Για όλα τα συγκροτήματα έρχεται κάποια στιγμή στην πορεία της δισκογραφίας τους εκείνος ο δίσκος που αποδεικνύει ότι η συνθετική έμπνευση και οι καλές ιδέες στέρεψαν. Και εκείνη ακριβώς την ώρα ξέρεις ότι -μουσικά τουλάχιστον- δεν έχεις τίποτα πλέον να περιμένεις από την μπάντα, εκτός βέβαια αν συμβούν απίθανες καταστάσεις ή μεγάλες αλλαγές που ίσως της δώσουν μια δεύτερη -ή τρίτη- μουσική ζωή.
Δύο χρόνια μετά το αξιοπρεπές -αλλά με σαφείς ενδείξεις στασιμότητας και επαναληψιμότητας- “F8”, οι Αμερικανοί superstars FIVE FINGER DEATH PUNCH επανέρχονται με το ένατο studio album τους “Afterlife”. Και αν οι μέρες που περιμέναμε με ανυπομονησία νέους δίσκους από διάφορους εκπροσώπους του μοντέρνου Αμερικάνικου heavy metal όπως οι TRIVIUM, οι KILLSWITCH ENGAGE ή οι DISTURBED έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (με φωτεινή εξαίρεση τους AVENGED SEVENFOLD), κάθε νέος δίσκος των FIVE FINGER DEATH PUNCH αποτελεί από μόνος του ένα γεγονός που στρέφει τα φώτα του μουσικού τύπου πάνω τους.
Ο Ivan Moody και η παρέα του -με νέο κιθαρίστα τον Βρετανό Andy James- επιστρέφουν με ένα δίσκο που παρά την ομολογουμένως εξαιρετική του παραγωγή και τον τεράστιο όγκο που βγαίνει από τα ηχεία πραγματικά δεν έχει κάτι νέο να προσφέρει, καθώς πρακτικά πρόκειται για επανάληψη -για να μην πω επανεκτέλεση- προς το χειρότερο όσων ακούσαμε στο προπέρσινο πλέον “F8”. Κάποιος καλοπροαίρετος μπορεί βεβαίως να πει ότι μια πετυχημένη συνταγή δεν χρειάζεται να αλλάζει, πρέπει όμως να τηρείται μια βασική παράμετρος: τα νέα τραγούδια, έστω μετά το δεύτερο-τρίτο άκουσμα θα πρέπει να σου λένε κάτι, να υπάρχουν αξιομνημόνευτες ιδέες, με άλλα λόγια δηλαδή το songwriting να ξεχωρίζει ακόμα και αν το musicianship παραμένει ίδιο.
Aυτή η παράμετρος στο “Afterlife” δυστυχώς δεν τηρείται. Πάρα το δυναμικό ξεκίνημα με το “Welcome to the circus” με την έξυπνη ενορχήστρωση, τις ωραίες μελωδικές γραμμές και το πιασάρικο chorus, το “Afterlife” κάνει μια τεράστια κοιλιά με συνθέσεις όπως το ομώνυμο, τo “Times like these” ή το “Pick up behind you” που πραγματικά δεν σου αφήνουν τίποτα να θυμάσαι. Προφανώς είναι άρτια εκτελεσμένα και ακούγονται ευχάριστα αλλά θα μπορούσε να τα έχει γράψει οποιαδήποτε μπάντα του είδους σε οποιοδήποτε δίσκο της.
Για να είμαστε δίκαιοι, στο “Judgement day” ακούμε μια προσπάθεια πειραματισμού μέχρι και με στοιχεία… trap αλλά και πάλι συνθετικά αποτελεί μετριότητα. Το “IOU” περνά απαρατήρητο, το…έντεχνο “Thanks for Asking” θα πάρει airplay στην χώρα τους αλλά ως εκεί. Το “Blood and tar” με την ανεβασμένη ταχύτητα ξυπνάει κάπως τo ενδιαφέρον του ακροατή, αλλά η μπαλάντα “All I know” που ακολουθεί είναι εντελώς generic, ομολογουμένως όμως περιέχει ένα υπέροχο solo. Κορυφαία στιγμή του δίσκου αποτελεί κατά τη γνώμη μου το προτελευταίο τραγούδι του tracklist “Gold gutter” στο οποίο εντοπίζονται τα στοιχεία που λείπουν από τις υπόλοιπες -πλην του opener- συνθέσεις του album, δηλαδή καλογραμμένες κιθαριστικές και φωνητικές μελωδίες και ένα φοβερό μεσαίο σημείo. Ο δίσκος κλείνει με το “The end” αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση, κυρίως αν αναλογιστούμε το που βρίσκονται σήμερα οι FIVE FINGER DEATH PUNCH σε σχέση με το που θα μπορούσαν να είναι αν ξέφευγαν από την «ρομποτική» σχεδόν εφαρμογή ενός προκαθορισμένου και παγιωμένου συνθετικού μοτίβου.
Φυσικά το status που έχτισαν οι 5FDP θα τους χαρίσει άλλη μια πετυχημένη παγκόσμια περιοδεία, και είναι πολύ πιθανό το εύπεπτο και εύληπτο υλικό του “Afterlife” να καταναλωθεί ευρέως κυρίως σε αγορές που σήμερα αποθεώνουν ένα δίσκο και αύριο τον έχουν ξεχάσει. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ακούγεται σαν να το έχει συνθέσει πρόγραμμα μουσικής τεχνητής νοημοσύνης που έλαβε υπόψη του δέκα παραμέτρους και «κατασκεύασε» ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό, σίγουρα στερείται της έμπνευσης ή των ιδεών εκείνων που θα του έδιναν περισσότερο χαρακτήρα και ενδιαφέρον.
6 / 10
Δημήτρης Μελίδης