και «γρήγορα» συγκροτήματα της Σουηδίας και σχηματίστηκαν το 1984. Κατάφεραν μάλιστα να κυκλοφορήσουν το μοναδικό τους full-length album πριν ακόμα τους μεγάλους ENTOMBED, αν αυτό λέει κάτι. Σχηματισμένοι ως AGONI και αποκαλώντας το συγκρότημα μέχρι σήμερα με τον τρόπο αυτό για να ξεχωρίζουν από τις πολλές μπάντες με το κοινό όνομα, κατάφεραν να προκαλέσουν αίσθηση με το μοναδικό τους δίσκο “The first defiance” εν έτει 1988, ή αλλιώς στην καλύτερη μεταλλική χρονιά όλων των εποχών. Γράφοντας τις γραμμές αυτές, συνειδητοποιώ ότι ναι μεν έκλεισε 30 χρόνια αλλά ακούγεται τόσο «φρέσκο» και είναι από τα πλέον αγαπητά άλμπουμ των οπαδών του είδους. Αρκετά proto – METALLICA/MEGADETH/EXODUS στοιχεία συναντά κανείς στον ήχο τους, συνοδευόμενα όμως από σοβαρότητα και όχι προσπάθεια αντιγραφής των μεγάλων Αμερικάνων. Από τις πλέον σεβαστές μπάντες αν και με βραχύβια πορεία στο χώρο του thrash, με τους thrashers να τους αναφέρουν συχνότατα ως μία από τις περιπτώσεις που υπήρξαν εγκληματικά αδικημένοι και ότι άξιζαν πολλά παραπάνω.
(Α.Κ)
ANACRUSIS – “Manic impressions” (Metal Blade, 1991)
Εξαιρετικό συγκρότημα οι ANACRUSIS από το St. Louis, Missouri, που με κάθε κυκλοφορία διεύρυνε τους ορίζοντές του και με το “Manic impressions” να αποτελεί την τρίτη και προτελευταία δουλειά τους. Χωρίς να έχει αλλάξει δραστικά το στυλ τους από το “Reason”, οι ANACRUSIS ακούγονται πιο ώριμοι με τον κιθαρίστα/τραγουδιστή Kenn Nardi να αναλαμβάνει την παραγωγή και να προσδίδει έναν πιο «ψυχρό» ήχο στο τελικό αποτέλεσμα. Ένα αμάλγαμα μελωδικού heavy metal τύπου METAL CHURCH και SAVATAGE, σκοτεινών dark wave συγκροτημάτων σαν τους THE CURE και JOY DIVISION συν μια εξαιρετική διασκευή στο “I love the world” των NEW MODEL ARMY είναι αυτά που κάποιος θα ξεχώριζε αρχικά, αλλά είναι και αυτή η τραγικότητα που βγάζει η φωνή του Kenn Nardi είτε στις στριγκλιές είτε στα πιο καθαρά της, προσθέτοντας φυσικά στον τρόπο που αποδίδονται τα riff και οι σπαρακτικές μελωδίες… Ξανακούστε το “The sound of perseverance” των DEATH με τους οποίους περιόδευσαν το 1993 στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της προώθησης του επίσης εξαιρετικού “Screams and whispers” και θα αντιληφθείτε το κοινό όραμα. Λειτουργούν και ως αντίβαρο των DEPRESSIVE AGE στην αμερικανική ήπειρο.
(Κ.Α)
ANNIHILATOR – “Alice in Hell” (Roadrunner, 1989)
Όταν πρέπει να διαλέξεις μεταξύ των “Alice in Hell” και “Never Neverland”, απλά βγάζεις ένα κέρμα, το στρίβεις και όπου αυτό «κάτσει». Εν προκειμένω «έκατσε» στο ντεμπούτο. Τα πάντα έχουν γραφτεί για αυτό το αριστούργημα. Για την απαράμιλλη τεχνικότητά του, για τις λυσσασμένες ερμηνείες του Rampage, για τις δαιδαλώδεις όσο και ευθύβολες συνθέσεις (δείγμα τρομερού ταλέντου η επίτευξη αυτού του συνδυασμού), για την κληρονομιά του, για το γεγονός (αδιαμφησβήτητο) πως πρόκειται για ένα από τα καλύτερα «πρώτα» στην ιστορία του σκληρού ήχου. Τα πάντα σου λέω… Οπότε, εδώ, θα ακολουθήσουν κάποιες παρατηρήσεις εν είδει προσωπικού μανιφέστου. Πρώτον, ο Καναδάς ως προέκταση μουσικά των Η.Π.Α, είναι εγγύηση. Δεύτερον, η καλύτερη σύνθεση του δίσκου είναι το “Human insecticide”, πρώτο μεταξύ ίσων. Τρίτον, το highlight του “Alice…”, μουσικά, είναι το κυρίως riff του προαναφερθέντος κομματιού και το μπάσο του, παιγμένο και αυτό από τον Waters (οι ANNIHILATOR στο album είναι trio, οι φωτογραφίες τους ως πεντάδα είναι παραπλανητικές). Γιατί, τέταρτον, το ΑΠΟΛΥΤΟ highlight του δίσκου, γενικά, είναι το γεγονός πως ηχογραφήθηκε με έξοδα της τότε καναδικής κυβέρνησης. Είπατε κάτι;
(Δ.Τ)
ΑΝΤΗRAX – “Persistence of time” (Island Records, 1990)
Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η επιλογή αυτού του δίσκου είτε θα ξενίσει πολλούς, είτε πολλοί θα απορήσουν γιατί συμπεριλαμβάνεται στο αφιέρωμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι εδώ οι ANTHRAX έπιασαν το ανώτατο τεχνικό και παικτικό τους επίπεδο σε σχέση με όλα τα προηγούμενά τους άλμπουμ, και στην αυγή των 90’s κυκλοφορούν ένα δίσκο ο οποίος μέσα σε μια ώρα συνολικά, βοήθησε το είδος να επιβιώσει λίγο περισσότερο, στα χρόνια του αργού και βασανιστικού θανάτου του. Με το δίσκο αυτό στην πλάτη τους, πήραν μέρος στην θρυλική περιοδεία Clash Of The Titans κατά το πρώτο της σκέλος πλάϊ σε SLAYER, MEGADETH και τους τότε νεοσύστατους ALICE IN CHAINS, ενώ τα εντυπωσιακά τους σκηνικά στις συναυλίες άφησαν εποχή και συζητιούνται ακόμα και σήμερα. Κατ’ εμέ δε θα μπορούσε να λείπει το άλμπουμ που έχει μέσα ένα “Keep it in the family”, εκ των κορυφαίων κομματιών της μεταλλικής ιστορίας γενικά, ενώ και μόνο η αρχή του “Blood” μέχρι να μπουν τα φωνητικά, αρκεί και περισσεύει για να κλείσει στόματα ερμητικά. Ήταν το τελευταίο τους άλμπουμ με τον Joey Belladonna, το τέλος της πρώτης (χρυσής) εποχής τους και μελλοντικά θα πήγαιναν σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια…
(Α.Κ)
ARTILLERY – “By inheritance” (R/C, 1990)
Έχεις να επιδείξεις το “Fear of tomorrow” και το “Terror Squad”. Ήδη, δηλαδή, τα έχεις καταφέρει. Έρχεται όμως το κρίσιμο τρίτο album, αυτό που θα εδραιώσει τη φήμη σου ή θα σε στείλει πολλά μέτρα πίσω στη κούρσα. Τι κάνεις λοιπόν; Αυτό που έκαναν και οι Δανοί. Στρώνεις τον πισινό σου κάτω, στύβεις το μυαλό σου και δημιουργείς τον καλύτερό σου δίσκο! Οι ARTILLERY όλα τα είχαν «κουμπωμένα» ή σωστότερα, «καρφωμένα» στις σωστές τους θέσεις. Έφτιαξαν ένα «μωσαϊκό» του οποίου οι ψηφίδες είναι οι METAL CHURCH (τόσο στη φωνή όσο και στη κιθάρα), FORBIDDEN, FLOTSAM AND JETSAM, MEGADETH και οι σύγχρονοί τους (με βάση το 1990 που κυκλοφόρησε ο δίσκος) HEATHEN και ONSLAUGHT. Oriental ύφος, ακουστικά περάσματα, ασύλληπτες κιθαριστικές μελωδίες, κάποιες τρομερές συνθέσεις όπως τα “Khomaniac”, και “Beneath the clay”, μια διασκευή στο “Razamanaz” των NAZARETH (!), ένα εξαιρετικό νοηματικό εξώφυλλο και έτοιμο το αριστούργημα.
(Δ.Τ)
ASPID – “Extravasation” (Ritonis, 1993)
Αυτοί οι τρελαμένοι Ρώσοι από τη Volgodonsk έσκασαν από το πουθενά, ηχογράφησαν το άλμπουμ τους σε μία μόλις εβδομάδα και το κυκλοφόρησαν από μία άσημη εταιρεία της Λετονίας, προσφέροντας στη «τζαζεμένη» thrash metal κοινότητα ένα από τα πιο αξιόλογα άλμπουμ του ιδιώματος, πριν εξαφανιστούν από προσώπου γης. Λυσσασμένο thrash, θυμίζει αντίστοιχες στιγμές των SADUS και με απόδοση που βρίσκεται μονίμως στα «κόκκινα». Το παίξιμο αν και ακατέργαστο και εντελώς φυσικό, είναι αρκετά στιβαρό και σε συνδυασμό με τη ρωσική γλώσσα είναι ικανό να σε τρελάνει και να σε στείλει κυριολεκτικά στο διάολο. Το δέσιμο που έχουν μεταξύ τους ειδικά ο μπασίστας Vladimir Pyzhenkov με τον drummer Vasily Shapovalov είναι άξιο σχολιασμού και επαίνων και είναι κρίμα που οι προσπάθειές τους δεν ευδοκίμησαν. Αυτό δεν αποτελεί όμως και χαρακτηριστικό των περισσότερων tech-thrash συγκροτημάτων; Οι Аспид και το “Кровоизлияние” όπως είναι το όνομα των ASPID και του “Extravasation” στη μητρική τους γλώσσα, αποτελούν ένα από καλύτερα κρυμμένα μυστικά εκεί έξω και κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ο David DiSanto, ο οποίος δεν έκρυψε την αγάπη του για τους Ρώσους και την επιρροή που άσκησαν πάνω στους VEKTOR. Έχει επανακυκλοφορήσει το 2015 από την Metal Race Records.
(Κ.Α)
ΒELIEVER – “Sanity Obscure” (R.E.X. Music, 1990)
ΠΡΟCXΩΜΕΝ! Κάπως έτσι νιώθω όταν ακούω τους χαρισματικούς BELIEVER από την Pennsylvania, μία μπάντα που έπαιξε thrash εξαρχής στο προοδευτικότερο άκρο του και που έκανε τον κόσμο να πάθει πλάκα με τις ιδιαίτερες ιδέες και δομές των κομματιών τους. Αν στο ”Extraction from mortality” το 1989 έπαιξαν γρηγορότερα από ποτέ και στο ‘’Dimensions’’ το 1993 ήταν τόσο προοδευτικοί που σχεδόν λογίζονταν ως progressive metal, στο “Sanity obscure” βρίσκεται η χρυσή τομή που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον και με κομμάτια όπως το “Idols of ignorance” ή το θρυλικό πλέον ”Dies irae” στις αποσκευές τους, μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι υπήρξαν διαφορετικότεροι από τους περισσότερους εκεί έξω και ότι ακόμα όταν επέστρεψαν 16 ολόκληρα χρόνια μετά το ‘’Dimensions’’ με το “Gabriel” (2009) και το “Transhuman” (2011), δεν έχασαν την ποιότητα τους, κι ας έλειπε νοερά κάτι από την τελειότητα των τριών πρώτων δίσκων τους. Η διασκευή στο “Like a song” των U2, δείχνει και την τόλμη που είχαν και πως δεν έδιναν και ιδιαίτερη σημασία στις τάσεις της εποχής. EYΛOΓHCON!
(Α.Κ)
BEZERKER – “Lost” (Extremely Fine, 1989)
«Χαμένο» όνομα και πράγμα. Κρίμα τέτοιοι δίσκοι να είναι καταδικασμένοι να μένουν στην αφάνεια. Κρίμα οι οπαδοί του thrash (όχι οι tech freaks σαν τους καλούς συνάδελφους με τους οποίους μοιράζομαι αυτό το αφιέρωμα) να εμμένουν στα ίδια και στα ίδια. Εντάξει πόσο SLAYER και KREATOR θα ακούσεις πια; Προχώρα και λίγο παρακάτω! Κοίταξε και λίγο προς την Αυστραλία, κοίταξε προς τους BEZERKER. Όταν κυκλοφόρησε αυτή η δισκάρα, οι δημιουργοί της έδωσαν ένα τρομερό live με τους FAITH NO MORE και έφυγαν απευθείας για Αγγλία, για να είναι πιο κοντά στις εξελίξεις και στη βιομηχανία. Έχασαν όμως το τραίνο της ευκαιρίας ελέω οικονομικών προβλημάτων και όταν το momentum χάνεται, ξέρουμε όλοι πως πολύ δύσκολα «γυρίζει το φύλλο». Πιθανότητα να διορθωθεί το «έγκλημα» δεν υπάρχει, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να εκτιμηθεί το “Lost”. Αν σου αρέσουν οι ANTHRAX του “Persistence of time” και τους θες ακόμη πιο τεχνικούς, τότε οφείλεις να στρέψεις το βλέμμα σου προς τα δω.
(Δ.Τ)
BITTER END – “Harsh realities” (Metal Blade, 1990)
Αρκετά πριν το grunge απλωθεί σαν λαίλαπα σε όλο τον πλανήτη με εφαλτήριο την πόλη του Seattle, κάποια άλλα άξια τέκνα της πόλης ονόματι BITTER END είχαν πάρει το σωστό δρόμο του thrash σχηματιζόμενοι το 1985. Ο κιθαρίστας Μatt Fox μάλιστα ήταν κολλητός του Layne Staley των ALICE IN CHAINS και κάτι που δεν ξέρει αρκετός κόσμος, είναι ότι οι ίδιοι οι AIC του ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Ο ο Matt όμως έμεινε πιστός στο συγκρότημα του, και αν και η ιστορία δεν τον δικαίωσε ως προς την επιλογή με βάση το αποτέλεσμα, μπόρεσε να κυκλοφορήσει το 1990 το “Harsh realities”. Πρόκειται για ένα φοβερό δίσκο που στην αυγή του είδους και με τον ερχομό μίας νέας δεκαετίας, ενσωμάτωνε στοιχεία από την πρώιμη εποχή του είδους και με αρκετά ως πάμπολλα MEGADETH στοιχεία (Chris Poland εποχής, κοινώς ’85-’86 και δύο πρώτων δίσκων), βάζοντας το όνομα τους ένδοξα στις σελίδες με τις πραγματικά ικανές μπάντες. Το δεύτερο τους άλμπουμ “Have a nice death” 23 χρόνια μετά, στην κυριολεξία πέρασε και δεν ακούμπησε…
(Α.Κ)
BLACK FAST – “Starving out the light” (Self released, 2013)
Οι VEKTOR μας άφησαν άναυδους όταν κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, και δεν άφησαν μόνον εμάς. Οι Αμερικανοί από το Missouri μάλλον έπαθαν κι αυτοί με τη σειρά τους το ίδιο πολιτισμικό σοκ και έβαλαν μπροστά μια μπάντα που θαρρείς και βγήκε από την ίδια φόρμα με τους συμπατριώτες τους. Μόνο που τούτοι δω δεν είναι αντιγραφείς. Έχουν και τη δική τους άποψη να προτείνουν. Επίσης, αν κάτσεις και το αναλύσεις και πρέπει να βρεις οπωσδήποτε έναν (1) δίσκο προς παραλληλισμό, αυτός είναι το “The sound of perseverance” των DEATH. Ειδικά όσον αφορά τη φωνή, ο κιθαρίστας – τραγουδιστής Aaron Akin πατά αποκλειστικά στα βήματα του μεγάλου Chuck Schuldiner. Μέσα σε μόλις επτά κομμάτια και 32 λεπτά διάρκεια, οι σωστές επιρροές, (VEKTOR και DEATH όπως είπαμε αρχικά και στη συνέχεια CORONER και MEGADETH), o σωστός ήχος και η σωστή τεχνοτροπία μαζί με την ΑΨΟΓΗ τεχνική κατάρτιση, δημιουργούν έναν εκπληκτικό δίσκο. Ακούστε τον.
(Δ.Τ)
BLIND ILLUSION – “The sane asylum” (Under One Flag, 1988)
Από τις παλαιότερες metal μπάντες του Bay Area, με αρκετές αλλαγές στη σύνθεσή τους και μοναδικό σταθερό μέλος τον κιθαρίστα/τραγουδιστή Mark Biedermann, οι BLIND ILLUSION κατάφεραν να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή τους έχοντας στις τάξεις τους τον τρομερό μπασίστα Les Claypool και τον πρώην κιθαρίστα των POSSESSED, Larry LaLonde. Με τον Biedermann να δηλώνει επηρεασμένος από prog rock συγκροτήματα όπως οι JETHRO TULL και KING CRIMSON, το γεγονός ότι το “The sane asylum” απέκτησε thrash ταυτότητα οφείλεται στο ρεύμα της εποχής που αν αποτελούσες μέλος της metal κοινότητας του San Francisco ήταν σχεδόν απίθανο να μην σε παρασύρει. Οι progressive αναφορές είναι ευδιάκριτες, ιδιαίτερα στα solos και στη σχετικά jam/hippie δομή των τραγουδιών, μιας και πρόκειται για αρκετά παλιά τραγούδια, με τον Biedermann την ίδια περίοδο να συμμετέχει και στο πολυτάραχο “Imaginos” των BLUE ÖYSTER CULT το οποίο οι θρυλικοί rockers ηχογραφούσαν στο ίδιο studio παίζοντας κάποια solo και, για να του το ανταποδώσουν οι τελευταίοι, η μίξη του “The sane asylum” πραγματοποιείται στα Alpha & Omega Recording του θρυλικού παραγωγού των B. Ö.C., Sandy Pearlman. Αξίζει να αναφερθεί επίσης πως και ο Kirk Hammett των METALLICA περνούσε αρκετά συχνά από το studio δίνοντας τις συμβουλές του. Αμέσως μετά την ηχογράφηση του “The sane asylum”, οι Les Claypool και Larry LaLonde αποχωρούν από τους BLIND ILLUSION για να μεγαλουργήσουν τα επόμενα χρόνια με τους PRIMUS.
(Κ.Α)
CALHOUN CONQUER – “Lost in oneself” (Aaarrg Records, 1989)
Άλλο ένα συγκρότημα που πήγε κυριολεκτικά άκλαυτο. Οι CALHOUN CONQUER από τη Ζυρίχη βάδιζαν στο ίδιο μήκος κύματος με τους VOIVOD παίρνοντας μαζί τη στροφή προς έναν πιο πειραματικό και ανήσυχο δρόμο με avant-garde προσανατολισμό, συνδυάζοντας το εγκεφαλικό thrash metal τους με την industrial υφή των KILLING JOKE και MINISTRY. Οι CALHOUN CONQUER μπήκαν στα Music Lab στο Δυτικό Βερολίνο με παραγωγό τον Harris Johns, με τους VOIVOD λίγους μήνες πριν να έχουν ολοκληρώσει εκεί τις ηχογραφήσεις του φοβερού “Dimension Hatröss”, αφήνοντας το στίγμα τους στο τελικό αποτέλεσμα που ακούμε στο “Lost in oneself”. Ο alternative αέρας και τα πιο σύγχρονα για την εποχή μουσικά «ρεύματα» τα οποία και αφουγκράστηκαν επιτυχώς οι CALHOUN CONQUER, χωρίς όμως να υποσκελίζονται οι εκτελεστικές τους ικανότητες και οι πιο flashy στιγμές τους από αυτά, συντελούν σε ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στο “Mental vortex” των συμπατριωτών τους CORONER. Εξαιρετική δουλειά από τον κιθαρίστα Christian Muzik, με το μπάσο του Stefan Gerling να επιβεβαιώνει τον κανόνα πως το όργανο αυτό αποτελεί στυλοβάτη του συγκεκριμένου ιδιώματος, ενώ η φωνή του Geri Christian Gerling βγάζει μία απόγνωση σε όλες τις εκφάνσεις της. Δυστυχώς δεν είχαμε άλλη κυκλοφορία από τους CALHOUN CONQUER εκτός από το “…and now you’re gone” EP του 1987, ενώ να σημειωθεί πως drummer τους στις συναυλίες δεν ήταν άλλος από τον Peter Haas (MEKONG DELTA, CLOCKWORK, KROKUS).
(K.A)
CHILDREN – “Hard times hangin’ at the end of the world” (Kemado, 2009)
Πολύ ιδιαίτερος δίσκος, πολύ ιδιαίτερο συγκρότημα. Τα «Παιδιά» στο “Hard times hangin’ at the end of the world” κάνουν κάτι που απαιτεί κότσια. «Παντρεύουν» μαεστρικά το thrash, με το punk, προσθέτουν πάμπολλα συστατικά από N.W.O.B.H.M (!) και το τελικό αποτέλεσμα, το «εμπλουτίζουν» με ψυχεδέλεια και latin νότες! Όχι, δεν μιλάμε απλά για ένα tech thrash album. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Εδώ ο ορισμός που θα μπορούσε να δοθεί, είναι progressive μουσική. Σκέτο. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, οι τρεις CHILDREN κυκλοφόρησαν αυτόν το καταπληκτικό δίσκο και έκτοτε χάθηκαν. Εσείς, ανακαλύψτε τους έστω και τώρα. Κομμάτια σαν το 9λεπτο “Advanced mind control”, θα σας αποζημιώσουν και με το παραπάνω. Σαφώς και μιλάμε για μια κυκλοφορία κατηγορίας και αξίας ενός “Black future”, ενός “Outer isolation” ή ενός “Terrestrial mutations”.
(Δ.Τ)
CORONER – “No more color” (Noise, 1989)
Ίσως το απόλυτο techno-thrash metal άλμπουμ! Με την τρίτη τους κυκλοφορία, οι Ελβετοί τελειοποιούν τον ήχο τους και προλειαίνουν το έδαφος για τα “Mental vortex” και “Grin” που ακολούθησαν. Το απόλυτο metal trio, οι RUSH του thrash και όλα αυτά τα κλισέ που τους ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια, δεν επαρκούν για να εκφράσουν το μεγαλείο των CORONER. O μηχανικός τρόπος παιξίματος του Marquis Marky, η βιτριολική φωνή του Ron Royce και το επιβλητικό μπάσο του και η υπεράνω όλων κιθαριστική ικανότητα του Tommy T. Baron και το διαστημικό του παίξιμό δεν τα συναντάς πολύ συχνά στο heavy metal και ακόμη πιο σπάνια στο ίδιο συγκρότημα και με τέτοιο δέσιμο. Απίστευτα riffs, μαγευτικά solos, με το state of the art speed metal των MEGADETH και το πρωτόλειο thrash των DESTRUCTION να συγκρούεται με τις επιρροές τους από κλασική μουσική, shred κιθαρίστες και πειραματικές industrial μπάντες, στις οποίες οφείλουν κατά κύριο λόγο το στιβαρό groove που είχαν αρχίσει να υιοθετούν. Στα συν το καθηλωτικό εξώφυλλο και το όλο lay-out στήσιμο από τον Marquis Marky, η μίξη στα Morrisound, η συμμετοχή του Martin E. Ain (CELTIC FROST) στους στίχους του “Why it hurts” και το κλείσιμο με ένα από τα πιο πειραματικά τραγούδια της καριέρας τους, το ανατριχιαστικό “Last entertainment”, για το οποίο γύρισαν και video-clip. Αδαμάντινο θεόπνευστο άλμπουμ, με οκτώ ώριμες συνθέσεις υπεράνω κριτικής.
(K.A)
CYCLONE TEMPLE – “I hate therefore I am” (Combat Records, 1991)
Αν το αφιέρωμα είχε λόγους να γίνει, αυτό το άλμπουμ είναι από τους βασικότερους. Το συγκρότημα που προέκυψε μετά την διάσπαση των ZNOWHITE, με την τραγουδίστρια Debbie Gunn να φορμάρει τους SENTINEL BEAST και τους Scott Schafer, John Slattery, Greg Fulton να βρίσκουν στο πρόσωπο του Brian Troch έναν από τους εκφραστικότερους και πλέον συναισθηματικούς frontmen, κυκλοφόρησε αυτό το αριστούργημα το 1991 με όλες τις πιθανότητες εναντίον του. To grunge είχε κατακτήσει πλέον τα πάντα, η Sony Music αγόρασε την Relativity και το παρακλάδι της Combat πετώντας στο δρόμο κυριολεκτικά όλα τα συγκροτήματα του roster. Έτσι οι CYCLONE TEMPLE, στο μάτι του κυκλώνα της εποχής, έβγαλαν αυτό το θεάρεστο άλμπουμ που είναι κατά την προσωπική μου άποψη για το thrash ότι ήταν το “Into the mirror black’’ για το U.S. metal συνολικά. Η στιγμή που η ωριμότητα ανεβάζει το επίπεδο τόσο που όλοι θέλουν να ακολουθήσουν αλλά θα χάσουν στη σύγκριση από τα αποδυτήρια. Για πολύ κόσμο, ο δίσκος που θα ήθελαν να βγάλουν οι METALLICA στη θέση του “Black album” (σ.σ: ο Τσέλλος μου κλείνει το μάτι και γνέφει καταφατικά), κι αυτό πιστεύω τα λέει όλα.
(Α.Κ)
DARK ANGEL – “Time does not heal” (Combat Records, 1991)
Χρονικά ίδια περίπτωση με το άλμπουμ των CYCLONE TEMPLE, το 4ο και – μέχρι στιγμής – τελευταίο άλμπουμ των τεράστιων DARK ANGEL, «ξεχείλωσε» όσο πήγαινε τη thrash λογική και τα ήδη μεγάλα κομμάτια τους έγιναν ακόμα μεγαλύτερα, τα ήδη αιχμηρά riff έγιναν αιχμηρότερα, ο ήδη εκφραστικός Ron Rinehart έγινε εκφραστικότερος, η αίσθηση σοβαρότητας μεγάλωσε όσο ποτέ και με όλη τη μπάντα σε φόρμα – ειδικά με τον Gene Hoglan να παίζει τα καλύτερα τύμπανα του σε δίσκο DARK ANGEL (τα καλύτερα, όχι τα γρηγορότερα) – το άλμπουμ αυτό έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο το κεφάλαιο της ιστορίας τους μέχρι την επανασύνδεση που είναι ακόμα ενεργή. Μερικοί από τους εκπληκτικότερους στίχους της ιστορίας συμπεριλαμβάνονται μέσα στο δίσκο, ενώ το σχεδόν μισάωρο μανιφέστο των “Psychosexuality”/”An ancient inherited shame”/”Trauma and catharsis” παραδίδει σεμινάρια απλώματος δομής κομματιών. Ακόμα κι έτσι, όλα τα παραπάνω είναι περιττά για τον δίσκο με το πλέον ιστορικό αυτοκόλλητο όλων των εποχών: 9 κομμάτια – 67 λεπτά – 246 riffs!
(Α.Κ)
DBC – “Universe” (Combat Records, 1989)
Έχοντας αποβάλλει τις σκληροπυρηνικές thrash επιρροές και το crossover background τους που είχαμε ακούσει στο ντεμπούτο τους “Dead brain cells”, οι Γαλλοκαναδοί από το Montreal κυκλοφορούν το αρκετά φιλόδοξο “Universe”. Ένα άλμπουμ που αρχικά εκτιμήθηκε ως δουλειά άνω των δυνατοτήτων τους, (επηρεασμένο αρκετά από τους συμπατριώτες τους VOIVOD) με ένα περίπλοκο concept που βασίζεται στην προέλευση του σύμπαντος μέσω του σχηματισμού του Ηλιακού συστήματος, τις μορφές ζωής που συναντώνται και πως πρέπει να πράξει η ανθρωπότητα ώστε να επιβιώσει, με προτεινόμενη βιβλιογραφία στα credits. Με παραγωγή από τον γνωστό για τις μετέπειτα δουλειές του Garth Richardson (SWORD, RAZOR), spacey ατμόσφαιρα, ρομποτικούς ρυθμούς και με αισθητά βελτιωμένο παίξιμο, το “Universe” την περίοδο που κυκλοφόρησε είχε την ατυχία να συγκριθεί με τις αντίστοιχες δουλειές των VOIVOD και δυστυχώς για τους DBC, οι δεύτεροι υστερούσαν σε όλους τους τομείς. Σήμερα έχει αποκτήσει ένα cult status και αναφέρεται συχνά-πυκνά στα ενημερωμένα πηγαδάκια, ενώ οι CYNIC έχουν δηλώσει και αυτοί επηρεασμένοι από το εν λόγω άλμπουμ (credit).
(Κ.Α)
DEATH ANGEL – “Act III” (Geffen, 1990)
Από τις βασικότερες thrash metal μπάντες του δεύτερου κύματος που «έσκασε» στο Bay Area, με την διαφορετικότητά τους να εκφράζεται ήδη από το ντεμπούτο “Ultra violence” του 1987. Το τρίτο τους άλμπουμ “Act III” κυκλοφορεί σε μία περίοδο που το thrash metal απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δημοτικότητά του και οι DEATH ANGEL έχουν φτάσει στο νήμα, έτοιμοι να περάσουν στο πάνθεον των μεγάλων συγκροτημάτων. Με τον Max Norman (Ozzy Osbourne, MEGADETH) στην παραγωγή και μεγαλύτερο budget ελέω πολυεθνικής, το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που ξεφεύγει από τις νόρμες της εποχής. Εκτός προστατευτικού κλοιού και με επιρροές που συντελούν στη διαφορετικότητα του σχήματος μέσω των αρμονιών στα φωνητικά, τις ακουστικές στιγμές και τις funk «σφήνες», οι DEATH ANGEL παρά το νεαρό της ηλικίας τους δείχνουν μία ωριμότητα που μπορεί να μην βγάζει avant-garde ελιτισμό, αλλά με τέτοιο ψηφιδωτό επιρροών το “Act III” αποτέλεσε προπομπό όλων αυτών των «ανήσυχων» συγκροτημάτων που κυριάρχησαν στα χρόνια που ακολούθησαν, δείχνοντας πόσο μπορούσε να εξελιχθεί ο thrash metal ήχος μέσα στα 90’s. Με εξαιρετικό παίξιμο και απόδοση από όλα τα μέλη, οι DEATH ANGEL παραμένουν μέχρι και σήμερα μία από τις καλύτερες live μπάντες εκεί έξω.
(Κ.Α)
DEATHROW – “Deception ignored” (Noise, 1988)
Το “Satan’s gift”/“Riders of Doom” και το “Deathrow” (για πολλούς το πραγματικό ντεμπούτο της μπάντας, αφού τα κομμάτια του “Satan’s…” προϋπήρχαν όταν ακόμη οι DEATHROW βρίσκονταν ως SAMHAIN σε φάση demo) είχαν αφήσει άφωνους τους απανταχού thrashers με την ορμητικότητα και τη δυναμική τους. Όταν λοιπόν το “Deception ignored” κυκλοφόρησε, σε παραγωγή του γκουρού του ήχου Harris Johns, δίχασε στην αρχή. Οι Γερμανοί από το Düsseldorf πήγαν τη μουσική τους πολλά βήματα μπροστά. Όχι, ο “in your face” χαρακτήρας του “Deathrow” δεν έπαψε να υφίσταται, αλλά πλέον «φλέρταρε» ανοικτά με το “Master of puppets” και, όταν το φλερτ απέδωσε καρπούς, το οδήγησε στη κρεβατοκάμαρα του tech/prog για τα περαιτέρω. Μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια όπως τα “Triocton”, “Narcotic” και “Machinery”, έδειχναν πως οι DEATHROW είναι έτοιμοι για μεγάλα πράγματα που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Μετά το ελαφρώς αποπροσανατολισμένο “Life Beyond” (1992), η μπάντα οδηγήθηκε στη διάλυση, αφήνοντας κληρονομιά μια τρομερή τριάδα δίσκων. Το “Deception ignored” είναι ίσως ο καλύτερος όλων.
(Δ.Τ)
DEFIANCE – “Beyond recognition” (Roadracer Records, 1992)
Πως μπορείς να παίζεις ακριβώς όπως κάποιος άλλος και να το κάνεις ακόμα καλύτερα; Η απάντηση έρχεται από τους DEFIANCE στο τρίτο άλμπουμ τους “Beyond recognition”, το οποίο είναι μηνύσιμα ολόϊδιο με το “Practice what you preach” των …TESTALLICA. Δε διαβάζεις τυχαία το συγκεκριμένο όνομα καθώς όλα κινούνται γύρω από την ίδια λογική, οπότε όπως οι TESTAMENT αντέγραφαν METALLICA, έτσι και οι DEFIANCE αντέγραψαν TESTAMENT. Με τη διαφορά ότι το ”Beyond recognition” είναι συντριπτικά ανώτερο σαν αποτέλεσμα, έχει μέσα τραγουδάρες και εν έτει ’92 ειδικά, αποτελούσε ένα από τα καλύτερα κύκνεια άσματα του είδους στην πρώτη του εποχή. Στη συνέχεια η μπάντα διαλύθηκε αφού πρώτα ο Steve Esquivel (κατά κόσμον Steve Hernandez) έφυγε και τη θέση του πήρε ο Dave White των HEATHEN. O Esquivel στη συνέχεια φόρμαρε τους SKINLAB, ενώ πήρε και τη θέση του τραγουδιστή στους EXODUS το 2004 για λίγο και για ακόμα λιγότερο τη θέση του μπασίστα στους DEATH ANGEL το 2009.
(Α.Κ)
DELIVERANCE – “Weapons of our warfare” (Intense Records, 1990)
«Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ…». Με αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να ξεκινά αυτός ο δίσκος, ο οποίος θα ήταν η Οργή του Θεού επί των αμαρτωλών και αμετανόητων της οικουμένης, «ντυμένη» με νότες. Με κάθε riff να πέφτει φωτιά από τον ουρανό και να κατακαίει τους βλάσφημους και πολέμιούς Του, με κάθε solo να ανοίγει η γη και να καταπίνει τους αντίχριστους της οικουμένης. Οι DELIVERANCE παίζουν Christian metal που «δεν χαρίζει κάστανα», τεχνικό, με συνεχείς εναλλαγές τρομερών riffs τα οποία σου παίρνουν το σκαλπ με τη πρώτη ακρόαση με δικό τους, προσωπικό ήχο, ο οποίος σε κάποια σημεία μόνο φανερώνει επιρροές από “… and justice for all” κυρίως (με ευδιάκριτο μπάσο εννοείται στη τελική μίξη) και “Master of puppets”, και αυτές για τους πολύ παρατηρητικούς…ή και μυημένους. Τα μέλη του, όλα βετεράνοι της Christian metal σκηνής που έχουν περάσει από VENGEANCE RISING, WRATHCHILD, RECON (θεοί, διαβάστε για αυτούς στο τρίτο μέρος του αφιερώματος στο US power) και HOLY SOLDIER μεταξύ άλλων, αποδίδουν τα μέγιστα, ενώ η παραγωγή του μεγάλου Bill Metoyer είναι υποδειγματική. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Απλά πατάς το play και αφήνεις νου και ψυχή να παρασυρθεί από αυτό το, στη κυριολεξία, θεούργημα. Και τι εξώφυλλο, έτσι;
(Δ.Τ)
DEPRESSIVE AGE – “First depression” (GUN Records, 1992)
Μακράν του δευτέρου, το σοβαρότερο Γερμανικό μεταλλικό άλμπουμ όλων των εποχών. Με έναν ήχο που παραπέμπει σε τεχνο-θηρία όπως οι CORONER ή οι ANACRUSIS αλλά με απόλυτα προσωπικό ήχο, οι Βερολινέζοι DEPRESSIVE AGE στο ντεμπούτο τους το 1992 σόκαραν τον κόσμο με την απαράμιλλη αισθητική τους, τα ρυθμικά σκασίματα των riff πάνω στα μετρονομικά τους τύμπανα, τους καταπληκτικούς τους στίχους, την ιδιαίτερη φωνή του Jan Lubitzki και την τελειότητα ενός δίσκου που θα ήθελαν να έχουν βγάλει όλες οι Αμερικάνικες μπάντες αλλά καμία δε θα τα κατάφερνε εξίσου τέλεια. Τα τέσσερα άλμπουμ τους στέκονται ως δείγματα αψεγάδιαστης μεταλλικής λογικής με τάσεις αυτοκτονίας όσον αφορά τις δομές τους, αλλά με τιμιότητα και τεχνική κατάρτιση/νοητική απόδοση που σπάνια συναντήθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της μεταλλικής ιστορίας συνολικά, και φυσικά αιώνιο διαμάντι και ορισμός του τι εστί τεχνικό thrash. Η μη ακρόαση ή προσκύνημά του, δε συνιστά τίποτα λιγότερο από εγκληματική αμέλεια, άξια της μεγαλύτερης δυνατής τιμωρίας.
(Α.Κ)
DESPAIR – “Beyond all reason” (Century Media, 1992)
Μένουμε Γερμανία και στο 1992 και από το Βερολίνο πάμε στο Ντόρτμουντ (σιχαμένη BVB) και στο 3ο και μέχρι στιγμής τελευταίο άλμπουμ των DESPAIR. Οι Γερμανοί ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που κυκλοφόρησαν δίσκο από τη Century Media, το ιστορικό πλέον “History of hate” το 1988, κι ενώ ακολούθησε το ακόμα καλύτερο ”Decay of humanity” το 1990, στο ”Beyond all reason” οι DESPAIR «ξεδιπλώνουν» τον ήχο τους και την τεχνική τους κατάρτιση περισσότερο από ποτέ. Πανέξυπνα riffs, σύγχρονος, όμορφος (μη μοντέρνος) ήχος και παραγωγή για σεμινάριο, από τον μετέπειτα guru των παραγωγών όλης της Century Media και ηγέτη της μπάντας Waldemar Sorychta. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι ο συγχωρεμένος πλέον Carsten Otterbach των ΜORGOTH ήταν αυτός που προέτρεψε τον Sorychta να ακολουθήσει το μονοπάτι του παραγωγού. Στη συνέχεια ο Sorychta φόρμαρε τους VOODOOCULT και GRIP INC., ενώ πλέον οι DESPAIR είναι ξανά ενεργοί με νέα μεταγραφή τον Marc Grewe (ex MORGOTH, INSIDIOUS DISEASE) στα φωνητικά.
(Α.Κ)
DESTRUCTION – “Release from agony” (Steamhammer, 1987)
Ίσως να φαίνεται οξύμωρο σε κάποιους η παρουσία των DESTRUCTION σε αυτό το αφιέρωμα, αλλά οι Γερμανοί thrashers ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που έπιασαν το ρεύμα της εποχής και πήραν την απόφαση να παίξουν πιο τεχνικά και περίπλοκα από ότι τους είχαμε συνηθίσει. Ο κιθαρίστας Mike Sifringer δήλωνε οπαδός του progressive metal των FATES WARNING και WATCHTOWER (cause we love it!) και πιο prog rock σχημάτων σαν τους YES και RUSH, και με την προσθήκη του δεύτερου κιθαρίστα Harry Wilkens οι DESTRUCTION γίνονται ταυτόχρονα και πιο σκοτεινοί, αν και η τελική μίξη του δίσκου από τον Kalle Trapp (BLIND GUARDIAN, PARADOX, SIEGES EVEN) δεν ικανοποιεί το συγκρότημα. Το “Release from agony” αποτελεί ένα techno-thrash άλμπουμ αρκετά απαιτητικό, επιβεβαιώνοντας μάλιστα όλους αυτούς που υποστηρίζουν με σθένος πως οι DESTRUCTION παρόλο το «ξύσιμο» και την ακρότητα τους πάντα ήξεραν να παίζουν, όταν σύγχρονοί τους όπως οι KREATOR και οι SODOM στα πρώτα τους βήματα ακόμη…ψάχνονταν. Τραγούδια όπως το ομώνυμο και το άρρωστο “Sign of fear” έχουν επηρεάσει από death metal συγκροτήματα μέχρι intelligent black metal νεωτεριστές και είναι κρίμα που δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια μιας και στο “Cracked brain” που ακολούθησε, χωρίς τον μπασίστα/τραγουδιστή Schmier, κινήθηκαν σε πιο ασφαλή μονοπάτια.
(Κ.Α)
DOOM – “Complicated Mind” (Invitation, 1988)
Αναφερόμαστε αρκετές φορές σε συγκροτήματα που δεν πήραν ποτέ αυτό που τους άξιζε και με κάτι τέτοια εξειδικευμένα αφιερώματα βρίσκουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε σε αυτούς, μέχρι να βυθιστούν ξανά στη λήθη. Οι Ιάπωνες DOOM ιδρύθηκαν το 1984 και από το ντεμπούτο τους “No more pain” που ακούγεται σαν το χαμένο άλμπουμ μεταξύ του “Rrroooaaarrr” και “Killing technology” μέχρι το πρόσφατο “Still can’t the dead”, αρέσκονται σε υψηλής ποιότητας εγκεφαλικό, περίπλοκο metal που όμοιό του σήμερα δύσκολα θα βρεις. Έχοντας προηγηθεί το κολλητικό “Killing field” EP, στο “Complicated mind” το πρώτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει ακούγοντάς το είναι η δουλειά του Koh Morota στο άταστο μπάσο, οι κολλητικές δυσαρμονίες του κιθαρίστα/τραγουδιστή Takashi Fujita και το πόσο εξωτικό, απολαυστικό και περιπετειώδες ηχεί το τελικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσαν με τους CORONER και VOIVOD να αποτελέσουν την κορυφαία techno-thrash τριάδα και είναι άξιο απορίας κατά πόσο υπήρχε αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των συγκροτημάτων, μιας και οι DOOM θα λέγαμε πως ήταν πάντα ένα μικρό βήμα μπροστά σε ότι αφορούσε την εξέλιξη του ήχου τους, έχοντας παρόλα αυτά κοινό προσανατολισμό. Αντί του “Complicated mind” θα μπορούσε άνετα να συμπεριληφθεί οποιοδήποτε άλμπουμ της δισκογραφίας τους, όπως το “Incompetent…” (1989) ή το “Human noise” (1991), στο οποίο είχαν αρχίσει να πειραματίζονται με πιο industrial ήχους σε παραπλήσιο ύφος με το “Grin” των CORONER.
(Κ.Α)
DROID – “Terrestrial mutations” (Nightbreaker productions, 2017)
Καναδοί. Να πω πως ξεκινούν με γκολ από τα αποδυτήρια; Δεν χρειάζεται θεωρώ. 1-0. Είναι trio. 2-0, είμαστε μόλις στο 10ο λεπτό και το γήπεδο «γέρνει». Όταν «γεννήθηκαν», στάθηκαν πάνω από τη κούνια τους οι VOIVOD και VEKTOR για να τους ευλογήσουν και να υφάνουν τη μοίρα τους. Κάποια στιγμή ξέμειναν από κλωστή και τότε, ήρθαν οι CORONER με τους ANNIHILATOR να τελειώσουν το υφαντό. Το παιδί απέκτησε «ριζικό» και ξεκίνησε απευθείας να περπατά στα δύο του πόδια. Ο χαμαιλεοντισμός του είναι εμφανής και έντονος, αλλά δεν είναι μόνον αυτά που το χαρακτηρίζουν. Οι DROID όχι μόνο θέλουν, αλλά και μπορούν να σου «πετάξουν» ως και blues αναφορές και επιρροές, όταν ξεκινούν τα solos στη κιθάρα, μέσα στον κυκεώνα των thrash riffs. Το “Terrestrial mutations” είναι ένα από τα πιο σύγχρονά μας παραδείγματα ευφυούς, τεχνοκρατικού thrash, και ευχαριστώ από το βήμα τούτο τον καλό φίλο Βασίλη που μου τους πρότεινε προς ακρόαση πέρυσι, ενώ έπλεα σε πελάγη άγνοιας.
(Δ.Τ)
DYOXEN – “First among equals” (Active, 1989)
Άλλο ένα χαρακτηριστικό δείγμα καναδικού μετάλλου, σε παραγωγή Mike Amstadt (VOIVOD, SOOTHSAYER, SANCTUARY), από πέντε νεαρούς οι οποίοι δυστυχώς δεν μας έδωσαν κάτι παραπάνω στο χώρο. Γρήγορες ταχύτητες να εναλλάσσονται με επιβλητικά mid tempo μέρη, πολύπλοκη αλλά όχι εξεζητημένη προσέγγιση στη σύνθεση, μελωδίες να συνυπάρχουν με ογκώδη riffs… Σε κάνει μπαλάκι από δω και από εκεί και σε πετάει δεξιά και αριστερά σαν πάνινη κούκλα, τέτοια η δύναμή του. Τα δυναμικά πρίμα φωνητικά a la Eric A. Knutson (FLOTSAM AND JETSAM) και η «κλεμμένη ταυτότητα» των FORBIDDEN ως η μεγαλύτερη και εμφανέστερη ίσως επιρροή, αν τα περάσουμε όλα από ένα φανταστικό φίλτρο έρχονται να «δέσουν» με έναν crossover «αέρα» και ένα εξαίσιο, διακριτικό groove-άρισμα, τα οποία και ολοκληρώνουν τούτο το υποτιμημένο διαμαντάκι. Απανταχού thrashers, προσέλθετε. Δεν χρειάζεται να είστε tech freaks για να το αξιολογήσετε σωστά και να το λατρέψετε. ΥΓ: Η έκδοση βινυλίου είναι τρομερή, για όποιον είναι μερακλής.
(Δ.Τ)
EXODUS – “Impact is imminent” (Capitol Records, 1990)
To κατά πολλούς τελευταίο από τα τέσσερα πρώτα «δεκάρια» της δισκογραφίας των EXODUS. Οι Καλιφορνέζοι έχοντας κερδίσει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοτικότητα τους με το “Fabulous disaster”, προς τιμήν τους δημιούργησαν ένα πολύ διαφορετικότερο δίσκο ο οποίος κρατούσε μεν τον thrash χαρακτήρα τους ατόφιο, αλλά πρόδιδε και τη μεγάλη βελτίωση στο παικτικό τους επίπεδο. Το δίδυμο της θρυλικής “Η-Team” (Gary Holt/Rick Hunolt) στην κυριολεξία «παίζει παπάδες» και οι πάντα απαιτητικοί ακουστικά στα άλμπουμ τους EXODUS, εδώ μετατρέπονται σε «τέρατα» τεχνικής, βγάζοντας το 1990 ένα φοβερό άλμπουμ με αδικημένους ύμνος που δυστυχώς δεν πολυακούγονται στις συναυλίες τους όπως το ομότιτλο κομμάτι, το ”A.W.O.L”, το “Only death decides” που είχαμε την τύχη να το ακούσουμε στην Ελλάδα κάποτε και φυσικά το καταιγιστικό ”Thrash under pressure”. H συνέχεια δεν ήταν η ιδανική καθώς ναι μεν το ”Force of habit” του 1992 είναι ένας αξιόλογος δίσκος, αλλά κανείς δεν ήθελε να ακούει τους EXODUS να προσπαθούν να ηχούν σαν ALICE IN CHAINS ή οτιδήποτε μη thrash.
(Α.Κ)
EXTOL – “Synergy” (Century Media, 2003)
Οι Νορβηγοί EXTOL ξεκίνησαν την καριέρα τους ως ένα τεχνικό death metal συγκρότημα που σιγά-σιγά άρχισε να προσανατολίζεται προς έναν πιο «ψυχρό» κιθαριστικό ήχο που παρέπεμπε στις τελευταίες δουλειές των CORONER, το ανήσυχο πνεύμα των CYNIC και το progressive metal των συμπατριωτών τους SPIRAL ARCHITECT, με μέλη των οποίων ο drummer David Husvik κυκλοφόρησε το αρκετά τεχνικό “Then comes affliction to awaken the dreamer” ως TWISTED INTO FORM. Χωρίς να κρύβουν την επιρροή που τους άσκησαν οι BELIEVER με τους οποίους μοιράζονται τις ίδιες φιλοσοφικές ανησυχίες έχοντας κοινό χριστιανικό υπόβαθρο, οι EXTOL στην τρίτη τους δισκογραφική δουλειά εξελίσσουν τον ήχο τους, διατηρώντας τις επιρροές τους από death metal σχήματα όπως οι PESTILENCE και DEATH και εστιάζοντας στις πιο μελωδικές τους στιγμές ανοίγοντας τον δρόμο για μεταγενέστερα τεχνικά συγκροτήματα όπως οι OBSCURA για παράδειγμα. Τεχνικά περίπλοκες και ενδιαφέρουσες συνθέσεις με αρκετά καθαρή παραγωγή από τον Børge Finstad (ENSLAVED, ARCTURUS, MAYHEM), γυναικεία φωνητικά στο “Paradigms” και εξαιρετική συνολικά δουλειά στις κιθάρες. Το εξώφυλλο έχει επιμεληθεί ο Hugh Syme, στενός συνεργάτης των RUSH και υπεύθυνος για αντίστοιχες δουλειές των MEGADETH και DREAM THEATER, ενισχύοντας την όλη prog διάθεση των EXTOL και του “Synergy” συγκεκριμένα.
(Κ.Α)
FORBIDDEN – “Twisted into form” (Combat Records, 1990)
Ο ορισμός του έξυπνου, ενήλικου thrash. Δίσκος – σταθμός. O άξιος διάδοχος του κα-τα-πλη-κτι-κού “Forbidden Evil”. Οι οπαδοί του tech – thrash, γνώστες, ελιτιστές, σχεδόν «μασόνοι», ξέρουν. Ξέρουν πως αυτός εδώ ο δίσκος, (θα έπρεπε να) ήταν από τους πρώτους που «έπεσαν στο τραπέζι» όταν η ιδέα αυτού του αφιερώματος άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ναι, ήταν. Εκεί όπου οι METALLICA του “Master of Puppets” (το οποίο βοήθησε τα μέγιστα στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης «πτέρυγας» συγκροτημάτων στο thrash «κοινοβούλιο» τα οποία το λάτρεψαν εξίσου με τους δίσκους των WATCHTOWER) συμπορεύονται με τους TESTAMENT και τους TOXIK, θα βρεις και τους FORBIDDEN. Το σεμιναριακό drumming του Paul Bostaph (η τελευταία του παράσταση πριν τους SLAYER), τα φωνητικά του Russ Anderson, τα ακουστικά intros, οι ογκώδεις κιθάρες και η “riff after riff after riff” νοοτροπία από τους Locicero και Calvert (RIP), οι συνεχείς εναλλαγές, όλα συνθέτουν την πεμπτουσία του τεχνοκρατικού thrash metal. Όπως λέει και ο γνωστός ύμνος: One foot in Hell…who’s gonna ring the bell?
(Δ.Τ)
FORCED ENTRY – “Uncertain future” (Combat, 1989)
Οι FORCED ENTRY κατάγονται από το Seattle με τον κιθαρίστα τους Brad Hull να γίνεται περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στο άλμπουμ της επιστροφής των SANCTUARY “The year the sun died”, ενώ τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα όταν είχε αποχωρήσει ο Sean Blosl. Το “Uncertain future” είναι το πρώτο τους άλμπουμ και κινείται στο μελωδικό τεχνικό ύφος των TESTAMENT και METALLICA με τους ίδιους να δηλώνουν σε συνεντεύξεις επηρεασμένοι από ΙRON MAIDEN, SLAYER, THE DOORS και MARILLION. Thrash metal με αρκετές αλλαγές στο tempo και prog προοπτική, με εξαιρετικά κιθαριστικά solo και ακουστικές «σφήνες» που στο σύνολό τους αφήνουν μία εξωτική jazz αύρα τύπου Dave Mustaine και Alex Skolnick. Την παραγωγή του δίσκου την είχε αναλάβει ο Rick Parashar, γνωστός από τη συνεργασία του με τους PEARL JAM και ALICE IN CHAINS λίγα χρόνια μετά, ενώ το εξώφυλλο ο Kent Mathieu (AUTOPSY, EXODUS, FORBIDDEN). Παρά το γεγονός πως το “Uncertain future” είχε κυκλοφορήσει από μία δυνατή metal εταιρεία όπως η Combat, το συγκρότημα δεν έμεινε ικανοποιημένο από την διανομή και τη διαθεσιμότητά του άλμπουμ στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά κατόρθωσαν να περιοδεύσουν στις Η.Π.Α μαζί με τους CORONER και ATROPHY και αργότερα με τους SACRED REICH και OBITUARY.
(K.A)
HADES – “Resisting success” (Torrid/Combat, 1987)
Ξεκινάμε από τα βασικά: εδώ αγαπητέ αναγνώστη, τραγουδά ο Alan Tecchio. Μια από τις καλύτερες φωνές που έβγαλε η άλλη όχθη του Ατλαντικού. Ένας από τους επικρατέστερους διεκδικητές του τίτλου «ο Βασιλιάς της Τσιρίδας». Σε τούτο δω το θηριώδες album, οι κιθάρες του αρχηγού Dan Lorenzo αντάμα με τον Scott LePage αλλάζουν διάθεση από το καθαρό thrash σε πιο power ήχους και από εκεί σε κλασσικό heavy με εξαιρετική άνεση και απόλυτη ευστοχία, κάνοντας ξεκάθαρο τον λόγο που το ιδίωμα το οποίο έχει τη τιμητική του σε αυτό το αφιέρωμα, αγαπήθηκε και από οπαδούς του ορθόδοξου, 80’s US metal. Το rhythm section των Coombs/Schulman βαδίζει ακριβώς επάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το “in your face” παίξιμο με την τεχνοκρατική επίδειξη. Τούτο το group μπορείς να πεις πως ακολούθησε πορεία όμοια με αυτή των Ελβετών θεών CORONER, μπαίνοντας προοδευτικά όλο και πιο βαθιά σε μια tech freak δίνη. Για αυτόν τον λόγο και διάλεξα το ντεμπούτο τους. Πρέπει να τους μάθετε, οπότε ξεκινήστε από τον πιο άμεσο και «φιλικό» δίσκο τους. “The leaders?”, “On to Iliad”, “Nightstalker”, “The cross” (US metal έπος), “Masque of the red death”… τι να λέμε τώρα, οφείλετε να τα ακούσετε και να επιζήσετε του shock!
(Δ.Τ)
Τέλος πρώτου μέρους… (συνεχίζεται)