Το φετινό EJEKT Festival έχει την ιδιαιτερότητα να έχει δύο headliners που ανήκουν στη “νέα” γενιά του σκληρού ήχου. Aν βέβαια μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι οι KORN, των οποίων το ομώνυμο ντεμπούτο συμπληρώνει φέτος τριάντα χρόνια ζωής. Ποια ήταν όμως η εξέλιξη του nu metal ήχου από το μακρινό 1994 μέχρι και σήμερα; Υπάρχουν άραγε συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του ντεμπούτου των KORN μέχρι και το φετινό “Post Human: Nex gen” των εκ του Sheffield ορμώμενων BRING ME THE HORIZON;
Οι Γιάννης Σαββίδης και Γιώργος Κόης προσπαθούν να ενώσουν τις τελείες και, μέσα από μια εικοσάδα χαρακτηριστικών άλμπουμ, εξετάζουν την εξέλιξη του ήχου που λάνσαραν οι KORN και αναρωτιούνται, μέσα από ένα ιδιότυπο timeline, αν το melodic metalcore είναι το nu metal του σήμερα. Επιβάλλεται όμως να δώσουν και ένα reader discretion: Αν ο αναγνώστης έχει δοθεί ψυχή και πνεύμα στο παραδοσιακό μέταλλο, το κείμενο αυτό περιέχει ΠΟΛΛΕΣ απαγορευμένες λέξεις!
1994
KORN – “Korn” (Epic)
Η αρχή. Το σημείο μηδέν ενός ολόκληρου ιδιώματος. Ανήμερα των τετάρτων γενεθλίων του υποφαινομένου, οι KORN ξεκινούσαν το μουσικό τους ταξίδι με το ιδιότυπο μείγμα που αργότερα μάθαμε ως nu metal και επηρέασε μέχρι και μπάντες όπως οι SEPULTURA, με το “Roots” να έχει τον ίδιο παραγωγό-κλειδί (Ross Robinson). Χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, φωνητικά που πότε λυσσάνε, πότε rap-άρουν, πότε γίνονται εσωτερικά και θλιμμένα, οι KORN ανοίξανε σχολή με τοn τρόπο έκφρασης που επέλεξαν. Και που να ανοίξουμε το βιβλιαράκι να δούμε και τους στίχους θα πω εγώ.
Τα δε στιχουργικά θέματα που επιλέχθηκαν, άνοιξαν και αυτά πολλά στόματα. Ήταν αρκετά “τζιζ” τότε, δυστυχώς άκρως επίκαιρα τώρα. Παιδική κακοποίηση (αυτό φαίνεται μέχρι και στο εμβληματικό εξώφυλλο με τη σιλουέτα δίπλα από το κοριτσάκι) σε κομμάτια όπως το “Daddy”, ανθρώπινες σχέσεις όπως το “Need to” (από τα singles του δίσκου) ή το “Blind” (σήμα κατατεθέν της μπάντας), μέχρι και χλευασμό των παιδικών τραγουδιών με το “Shoots and ladders” (επίσης single) έχουμε! Τουλάχιστον μνημειώδης δίσκος, εξερράγη εμπορικά και τους πήρε όλους μαζί του, χτίζοντας μια ολόκληρη γενιά οπαδών με αυτούς σαν ήρωες. (ΓΣ)
1997
COAL CHAMBER – “Coal chamber” (Roadrunner)
Πριν ο Dez Fafara γίνει γνωστός με τους DEVILDRIVER, υπήρχαν οι COAL CHAMBER. Ιδρυθέντες το ‘92, χάρη σε ένα demo του ‘94, που ο Ross Robinson έδωσε στον Monte Conner της Roadrunner σε πρώτη φάση και άλλο ένα από τον Cazares το ‘95 (είχαν διακοπεί οι διαπραγματεύσεις λόγω προβλημάτων με τον Fafara), η ιστορική εταιρεία υπογράφει αυτό το νεοσύστατο συγκρότημα από το Los Angeles. 3 χρόνια μετά, στις αρχές της χρονιάς, θα έβγαζαν το ιστορικό τους πρώτο άλμπουμ. Με τα singles “Loco”, “Big truck” και “Sway” να γίνονται επιτυχίες, οι COAL CHAMBER ξεκινάνε εμφατικά το ταξίδι τους.
Χρυσό από την RIAA, πάνω από 500000 πωλήσεις, κομμάτια τύπου “Oddity”, “Pig” (όπου στο τέλος ακούμε και τον Jonathan Davis των KORN σε ένα ενδιαφέρον puttake!) και “Clock” να βρίσκονται στις κορυφαίες στιγμές της καριέρας τους, οι COAL CHAMBER δεν βρέθηκαν απλά στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή. Είχαν και τα κατάλληλα τραγούδια προκειμένου να το υποστηρίξουν. Χώρια που με τον Jay Gordon και τον Jay Baumgardner στη παραγωγή, βρήκαν ΑΚΡΙΒΩΣ την έκφραση που θέλανε εκείνη τη στιγμή. Δεν μνημονεύεται άδικα ως κλασσικό άλμπουμ. (ΓΣ)
DEFTONES – “Around the fur” (Maverick)
Πραγματικά τι να πρωτογραφτεί για αυτό εδώ το γιγαντιαίο album; Κομβικό για την περαιτέρω εξέλιξη του nu metal ήχου, ακόμη κι αν ο Chino Moreno ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις ταμπέλες. Και η αλήθεια είναι ότι το σκοτάδι που επικρατεί εδώ μπέρδεψε αρκετούς “ειδήμονες” που ήθελαν ντε και καλά να κατατάξουν κάπου τους DEFTONES.
Στο “Around the fur” οι DEFTONES κάνουν αυτό που πραγματικά που νιώθουν, με τα refrains να είναι κανονικά ξεσπάσματα οργής, τις κιθάρες να είναι λεπίδια, τα grooves να είναι ατελείωτα και τον Chino να φτύνει τους στίχους με στυλ. Σίγουρα δε μιλάμε για μία ώρα εύπεπτης μουσικής, όμως μόλις πιάσεις το νόημα, θα σαγηνευτείς από τον μικρόκοσμο του “Around the fur”. Πολλοί εμπνεύστηκαν τη δημιουργία ενός νέου συγκροτήματος ακούγοντας αυτό εδώ το άλμπουμ, ακόμη περισσότεροι προσπάθησαν (ανεπιτυχώς) να το αντιγράψουν και για αυτό οι DEFTONES είναι μέσα στα κορυφαία συγκροτήματα που γέννησαν τα 90s. (ΓΚ)
1999
STATIC-X – “Wisconsin death trip” (Warner)
Ο Wayne Static, πρώην συνοδοιπόρος του Billy Corgan στους DEEP BLUE DREAM, όταν αποφάσισε στα μέσα των 90s να μετοικήσει από το εργατικό Michigan στο ηλιόλουστο LA, ταυτόχρονα θεώρησε καλό να αλλάξει και μουσική κατεύθυνση. Κι έχοντας στραμμένο το βλέμμα στον σκληρό ήχο των 90s, αλλά τιμώντας και τις post punk/industrial ρίζες του, δημιούργησε τους STATIC-X και έμελλε να κάνει αίσθηση στην τότε αναδυόμενη nu σκηνή.
Το “Wisconsin death trip” αποτελεί τη χρυσή τομή μεταξύ του nu metal, όπως το έμαθε ο μουσικός κόσμος από τους KORN και του 90s industrial metal, όπως αυτό εξελίχθηκε στη διάσημη “ΚΕΦΑΛΗ ΞΘ” των MINISTRY. Η μουσική πρόταση των STATIC-X ήταν ρηξικέλευθη για την εποχή της, έλαβε αποθεωτικές κριτικές από τύπο και μουσικόφιλους, δυστυχώς όμως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος ότι το άλμπουμ αυτό ήταν τόσο, οριακό που ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του δε μπόρεσαν ποτέ να το ξεπεράσουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και ο ίδιος ο Wayne Static λίγο πριν το τραγικό τέλος του (R.I.P.), όπως και οι “κλωνοποιημένοι” STATIC-X του σήμερα περιόδευσαν κατά καιρούς παίζοντας το “Wisconsin death trip” στην ολότητά του. Τρομερά υποτιμημένο συγκρότημα. (ΓΚ)
LIMP BIZKIT – “Significant other” (Flip/Interscope)
Είπαμε και στον πρόλογο ότι αυτό το κείμενο θα έχει πολλές απαγορευμένες λέξεις και ίσως η μεγαλύτερη ύβρις να διαπράττεται εδώ. Η παρέα του Fred Durst είναι μια χαρακτηριστικότατη περίπτωση love/hate συγκροτήματος, που από τη στιγμή που έγιναν γνωστοί μέσα από το MTV, έφαγαν τόνους κατάρες από αφοσιωμένους metalheads. Από την άλλη όμως, δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στον nu metal ήχο και ειδικότερα με το δεύτερο album τους.
Το “Significant other” είδε τους LIMP BIZKIT να προσλαμβάνουν τον διάσημο πλέον Terry Date (ζηλεύοντας μάλλον τους DEFTONES), ο οποίος τους ώθησε να κρατήσουν τα rap στοιχεία τους, αλλά ταυτόχρονα να σκληρύνουν ακόμη περισσότερο τον ήχο τους, δίνοντας έμφαση στην κιθάρα του Wes Borland. Τα αποτελέσματα γνωστά: Το “Nookie” να γίνει ο ύμνος μιας ολόκληρης γενιάς, το sequel της Family Values tour παρέα με τα κολλητάρια τους KORN να ξεπουλάει εισιτήρια σαν ζεστά ψωμιά και το “Break stuff” να συνδέεται άρρηκτα με το σύνθημα για τους άνευ προηγουμένου βανδαλισμούς στο Woodstock ‘99. Όσο μίσος και να έχεις για τους LIMP BIZKIT, οφείλεις να παραδεχθείς τον καθοριστικό ρόλο που είχαν στη διαμόρφωση της nu metal κουλτούρας. (ΓΚ)
2002
OTEP – “Sevas tra” (Capitol)
Από τις μπάντες με έντονη death metal επίγευση στο είδος. Και εάν οι SLIPKNOT π.χ. παραέμπαιναν στο death metal υφολογικά, οι OTEP έμεναν στα όρια του ιδιώματος προσφέροντας το κάτι παραπάνω. Η φυσιογνωμία της τραγουδίστριας Otep Shamaya, διαφορετική από τη μέση τραγουδίστρια, σίγουρα βοήθησε. Ωστόσο, το “Sevas tra” (διαβάζεται ανάποδα ως “art saves”) έρχεται να σας κερδίσει επί της ουσίας, ντυμένα από τον σπεσιαλίστα παραγωγό Terry Date. Ακούμε μέσα στοιχεία από death metal, grindcore, rap, funk και πάει λέγοντας, που συνθέτουν ένα υπέροχο μωσαϊκό ήχων, που άγγιξε πάρα πολύ κόσμο, δεδομένου ότι μπήκε στη θέση 145 του Billboard 200.
To δε video clip του “Blood pigs”, είχε κάνει εντύπωση στον γράφοντα όταν το είχε πρωτοδεί σε τρυφερή ηλικία. Ομοίως και το “Possession” που ήταν το δεύτερο single. Το δε “Jonestown tea” ήταν από τις πιο ευαίσθητες στιγμές του δίσκου, μιας και πραγματεύεται την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ένα αντικείμενο πολύ κοντά στην Otep, αφού το είχε βιώσει από τον πατέρα της. Είχε προκαλέσει έκπληξη στους ανθρώπους της δισκογραφικής όταν το είχαν πρωτοακούσει, σύμφωνα με πληροφορίες. Όχι άδικα, θα πω εγώ. (ΓΣ)
MUDVAYNE – “The end of all things to come” (Epic)
Από τις πλέον τεχνικές μπάντες του είδους οι MUDVAYNE από το Illinois. Τρομερό rhythm section, από αυτά που θα έκαναν άλλου τύπου τζαμάρισμα ιδανικά, έξω από όρια ακόμα και του σκληρού ήχου. Αυτό το “Not falling” μου είχε κατεβάσει το σαγόνι. “Στο πρώτο άλμπουμ θέλαμε να εντυπωσιάσουμε τους εαυτούς μας. Οι πολλές περιοδείες, μας έκαναν να θέλουμε να παίζουμε περισσότερο παίρνοντας ο ένας πράγματα από τον άλλο, αντί να προσπαθούμε να καπελώσουμε ο ένας τον άλλο” είπε ο drummer Matthew McDonough για το άλμπουμ.
Και δεν είχε καθόλου άδικο. Ο progressive rock και jazz αέρας έδωσε στο “The end of all things to come” το συναίσθημα ότι εδώ μιλούσαμε για το δικό τους “Black album”. Στο δεύτερο τους άλμπουμ, μόλις λίγα χρόνια μετά την επιτυχία του “L.D. 50” (2000), οι MUDVAYNE βρίσκονται σε μια ελαφρά αλλαγή ρότας. O τζαμαριστός, ροκάδικος αέρας του δίσκου σε κομμάτια-φυσικά singles, όπως το “Not falling” και το “World so cold”, σε συνδυασμό με περιπετειώδη κομμάτια όπως το “Trapped in the wake of a dream”, “έπιασε” σε πάρα πολύ κόσμο εκεί έξω, μιας και έγινε χρυσό από την RIAA. (ΓΣ)
2003
LINKIN PARK – “Meteora” (Machine Shop/Warner)
Η στάνταρ ερώτηση είναι γιατί αυτό εδώ και όχι το ιστορικό “Hybrid theory”. Η απάντηση που προσωπικά δίνω είναι ότι αφενός αν θα έπρεπε να διαλέξω μόνο ένα άλμπουμ από ολόκληρο το κείμενο θα ήταν με απόλυτη σιγουριά το “Meteora” και αφετέρου επειδή εδώ έκαναν ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό παραπάνω βήμα. Κι από τη στιγμή που το ντεμπούτο των LINKIN PARK ήταν κάτι παραπάνω από υπερεπιτυχημένο, απαιτούνταν μια υπέρβαση.
Και η υπέρβαση εν τέλει έγινε με το “Meteora”, όπου στράφηκαν σε έναν πιο οργανικό ήχο, κρατώντας παράλληλα όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τους LINKIN PARK παγκοσμίως αναγνωρισμένους. Ο στόχος που έθεσαν εξαρχής ήταν να συνθέσουν ένα σύνολο κομματιών που να ακούγονται με αμείωτο ενδιαφέρον από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο και το κατάφεραν με το παραπάνω, αν αναλογιστούμε ότι κυκλοφόρησαν έξι singles μέσα από αυτό εδώ το album, οι ερμηνείες των Bennington και Shinoda έφτασαν στο απόλυτο ζενίθ, ενώ μέχρι και το εκπληκτικό Instrumental “Session” βραβεύτηκε με Grammy. Και το 2007 ήρθε η χιονοστιβάδα με το όνομα Rick Rubin για να γκρεμίσει ότι με κόπο χτίστηκε… (ΓΚ)
2004
KILLSWITCH ENGAGE – “The end of heartache” (Roadrunner)
Δίσκος από αυτούς που θεωρώ προσωπικά ορισμούς του είδους. Thrash ορμή, hardcore ενέργεια, μελωδίες που έρχονται κατευθείαν από το κλασσικό heavy metal μέσω του Σουηδικού μελωδικού death metal = όλα δηλαδή τα στοιχεία που συνιστούν τον metalcore ήχο. Και όλα αυτά, από μια μπάντα που είχε μόλις αλλάξει τον τραγουδιστή μετά το “Alive or just breathing” (2003), παίρνοντας τον Howard Jones (με τα υπέροχα καθαρά του) στη θέση του επίσης υπέροχου Jesse Leach (που το πλήρωμα του χρόνου τον έφερε πίσω κάποια χρόνια μετά).
Τα riffs του Adam Dutkiewicz εδώ ανοίγουν σχολή, οι KILLSWITCH ENGAGE χαιρετίζονται ως μια από τις μεγάλες μπάντες των 00s για το metal γενικά, όχι μόνο για το metalcore, και πολλοί έφηβοι βρήκαν τους προσωπικούς τους ήρωες, με τους οποίους μπορούσαν να ταυτιστούν και να μεγαλώσουν μαζί τους. ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΙ ύμνοι, όπως το “Breathe life”, το hit του δίσκου (και γνωριμία του γράφοντος με το είδος) “Rose of sharyn”, το ομώνυμο που μπήκε στο soundtrack του “Resident evil” ή οδοστρωτήρες όπως το “Take this oath”, “A bid farewell” και “World ablaze” πιστοποιούσαν αυτό ακριβώς που γράψαμε παραπάνω. (ΓΣ)
2005
DISTURBED – “Ten thousand fists” (Reprise)
Ένα από τα μοντέρνα κλασσικά ενός είδους, από μια μπάντα που ήθελε να σπάσει από τα κακώς εννοούμενα κλισέ του, με οδηγό τα φωνητικά του David Draiman. Στο τρίτο και φαρμακερό δίσκο, εκεί που άλλοι έσκιζαν το λαρύγγι τους, εκείνος είχε μια μελωδικότητα που πήγαζε από hard rock/heavy metal φόρμες. Στο “Forgiven” είχαμε και solo, κόντρα στη κουταμάρα του “όχι solo” που έβλεπες συχνά στο nu metal. Αυτό, σε συνδυασμό με την υπέροχη γκρούβα, συνθέτει τον ήχο και τη ταυτότητα της. Το φερώνυμο κομμάτι, το “Stricken”, το “Guarded”, το “Just stop” φώναζαν ότι η μπάντα θα γεμίσει στάδια.
Όπως και έκανε, μιας και ο δίσκος σημείωσε σειρά διακρίσεων: δεύτερο συνεχόμενο νούμερο ένα στο Billboard 200, 239.000 αντίτυπα στη πρώτη βδομάδα, πλατινένιο από την RIAA και συνεχίζει ως και σήμερα! Δίσκος φτιαγμένος για όλους τους οπαδούς του metal, όσους δεν θέλουν μόνο τη παραδοσιακή, μα και την μοντέρνα έκφανση του στα γούστα τους. Σημειώνεται πως αφιερώθηκε στη μνήμη του Dimebag Darrell Abbott των PANTERA που είχε δολοφονηθεί λίγο καιρό πριν την κυκλοφορία του εν λόγω άλμπουμ. Κερασάκι στη τούρτα, η διασκευή στο “Land of confusion” των GENESIS που αγαπήθηκε πάρα πολύ. (ΓΣ)
2006
UNEARTH – “III: In the eyes of fire” (Metal Blade)
Πιο hardcore-άδες και φυσικά πιο thrashers σε σχέση με τους συνοδοιπόρους τους, οι UNEARTH έχτιζαν σιγά σιγά το όνομα τους με demo (“Unearth”, 1998), με split (με τους UNDYING, 2000), με ντεμπούτο – φωτιά (“The strings of conscience”, 2001), με EP (“Endless”, 2002) και πολλές συναυλίες. Η μετάβαση στη Metal Blade με το “The oncoming storm” (2004) πιστοποίησε ότι αυτά τα λεβεντόπαιδα από τη Μασαχουσέτη (πάλι), έχουν φτιαχτεί για πολύ σπουδαία πράγματα. Ε και ήρθε το “III: in the eyes of fire”, δύο μόλις χρόνια μετά να εκπληρώσει κάθε υπόσχεση που έδωσε ο προκάτοχος του.
Δυνατές μελωδίες, τσαμπουκαλεμένα καθαρά πέραν των σκισμένων, κατευθείαν παρμένα από το hardcore, λυσσασμένες ταχύτητες όταν ανέβαιναν τα γκάζια, κομματάρες όπως το “This glorious nightmare”, το “Giles” (χιτάρα ολκής!), το “Sanctity of brothers”, το “Unstoppable” (πάει, όλο το δίσκο θα γράψω!), μέχρι το μεγάλο φινάλε “Big bear and the hour of chaos”, ένα instrumental που το πρώτο καιρό που το άκουσα (μιας και ήταν ο πρώτος μου σε πραγματικό χρόνο) το μουρμουρούσα για πολύ, πολύ καιρό (κυρίως το βασικό του riff). Τρομερά αγαπημένο συγκρότημα, που στον απόηχο αυτής της επιτυχίας, έβγαλε και το πρώτο του live DVD “Alive from the apocalypse”. (ΓΣ)
MY CHEMICAL ROMANCE – “The black parade” (Reprise)
Θυμάστε εκείνα τα επιτηδευμένα, θλιμμένα παιδάκια στα μέσα των 00s που προσδιόριζαν τους εαυτούς τους ως emo; Αν τα ρωτούσες ποιο είναι το αγαπημένο τους συγκρότημα, τα οκτώ στα δέκα θα επέλεγαν χωρίς δεύτερη σκέψη θα επέλεγαν την παρέα του Gerard Way. Σίγουρα δεν τους ανήκει η καινοτομία του συγκεκριμένου κινήματος/ήχου (αυτοί είναι οι JIMMY EAT WORLD), αλλά με βεβαιότητα οι MY CHEMICAL ROMANCE είναι αυτοί που έφαγαν την περισσότερη λέζα.
Στο “The black parade” οι MY CHEMICAL ROMANCE εμπιστεύτηκαν τη θέση του παραγωγού στον Rob Cavallo, τον άνθρωπο που έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομα του με τους GREEN DAY και έμελλε να εκτινάξει την καριέρα των MCR σε ύψη που ούτε οι ίδιοι δεν είχαν φανταστεί. Με την ηχητική βάση στο punk rock, αλλά τη θλίψη στους στίχους να εξακολουθεί να έχει περίοπτη θέση, αυτό εδώ το άλμπουμ έδωσε δύο ύμνους, τα “Teenagers” και “Welcome to the black parade”, που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τους νεολαίους εκείνης της εποχής. Κι αν εξακολουθείτε να αναρωτιέστε για το πως κολλάνε εδώ, φανταστείτε που έχουν τις βάσεις τους subgenres όπως το screamo ή τι θα άκουγαν στα νιάτα τους όλα αυτά τα γνωστά ονόματα των 10s ή των 20s… (ΓΚ)
2007
SHADOWS FALL – “Threads of life” (Atlantic/Roadrunner)
Μέσα στις μεγάλες μπάντες των αρχών του 2000 στο χώρο του metalcore, ήταν και οι υπέροχοι και πιο ακραίοι στο ξεκίνημα τους SHADOWS FALL. Πιο κοντά στο μελωδικό death metal στις πρώτες 2 δουλειές (“Somber eyes to the sky” – 1997, “Of one blood” – 2000), με τον Βrian Fair να αντικαθιστά στο δεύτερο τον Phil Labonte. Εκεί είχε έρθει και το συμβόλαιο με την Century Media, μα και το χτίσιμο του ήχου. Οι στίχοι πιο κοινωνικοπολιτικοί και δηκτικοί, τα κομμάτια όλο και πιο μεστά και η μπάντα σε μια πορεία προς τη κορυφή με τα φρένα σπασμένα. “The art of balance” (2002) το πρώτο χτύπημα, με τη μπάντα να κερδίσει γρήγορα φήμη, το “The war within” (2004) το δεύτερο και πιο επιτυχημένο χτύπημα.
Μετά από ακατάπαυστες περιοδείες, το πλήρωμα του χρόνου έφερε τον διάδοχο “Threads of life” και τα τέσσερα video clips για τα “Another hero lost”, “Burning the lives”, “Forevermore” και “Redemption”. Ντεμπούτο στο νούμερο 5 του Billboard 200 και τα λέγαμε! Μια φωνάρα όπως του Brian Fair, που στα καθαρά της είχε μια υπέροχη ραδιοφωνική ποιότητα, ενώ στα σκισμένα/τσαμπουκαλεμένα της είναι ασταμάτητη, μερικοί από τους καλύτερους παίκτες στο είδος και ένα ξεκάθαρα υποτιμημένο σχήμα. (ΓΣ)
AS I LAY DYING – “An ocean between us” (Metal Blade)
Ήρωες, που εμφανίστηκαν πριν σχεδόν 25 χρόνια, από το San Diego της California, οι AS I LAY DYING. Η εκτίναξη είχε διαφανεί από το “Shadows are security” (2005), αλλά στο “An ocean between us” 2 χρόνια μετά, τα πράγματα ξέφυγαν. Το πόσο μεγάλες hit-άρες γίνανε το “Nothing left” (πόσο “Blackened” το μπάσιμο-και το λατρεύω!) και το “The sound of truth” ή ακόμα και το “Within destruction” είναι απλά απίστευτο. Δίσκος τρίτος και φαρμακερός στη Metal Blade από τους σπουδαίους Αμερικανούς, πηγαίνοντας καρφωτός στο νούμερο 8 του Billboard 200.
Ένας τραγουδιστής (Tim Lambesis) που είχε καταστροφική σκισμένη φωνή, μια μπάντα με γερή thrash ανατροφή και τρομερή αίσθηση της riff-ο-λογίας γενικά (μια έξτρα επιθετικότητα προς το death metal θα έλεγα εγώ σε σημεία), ένας πάντα τρομερός καθαρός τραγουδιστής/κιθαρίστας/μπασίστας για τα ρεφρέν (όποιος κι αν ήταν) και το μείγμα των AS I LAY DYING με το μεράκι και την αγάπη με την οποία φτιάχτηκε, ήταν έτοιμο να κατακτήσει το κόσμο. Και αν τα λάθη του τραγουδιστή τους, το πήγαν πίσω, η πρόσφατη τους επίσκεψη, απέδειξε πως κάμποσοι, αγγίχτηκαν βαθιά από αυτό σε βάθος χρόνου. (ΓΣ)
2010
BULLET FOR MY VALENTINE – “Fever” (Jive/Sony)
Ίσως όχι το πιο αντιπροσωπευτικό BFMV άλμπουμ, αλλά σίγουρα αυτό που έχει την περισσότερη σύνδεση με τα προηγούμενα και τα επόμενα σε αυτό εδώ το κείμενο. Με τον ήχο που απογείωσαν στον προκάτοχο “Scream aim fire”, οι Ουαλοί έπρεπε να κάνουν ένα renovation στον ήχο τους και τελικά το κατάφεραν, παίζοντας τον ορισμό αυτού που μετέπειτα θα ονομάζονταν melodic metalcore με κάθε επισημότητα.
Στο “Fever” οι γωνίες έχουν λειανθεί, οι ταχύτητες έπεσαν λιγάκι, τα καθαρά φωνητικά υπάρχουν σχεδόν παντού, με ελάχιστα growls και τα γηπεδικά refrains είναι αυτά που έχουν τον πρώτο ρόλο. Οι πρώτες γκρίνιες για “ξεπούλημα” (αν είναι δυνατόν) άρχισαν να αναδύονται εδώ και εκεί, αλλά οι BFMV άκουσαν το ένστικτό τους, για αυτό και ζουν και βασιλεύουν μέχρι και τις ημέρες μας. Το “Fever” ακούγεται από την αρχή ως το τέλος μονορούφι και αυτό το γεγονός από μόνο του μπορεί να του χαρίζει το status του διαχρονικού. (ΓΚ)
2013
ASKING ALEXANDRIA – “From death to destiny” (Sumerian)
Τα τρίτα άλμπουμ τελικά είναι αυτά που η ιστορία δείχνει ότι είναι και τα πιο κομβικά στις καριέρες των συγκροτημάτων. Ένα τέτοιο turning point αποδείχθηκε και το “From death to destiny”, αφού η ένταση στις τάξεις των ASKING ALEXANDRIA έφτασε στο peak της, με την προσωρινή αποχώρηση του Danny Worsnop, αλλά και την αρκετά θεαματική αλλαγή στον ήχο τους, που έγινε αρκετά πιο φιλικός στα μεγάλα ακροατήρια.
Τα 80s hard rock ακούσματα των Bruce, Worsnop βγαίνουν αβίαστα στα ήρεμα μέρη, όπως και οι ηλεκτρονικές λούπες, τα riffs έχουν γίνει πιο radio friendly, ενώ και τα refrains είναι ακόμη πιο φιλικά στο ραδιόφωνο. Σε στιγμές πιστεύεις ότι οι SLIPKNOT και οι MOTLEY CRUE βρίσκονται ταυτόχρονα στο studio και τζαμάρουν. Αρκετά μακριά από τα αποκαλούμενα screamo και melodic metalcore, αλλά ταυτόχρονα εθιστικό και απολαυστικό, το “From death to destiny” είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό μουσικό αποτύπωμα των (διαλυμένων πλέον;) ASKING ALEXANDRIA. (ΓΚ)
2018
PARKWAY DRIVE – “Reverence” (Epitaph)
Ποιος είπε ότι δεν θα υπήρχε μια down under απάντηση σε όλα αυτά τα αμερικάνικα και βρετανικά σχήματα; Το “Reverence” είναι το άλμπουμ με το οποίο οι PARKWAY DRIVE ανοίχτηκαν για τα καλά σε ευρύτερο κοινό και αυτό αποτυπώθηκε και από την άποψη των πωλήσεων αλλά και στις συναυλίες τους, που μεταμορφώθηκαν σε larger than life εμπειρίες.
Ο Winston δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο συναίσθημα, χωρίς τα “σκισμένα” φωνητικά να αποτελούν θέσφατο αλλά με κάτι ρεφραίν που δύσκολα θα τα ξεχάσεις, ο Gaz τονίζει περισσότερο το groove παίξιμο, δίχως να χρειάζεται να μας βομβαρδίζει με double basses και οι κιθάρες τιμούν εντελώς τις 80s επιρροές τους. Μέχρι και πλήκτρα υπάρχουν σε σημεία (στην πυρά λέμε!). Ακόμη και τώρα να αποφάσιζαν να το λήξουν οι Αυστραλοί (χτυπάμε ξύλο), το “Reverence” θα είναι ο δίσκος με τον οποίο θα είναι άρρηκτα δεμένοι εις τους αιώνες των αιώνων. (ΓΚ)
2020
BLEED FROM WITHIN – “Fracture” (Century Media)
Μια ελαφρώς μεταγενέστερη metalcore μπάντα, που πραγματικά αγάπησα τα τελευταία χρόνια, όχι από τις ΗΠΑ, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα ηχητικά να ταιριάξουν εκεί, είναι οι Σκωτσέζοι BLEED FROM WITHIN. Εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 2000, στο τέλος της δεκαετίας βγάλανε τους πρώτους τους δύο δίσκους (“Humanity” – 2009, “Empire” – 2010) από την Rising, προτού αρχίσουν το σερί τους στην Century Media (“Uprising” – 2013, “Era” – 2018, “Fracture” – 2020) που θα τους έφτανε σε δυσθεώρητα ύψη δημοτικότητας. Γιατί επιλέγουμε για αυτό το άρθρο το “Fracture”;
Γιατί πρώτον με αυτό τους έμαθα, αφού πραγματικά αυτό το άλμπουμ έλιωσε στη καραντίνα! Δεύτερον, αυτό βοήθησε να τους πάρει χαμπάρι ακόμα περισσότερος κόσμος, μπαίνοντας σε όλο και περισσότερες περιοδείες από το 2022 και πέρα με το “Shrine”. Τρίτος και φαρμακερός λόγος, ότι ήταν το τελευταίο άλμπουμ πριν μεταπηδήσουν στη Nuclear Blast, οπότε βοήθησε τα μάλα στο να αλλάξουν επίπεδο. Και επιπλέον λόγος και ο πιο σημαντικός, κομματάρες όπως το “The end of all we know”, το “Into nothing”, το “Ascend” (με Matt Heafy καλεσμένο) και πάει λέγοντας! (ΓΣ)
2022
BAD OMENS – “The death of peace of mind” (Sumerian)
Οι BAD OMENS αποτελούν ίσως την αμερικάνικη απάντηση στους BRING ME THE HORIZON και δεν αποτελεί κρυφό ότι τους έχουν κατηγορήσει μέχρι και ως στεγνούς αντιγραφείς τους, ειδικά στο ομότιτλο ντεμπούτο τους του 2013. Αυτή η σύγκριση είναι εν μέρει ευσταθής, όμως οι BAD OMENS έχουν κάνει πολλά βήματα προόδου και ειδικά στο πλέον πρόσφατο “The death of peace of mind”. Ένα από τα τρία καλύτερα άλμπουμ του 2022, κατά την ταπεινή άποψη του υποφαινόμενου.
Το τρίτο άλμπουμ των BAD OMENS είναι από αυτά που σε κερδίζουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Και δεν είναι μόνο η έντονη pop αισθητική που το διέπει, ούτε τα ιδιαίτερα φωνητικά του mainman Noah Sebastian, αλλά η ποικιλομορφία στον ήχο. Αυτή η ποικιλία που σε ταξιδεύει από την pop στο metalcore και από το EBM στο αμερικάνικο rock των 00s, αλλά με τέτοια μαεστρία, που μέχρι να το αντιληφθείς, έχεις φτάσει ασυναίσθητα από το “Concrete jungle” στο “Miracle” σε χρόνο dt. Το “The death of peace of mind” φοβάμαι ότι έπιασε το peak της δημιουργικότητας των BAD OMENS, που ίσως στο άμεσο μέλλον δεν θα τους συναντήσουμε από το σημείο που τους αφήσαμε… (ΓΚ)
2024
BRING ME THE HORIZON – “Post Human: Nex gen” (RCA/Sony)
Η φετινή, έβδομη δουλειά των headliners της τρίτης ημέρας του φετινού EJEKT festival είναι ίσως και αυτή που συνοψίζει όλες τις διαφορετικές ηχητικές προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα δεκαεννέα albums. Με την ορμή που ήδη έχει, όλα δείχνουν ότι το πλέον πρόσφατο πόνημα των BRING ME THE HORIZON θα είναι και το πλέον εμπορικά επιτυχημένο. Και έχει όλα τα φόντα να τα καταφέρει.
Τα μισό tracklist του “Post human: Nex gen” έχει κυκλοφορήσει ήδη σαν αυτόνομα singles, ακόμη και αν το σύνολό του είναι το δεύτερο μέρος του Post Human concept, που ξεκίνησε το 2020. Έχοντας ως βασική πηγή έμπνευσης video games όπως το “Doom”, εδώ θα ακούσεις συμπυκνωμένα μια σειρά από ετερόκλητα και μη μουσικά είδη: Από το melodic metalcore στο nu metal και από την pop punk στο emocore. Όλα όμως αναμεμειγμένα με τέτοια μαεστρία, που νιώθεις εθισμένος από τις πρώτες νότες και να νιώθεις την ανάγκη να το ανακαλύψεις περισσότερο. Αναμφισβήτητα από τις κορυφαίες κυκλοφορίες του 2024!
Γιώργος Κόης – Γιάννης Σαββιδης