Το να θριαμβολογείς για την επάνοδο ενός συγκροτήματος που στο παρελθόν σου προσέφερε δυνατές συγκινήσεις, συνιστά -τουλάχιστον για τα κριτήρια του γράφοντα- ουτοπία. Είναι πραγματικά ελάχιστες (για να μην γράψω μηδαμινές και παρεξηγηθώ) οι περιπτώσεις εκείνες που το επαναλανσάρισμα logo και μουσικής που κάποτε απολάμβανες ν’ ακούς, συνοδεύεται από παράλληλη διατήρηση της ποιότητας του πρότερου έντιμου βίου. Έχω όλη την καλή διάθεση να πιστέψω σε δεύτερες ευκαιρίες… Και ποια είναι η ταπεινότητά μου που θα βάλει όρια και φραγμούς στα όνειρα του εκάστοτε καλλιτέχνη; Αυτό που καλούμαστε, ωστόσο, να βάλουμε σε μια ζυγαριά είναι το κατά πόσο “τα παχιά τα λόγια τα μεγάλα” όπως διαβάζουμε σε κάθε “διαβόητο” δελτίο τύπου βρίσκουν εφαρμογή στη νέα γραμμή εκκίνησής του. Και για λόγους αρχής, οφείλω να ομολογήσω ότι οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις που τρέφω σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι μικρές.
Οι EVERON για τους μύστες του progressive rock πάντα κινούνταν σε underground πλαίσια και οι κυκλοφορίες τους μέχρι και την στιγμή που αποφάσισαν να διακόψουν τις εργασίες τους (“Paradoxes” – 1993, “Flood” – 1995, “Venus” – 1997, “Fantasma” – 2002, “Flesh” – 2002 και “North” – 2008), δίχως να μνημονεύονται ως αστραφτερά διαμάντια του ιδιώματος, εντούτοις, διακατέχονταν από μία δεδομένη ποιότητα, μία ειλικρινή και άδολη προσέγγιση του χώρου που κυμαίνονταν. Και αρκεί να θυμίσουμε ότι μπορεί το progressive metal να γνώρισε την άνθηση και εν συνεχεία την απογείωση του στα 90s αλλά η πιο rock νοοτροπία των Γερμανών δεν είχε και πολλούς μιμητές όχι μόνο στην ίδια τους την χώρα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Φυσικά υπήρχαν οι εξαιρέσεις και μάλιστα τόσο υπέρλαμπρες που κατόρθωσαν και στάθηκαν κοινωνοί του ιδιώματος στις νέες γενιές αλλά παράλληλα και πολύτιμοι αρωγοί ώστε αυτό να μην καταστεί μουσειακό είδος. Στο συγκεκριμένο πλέγμα -και έχοντας πάντα κατά νου- την διστακτικότητα που “κατατρέχει” ακόμα και τους λάτρεις του ήχου όταν πρόκειται για το neo prog ή το prog rock με μια πιο σύγχρονη ματιά, ότι κατάφεραν το έπραξαν μέσα από υπερβολικά αντίξοες συνθήκες. Ειδικότερα όταν η πλειονότητα του μουσικού Τύπου τους αντιμετώπιζαν ως απλούς αναβιωτές ενός -κατά τ’ άλλα- μουσειακού είδους…
Ποιες είναι οι προθέσεις τους, όμως, σήμερα; Τι επιζητούν; Πως θα μας πείσουν ότι οφείλουμε να πορευτούμε εκ νέου μαζί τους, πως θα διαχειριστούν το υφιστάμενο status; Πολλά τα ερωτήματα, πειστικές οι απαντήσεις. Με το “Shells”, οι EVERON “σπάνε” την 16χρονη σιωπή τους, ανασκουμπώνονται και δηλώνουν έτοιμοι να κερδίσουν το στοίχημα με τον χρόνο, τους εαυτούς τους αλλά και τους φίλους τους. Δεδομένα ικανοί μουσικοσυνθέτες, πιστοί στο γνώριμο δόγμα μιας άλλης εποχής, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να μπουν στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου που θα στερούνταν άκρατου λυρισμού και ενδοσκόπησης που περνά μέσα από την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες τους αλλά και την επίγνωση του τωρινού γίγνεσθαι.
Ο κινητήριος μοχλός τους, ο τραγουδιστής Oliver Phillips όλο αυτό το διάστημα της απουσίας τους, δούλευε στο studio του με καλλιτέχνες όπως οι WOLVERINE, DELAIN, AD INFINITUM, LEAH μεταξύ άλλων, αποκομίζοντας παράλληλα πολλαπλή εμπειρία και οφέλη τα οποία και φρόντισε να μεταλαμπαδεύσει στην συλλογιστική της μπάντας. Μίας μπάντας που “χτυπήθηκε” από την κακοδαιμονία μιας και κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο ντράμερ Christian “Moschus” Moos απεβίωσε, έχοντας προλάβει να παίξει σε οκτώ κομμάτια. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο Jason Gianni, τον οποίο και γνωρίσαμε μέσα από την συμμετοχή του σε κυκλοφορίες των Neal Morse, MAGELLAN και TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA.
Το μενού του “Shells”, με τον τρόπο που μας πρωτοσυστήθηκε μέσω των δύο singles του (“Guilty as charged”, “No embrace”) πριν την επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας του, δεν διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από τους προκατόχους του. Παραμένει βαθιά ριζωμένη στα σπλάχνα του η prog αντίληψη (με “χαλαρή” διάθεση πρέπει να τονιστεί) η οποία είναι έντονα διαποτισμένη από ένα συμφωνικό πλαίσιο, όπου η μελωδικότητα και η δημιουργία ατμόσφαιρας υπερισχύει κατά κράτος της όποιας πολυπλοκότητας.
Φανταστείτε μία μίξη AYREON στα πιο soft μέρη τους, με MAGNUM αναφορές και βρετανικό neo prog αποτύπωμα. Η ύπαρξη γυναικείων φωνητικών ( η Helena Iren Michaelsen τραγουδίστρια των TRAIL OF TEARS, IMPERIA, ANGEL και σύζυγος του Phillips, συμμετέχει σε πέντε συνθέσεις ενώ η Καναδή Leah στο “Pinnochio’s nose”) ενισχύει το φιλόδοξο του εγχειρήματος, η παραγωγή δίνει τον απαιτούμενο αέρα στις συνθέσεις, η ερμηνεία του Phillips με την πάντα λατρεμένη και ιδιόμορφη όταν αναφερόμαστε στο prog made in Germany προφορά του αποτελεί επιπλέον δέλεαρ, καταγράφω, όμως, μία ένσταση επί προσωπικού που με αποτρέπει από το να αναγάγω το “Shells” στις top κυκλοφορίες τους. Η απουσία έντασης και τσαμπουκά, η περιπέτεια που δεν ένιωσα παρά σε λίγες μόνο στιγμές (η εκ νέου ηχογράφηση στο 14λεπτο“Flesh” από το “North”αποτελεί την κορυφαία εξ αυτών), οι εναλλαγές στους ρυθμούς, στις ατμόσφαιρες που θα προσέδιδαν άλλη ορμή και δυναμική στο συνολικό αποτέλεσμα. Παρ’ όλες τις γκρίνιες και τις ενστάσεις, το “Shells” δηλώνει με σαφήνεια την επανάκαμψη των EVERON και ευελπιστώ ότι θα συνεχίσουν να μας απασχολούν δισκογραφικά και στο άμεσο μέλλον.
7 / 10
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης