Έχω τη μεγάλη χαρά και τιμή να σας μιλήσω για τους prog rockers GENTLE GIANT, με αφορμή την επανακυκλοφορία των τεσσάρων πρώτων δίσκων τους σε βινύλιο, για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον σαράντα χρόνια.
Μιλάμε για ένα συγκρότημα που δεν κατάφερε ποτέ στα δέκα χρόνια ύπαρξής του (1970 – 1980) να αποκτήσει τεράστιο fan base και να κάνει κάποια εμπορική επιτυχία, την ίδια χρονική περίοδο που οι EMERSON LAKE &PALMER, JETHRO TULL, YES και GENESIS γέμιζαν αρένες, όπως το Madison Square Garden. Οι GG, αντ’ αυτού, ήταν και παραμένουν γνωστοί και αγαπητοί σε ένα μικρό κύκλο φανατικών prog οπαδών, που αρέσκονται στην πιο jazz όψη του prog rock. Από αυτήν την άποψη, η όντως δύσκολη και απαιτητική στο μέσο ακροατή μουσική των αδερφών Schulman, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις πιο εμπνευσμένες στιγμές των FRANK ZAPPA και VAN DER GRAAF GENERATOR, μπάντες και καλλιτέχνες που τόλμησαν να πειραματιστούν με τα όρια και τις μουσικές νόρμες, όσο κανείς άλλος.
Οι τέσσερις πρώτοι δίσκοι τους το μαρτυρούν, καθώς από το ομώνυμο ντεμπούτο, μέχρι το αριστουργηματικό “Octopus”, διανύουν το δρόμο από το Βρετανικό blues/rock/folk σε ένα μουσικό αχταρμά, όπου η μπαρόκ και ρομαντική περίοδος συναντούν το folk, τη jazz και την ατονικότητα του Stravinsky. Βάλτε σφήνα και τη συνθετική τεχνοτροπία των BEATLES και έχετε, σε μέσες γραμμές, αυτό που έμελλαν να γίνουν οι GG. Avant-garde καινοτόμοι, με όρεξη να σπάσουν πολλά στεγανά και να προκαλέσουν τον ακροατή.
Ενώ όμως καλλιτέχνες όπως ο ZAPPA και άλλοι χαίρουν καθολικής αναγνώρισης, οι GG παρέμειναν ένα cult συγκρότημα, που δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί σε ένα μεγάλο ακροατήριο, πράγμα που φάνηκε και από την περιοδεία για το “Octopus” με τους BLACK SABBATH, όπου οπαδοί τους γιούχαραν. Δεν έχει ξαναϋπάρξει πιο αταίριαστο touring δίδυμο. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι οι GG διαμόρφωσαν το είδος και αν πιο σύγχρονες μπάντες οφείλουν την ύπαρξή τους στους γίγαντες από τη Σκωτία. Τέτοια είναι η τύχη μιας τόσο μοναδικής μπάντας, που στέκει ως μία κατηγορία από μόνη της (χαρακτηριστικά να αναφέρω πως οι HAKEN έχουν δηλώσει βαθύτατα επηρεασμένοι, πράγμα που το εξασκημένο αυτί θα διακρίνει άνετα).
Η μπάντα δημιουργήθηκε το 1969 και το 1970 κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο της, “Gentle giant”. Κοιτώντας πίσω και με την υπόλοιπη δισκογραφία τους στα υπόψη μου, είναι φανερό πως μιλάμε για ένα καλό, αλλά άνισο ντεμπούτο, όπου συναντάμε όλες τις εμμονές της μπάντας, αλλά σε σχετικά ακανόνιστη μορφή. Η ψυχεδέλεια των PINK FLOYD και BEATLES, το folk, το blues rock και η κλασσική/jazz παιδεία των μελών, ηχούν κάπως ασύνδετα μαζί. Τους λείπει το μοντάζ που θα καθιστούσε τα κομμάτια πιο μεστά, με συνοχή και συνάφεια. Ωστόσο, το “Gentle giant”, είναι σε πλήρη επαφή με το μουσικό στερέωμα της Αγγλίας του 1970, όπου το έδαφος προετοιμαζόταν για την επανάσταση του 70s prog rock που σιγόβραζε με τα πρώτα, αμήχανα, αλλά φιλόδοξα άλμπουμ των YES, EMERSON LAKE &PALMER και άλλων.
Το “Acquiring the taste” του 1971, όπως λέει υπαινικτικά και ο τίτλος, παρουσιάζει μία μπάντα που «αποκτά γούστο» και εξελίσσει γοργά τον ήχο και το ύφος της. Τα όποια blues χαρακτηριστικά έχουν εξαφανιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει οι κλασσικότροπες και τζαζ φόρμες, που αναμειγνύονται πιο αρμονικά αυτήν τη φορά με τα folk και πολυφωνικά μέρη, που θα γίνουν trademark χαρακτηριστικό των GG. Καθώς πλησιάζουμε και προς το “Octopus”, το ροκ των GG θα γίνει πιο ηλεκτρισμένο, με στακάτα και ρυθμικά riff που σπάνε τη ψυχεδέλεια και τον jazz/ατονάλ πονοκέφαλο. Μιλάμε για το πρώτο σημαντικό άλμπουμ της μπάντας και για ένα αξιοθαύμαστο μουσικό άλμα.
Το “Three friends”, του 1972, βρίσκει τη μπάντα με νέο, πιο δυναμικό drummer, τον Malcolm Mortimer, μετά την αποχώρηση του Martin Smith. Ο τρίτος δίσκος της μπάντας είναι και ο πρώτος που θα βρεθεί, έστω και στο #197, στα Αμερικανικά charts. Είναι και ο πρώτος concept δίσκος των GG, που εξιστορεί την πορεία τριών φίλων, από την παιδική τους ηλικία μέχρι την ωρίμανση και το χωρισμό. Μουσικά, η μπάντα έχει λειάνει περισσότερο το avant-garde και γράφει όμορφες, λυρικές μελωδίες. Ακόμα όμως, φαίνεται πως αναζητά το συγκερασμό των πολλών και αντιφατικών συστατικών, πράγμα που θα επιτευχθεί με το πρώτο αριστούργημα, το “Octopus”.
Το τέταρτο άλμπουμ των GG, είναι, σε μουσικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, ό,τι και το “Aqualung” για τους JETHRO TULL, το “Foxtrot” για τους GENESIS και το “Fragile” για τους YES. Ο καρπός δηλαδή της σκληρής δουλειάς, της καλλιτεχνικής ωρίμανσης και της όσμωσης μεταξύ των μελών ενός συγκροτήματος. Όλα εδώ λειτουργούν ρολόι, σε τέτοια βαθμό, που δε μπορούμε να μιλάμε για διάσπαρτες επιρροές και αντιφατικά χαρακτηριστικά, αλλά για ένα αυτοτελές μουσικό σύμπαν, που λειτουργεί ως μία μοναδική οντότητα. Όλα εδώ ηχούν υπέροχα. Οι πολυφωνίες, τα folk όργανα και οι ηλεκτρικές κιθάρες, η κλασσική μουσική σε όλες τις εκφάνσεις της και αυτό που λέμε prog rock, με όλα τα παιχνίδια του μουσικού μέτρου, το στόμφο, τη βιρτουοζιτέ και το επικό στυλ, που αναμειγνύονται άψογα σε κομμάτια μεσαίας διάρκειας, που δεν κουράζουν. Παραδόξως, οι GG δεν έγραφαν 20λεπτα και γενικά μεγάλης διάρκειας κομμάτια.
Η συνέχεια θα γραφτεί με ακόμα πιο φωτεινά γράμματα, με τα “The Power and the Glory” του 1974 και το “Free hand”, ένα χρόνο μετά. Το 1980 κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο. Τα τελευταία χρόνια απέκτησαν μεγαλύτερη υστεροφημία, χάρη στις remixed επανακυκλοφορίες των “Octopus” και “The power and the glory” από τον Steven Wilson, καθώς και την κυκλοφορία του box set “Unburied treasure” το 2019. Η επανακυκλοφορία των τεσσάρων πρώτων δίσκων σε βινύλιο, είναι στην πρώτη τους μορφή, χωρίς κάποια επεξεργασία, επομένως μιλάμε για μία κυκλοφορία που απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς οπαδούς και συλλέκτες. Είναι όμως και μία καλή αφορμή για να ακούσουμε και να θυμηθούμε ένα συγκρότημα που όχι μόνο έγραψε, αλλά που είναι από μόνο του ιστορία!
Φίλιππος Φίλης