Δεν γνωρίζω αν και κατά πόσο σας τυχαίνει, αλλά προσωπικά με τα συγκροτήματα που αγαπώ πολύ, τυχαίνει να είμαι και πιο αντικειμενικός από ποτέ. Ίσως λόγω της πραγματικής κι ανιδιοτελούς αγάπης, ίσως γιατί οι προσδοκίες είναι πάντα υψηλές (ακόμα κι όταν ρεαλιστικά δεν υπάρχει λόγος), αλλά με κάποιο τρόπο το καταφέρνω στο τέλος. Από την συγκεκριμένη εξίσωση δεν ξέφυγαν ποτέ και οι FEAR FACTORY, μια μπάντα που λάτρεψα και συνεχίζω να λατρεύω με πάθος και που θεωρώ ότι έκανε συνολικά τεράστιο καλό στο μεταλλικό ήχο με την παρουσία της και πάντα είχε κάτι καινούργιο να πει μέσα από την εκάστοτε δημιουργία τους. Σίγουρα η πρώτη τους εποχή (1992-2001) με τα 4 πρώτα τους άλμπουμ ήταν και η κορυφαία, αλλά μπόρεσαν να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια τους μέσα από σκαμπανεβάσματα, φύγε εσύ/έλα εσύ, πολλές αλλαγές μελών και ήχων και γενικά το ταξίδι τους μέσα στο χρόνο τους έκανε να ωριμάσουν και να μεστώσουν σαν το παλιό κρασί. Αναφέρω όλα τα παραπάνω καθώς τη δεδομένη στιγμή οι FEAR FACTORY όπως τους γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε δεν υφίστανται πλέον και εξηγούμαι άμεσα. Ο δίσκος για τον οποίο θα αναφερθούμε, δηλαδή το “Aggression continuum”, ήταν ήδη έτοιμος και προς κυκλοφορία, όταν ξέσπασε ο επικείμενος πόλεμος δηλώσεων.
Έτσι, μετά και την ανοιχτή «πρόσκληση» του Dino Cazares να υπάρξει crowdfunding του συγκροτήματος, η όλη προσέγγιση βρήκε τον τραγουδιστή Burton C. Bell καθ’ όλα αντίθετο και δυστυχώς πλέον αποτελεί οριστικό (θα ήθελα να βάλω ερωτηματικό αλλά δεν μπορώ) παρελθόν από το συγκρότημα. Το συγκρότημα που μέσα σε όλα πέρασε πολλά ακόμα και με το όνομα που είχαν ίσα δικαιώματα τέσσερα διαφορετικά μέλη, παλιά και νέα (η «χρυσή» σύνθεση μεταξύ “Demanufacture” – “Digimortal”) και που ο ίδιος ο Bell αναγκάστηκε να αναγγείλει χρεωκοπία για να προασπίσει τα δικαιώματα του ονόματος και να το διατηρήσει. Το δίπολο Bell-Cazares ήταν πάντα η καρδιά και η ψυχή των FF, κι αν στα “Archetype” (2004)/”Transgression” (2005) ο Cazares αποτέλεσε παρελθόν σε μια αβέβαιη περίοδο αλλά δεν πολύ-άνοιξε μύτη, συγνώμη αλλά δεν μπορώ να διανοηθώ το συγκρότημα με άλλο τραγουδιστή πλην του Bell. O Bell με τα όποια θεματάκια μπορεί να έβγαζε στις συναυλίες κατά καιρούς (όχι όμως τις 2 φορές που τους είδα το 2010, όπου έπαιξαν για μοναδική φορά στη χώρα μας και ήταν δολοφονικοί), ήταν το σύμβολο του συγκροτήματος όλα αυτά τα χρόνια και η ήρεμη δύναμη που έβγαζε σιγουριά. Και πέραν όλων, άλλη φάση να υπάρχει η μια και μοναδική φωνή στο συγκρότημα.
Τη δεδομένη στιγμή όμως περισσότερο κι από το μέλλον της μπάντας, μας ενδιαφέρει το παρόν που φέρνει το νέο άλμπουμ το οποίο μάλιστα χρειάστηκε να δει το φως 6 ολόκληρα χρόνια μετά τον προκάτοχο του, “Genexus”. To “Aggression continuum” έχει πολύ “Genexus” μέσα του, αυτό το πιο ώριμο και όμορφα ευθύ πρόσωπο των FF, με τις κλασικές ριπές λεπιδοφόρων ριφφ και ακατάσχετης νευρωτικής δίκασης πάνω στην εναλλαγή κάφρικων/καθαρών φωνητικών του Bell και φυσικά με έντονη την ατμόσφαιρα που προκαλούσαν πάντα τα samples και τα πλήκτρα τους, που σε έφερναν σε ένα δυστοπικό περιβάλλον όπου μια ζωή ένιωθες ότι η μάχη «άνθρωπος εναντίον μηχανής» δε θα τελειώσει ποτέ. Το άλμπουμ ξεκινάει μπομπάτα και όλα τα στοιχεία που έκαναν γνωστούς και αγαπητούς τους FEAR FACTORY, είναι παρόντα για άλλη μια φορά. Το “Recode” και ειδικά το “Disruptor” –που ήταν και τα πρώτο δείγμα του δίσκου- προσφέρουν ένα τρομερό μπάσιμο και στο άκουσμα τους, νιώθεις ότι δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τις στιγμές δόξας τους, οι οποίες χρονικά μπορεί να απέχουν δυο και βάλε δεκαετίες, αλλά οι θύμησες της εποχής που οι FEAR FACTORY θεωρούνταν –και ήταν- ότι καλύτερο υπήρχε εκεί έξω γενικά, παραμένουν τρομερά έντονες και το χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη.
Είναι τρομερά έντονη η διάθεση του πειραματισμού, της μελωδίας σε σημεία (ειδικά στα φωνητικά) και της «κοιτάμε μπροστά» λογικής τους, που δε γίνεται να μην αναφερθεί. Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου ας πούμε όπως και το “Fuel injected suicide machine” φέρνουν το παρελθόν και το παρόν της μπάντας σε μια ένωση που κοιτάει με βαθιά ματιά προς το μέλλον. Σημεία φρενήρη, σημεία mid-tempo όπου ο όγκος προκρίνεται, αίσθηση ότι βρίσκεσαι κάπου στο 2389 χρονικά και σε συνδυασμό και με το εξώφυλλο, όπου για άλλη μια φορά το FF λογότυπο παρουσιάζεται διαφορετικό κατά την προσφιλή παράδοση που δείχνει κάθε φορά το νέο πρόσωπο της μπάντας, έχεις απτά τα στοιχεία που κάνουν άλλο ένα άλμπουμ τους αντικείμενο άξιας προσοχής και που είναι ικανό να τους επαναφέρει μετά από μακρά μάλιστα απουσία στο προσκήνιο. Ήδη η ανταπόκριση είναι πάρα πολύ θετική και το περιεχόμενο έχει αγκαλιαστεί ιδιαιτέρως, όπως είχε κάνει και το αντίστοιχο του “Genexus”. Οι οπαδοί βέβαια έχουν φάει την παγωμάρα με τη φυγή του Bell, αλλά όσο κι αν θέλεις να το σκεφτείς, έρχεται ένα κομμάτι σαν το “Manufactured hope” να σε βάλει στη θέση σου. Το κορυφαίο δείγμα του δίσκου το οποίο θα τολμήσω να ξεστομίσω κουβέντα που δεν πρέπει.
Κι όμως θεωρώ ότι είχε θέση ακόμα και στο “Demanufacture” αυτό το κομμάτι (παίζει και πολύ ωραία με τον τίτλο εξάλλου) και τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά αν υπολογίσετε ότι θεωρώ το “Demanufacture” ένα από τα 10 καλύτερα άλμπουμ που έχω ακούσει στη ζωή μου συνολικά. Και μόνο για την παρουσία αυτού του κομματιού λοιπόν, άξιζε η αναμονή 6 ετών και μπορώ να περιμένω άλλα 6 κι ας είναι τα πάντα αβέβαια, σκίρτησε η καρδούλα μου από την χαρά. Στακάτο, νευρόσπαστο, με τα πλήκτρα να μην καλύπτουν την κιθαριστική/τυμπανική επίθεση και με τον Bell βγαλμένο από τα παλιά (σημειωτέον ότι τα φωνητικά έχουν ήδη ηχογραφηθεί από το 2017 για το άλμπουμ, το οποίο όπως κατανοείτε έλαβε τεράστια καθυστέρηση). Ειδική και εύφημος μνεία οφείλει να γίνει στον Mike Heller, ο οποίος έχει διαλύσει τα δέρματα στο δίσκο και αποτελεί το κρυφό όπλο του συγκροτήματος. Το σκαμνάκι του ντράμερ στο συγκρότημα είναι θέση η οποία μπορεί να σε κάψει αν δεν είσαι ιδιαίτερα ικανός (και φονιάς να προσθέσω), καθώς πέραν του Raymond Herrera, ο οποίος άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο που παίζονται τα τύμπανα γενικότερα, πέρασε και ο «πολύς» Gene Hoglan με μέγιστη επιτυχία στο “Mechanize”. Ο Ηeller λοιπόν τα κατάφερε περίφημα.
Οι διαφορές σε κάθε δίσκο FF ήταν το κατά πόσο εξελίσσουν το στυλ τους και το “Aggression continuum” δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι πιο πληκτράτο/sample-οειδές από τους προκατόχους του, αλλά έχουν πιάσει το συναίσθημα του ήχου τους χωρίς να παρελθοντολαγνούν. Εξάλλου ήταν και οι μόνοι που έπαιξαν έτσι, καθώς διάφοροι επίδοξοι μιμητές τσακίστηκαν στα βράχια άμεσα. Το “Aggression continuum” είναι ένα πολύ καλό και αξιοπρεπέστατο άλμπουμ, που μπορεί να τους βάλει δυνατά στο χάρτη των εξελίξεων. Το κενό των 6 ετών καλύπτεται επιτυχημένα και μένει μόνο να δούμε τις κινήσεις που θα κάνει το συγκρότημα από δω κι εμπρός, διότι ο Dino Cazares προσανατολιζόταν σε κάποια φάση να φέρει μέχρι και γυναίκα στα φωνητικά, πράγμα που θα πυροδοτούσε από μόνο του φοβερές αντιδράσεις, καθώς άπαντες έχουν συνδέσει τη μπάντα με τη φωνή του Bell, ο όποιος αντικαταστάτης του θα είχε δύσκολο έργο, φανταστείτε να έχουμε και γυναίκα στη μπάντα. Ο δίσκος είναι ώριμος, καλοπαιγμένος, προσεγμένος και είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός, οπαδού και εχθρού (δεν έχουν και δεν είχαν ποτέ κάτι ενδιάμεσο) το πώς θα το αξιολογήσει σαν υλικό. Σαν αυτόνομο άλμπουμ θα μπορούσε να λάβει ένα δίκαιο 8 και σαν μέρος της δισκογραφίας τους ένα 7, άρα θα το κόψω στη μέση.
7,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας