Ήταν 1988, όταν στη λασπώδη Νέα Ορλεάνη της Lousiana, σχηματίστηκε ένα συγκρότημα που έμελλε να αλλάξει για πάντα τη μουσική στο πέρασμά του. Ο λόγος, για τους μεγάλους EYEHATEGOD (EHG εν συντομία για τους πολύ φανατικούς), οι οποίοι θεωρούνται και οι θεμελιωτές (μαζί με τους επίσης υπεραγαπημένους CROWBAR που σχηματίστηκαν 2 χρόνια μετά) του λεγόμενου sludge ήχου. Παίρνοντας στην ουσία το παίξιμο των BLACK SABBATH των τεσσάρων πρώτων δίσκων και κάνοντας το ακόμα πιο αργό, βαρύ και ενοχλητικό στο αυτί, κατάφεραν να σπάσουν τύμπανα με το στυλ τους και να γίνουν σημείο αναφοράς σε μία τάση η οποία παραδόξως θα έβρισκε αμέτρητους μιμητές όσο πέρναγαν τα χρόνια. Παίρνοντας στην ουσία το στυλ των MELVINS, οι οποίοι θεωρούνται αυτοί που φύτεψαν τη σπορά για να εκφραστούν μπάντες με ανάλογο τρόπο, το έκαναν ακόμα πιο απόκοσμο και βασανιστικό, αναμειγνύοντας μεταλλικό ήχο και πανκ νοοτροπία και θέτοντας ως κύριες επιρροές τους CARNIVORE, THE OBSESSED, DISCHARGE, BLACK FLAG, CORROSION OF CONFORMITY, BLACK SABBATH, CELTIC FROST, CONFESSOR και SAINT VITUS. Με χαμηλό όσο δεν πάει κούρδισμα, δημιουργούσαν ένα ηχητικό τείχος από το οποίο δε μπορούσε (και δεν ήθελε) να ξεφύγει κανείς και με στοιχεία μισανθρωπίας σε στίχους και μουσική, έγιναν γρήγορα αντικείμενο λατρείας στο underground.
O Seth Putnam των ANAL CUNT πίστεψε σ’ αυτούς και μια βαθιά φιλία αναπτύχθηκε, έτσι όταν ο τελευταίος συνήλθε από το κώμα στο οποίο είχε πέσει, έπαιξαν την πρώτη τους συναυλία ως support στους ANAL CUNT. Η μπάντα δημιουργήθηκε στις 20 Απριλίου του 1988, συμβολικά στα πλαίσια της 4/20 κουλτούρας της κάνναβης, που προέρχεται από τη συνήθεια να καπνίζεται η κάνναβη στις 4:20 τα ξημερώματα. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε από τον κιθαρίστα Jimmy Bower και τον ντράμερ Joey LaCaze, oι οποίοι στη συνέχεια μάζεψαν τον Brian Patton (κιθάρες), τον μπασίστα Steve Dale και τον τραγουδιστή Chris Hillard για να σχηματιστεί ο πυρήνας τους. Ο Hillard γρήγορα θα εγκατέλειπε το συγκρότημα και τη θέση του πήρε ο εμβληματικός Mike Williams. To “Garden dwarf woman driver” ήταν το πρώτο τους demo το 1989 και ακολούθησε το “Lack of almost everything” demo το 1990, το οποίο και εστάλη σε αρκετές εταιρείες για να τους υπογράψει τελικά η άσημη Γαλλική Intellectual Convulsion, από την οποία κυκλοφόρησε μέσα στη χρονιά το παρθενικό τους άλμπουμ “In the name of suffering”. To άλμπουμ τυπώθηκε σε 1500-2000 κομμάτια όπως υπολογίζεται και σύντομα η εταιρεία έκλεισε και τους EHG υπέγραψαν τα λαγωνικά της Century Media που επανακυκλοφόρησε το δίσκο το 1992.
Ο δίσκος που ηχογραφήθηκε με budget μόλις 1000 δολαρίων, είχε ένα πολύ ωμό ήχο σε σχέση με τις επόμενες κυκλοφορίες τους και ένα hardcore συναίσθημα. Ο δίσκος αποκαλείται και “In the divine name of suffering” σύμφωνα με το γνωστό θρυλικό πράσινο μπλουζάκι που όλοι οι οπαδοί τους αγαπάνε να φορούν. Στο δίσκο η σαπίλα/σκατίλα πιάνει πάτωμα, ο Mike Williams ξερνάει το λαρύγγι του, η ακουστική ενόχληση γίνεται συνώνυμο του και τίποτα ξανά δεν είχε ακουστεί ΕΤΣΙ. Κι όμως η μπάντα απέκτησε φανατικούς οπαδούς και γρήγορα υπήρξαν απαιτήσεις για νέο υλικό, το οποίο άργησε λίγο αλλά άξιζε τον κόπο. Είχαμε 1993, και το μνημειώδες πλέον “Take as needed for pain”είδε το φως το 1993. Ωριμότεροι (όσο γινόταν) ηχητικά και με νέο μπασίστα τον Mark Schultz που είχε προλάβει να συνεισφέρει και λίγο την εποχή του ντεμπούτου, το δεύτερο άλμπουμ ήταν ένα τεράστιο βήμα για τη μπάντα. Ο Mike Williams, άστεγος εκείνη την εποχή καθώς τον είχε πετάξει εκτός σπιτιού η τότε φίλη του, ζούσε σε ένα εγκαταλειμμένο δωμάτιο γεμάτο ψύλλους (!) πάνω από ένα strip club, το οποίο ήταν ελάχιστα μακριά από το Studio 13 που ηχογραφήθηκε ο δίσκος. Λίγο καθαρότερο από το ντεμπούτο, το άλμπουμ περιγράφηκε ως αυτό που ήθελαν εξ αρχής.
Τα ριφφ καθαρότερα και πιο συγκεντρωμένα, αρκετές doom/southern rock επιρροές και μία περιοδεία μεταξύ άλλων με τους CHAOS UK, BUZZOV-EN, WHITE ZOMBIE και CORROSION OF CONFORMITY. Μετά την περιοδεία, το συγκρότημα χωρίστηκε, με τον Williams να απασχολείται με το περιοδικό Metal Maniacs, τον Bower να παίζει τύμπανα στο “Broken glass” των CROWBAR και το “NOLA” των DOWN και των Brian Patton να δημιουργεί τους SOILENT GREEN και να κυκλοφορεί το ντεμπούτο “Pussysoul”. Η μπάντα στο μεσοδιάστημα ηχογραφούσε διάφορα demo, και τελικά το 1995 με τη βοήθεια του Pepper Keenan (CORROSION OF CONFORMITY, DOWN) ως παραγωγού, κυκλοφόρησαν το έτερο μνημείο “Dopesick”, το οποίο και από τους περισσότερους θεωρείται ως η κορυφαία τους στιγμή. Οι ηχογραφήσεις του δίσκου ήταν επεισοδιακές, με τον ιδιοκτήτη να καλεί τη Century Media αναρωτώμενος αν η μπάντα ήταν τρελή και απειλώντας να τους πετάξει εκτός. Ο Williams φλίπαρε και προσπαθώντας να ηχογραφήσει τον ήχο ενός μπουκαλιού που σπάει στο πάτωμα ως εισαγωγή του δίσκου, έκοψε το χέρι του άσχημα και μάτωσε όλο το πάτωμα κατά μήκος του στούντιο, παρόλα αυτά το σημείο ηχογραφήθηκε, ενώ ένα από τα μέλη της μπάντας μέσα από το αίμα του Williams, έγραψε στο πάτωμα τις λέξεις “Hell” και “Death pigs”!
O δίσκος κατάφερε να κυκλοφορήσει στις 25 Μαρτίου του 1996, με τους Patton/LaCaze να πετάνε στο San Fransisco για να μιξαριστεί το άλμπουμ. Ο ήχος του ήταν πιο χαοτικός από το “Take as needed for pain”, έχοντας όμως ακόμα το άρωμα του Αμερικάνικου Νότου και στη συνέχεια, το 1997 η μπάντα περιόδευσε με τους PANTERA/WHITE ZOMBIE, έχοντας το μεγαλύτερο κοινό που είχαν ως τότε και βοήθησαν συνολικά τον sludge ήχο, ενώ κι επίσημα ανακηρύχθηκαν ως οι δημιουργοί του. Ύστερα από τη συγκεκριμένη περιοδεία, ήρθαν εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες οδήγησαν σε προσωρινό διάλειμμα, με τα μέλη να διασκορπίζονται ξανά και να δισκογραφούν με τους SOILENT GREEN, CORROSION OF CONFORMITY και CROWBAR. Κάποια στιγμή το 2000, η μπάντα ενώθηκε εκ νέου με νέο μπασίστα τον Daniel Nick ώστε να μαζέψουν singles, splits και 7” της εποχής των “Take as needed for pain”/”Dopesick” και να τα συγκεντρώσουν σε μία συλλογή ονόματι “Southern discomfort” (25 Iανουαρίου 2000). Τα κομμάτια που μπήκαν σε αυτή τη συλλογή μετέπειτα χρησιμοποιήθηκαν σε επανεκδόσεις των δυο προαναφερθέντων δίσκων. Αυτό τους έδωσε και την κατάλληλη κλωτσιά στον κώλο για να επαναδραστηριοποιηθούν και έτσι την ίδια χρονιά, στις 19 Σεπτεμβρίου (ή 23 Οκτωβρίου σύμφωνα με άλλες πηγές), κυκλοφόρησε το τέταρτο άλμπουμ “Confederacy of ruined lives”.
Το άλμπουμ ακουγόταν πολύ πιο καθαρό και νηφάλιο και περισσότερο προς την κατεύθυνση του “Take as needed for pain” παρά του “Dopesick”. Η μπάντα περιόδευσε για πρώτη φορά κάνοντας παγκόσμια περιοδεία που τους έφτασε μέχρι την Ιαπωνία, με τα μέλη παράλληλα να απασχολούνται και με τις άλλες μπάντες τους. Η επανασύνδεση των DOWN εκείνη την εποχή έφαγε τον χρόνο του Bower, ο οποίος σχημάτισε και το ορχηστρικό σχήμα των THE MYSTICK KREWE OF CLEARLIGHT, ενώ και οι SOILENT GREEN κυκλοφόρησαν το τρίτο τους άλμπουμ. Ο Mike Williams σχημάτισε τους OUTLAW ORDER και ARSON ANTHEM. Μέσα στο μεσοδιάστημα, η μπάντα κατάφερε να κυκλοφορήσει το ζωντανό δίσκο “10 years of abuse (and still broke)”, το οποίο και χρωστούσαν ως μέρος συμβολαίου στη Century Media, όπου και απαλλάχθηκαν από τη συμφωνία με την εταιρεία ύστερα από την κυκλοφορία του (2 Ιουλίου 2001) και υπέγραψαν με την Emetic Records με νέο μπασίστα τον Gary Mader, όπου και φτάσαμε στο 2005 (10 Μαϊου) για να κυκλοφορήσει το “Preaching the “end-time” message”, μία συλλογή στο ύφος του “Southern discomfort” με διάφορα σπάνια καλούδια και ακυκλοφόρητο υλικό. Ο τυφώνας Κατρίνα εκείνη την εποχή είχε τον αντίκτυπο του όπως σε πολύ κόσμο, έτσι και στους EHG.
O Mike Williams και η πρώην σύντροφος του Alicia Morgan (των 13, άλλη sludge μπαντάρα) συνελλήφθησαν στη Morgan City της Louisiana με κατηγορίες περί ναρκωτικών. Ο τραγουδιστής πέρασε 91 μέρες στη φυλακή της πόλης και σταμάτησε την ηρωίνη. Με τη βοήθεια πολλών οπαδών και υποστηρικτών όπως ο Phil Anselmo ειδικά, ο Williams αφέθηκε ελεύθερος στις 2 Δεκεμβρίου του 2005, ενώ η μπάντα έπαιξε το 2006 μια ειδική συναυλία στο Mardi Gras Festival, το πρώτο μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο τυφώνας. Η Emetic Records κυκλοφόρησε στις 20 Μαρτίου του 2007 ένα tribute album στους EHG με τίτλο “For the sick”, όπου συμμετείχαν μπάντες άκρως επηρεασμένες από τους πιονέρους του είδους και θηρία μεταξύ άλλων όπως οι UNEARTHLY TRANCE, KYLESA, BRUTAL TRUTH, RAGING SPEEDHORN, ALABAMA THUNDERPUSSY, MINSK, RAMESSES, KAIR OF THE MINOTAUR, MOUTH OF THE ARCHITECT, KILL THE CLIENT και πάρα πολλοί άλλοι. Απίστευτη χορταστική διπλή συλλογή! Στις 29 Αυγούστου του 2008, η μπάντα γιόρτασε τα 20 χρόνια της με μία συναυλία στο One Eyed Jacks στην Νέα Ορλεάνη. Παίξανε και μερικές συναυλίες στον Αμερικάνικο Νότο το Μάϊο του 2009, ενώ παίξανε και στο Γαλλικό Hellfest το 2009, όπου είχα την τύχη να είμαι παρών και να παρακολουθήσω μια εκπληκτική εμφάνιση.
Ο Bower δήλωνε ότι η μπάντα ήταν ενεργή κι ότι ετοίμαζε δίσκο, ενώ έπαιξαν και στο Inferno Festival στο Oslo της Νορβηγίας την Πρωταπριλιά του 2010, όπως και δύο διαφορετικά σετ στο Roadburn Festival μέσα στον ίδιο μήνα. Δυστυχώς ο Joey LaCaze πέθανε το 2013 στις 23 Αυγούστου, λόγω αναπνευστικού προβλήματος, ο οποίος είχε και χρόνιο άσθμα και έγινε λίγο αφού γιόρτασε τα 42α του γενέθλια. Στο τέλος του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ανακοινώθηκε ο Aaron Hill ως αντικαταστάτης του, για να φτάσουμε τον Μάϊο του 2014 και να κυκλοφορήσει το πέμπτο τους –και πρώτο μετά το 2000- άλμπουμ με τίτλο το όνομα της μπάντας. Το “Eyehategod” απέσπασε διθυραμβικές κριτικές παγκοσμίως, ψηφίστηκε από πολλά μέσα ως καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς, ενώ έφτασε πολλούς οπαδούς να ισχυριστούν ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας. Σίγουρα πάντως είναι το πιο ώριμο και άμεσο σε ήχο και τους έβαλε σε νέες βάσεις. Σε περιοδείες που ακολούθησαν για τον δίσκο, ο Mike Williams επικαλούμενος θέματα υγείας δε μπόρεσε να δώσει το παρόν και αντικαταστάθηκε αρχικά από τον Phil Anselmo και στη συνέχεια τον Randy Blythe των LAMB OF GOD, αμφότεροι ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ οπαδοί των EHG που πίνουν νερό στο όνομα τους σε κάθε δοθείσα ευκαιρία.
Ο Williams κατάφερε τελικά να κάνει επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού και να ξεπεράσει τον κίνδυνο με το συγκρότημα να κάνει σπασμωδικές εμφανίσεις ενδιάμεσα οι οποίες αυξάνονταν όσο περνούσε ο καιρός. Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή είναι ότι η μπάντα δουλεύει σε νέο υλικό, το Ελληνικό κοινό θα ευτυχήσει (διότι περί ευτυχίας πρόκειται) να τους δει για 4η φορά μέσα σε 9 χρόνια (2011, 2015 και 2018 αντίστοιχα οι τρεις προηγούμενες επισκέψεις τους), ενώ και το ίδιο το συγκρότημα γουστάρει δεόντως όταν μας επισκέπτεται. Οι δίσκοι τους θέλουν υπομονή και αφοσίωση και ανταμείβουν τον ακροατή με πολλαπλές ακροάσεις, ενώ οι συναυλίες τους δείχνουν και το πραγματικό τους επίπεδο. Μπορεί να μην πήραν τον εαυτό τους όσο σοβαρά έπρεπε, μπορεί να μη γίνανε ποτέ τόσο μεγάλοι όσο οι METALLICA, IRON MAIDEN, JUDAS PRIEST, BLACK SABBATH, SLAYER και δε συμμαζεύεται, αλλά μιλάμε για ένα πραγματικά ΤΕΡΑΣΤΙΟ (σε ήχο και απόηχο) συγκρότημα, το οποίο και μόνο που δημιούργησε μία μουσική τάση, αξίζει το σεβασμό τουλάχιστον. Δεν ήταν και δε θα γίνουν ποτέ ευκολοάκουστη μπάντα, αλλά όσοι το σκέφτονται ακόμα, πρέπει να κάνουν τη χάρη στον εαυτό τους και να τους δουν, γιατί με την τρέλα που κουβαλάνε, ποτέ δεν ξέρει κανείς πότε θα έρθει το τέλος…
Άγγελος Κατσούρας