FIREWIND – A career retrospective through the eyes of some special friends

0
247












Η πορεία του Gus από την γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, ως το να παίζει σε τεράστια ακροατήρια, ως κιθαρίστας του Ozzy Osbourne, είναι πλαισιωμένη από ανθρώπους που τον πίστεψαν, τον ενθάρρυναν και τον οδήγησαν στην καταξίωση. Προσπαθώντας να καταλάβουμε την πορεία των FIREWIND, ήρθαμε σε επικοινωνία με κάποιος από αυτούς που συνέβαλαν με τον δικό τους τρόπο στην επιτυχία τους. Μέσα από την σχέση που είχαν με την μπάντα, όντας άνθρωποι της μουσικής βιομηχανίας, μας δίνουν να καταλάβουμε πώς αντιλαμβάνονται την αξία των FIREWIND. Ο καθένας από αυτούς έχει την δική του οπτική γωνία για το πώς ο Gus και οι FIREWIND έφτασαν στο σήμερα και μας βοηθούν να ανατρέξουμε μαζί στα 20 χρόνια πορείας τους. Πατήστε PLAY για να έχετε παρέα την μουσική τους και τσεκάρετε το Instagram του Rock Hard την Πέμπτη 28 Μαΐου στις 19.00, όταν ο Gus G θα έχει ένα live chat με τον Σάκη Φράγκο, καθώς διαβάζετε τα παρακάτω:


(David T. Chastain – Ο βιρτουόζος Αμερικάνος κιθαρίστας ετοιμάζει επανακυκλοφορίες από CHASTAIN και CJSS από την Leviathan records μέσα στη χρονιά)

Οι περισσότεροι θα γνωρίζουν πως οι πρώτες δισκογραφικές απόπειρες υπό το όνομα των FIREWIND κυκλοφόρησαν από την Leviathan records, του David T. Chastain, η οποία εξειδικεύεται σε κιθαριστικά άλμπουμ, έχοντας αρκετά διαμάντια του ίδιου του Αμερικάνου κιθαρίστα, όπως και άλλων (Joe Stump, Michael Harris, KENZINER, LEATHER, ZANISTER). «Ο Gus ήταν μαθητής του Joe Stump στο Berklee της Βοστώνης» θυμάται ο ίδιος ο Chastain. «Εκείνη την εποχή, κυκλοφορούσαμε όλες τις δουλειές του Joe και ήταν αυτός που πρότεινε στον Gus να μου στείλει το demo του. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία».

 

Ο βιρτουόζος Chastain, ξεκίνησε την τεράστια δισκογραφική του παρουσία από τα σπλάχνα της Shrapnel records, που είναι η απόλυτη και αξεπέραστη εταιρία που ασχολήθηκε με το άθλημα των εξάχορδων. Έτσι και ο Chastain, εκτός από καλός κιθαρίστας, ήξερε να εκτιμά το ταλέντο άλλων. «Θεώρησα πως η κασέτα που έλαβα, έδειχνε τις μεγάλες δυνατότητες τόσο από πλευράς συνθέσεων όσο και από πλευράς δεξιότητας. Υπάρχουν χιλιάδες κιθαρίστες που παίζουν καλά, όμως δεν μπορούν όλοι να γράψουν καλά τραγούδια». Ο David Chastain, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, θυμάται ξεκάθαρα πως «χρειαζόταν να βρούμε τους κατάλληλους μουσικούς ώστε το αποτέλεσμα να ήταν κάτι ιδιαίτερο» και συμπληρώνει «Μάλιστα, υπογράψαμε τον Gus τότε, καθώς δεν υπήρχαν οι FIREWIND ακόμα». Προκειμένου να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους έπρεπε να γίνουν πολλά. Ο Έλληνας κιθαρίστας άφησε πίσω του τις ΗΠΑ για να ξεκινήσει την καριέρα του, με τον δύσκολο τρόπο αφού όμως πήρε την απόφαση να αφήσει τη γενέτειρά του, κάτι που είχε ήδη τολμήσει ο Μάριος Ηλιόπουλος, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στην Θεσσαλονίκη, όταν ήδη ο Μάριος ηγούταν των EXHUMATION. «Από το 97-98 είχα ακούσει για έναν πιτσιρικά που παίζει πάρα πολύ καλά και έχει μεγάλες δυνατότητες» μας λέει, «τον θυμάμαι χαρακτηριστικά σε ένα καφέ-μπαρ που αράζαμε όλοι, την εποχή που είχαμε κυκλοφορήσει το πρώτο μας άλμπουμ, το “Seas of eternal silence” και μου είχε κάνει εντύπωση ο ενθουσιασμός του για την μουσική και την κιθάρα». Οι EXHUMATION, ήταν άλλωστε μπροστά από την εποχή τους, έχοντας ήδη συμβόλαιο με εταιρία του εξωτερικού, από τους πρώτους αντιπροσώπους της χώρας μας. «Προς έκπληξή μου, έμαθα ότι του άρεσαν πολύ οι EXHUMATION. Γνωριστήκαμε καλύτερα, γνώρισα τους γονείς του που είναι υπέροχοι άνθρωποι και κάναμε πολύ παρέα»

 

Η διάλυση της μπάντας, οδήγησε τον Ηλιόπουλο στη Σουηδία όπου θα είχε καλύτερες ευκαιρίες «μαζί με το γεγονός ότι δεν μπορούσα να βρω άτομα που είχαν το ίδιο σκεπτικό με μένα, να έχουν την μουσική σαν πρώτη προτεραιότητα. Ο Gus, αφού ήμασταν αδέρφια πλέον, με ζήτησε να τον βοηθήσω και να τον πάρω μαζί μου, όπως και έκανα». Ο Μάριος είναι γνωστός για τις καλές του προθέσεις και είναι πάντα θετικός στο να βοηθά άλλους «πιστεύω ότι πάντα πρέπει να βοηθάς τους άλλους, ειδικά όταν έχουν όρεξη, ταλέντο και μια απαράμιλλη σπίθα για μουσική» και συνεχίζει «προσπάθησα να τον βοηθήσω, ώστε να μην ακούει τις κακίες κάποιων και να συνεχίσει να γράφει την μουσική του».


(Marios Iliopoulos – ο ηγέτης των NIGHTRAGE δουλεύει στο επόμενο άλμπουμ τους, καθώς γιορτάζουν τα 20 χρόνια παρουσίας τους)

Το ντεμπούτο των FIREWIND, ήρθε ανάμεσα στα πολλά projects που είχε ο Gus εκείνη την εποχή. Είχε ήδη δημιουργήσει τους DREAM EVIL με τον Fredrik Nordstrom, γνωστό παραγωγό (AT THE GATES, IN FLAMES, DARK TRANQUILLITY, HAMMERFALL, OPETH, κλπ) και ιδιοκτήτη των Fredman Studios, ο οποίος είχε δουλέψει με τον Ηλιόπουλο στους EXHUMATION «θυμάμαι πως ο Gus ήθελε να τον γνωρίσει πολύ όταν ο Fredrik είχε ταξιδέψει στην Θεσσαλονίκη, όπως κι έγινε. Τον πήρα μαζί μου στις ηχογραφήσεις του “Traumaticon” στα Fredman studios, στο Γκέτεμποργκ, για να γνωρίσει κι αυτός την σκηνή, να δει το στούντιο και να κάνει γνωριμίες. Να κάνει κι αυτός, ό,τι ονειρευόταν». Το όνειρο αυτό ήταν που οδήγησε σε ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας εκεί στο 1999 αφού ο 19άχρονος κιθαρίστας παρέμεινε στη Σουηδία, ακόμα κι όταν ο Ηλιόπουλος ολοκλήρωσε τις ηχογραφήσεις κι επέστρεψε στην Ελλάδα. «Έτσι ο Fredrik είχε την ευκαιρία να δει τις ικανότητές του και να του δώσει την θέσει του κιθαρίστα στους DREAM EVIL». Είναι άμεσα κατανοητό, το πόσο καθοριστική ήταν αυτή η γνωριμία με τον ταλαντούχο παραγωγό και η σύμπραξή τους στην νέα αυτή μπάντα. «Πιστεύω η Σουηδία και ο Fredrik γενικά του έδωσαν όλα αυτά που πρέπει για να αναδείξει το ταλέντο του και να κάνει σωστά βήματα που χρειάζεται κανείς για να τα καταφέρει στον δύσκολο δρόμο της μουσικής βιομηχανίας» συμπληρώνει ο σημερινός ηγέτης των NIGHTRAGE.

 

Με πολλές από τις δουλειές του Nordstrom να κυκλοφορούν από την Century Media, ήταν επόμενο η Γερμανική εταιρία να υπογράψει και την μπάντα του. Υπεύθυνος της δισκογραφικής ήταν ο Leif Jensen, ένας άνθρωπος με όραμα, που είχε ήδη αναπτύξει την Century Media σε μια από τις μεγαλύτερες, ανεξάρτητες εταιρίες στο χώρο. «Πρωτο-άκουσα για τον Gus, από τον Fredrik, όταν μου ανέφερε πως δημιουργούσε την δική του μπάντα, η οποία ονομαζόταν DRAGONSLAYER εκείνη την εποχή» μας λέει ο Jensen και συμπληρώνει «Από το τηλέφωνο τότε, μου εξήρε τις αρετές του Gus και κόλλησα στον τοίχο όταν άκουσα τα πρώτα δείγματα, οπότε ήθελα οπωσδήποτε να αναμιχθώ».

 

Οι DREAM EVIL – όπως μετονομάστηκαν – κυκλοφόρησαν το “Dragonslayer” το 2002, ενώ ο Gus ήδη δούλευε το ντεμπούτο των FIREWIND. «Ουσιαστικά ήταν μόνος του εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχε μπάντα» μας θυμίζει ο Chastain «και βοήθησα να συμπληρώσουμε την σύνθεση με τον Stephen Fredrick στα φωνητικά και τον Brian Harris στα τύμπανα» οι οποίοι εκείνη την εποχή συνεργαζόταν στους KENZINER, μια στούντιο μπάντα που κυκλοφόρησε δύο υπέροχα άλμπουμ (στο δεύτερο παίζουν και οι δύο, ενώ στο ντεμπούτο είναι μόνο ο τραγουδιστής) τα οποία αξίζει να ανακαλύψετε. Όσο για τα τραγούδια του άλμπουμ «χρειαζόταν λίγη δουλειά, αλλά όχι πολλά πράγματα. Έδωσα κάποιες ιδέες, και επέβλεψα τα μέρη του Stephen Fredrick, ενώ πίεζα τον Gus να γράφει περισσότερα κιθαριστικά μέρη»  λέει ο Αμερικάνος βιρτουόζος «ήθελα να βάζει περισσότερα σόλο». Η άποψή του έχει βαρύνουσα σημασία, όχι μόνο επειδή βοήθησε τόσο καταλυτικά στην δημιουργία των FIREWIND, αλλά και λόγω της τεράστιας εμπειρίας του στην βιομηχανία, σε ένα μουσικό είδος το οποίο συνέβαλλε καταλυτικά στην διαμόρφωση της ταυτότητας της μπάντας. «Πάντα σκεφτόμουν πως ο Gus είχε σπουδαίο vibrato στο παίξιμό του. Για μένα προσωπικά, αυτό είναι που κάνει την κιθάρα να ‘τραγουδά’ αντί μιας απλής ακολουθίας από νότες». Οι λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τον ήχο του Έλληνα κιθαρίστα, το ταλέντο του και οδήγησαν στην καταξίωσή του. Βέβαια, δεν είναι μόνο η τεχνική του, όπως υπογραμμίζει ο Chastain «είναι κάτι που είτε το έχεις, είτε όχι και ο Gus ήταν ανέκαθεν καλός συνθέτης. Με τα χρόνια βέβαια, έχει βελτιωθεί, αλλά το είχε πάντα». Το ίδιο μας περιγράφει και ο Leif Jensen με τον δικό του τρόπο «καταλαβαίνει την σημασία ενός δυνατού ριφ μέσα στο τραγούδι και επιπλέον γράφει αξιομνημόνευτες μελωδίες. Πάντα μου άρεσε πως καταφέρνει να κάνει το περίπλοκο παίξιμο να ακούγεται απλό». Ο Μάριος Ηλιόπουλος, ακόμα και σήμερα, δείχνει μεγαλύτερη προτίμηση στην πρώτη κυκλοφορία των FIREWIND «διότι είναι αυτά τα τραγούδια που είχα ακούσει όταν γνωριστήκαμε. Επίσης έχω γράψει και μια μελωδία σε ένα από τα τραγούδια του πρώτου δίσκου, που απέδωσε ο αγαπημένος μου τραγουδιστής των FIREWIND ο Stephen Fredrick».

 


Άλλη μια σημαντική φιλία και συνεργασία είχε ξεκινήσει με τον R.D. Liapakis, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 90 αγωνιζόταν να βάλει τους VALLEY’S EVE στου μουσικό χάρτη. Οι δύο Έλληνες, ένωσαν τις δυνάμεις τους στους MYSTIC PROPHECY που κατάφεραν να υπογράψουν με την Nuclear Blast και να γράψουν τρία άλμπουμ μαζί. Το “Vengeance” του 2001, θα ήταν τελικά το πρώτο άλμπουμ που θα παρουσιάσει τον Gus G στο κοινό.

 

Το “Between Heaven and Hell” των FIREWIND κυκλοφόρησε τελικά το καλοκαίρι του 2002, την ίδια εποχή με το “Dragonslayer” των DREAM EVIL. Ξαφνικά ο νεαρός Θεσσαλονικιός, είχε τρία δικά του άλμπουμ στα ράφια των δισκοπωλείων ταυτόχρονα, είχε μετακομίσει στη Σουηδία, όπου χτυπούσε η καρδιά του Ευρωπαϊκού metal εκείνη την εποχή, ενώ παράλληλα προσέφερε τις ιδέες του σε όποιον καλλιτέχνη ενδιαφερόταν για το ταλέντο του. Ξεκίνησε μια περίοδος, όπου το όνομα του Gus, θα εμφανιζόταν σε υπερβολικά πολλές κυκλοφορίες, με τον ίδιο να κάνει σημαντικές γνωριμίες και να προσπαθεί έτσι να καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού, αλλά και να γίνει αναγνωρίσιμο όνομα. Χαρακτηριστικά αναφέρω εδώ μερικά ονόματα, που φανερώνουν και το μεγάλο μουσικό εύρος των συμμετοχών του: OLD MAN’S CHILD, ROTTING CHRIST, ARCH ENEMY, ROB ROCK, JOACIM CANS, DRAGONLAND.

 

Το 2003 εκτός από το “Burning earth” των FIREWIND, ο Gus G. συντηρούσε παράλληλα τους DREAM EVIL (με το πολύ καλό “Evilized”), τους MYSTIC PROPHECY (με το δεύτερό τους “Regressus”) αλλά είχε εισχωρήσει και στο νέο συγκρότημα του Ηλιόπουλου. Οι NIGHTRAGE είχαν βάση το Γκέτεμποργκ, πρωτεύουσα του NWOSDM, το οποίο αντιπροσώπευαν, και στις τάξεις τους είχαν τον πρώην τραγουδιστή των AT THE GATES, Tomas Lindberg, ενώ τα τύμπανα έπαιξε στο πρώτο τους άλμπουμ ο Jensen των THE HAUNTED. To “Sweet vengeance” παρουσίαζε διαφορετικές κιθαριστικές αρετές του Gus, προσαρμοσμένες στον επιθετικό χαρακτήρα της μπάντας σε ένα άλμπουμ που έκανε αίσθηση. Ο Μάριος το θέτει καθαρά «πέρα από τις τεχνικές ικανότητες, η αντίληψη που διαθέτει ο Gus, ότι ξέρει να ακούει και ότι προσαρμόζεται και μαθαίνει πολύ γρήγορα πως να εξελίσσεται, τον διαφοροποιεί από τους περισσότερους». Βέβαια για να καταφέρει κάποιος να επιβιώσει μακροχρόνια στον μουσικό χώρο, εκτός από ταλέντο χρειάζεται προσαρμοστικότητα και εξέλιξη «Υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί παίκτες, αλλά το να έχει κάποιος όλες τις δεξιότητες είναι δύσκολο. Από τα χαρίσματά του, είναι ότι δεν φοβάται να ρισκάρει για την μουσική του και να την έχει ως προτεραιότητα και γι’ αυτό ταιριάξαμε στους NIGHTRAGE, γιατί ένιωσα πως είχα κάποιον με τον οποίον μπορούσαμε να συνενοηθούμε και είχαμε πολύ καλή χημεία».

Οι FIREWIND έδειχναν σημάδια προόδου στο “Burning earth” και η προσπάθεια του κιθαρίστα να τους καθιερώσει ως συγκρότημα, ξεκίνησε με την πρόσληψη του Πέτρου Χριστοδουλίδη στο μπάσο που γνώριζε από τη Θεσσαλονίκη, ενώ συνεχίστηκε με την μετακόμιση του στην Century Media που εξαγόρασε το συμβόλαιό τους από την Leviathan. Ο Jensen θυμάται την «επιμονή, την αφοσίωση και την ποιότητα του Gus, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Το παίξιμό του ήταν απίστευτο. Βέβαια, είχα τις αμφιβολίες μου για το αν μπορεί να γίνει ένα πραγματικό συγκρότημα, όπως και για το αν μπορούν να γίνουν η προτεραιότητα τόσο των μουσικών, όσο και της εταιρίας». Κάπου εκεί φυτεύτηκαν και οι σπόροι, ώστε οι FIREWIND να μετουσιωθούν σε λειτουργικό συγκρότημα.

 

Όταν πρωτοείδα το συγκρότημα ζωντανά, ήταν στο Rockwave του 2004, αλλά λίγους μήνες μετά, στην περιοδεία του “Forged by fire” στο Λονδίνο ήταν που μπόρεσα να τους ευχαριστηθώ. Το άλμπουμ αυτό, ήταν το πρώτο με τον Bob Katsionis, ενώ ο Stian Kristoffersen (drums) με τον Πέτρο, ήταν για δεύτερη σερί κυκλοφορία «Ήταν κάτι σαν…προξενιό!» μας λέει Katsionis « Ένας κοινός φίλος μου είπε ‘μίλησα για σένα στον Gus και είπε να του στείλεις’. Εγώ τότε δεν γνώριζα περί τίνος πρόκειται, μιας και ήμασταν από διαφορετικές πόλεις, δεν υπήρχαν social media κλπ. Σε δυο μέρες ήμουν Θεσσαλονίκη, κολλήσαμε πολύ σαν παρέα, χιούμορ, ακούσματα και τότε μου είπε για τους FIREWIND, ότι ετοιμάζονται να πάνε Ιαπωνία και αν ψήνομαι να μπω στη φάση. Και μπήκα! Απλά πράγματα!». Κι έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που διήρκησε 15 χρόνια! Τόσο απλά.

 


Στο μικρόφωνο ήταν ο “Chity” Somapala, που έφερε μια νέα διάσταση στο άλμπουμ και μια απύθμενη ενέργεια στην περιοδεία! «Ήταν μια φοβερή περίοδος» αναπολεί ο Jensen, της Century Media, από την οποία είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ «η μπάντα έκανε μεγάλα βήματα μπροστά. Το “Forged by fire” ήταν το πρώτο δείγμα της συνεργασίας μας. Αν και ήταν το τρίτο υπό το όνομα των FIREWIND, έμοιαζε σαν το πρώτο τους βήμα. Τότε τους είδα και ζωντανά, όπου τα έδιναν όλα, όμως σαν να έβλεπα πως κάτι τους έλειπε». Παρότι υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στο επόμενο άλμπουμ (Apollo Papahtanasio στα φωνητικά και Mark Cross στα τύμπανα), η περίοδος του “Forged by fire” έδειξε την μπάντα να προσπαθεί να καθιερωθεί. Ήταν καταλυτική.

 

«Για μένα έπιασαν κορυφή με το Allegiance”, που ήταν απίστευτα κολλητικό. Μου άρεσε πολύ το πιασάρικο αλλά και τόσο σφιχτό heavy metal του άλμπουμ. Ας μην ξεχνάμε πως ήταν μια εποχή, όπου το μελωδικό metal δεν ήταν δημοφιλές» προσθέτει ο Leif Jensen που πίστευε πραγματικά στους FIREWIND. «Έλεγα στον κόσμο, ότι δεν γίνεται τόση ποιότητα να περάσει απαρατήρητη για πολύ. Είχαν τις συνθέσεις, την παραγωγή, την εμφάνιση, τις προσδοκίες και τους είχαμε προτεραιότητα στην εταιρία». Κάπως έτσι τα θυμάται και ο Bob Katsionis «Θυμάμαι πάρα πολλά, κυρίως ότι ήμασταν συνέχεια στο δρόμο, με DRAGONFORCEHAMMERFALLANGRAKAMELOT, Αμερικές, Ιαπωνίες, χαμός. Πολύ γέλιο, κούραση και στο μυαλό μας ένας κοινός στόχος: ότι μια μέρα θα είμαστε headliners και θα πάρουμε αυτό που μας αξίζει. Και νομίζω ότι τα καταφέραμε»

 

Με την σύνθεση Gus-Petros-Bob-Apollo-Mark κυκλοφόρησαν 3 άλμπουμ σε μια πενταετία, τσιμεντώνοντας την φήμη των FIREWIND, οριοθετώντας το μουσικό τους ύφος, με περισσότερη μελωδία, δυνατά και ευκολοχώνευτα ρεφραίν και βάση το heavy-power metal. Η μπάντα έκανε αρκετές περιοδείες, τόσο ως πρώτο όνομα όσο και ανοίγοντας για άλλους. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν πολλά από τα πιο επιτυχημένα τραγούδια τους: “Falling to pieces”, “Breaking the silence”, “Allegiance”, “Into the fire”, “Mercenary man”, “Head up high”, “Embrace the sun”, “World on fire”. Ο David Chastain, που δεν σταμάτησε ποτέ να είναι σε επαφή με την μπάντα, μοιράζεται πως «πάντα μου άρεσε το “Breaking the silence” και το ντουέτο ήταν εξαιρετικό. Βέβαια, αγαπάω πολλά από τα τραγούδια στα οποία είχα συνεισφορά, όπως το “I am the anger” που έχει διατηρηθεί, ή το κλασικό instrumental “The fire and the fury”. Όμως μου αρέσουν πολλά από τα τραγούδια με τον Apollo». Είναι σχεδόν αυτονόητο, πως ο Jensen, με τον οποίο είχαν αυτό το σερί, έχει πολλά τραγούδια να ξεχωρίσει από αυτή την περίοδο «όπως το “Allegiance” από το ομώνυμο άλμπουμ, το σούπερ-κολλητικό “Falling to pieces”, ενώ πάντα γούσταρα το “Till the end of time”. Στο “The premonition” μου άρεσε η ποικιλία και η ροή του δίσκου. Δύσκολα επιλέγω αγαπημένα τραγούδια, αλλά θα πω το εναρκτήριο “Into the fire”, το “Head up high”, το “Mercenary man” που φέρνει σε LIZZY και το σχεδόν τέλειο “Angels forgive me”».

Ο Gus G. και ο Jensen, είχαν αρκετά καλή σχέση καθόλη την συνεργασία τους «χαιρόμουν την ενασχόλησή μου με την πορεία της μπάντας. Έχοντας ασχοληθεί σε 12 άλμπουμ, σε 3 διαφορετικά σχήματα με τον Gus, κάπως μου λείπει» δηλώνει ειλικρινέστατα. «Πιστεύω κι ο ίδιος είδε ότι τον πίστευα. Εκείνη την περίοδο έλεγα πως ήθελα να κάνουμε τον Gus τον Yngwie της γενιάς μας, όχι στο κιθαριστικό στυλ, αλλά για την ιδιαίτερη ποιότητά του. Η πρόοδος της μπάντας από το “Allegiance” στο “The premonition” πιστεύω πως ήταν απίστευτη». Όπως σε κάθε σχέση, υπάρχουν και οι δύσκολες στιγμές «μπορεί να ήταν κάπως σκληρό, αλλά ως φίλος του, πάντα προσπαθούσα να τον κρατώ προσγειωμένο, μιλώντας του με ειλικρίνεια, όσο κι αν τον απογοήτευα κάποιες φορές».

 

Με την αντικατάσταση του Mark Cross από τον Michael Ehre στα τύμπανα, οι FIREWIND έθεταν τις βάσεις για το “Days of defiance”, όμως έσκασε μια βόμβα μεγατόνων, καθώς ανακοινώθηκε η πρόσληψη του Gus G. το 2009 από τον OZZY OSBOURNE. Το μέγεθος αυτής της είδησης είναι δύσκολο να το κατανοήσει κανείς, αφού μιλάμε για έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες στον χώρο της ψυχαγωγίας, που ξεπερνά τα όρια της μουσικής, πόσο μάλλον τα στεγανά του heavy metal.

 

Πόσο πρέπει να εξελιχθεί ένας μουσικός, άσημος για το επίπεδο του OZZY, ώστε να φτάσει σε τέτοια δυσβάσταχτα ύψη; «Είχε ήδη εξελίξει τα δικά του χαρακτηριστικά» μας λέει ο Leif Jensen «και όταν άκουσα για την θέση στην μπάντα του OZZY, σκέφτηκα πως κανείς δεν το δικαιούταν όσο αυτός». Εννοείται βέβαια, πως ο οποιοσδήποτε, έχει πολλά να πάρει από μια τέτοια ευκαιρία «Πολλά πράγματα, αν και δε θα έλεγα ότι ήθελε και καμία βελτίωση! Δηλαδή στον Ozzy πήγε, τι ελλείψεις μπορεί να είχε ο άνθρωπος; (γέλια)» λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Bob, ενώ ο Jensen συνεχίζει «είμαι σίγουρος πως αυτό το κεφάλαιο ήταν όχι μόνο ενδιαφέρον μουσικά, αλλά δίδαξε τον Gus πολλά για το πώς λειτουργούν τα γρανάζια σε αυτό το επίπεδο της μουσικής βιομηχανίας», συμπληρώνει «Ήμουν χαρούμενος και περήφανος γι’ αυτόν και χάρηκα όταν τον είδα στη σκηνή με τον OZZY». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μάριος «παίζοντας με ένα μεγαθήριο όπως ο ΟΖΖΥ, είδε και έμαθε περισσότερα από όλες τις απόψεις. Βελτιώθηκε ως μουσικός αλλά και έμαθε και για την νοοτροπία που πρέπει να έχεις, όπως και το πώς να ακολουθείς εντολές, αλλά και να είσαι επαγγελματίας και το πόσο σκληρά πρέπει να δουλεύεις, δίνοντας πάντα τον καλύτερό σου εαυτό». Παρόμοιες δηλώσεις έχει κάνει κι ο ίδιος o Gus, ενώ στην πρόσφατη συνέντευξη που κάναμε ανέφερε την Sharon και τον Ozzy, ανάμεσα σε αυτούς που του έμαθαν πολλά πράγματα, «έμαθε ‘κόλπα’ που βοήθησαν την μπάντα να είναι πιο ευέλικτη στο δρόμο και σαν μουσικός» όπως το θέτει ο Katsionis, «δεν ξέρω, ίσως να διεύρυνε τους ορίζοντές του, αν και ποτέ δεν ήταν κολλημένος»

 


Με την προσθήκη του νεαρού Ισπανού Johan Nunez (έπαιζε στους NIGHTRAGE στο “Wearing a martyr’s crown” και το “Insidious”, στο οποίο είχε και συμμετοχή ο Gus G.) η μπάντα ετοιμαζόταν για το “Few against many”, σε μια νέα κατάσταση. Από την μία υπήρχε μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, ενδιαφέρον και προσοχή, από την άλλη όμως το άλμπουμ δεν μπορούσε να υποστηρικτεί όπως τα προηγούμενα. Ο Bob Katsionis μετρούσε ήδη 5 χρόνια στην μπάντα και το ζούσε εκ των έσω «Πέρα απ’ αυτά που ανέφερα πριν, εγώ θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο κέρδος το είχε σίγουρα ο Gus σε σχέση με την μπάντα και απόλυτα φυσικό, αν με ρωτάς». Ακούγεται αντιφατικό, όμως οι FIREWIND κέρδισαν, όσο και έχασαν από εκείνη την περίοδο κάτι στο οποίο συμφωνεί «Σίγουρα πήραμε νέους οπαδούς αλλά ίσως και να χάσαμε κάποιους τόσο με την ελαφριά στροφή στο στυλ εκει στο “Few against many” αλλά και με την αποχή της μπάντας για αρκετά χρόνια». Διάφοροι λόγοι οδήγησαν το συγκρότημα σε μια νέα φάση, με τον Gus να περιοδεύει με τον Ozzy, να παίζει στο “Scream” και να συστήνεται σε νέο ακροατήριο, αλλά και τον Bob να προχωράει με άλλες ασχολίες, «Εγω ήμουν εντάξει με όλο αυτό μιας και στα χρόνια που μεσολάβησαν προχώρησα τους OUTLOUD, έκανα δυο άλμπουμ και περιόδευσα με τους SERIOUS BLACK και όλα καλά».

 

Μουσικά υπήρχε μια πιο σκληρή τάση στο “Few against many”, κάτι που δεν με είχε απογοητεύσει καθόλου (εδώ η προακρόαση του Σάκη Φράγκου, κι εδώ η δική μου παρουσίαση) όμως έδειχνε μια εξέλιξη η οποία δεν άρεσε σε όλους. Με αυτό το άλμπουμ έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος για τους FIREWIND, καθώς ολοκληρώθηκε η συνεργασία με τον Apollo Papathanasio. Λίγο η κούραση, λίγο κάποιες άλλες δυσκολίες, οδήγησαν στο διαζύγιο και το τέλος μιας πολύ επιτυχημένης πορείας, που μεταμόρφωσε τους FIREWIND από project σε συγκρότημα. Η χαρακτηριστική του φωνή χρωμάτισε τα τραγούδια τους, «Πραγματικά ευχαριστήθηκα το στυλ του Apollo» συμφωνεί ο Leif Jensen «και η χροιά του προσέθεται αξία στα τραγούδια» ενώ και ο μέντορας David Chastain συμπληρώνει «μου άρεσε πολύ η περίοδος με τον Apollo, νομίζω η μεγαλύτερη διαφορά αυτής της περιόδου με τα πρώτα δύο άλμπουμ, είναι στην παραγωγή. Βέβαια, δεν νομίζω πως υπάρχει κακό τραγούδι των FIREWIND, με κάθε ειλικρίνεια».

Από το 2012, όταν κυκλοφόρησε το “Few against many” έως σήμερα, υπήρξε μεγαλύτερο διάστημα απουσίας των FIREWIND παρά το αντίθετο. Σίγουρα, δύο γεγονότα ξεχωρίζουν σε αυτό το χρονικό σημείο. Η κυκλοφορία του “Immortals” με τον Henning Basse να αναλαμβάνει χρέη τραγουδιστή, αλλά και η λήξη της συνεργασίας του Gus G. με τον ‘κομήτη’ του Ozzy, μετά από αρκετά χρόνια. Βέβαια, υπήρχαν πολλά σημεία επαφής, καθώς ο ταλαντούχος κιθαρίστας, κυκλοφόρησε όχι ένα, αλλά τρία προσωπικά άλμπουμ από την AFM Records, για τα οποία συνεργάστηκε με πολλούς, ενδιαφέροντες καλλιτέχνες και περιόδευσε γι’ αυτά. O Timo Hoffmann της Γερμανικής δισκογραφικής, μας βάζει στο κλίμα λέγοντας «έχοντας ήδη την ευκαιρία να κυκλοφορήσουμε το “Immortals” στην Αμερική, υπογράψαμε για την προσωπική του μπάντα και μιλήσαμε και για τους FIREWIND. Για μας είναι από τα καλύτερα συγκροτήματα στο χώρο του power metal κι ευχόμασταν να συνεργαστούμε ήδη καιρό πριν». Το άλμπουμ αυτό, ήταν το μοναδικό concept της μπάντας, με βάση την αρχαία Ελλάδα, κάτι που έπαιξε ρόλο στις συνθέσεις. Πιο επικό, αρκετά διαφορετικό και το τελευταίο τους με την Century Media «Νομίζω το θέμα ήταν πολύ καλό και μου άρεσε η τάση τους για πιο μελωδικό, αλλά και ογκώδες, παραδοσιακό ήχο» υπογραμμίζει ο Leif Jensen. «O Henning Basse έκανε εξαιρετική δουλειά ως τραγουδιστής και χωρίς να θέλω να πω ότι οι FIREWIND είχαν κάπως αποπροσανατολιστεί στα προηγούμενα δύο άλμπουμ, στο “Immortals” μου φαινόταν πως ξαναήταν σε φόρμα».

 

Το “Firewind” το οποίο παρουσιάσαμε πρόσφατα, είναι το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί παγκοσμίως η AFM, και σίγουρα δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους «πιστεύω πως θα αρέσει πολύ στους οπαδούς τους. Οι FIREWIND έχουν πιστό κοινό και αυτή τη φορά τους προσφέρουμε διάφορες εκδοχές του άλμπουμ, που θα τους αρέσει» μας λέει ο Timo Hoffmann, «ανέκαθεν ήταν ποιοτικές οι δουλειές τους, όπως και το προηγούμενο με τον Henning. Νομίζω πως και ο Herbie Langhans όμως είναι πολύ δυνατός. Το άλμπουμ δείχνει το συγκρότημα πιο ώριμο συνθετικά κι εκτελεστικά. Συνδυάζει την αίσθηση των πρώτων χρόνων και την εμπειρία που έχουν αποκτήσει».

 


(Bob Katsionis – ο πολυτάλαντος μουσικός, αφοσιώνεται στην παραγωγή άλμπουμ μέσα από την Symmetric Records, καθώς και σκηνοθετεί μουσικά βίντεο. Σίγουρα όμως θα έχουμε και κάποια κυκλοφορία του σύντομα)

Βέβαια, το επώνυμο άλμπουμ, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο Gus, παρουσιάζει την μπάντα δίχως τον Bob Katsionis, «Σίγουρα, αλλάζουν πολλά πράγματα: οι προτεραιότητες, οι άνθρωποι, οι καταστάσεις. Αρχικά στην πορεία να πω οτι ανέπτυξα μια μεγάλη δυσανεξία στα…αεροδρόμια, ταξίδια και ό,τι έχει να κάνει με αυτά» όπως δηλώνει ο Bob. Ίσως για τους οπαδούς να μην είναι ξεκάθαρο, το πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητα ενός μουσικού. «Μετά ήταν το αίσθημα πληρότητας από την όλη φάση. Κάναμε καλούς δίσκους, γυρίσαμε την υφήλιο πόσες φορές, είδαμε καταστάσεις και πράγματα τρελά. Το κατευχαριστήθηκα βέβαια. Με όλα αυτά όμως μου δημιουργήθηκε ένα αλτρουιστικό αίσθημα: άρχισα να θέλω όλο και περισσότερο να ασχολούμαι και να βοηθάω νέους μουσικούς και μπάντες να το ζήσουν και αυτοί». Νομίζω, πως οι περισσότεροι γνωρίζετε για τις ‘εξω-συγκροτηματικές’ ασχολίες του, έτσι κι αλλιώς «Αυτός ηταν και ο λόγος που άρχισα την Symmetric Records, εξέλιξα τα βιντεοκλίπ μου και τώρα ολοκληρώνω το ‘κανονικό’ μου στούντιο. Σίγουρα δεν το κάνω για φιλανθρωπία, είναι η δουλειά μου, απλά νιώθω καλύτερα να δουλεύω για να προωθήσω άλλους παρά την πάρτη μου. Το όνομά μου φαίνεται μέσα απ’ όλα αυτά και πάλι, απλά δεν νιώθω πια, πολύ βολικά να διαφημίζω τη μουσική μου λες και είναι αυτή και καμία άλλη στον κόσμο». Το κεφάλαιο με τον Bob κλείνει με την συμμετοχή του με το “Orbitual sunrise”, το οποίο μας λέει πως «ανυπομονώ να το ακούσω στην τελική του μορφή! Δεν έχω ζητήσει τα τελικά mixes από τον Gus για να κάτσω να το ακούσω χωρις…spoilers, αν και ξέρω τα κομμάτια όλα, και μπορώ να πω οτι είναι ένας εξαιρετικός δίσκος!» Μετά από τόσα χρόνια μαζί, πόσο εύκολο είναι να επιλέξει ο ίδιος τα αγαπημένα του τραγούδια; «Φυσικά και είναι μια δύσκολη ερώτηση, αλλά θα πω τα “Head up high”, “Into the fire”, “Angels forgive me” και “Edge of a dream”».

 

Επιχειρηματικά, οι FIREWIND είναι ένα συγκρότημα που έχει κάνει μεγάλα βήματα στις δύο δεκαετίες ύπαρξής του, παρά τις δυσκολίες. «Είναι κάτι που δεν μπορείς να το κρίνεις εύκολα απ’ έξω», μας λέει ο Hoffmann της AFM «όμως ο Gus, έχει αρκετή εμπειρία και το χειρίζεται καλά. Στο τέλος, εξαρτάται από το πόσο ικανός είσαι να οργανώσεις τον εαυτό σου και να πάρεις τις αποφάσεις από τις οποίες μπορεί να βελτιωθεί η καριέρα σου. Και το κάνει καλά». Ο Leif Jensen της Century Media έχει την ίδια άποψη «Είχα πάντα πολύ σεβασμό προς τις επικοινωνιακές του δεξιότητες και το επιχειρείν του» μας λέει. «Εκτός από την δημιουργηκότητα, δεν υπάρχουν πολλοί που έχουν αυτό το προτέρημα. Για να ανέλθει κάποιος, συνήθως είναι λίγο εγωιστής, ίσως εγωκεντρικός και επίμονος, όμως πάντα πίστευα πως ο Gus προχωρά με σεβασμό και ήθος μπροστά». Η ευχή που δίνει ο Bob Katsionis στο… πρώην πλέον συγκρότημά του, είναι στο ίδιο μήκος κύματος «Μέσα από την καρδιά μου, να κατακτήσουν όσες κορυφές τους έχουν απομείνει και να παραμείνει μια μπάντα με εξαιρετικό περιβάλλον για να παίζεις εκεί, χωρίς πισώπλατες συμπεριφορές, κλίκες και πηγαδάκια που βλέπω ΠΑΝΤΟΥ γύρω μου σε διάφορες μπάντες και αποκαλύπτει ίσως την μυστική συνταγή της επιτυχίας και επιβίωσης των FIREWIND «Και το ότι ο Κώστας σαν άνθρωπος και αρχηγός της μπάντας, μπορούσε να φτιάξει και να συντηρήσει αυτό το κλίμα, είναι σίγουρα μια από τις αρετές του που δε θα μάθει κάποιος σε κανένα ωδείο, είναι στον άνθρωπο. Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό που είδα σε αυτόν και μπήκα στην μπάντα, κιθάρα καλή παίζουν και άλλοι, αλλά τέτοιοι χρακτήρες, nope».

Θα μπορούσαν οι FIREWIND να είχαν κατακτήσει περισσότερες κορυφές, όπως λέει κι ο Katsionis; Εύκολα τους καταλογίζεις λάθη, όταν δεν γνωρίζεις. Είναι εύκολο για εμάς. Ο David Chastain με την τεράστια εμπειρία του, το θέτει πολύ απλά «Υπάρχουν άπειροι καλλιτέχνες σήμερα και ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, ενώ το αγοραστικό κοινό έχει μειωθεί. Στην περίπτωση του Gus, όπως κι εγώ παλαιότερα, ήταν σε πολλά συγκροτήματα και αυτό ίσως να μην τον βοήθησε στους FIREWIND. Ας μην ξεχνάμε όμως, πως πολλοί καλλιτέχνες θα ευχόταν να ήταν στο επίπεδο τους». O Leif Jensen προσθέτει «σίγουρα δεν τους έλειπαν οι ικανότητες» και γελάει. «Ίσως όμως οι συγκυρίες στο χώρο του metal την εποχή που ξεκίνησαν, να μην τους επέτρεψαν μεγαλύτερη εμπορική άνοδο. Ίσως και οι πολλές αλλαγές στην σύνθεση του γκρουπ – ιδιαίτερα τραγουδιστών». Οι παράγοντες είναι πολλοί και μόνο αν… συνωμοτήσει το σύμπαν θα φτάσουν την στρατόσφαιρα. «Για μένα οι FIREWIND είναι μια κλασική power metal μπάντα με θέληση να μην συμβιβάζεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται» μας λέει ο Timo Hoffmann «Δεν προσπάθησαν να παίξουν κάτι που δεν τους αντιπροσωπεύει και οι οπαδοί τους το εκτιμούν, όμως για να φτάσουν στο επόμενο επίπεδο πιστεύω πως είναι περισσότερο μια περίπτωση του ‘σωστού μέρους στην σωστή στιγμή’, που δεν έχει έρθει ακόμα». Το θέμα του ‘timing’ είναι κάτι που δεν είχα αναλογιστεί, όμως συχνά υποστηρίζω την άποψη, πως η πορεία δεν μπορεί εύκολα να χαρτογραφηθεί και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα προς την επιτυχία. «Δεν πιστεύω ότι έλειπε κάτι», μας απαντά ο Katsionis «νομίζω ότι οι FIREWIND είναι μια πετυχημένη μπάντα που μπορεί να περιοδεύσει, να κάνει δίσκους με μεγάλα budget και όλα αυτά. Τώρα το γιατί δεν γίναμε SABATON ή κάτι τέτοιο, ΟΚ, μπορεί να φταίνε και τα Ελληνικά μας διαβατήρια, μπορεί και να έπρεπε να περιοδεύσουμε ακόμα περισσότερο, μπορεί να ήθελε να διαλέγαμε άλλα singles ή συνεργάτες, μπορεί, μπορεί…». Εννοείται πως δεν το μετανοιώνει ο ίδιος ο Bob «Σε κάθε περίπτωση, μέσα από τους FIREWIND, έζησα σίγουρα το όνειρο που είχα στα 15 μου όταν καθόμουν στο δωμάτιό μου παίζοντας κιθάρα και πλήκτρα και αυτό είναι κάτι που δε μπορεί να σου το πάρει κανείς».

 

Ας κλείσουμε λοιπόν αυτή την ξεχωριστή απεικόνιση της πορείας των FIREWIND εδώ, παρέα με το ολοκαίνουργιο “Firewind” ευχόμενοι να δούμε την πιο πετυχημένη μπάντα της χώρας μας, να γιγαντώνεται ακόμα παραπάνω. Ευχαριστούμε όλους που δέχθηκαν πρόθυμα να απαντήσουν τις ερωτήσεις μας.

 

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης