Κάποτε ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα του blues rock. Ή για άλλους hard rockin’ blues ή ακόμη heavy blues, δηλαδή του κάποτε νέου ιδιώματος που «σκάρωσαν» ο Alexis Korner με τον John Mayall και τους ακολούθησαν ο Eric Clapton, ο Jeff Beck, ο Peter Green, ο Jimi Hendrix και ο Jimmy Page. Ήταν μόλις 16 (!) ετών, όταν έκανε την επίσημη πρώτη του με τους THE ERIC GALES BAND και το ομώνυμο ντεμπούτο της Elektra Records. Το αρχικό shock του άλμπουμ εκείνου, έφερε τον θαυμασμό στο δεύτερο κατά σειρά, “Picture of a thousand faces”. Να σου ο μικρός πρώτη «μούρη» σε όλα τα τότε εξειδικευμένα περιοδικά, να ψηφίζεται ως το “next big thing” και να του στρώνουν ροδοπέταλα να περπατήσει πάνω τους. Η συνέχεια, αρχικά, αντάξια του ταλέντου του. Υπογραφές στη Sony, στη Sharpnel του guru και μεγάλου οπαδού του, Mike Varney, συνεργασία με τον Carlos Santana… ο κόσμος όλος φάνταζε μπροστά στα πόδια του «νέου Jimi Hendrix», όπως λεγόταν και γραφόταν παντού τότε.
Σε αντίθεση όμως με το άλλο «φαινόμενο» της εποχής, τον κατά τρία χρόνια μικρότερό του Joe Bonamassa, ούτε οι συγκυρίες τον ευνόησαν, ούτε οι επιλογές του (κυρίως αυτές) ήταν οι πρέπουσες. Ο μικρός θεός από το Memphis του Tennessee αστόχησε/ατύχησε (κράτα όποια εκδοχή θες) στην επιλογή του σωστού management που θα τον εκτόξευε στην κορυφή των κορυφών, ξεκίνησε να αντιμετωπίζει προβλήματα με το αλκοόλ και με παντός είδους ναρκωτικές ουσίες, ώσπου το 2009 ήρθε το κερασάκι στην τούρτα, με την κακή βέβαια έννοια. Ήταν τότε που θα βρισκόταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής του Shelby County Correction Center, για κατοχή ναρκωτικών και όπλων και θα έβγαιναν στην επιφάνεια και για το κοινό, οι «σκοτεινές» πτυχές του βίου του. Είχε δέκα δίσκους, ήταν 36 ετών μόλις, αλλά ο Gales έδειχνε ένας «καμένος», «ξοφλημένος» βετεράνος.
Η φυλακή όμως ήταν το «χαστούκι» που του χρειαζόταν, για να σταθεί στα πόδια του. Ξεκίνησε να δίνει συναυλίες μέσα στη φυλακή. Η στήριξη του κόσμου, τεράστια. Ως και ο τοπικός γερουσιαστής, ο δήμαρχος και διάφοροι άλλοι επίσημοι έδιναν τακτικότατα το «παρών», δίνοντάς του να καταλάβει, έμπρακτα, πως όλο αυτό ήταν ένα λάθος, μια μεγάλη αδικία. Έτσι, από το 2010 και μετά, ξεκίνησε μια νέα πορεία ανόδου, που του έδωσε ξανά πίσω ένα μέρος έστω του prestige του, μαζί με κάποιες ακόμη πρωτιές και διακρίσεις, φτάνοντας στην κομβική χρονιά του 2017. Τότε ήταν όπου ο Eric «έκοψε» αλκοόλ και ναρκωτικά, αποφασίζοντας να μην κοιτάξει ποτέ πια πίσω. Και ο «καθαρός» του οργανισμός, ήταν αυτός που τον ανέδειξε νικητή στη μάχη του με τον Covid, τον Οκτώβριο του 2020. Μετά λοιπόν από ένα τέτοιο «καθαρτήριο», πως γίνεται να μην «αναγεννηθεί» κανείς; Πως γίνεται να μην αφήσει πίσω του όλα όσα του γίνονταν βάρος, και να κοιτάξει μπροστά και μόνο μπροστά;
Και εδώ μπαίνει στο παιχνίδι ο Joe Bonamassa. Ο πάλαι ποτέ συνοδοιπόρος του Eric, το έτερο παιδί-θαύμα, που κράτησε μια εντελώς διαφορετική στάση ζωής. Ήταν το 2019, όταν στα πλαίσια της Keeping the Blues Alive Mediterranean Cruise, o Gales ανέβηκε στην σκηνή, για να τη μοιραστεί μετά από 25 ολόκληρα χρόνια με τον φίλο του, σε εκείνο το απίθανο jamming του “The ballad of John Henry”. Ένα ντουέτο το οποίο όχι μόνο χαρακτηρίστηκε ως μία από τις πιο εκρηκτικές «κιθαριστικές μονομαχίες» όλων των εποχών, αλλά έγινε και οιωνός μιας θετικής, πέραν κάθε φαντασίας, εξέλιξης: ο Bonamassa θα συμμετείχε στον νέο δίσκο του Gales. Όχι απλά ως μουσικός, αλλά ως παραγωγός και μέντορας. «Ήρθε η σειρά σου να πάρεις τη θέση που σου αξίζει, που σου ανήκει και να φορέσεις το στέμμα σου. Σε περίμενα καιρό, τώρα θα κάνω αυτό που πρέπει να σε ανεβάσω εκεί που σου αρμόζει». Δεν είναι προϊόν ενός φανταστικού διαλόγου αυτά τα λόγια. Τα είπε όντως ο Bonamassa στον Gales. Και αν αυτό δεν είναι δείγμα ενός ανθρώπου ο οποίος δεν έχει την παραμικρή ανασφάλεια και είναι σίγουρος για τον εαυτό του, τότε δεν ξέρω τι μπορεί να είναι.
Το “Crown” είναι το αποτέλεσμα μιας άνευ προηγουμένου ψυχανάλυσης – εξομολόγησης από πλευράς Gales. O Eric «ανοίγεται» στον ακροατή – φίλο του όσο ποτέ άλλοτε, εξιστορεί τους αγώνες του ενάντια στον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, παραδέχεται το αυτοκαταστροφικό παρελθόν του, μοιράζεται μαζί του τις προσωπικές του σκέψεις για τον ρατσισμό που έχει νιώσει στο πετσί του και του εκφράζει τις ελπίδες του για μια νέα, καλύτερη εποχή. Μια εποχή νηφαλιότητας και αχαλίνωτης δημιουργικότητας. Η εξαιρετική παραγωγή των Joe Bonamassa και Josh Smith, βαδίζει στα χνάρια των αντίστοιχων του Kevin Shirley (είναι θαρρείς και την έκανε ο ίδιος, τόσο ίδια και τόσο τέλεια για το είδος αυτό) και βουλώνει στόματα. Βουλώνει τα στόματα όλων όσων κατηγορούν ως κακό παραγωγό και… «απατεώνα» τον “Caveman”, με γνώμονα εννοείται ΜΟΝΟ τις παραγωγές του στα πρόσφατα IRON MAIDEN albums, αγνοώντας αφενός τις υπόλοιπες εξαίσιες δουλειές του, αφετέρου το ότι ο ίδιος απλά… εκτελεί εντολές. Και από συνθέσεις; Μία και μία, όλες τους!
“My name is Eric Gales… any questions?” ρωτά ο αριστερόχειρας βιρτουόζος με την έναρξη του δίσκου, μην περιμένοντας σαφέστατα απάντηση. Ρητορικό το ερώτημα. Το πνεύμα του μεγάλου Albert King ενώνεται με αυτό του εξίσου μεγάλου Stevie Ray Vaughn σε ένα υπέροχο «παιχνίδι» από νότες. Τα blues του Δέλτα, αντάμα με το rock, την funk, την soul, την gospel. Το πρώτο single, το γλαφυρά περιγραφικό “I want my crown”, είναι σκέτη ονείρωξη. Δε θα σου πω τι συμβαίνει εκεί, απλά δες το βίντεο. ΔΕΣ ΤΟ. Τα υπόλοιπα, στο ίδιο επίπεδο. Ο Gales δείχνει πως είναι στην καλύτερή του φάση εδώ και πολλά χρόνια, ενώ οι καλεσμένοι μουσικοί συμβάλουν τα μέγιστα. Εκτός των Smith και Bonamassa, συμμετέχουν γράφοντας ή/και παίζοντας οι Tom Hambridge, James House, Keb Mo (δες ονόματα!) και η σύζυγος, στυλοβάτης και manager του LaDonna Gales. Δυστυχώς, δεν αναφέρεται κάπου αν είναι μαζί του ο μπασίστας Cody Wright μαζί με τον drummer Nick Hayes (το θεϊκό rhythm section που απόλαυσαν οι τυχεροί των δύο τελευταίων του συναυλιών επί ελληνικού εδάφους), αλλά βάσει όσων θαυμαστών ακούω, το θεωρώ πιθανότατο να στέκουν δίπλα του.
Δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω καλύτερες/αγαπημένες συνθέσεις. Ο “Raw Dawg” (το παρατσούκλι του Eric) καταθέτει τη ψυχή του και το αποτέλεσμα είναι σπουδαίο. Πραγματικά, σπουδαίο! Όταν ο άλλος σου λέει πως έπρεπε να κάνει διαλείμματα ανάμεσα στις ηχογραφήσεις για να κλάψει, τί περιμένεις; Ωστόσο, δε μπορώ να μη μιλήσω για το συγκλονιστικό 7λεπτο “Too close to the fire”, που με μάγεψε περισσότερο απ’ όλα με την πρώτη ακρόαση και το τοποθετώ ήδη στις καλύτερες συνθέσεις που θα ακουστούν φέτος. Τριάντα (!) χρόνια και δεκαοκτώ (!!) albums μετά, το πάθος του Gales για τη μουσική δεν έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Αν είσαι ένας από αυτούς που έχουν «ψηλά» τούτον τον «μάγιστρο» της εξάχορδης, ξέρεις πολύ καλά τι να περιμένεις, δε χρειάζεται να διαβάσεις λέξη απ’όσα έγραψα. Αν όμως τον αγνοείς, θες να συμμεριστείς λίγον από τον ενθουσιασμό μου ή είσαι απλά περίεργος, το “Crown” μπορεί να σε βάλει στον θαυμαστό κόσμο τόσο του Gales, όσο και του blues rock. Δε με πιστεύεις; Ε, τι να σου πω… Ίσως οι Dave Navarro, Mark Tremonti, Zakk Wylde και Eric Johnson, μεταξύ άλλων, στα εξηγήσουν καλύτερα. Άλλωστε, πίνουν νερό στο όνομά του.
9 / 10
Δημήτρης Τσέλλος