GHOST – “Impera” (Loma Vista/Concord)

0
251

Νομίζω ότι είναι ο δίσκος που περίμενα όσο κανέναν άλλον για το 2022. Και ο λόγος είναι ότι με το πέρασμα των χρόνων, οι GHOST του Tobias Forge αποδεικνύουν γιατί είναι το σπουδαιότερο όνομα που ξεπήδησε από την προηγούμενη δεκαετία και η τελευταία arena band, μέχρι να βρεθεί (κάποια στιγμή) η επόμενη. Κατανοώ πλήρως την αργοπορία στην κυκλοφορία του “Impera”, μιας και ειδικά για τους GHOST δεν έχει απολύτως κανένα νόημα για νέο υλικό, αν δε συνοδεύεται από συναυλίες-υπερπαραγωγές. Από την άλλη, όλος αυτός ο εγκλεισμός στο σπίτι, έδωσε τη δυνατότητα όλα τα τραγούδια να δουλευτούν καλύτερα και (γιατί όχι;) να τελειοποιηθούν.

Οι προϋποθέσεις για να παραμιλάμε με το “Impera” υπήρχαν. Το δίδυμο του “Meliora” επιστρέφει, με τον παραγωγό Klas Åhlund (TEDDYBEARS) και στη μίξη τον θρύλο Andy Wallace να εγγυώνται ένα άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα. Η προσθήκη στις κιθάρες του Fredrik Åkesson (TALISMAN, OPETH) μόνο ποιότητα μπορούσε να εγγυηθεί. Το concept να είναι ήδη γνωστό, βασισμένο στο βιβλίο “The rule of empires” του ιστορικού Timothy Parsons, όπου περιγράφεται η άνοδος και η πτώση των αυτοκρατοριών από το μεσαίωνα μέχρι και το σήμερα και ποια είναι τα ηθικά διδάγματα. Πάμε όμως και στην ουσία, δηλαδή τη μουσική. 

Η πρώτη πλευρά ανοίγει με το “Imperium” που είναι ιδανική εισαγωγή για τις επερχόμενες συναυλίες, φέρνει στο νου την αντίστοιχη του “Battery” των METALLICA, αλλά το βασικό του riff έχει τη χρησιμότητά του στο τέλος. Ακολουθεί το “Kaisarion”, με το οποίο ήδη έχουν ξεκινήσει να ανοίγουν οι GHOST συναυλίες και να το έχουν ήδη στην κατοχή τους όσοι οπαδοί έκαναν προπαραγγελία το album. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι η πιο άνευρη εισαγωγή σε δίσκο τους, με ένα μπερδεμένο riff, μια δομή ακόμη πιο μπερδεμένη και ένα εντελώς αδιάφορο chorus. Μια μετριότητα εν ολίγοις.

Το μουδιασμένο ξεκίνημα το διαδέχεται η ΧΙΤΑΡΑ του δίσκου. Το “Spillways” φέρει το ISO του συνθετικού δίδυμου των Vargas & Lagola, δηλαδή των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από το “Dance macabre”. Το πιάνο στην εισαγωγή σε πάει καρφί στο “Runaway” των BON JOVI. Το πνεύμα των FOREIGNER είναι διάχυτο στον αέρα στα τρία και κάτι λεπτά που διαρκεί. Κάντε εικόνα τον Γανίτη, μετά από καλοκαιρινή προπόνηση χωρίς φανέλες, να χορεύει ξέφρενα, ενώ χαϊδεύει παράλληλα την κοιλιά του. Το επόμενο single με απόδοση 1,05.

Ακολουθούν τα δύο πρώτα singles που έκαναν τα σάλια μας να τρέχουν. Από τη μία το “Call me little sunshine”, με τη γοτθική, υποβλητική του ατμόσφαιρα να είναι κολλητικό, από την άλλη το “Hunter’s moon” με εκείνες τις κοφτερές κιθάρες, να είναι ένα μεταλλικό κομψοτέχνημα. Και η πρώτη πλευρά κλείνει με το “Watcher in the sky”, με την πιο heavy σύνθεση των GHOST ever. Φέρνει λίγο στο νου μια πιο heavy version του “Mummy dust”, αλλά το τραγούδι μεταμορφώνεται σε ΥΜΝΟ από τη μέση και μετά, με εκείνο το ύπουλο riff που κρατάει μέχρι το fade out. Μεγάλο κόλλημα.

Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με την εισαγωγή “Dominion” που είναι μόνο με πνευστά (όμποε, τρομπέτες, κλαρινέτα κλπ.) και προλειάνει το έδαφος για το “Twenties”. Δηλαδή για το χειρότερο GHOST τραγούδι όλων των εποχών. Τι να την κάνω την κλασική ορχήστρα και τον σχεδόν tribal ρυθμό; Άθλιοι στίχοι, άθλια δομή, άθλιο refrain. Κατά πάσα πιθανότητα θα βάλω sticker στο συγκεκριμένο τραγούδι, όταν με το καλό έρθει στα χέρια μου το φυσικό προϊόν.

Το απόλυτο ξενέρωμα απαλύνεται σε μεγάλο βαθμό από την καλύτερη GHOST μπαλάντα ever! Το “Darkness at the heart of my love” είναι ένα αψεγάδιαστο κομψοτέχνημα, που κατά τη γνώμη μου είναι κατά πολύ ανώτερο από το “He is”. Σκοτεινό τραγούδι, ερμηνεία ζωής από τον Papa, μια παιδική χορωδία που το φορτίζει συναισθηματικά ακόμη περισσότερο. Από τώρα φαντάζομαι το κοινό να φτύνει λαρύγγια στις συναυλίες. Συγκλονιστική στιγμή.

Τους VAN HALEN της Hagar era θυμίζει έντονα το “Griftwood”, με τις κιθάρες του Åkesson να έχουν τον πρώτο λόγο και το κέφι μας να φτιάχνει άμεσα, μετά το σκοτάδι που προϋπήρχε στην προηγούμενη σύνθεση. Ο δίσκος κλείνει με το intro “Bite of passage” και το “Respite on the spitalfields”, όπου στα συνολικά επτά λεπτά του, κλείνει με τον πλέον εμφατικό και επικό τρόπο ο κύκλος του “Impera”. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το βασικό riff του “Imperium” χρησιμοποιείται και στον επίλογο του τραγουδιού. Στην αρχή ξεκινά σαν μπαλάντα, που τη διαδέχεται ένα καταπληκτικό refrain και όσο προχωράει η ροή του, δημιουργείται κάτι πραγματικά πομπώδες. Πανέμορφο κλείσιμο.

Στην ουσία λοιπόν, έχουμε να κρίνουμε εννέα τραγούδια, που μαζί με τις τρεις εισαγωγές, διαρκεί 45 λεπτά και κάτι δευτερόλεπτα. Χωρίς ολόκληρα instrumental tracks και με τη βοήθεια εξωτερικών παραγωγών να είναι έντονη. Με τα MERCYFUL FATE στοιχεία να έχουν εξαφανιστεί παντελώς και τις επιρροές των BOC να είναι καταχωνιασμένες σε μια σκοτεινή γωνία, πριν εξαϋλωθούν και αυτές. Με τους οπαδούς να το λιώνουν και τους haters να τους μισούν ακόμη περισσότερο (ξύδι).

Γενικά ο Tobias Forge έπεσε στην παγίδα των ιδιαίτερα υψηλών standards που έθεσε ο ίδιος στον εαυτό του με τα “Meliora” και “Prequelle”. Και προκειμένου να διαφοροποιηθεί, δημιούργησε το album των μεγάλων αντιθέσεων, όπου συνυπάρχουν δίπλα-δίπλα η πιο μουδιασμένη εισαγωγή με την πιο cheesy στιγμή ή το χειρότερο τραγούδι να το διαδέχεται η καλύτερη μπαλάντα. Επειδή όμως δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα σκωτσέζικα ντουζ και ο βαθμός πρέπει να είναι δίκαιος και καθαρά συγκριτικός σε σχέση με τα προηγούμενα GHOST albums, αυτός σε καμία περίπτωση δε μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον παρακάτω. Και τώρα αφήστε με να το ακούσω ξανά με την ησυχία μου και να διαχειριστώ τις τύψεις μου.

7 / 10

Γιώργος Κόης

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here