Αν μία μπάντα δικαιούται να λέει ότι έχει αφήσει για τα καλά το στίγμα της ηχητικά στον metal χώρο τα τελευταία χρόνια, ε αυτοί είναι οι GOJIRA. Αρέσουν δεν αρέσουν, έτσι είναι αγαπητοί συνάνθρωποι. Μία από τις ελάχιστες για να είμαστε ακόμα πιο δίκαιοι. Μία μπάντα που με σταθερά βήματα έχτισε το όνομά της και κέρδιζε όλο και περισσότερο σεβασμό για τη μουσική της και που με το προηγούμενο άλμπουμ της, το “Magma”, κατάφερε να εκτοξεύσει και τη δημοτικότητά της, κάνοντας… mainstream (με την καλή έννοια) το extreme της μουσικής της. Είτε φωνητικό, είτε παικτικό, είτε συνθετικό, από όπου και να το πιάσεις. Σαν να σου έλεγε κάποιος στα 90s, ότι οι CORONER πχ (που είχαν επίσης και τον τσαμπουκά και το progressive και τα “βραχνά” φωνητικά, αλλά και δεν έλεγες και εμπορική και εύκολη για να πιάσει τις μάζες τη μουσική τους, όσο και αν ήταν super… σε τέτοια αντιστοιχία με τους GOJIRA… ελπίζω να καταλαβαίνετε το πως το φέρνω το παράδειγμα) θα ήταν ότι είναι αυτοί οι Γάλλοι σήμερα. Και τόσα άλλα παραδείγματα. Όταν έχεις καταφέρει λοιπόν αυτό, τότε λογικό και επόμενο είναι ο νέος σου δίσκος να είναι στους top πολυαναμενόμενους της χρονιάς.
Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα δύο δείγματά του, με προϊδέαζαν για κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που τελικά είναι. Βλέπετε, αυτές οι πολύ έντονες αναφορές στους SEPULTURA του “Roots”, η tribal αισθητική σε σημεία, οι στίχοι για τον Αμαζόνιο στο “Amazonia” (μαζί και το βίντεο) και η προσέγγιση του “Born of one thing” (με το επίσης SEPULTURA-το groove στο κουπλέ και τις “Roots” πινελιές), μαζί με τη βεβαιότητα ότι θα προσπαθήσουν να πάνε κάπως παρακάτω τον ήχο τους (όπως έκαναν πάντα άλλωστε), με έκαναν να πιστεύω ότι όλος ο δίσκος θα πάει κάπως έτσι. Ευτυχώς δεν ισχύει. Το “Into the storm” βλέπετε, το άκουσα αφού είχα ακούσει το δίσκο, οπότε ό,τι είχα σχηματίσει στο μυαλό μου ήταν από τα δύο αυτά τραγούδια.
Τι έχουμε λοιπόν στο “Fortitude”, το έβδομο πλέον άλμπουμ των αδελφών Duplantier και σία; Έχουμε GOJIRA μεν, στο δρόμο που ξεκίνησαν με το “Magma”, αλλά στο πιο πειραματικό και “προκλητικό” σε στιγμές. Ένας mid tempo κατά βάση δίσκος, με έμφαση στη δημιουργία μίας ενιαίας ατμόσφαιρας, ένα πιο «πνευματικό», αν επιτρέπεται η έκφραση άλμπουμ, με παιξίματα που σε αρκετές στιγμές τα λες και απλοϊκά για τα δεδομένα τους (αλλά πολλές φορές και πραγματικά απλοϊκά, περισσότερο από του “Magma”), με τρομερά δουλεμένες συνθέσεις, αρκετά καθαρά φωνητικά και πράγματα που αγγίζουν την ψυχεδέλεια ή ακόμα και ελαφρώς το prog rock σε στιγμές, που δεν περίμενες από αυτούς τους Γάλλους. Και το θέμα είναι, ότι όλα μα όλα τα κάνουν και ακούγονται τόσο φυσικά και τα προσαρμόζουν στη νοοτροπία τους με τέτοιο τρόπο, που μπορεί μεν κάποιον να ξενίσουν, αλλά δεν μπορεί να παραβλέψει ότι ταιριάζουν μια χαρά δε.
Τα δύο κομμάτια που ανοίγουν το δίσκο, τα “Born for one thing” και “Amazonia”, τα ξέρετε όλοι. Πάμε λοιπόν στα υπόλοιπα. Το τρίτο κομμάτι του δίσκου, το “Another world”, είναι στα αγαπημένα μου, αν και το είχαμε ακούσει από πέρσι που είχε βγει ουσιαστικά ως προπομπός του δίσκου. Mid tempo, με ψήγματα “The gift of guilt” στη νοοτροπία, ένα σημείο με πάρα πολύ ωραία φωνητικά στη μέση και την κιθάρα να κάνει τη μισή δουλειά, το μπάσο να ακολουθεί σε προσφορά και τον Mario να είναι όσο πιο απλός και to the point μπορεί, συνοδεύοντας κυριολεκτικά το τραγούδι. Super. Όπως super είναι και το επόμενο, το “Hold on”. Με ένα πολυφωνικό, ατμοσφαιρικό intro, που δεν προμηνύει με τίποτα το τόσο καθηλωτικό και σκοτεινό mid tempo riff που ακολουθεί. Ο χαρακτηρισμός του riff, ταιριάζει και σε ολόκληρο το κομμάτι! Το “New found” από την άλλη, είναι πολύ κοντά στα κλασικά mid tempo τραγούδια των GOJIRA. Groove-άτο, με half tempo ρεφρέν και συνεχίζουμε μια χαρά. Για να έρθει το ομότιτλο τραγούδι, που σίγουρα δεν το περίμενες. Το “Fortitude” είναι ένα minimal instrumental με ethnic και chanty αισθητική, που λειτουργεί σαν ένα τύπου intro για το… “The chant” (νάτο το “chanty”) που επίσης δεν περίμενες. Απλά παιξίματα, ταξιδιάρικο, χαλαρή διάθεση, καθαρά φωνητικά… κάτι διαφορετικό, μα κάτι ωραίο επίσης! Το “Sphinx” έρχεται για να επαναφέρει την παραμόρφωση και τον όγκο σε γνώριμα για GOJIRA επίπεδα και ηχοχρώματα. Τα φωνητικά του Joe εναλλάσσονται από πολύ βαθιά σε καθαρά και είναι το ατού του τραγουδιού. Ενός τραγουδιού πάντως, που χωρίς να είναι κακό προφανώς, είναι μάλλον το πιο αδύναμο του δίσκου. Τουλάχιστον για μένα. Το αντίθετο δηλαδή από το “Into the storm”. Ειλικρινά, πρέπει να είχαν τον Mario ατάιστο, δεμένο και ρίχνοντάς του λίγες σταγόνες νερό, για να αντέχει τόσο όσο χρειάζεται για να παίζει αυτά που έπαιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή του δίσκου και για 5 τραγούδια. Και του είπανε “αόρι μου, είσαι ελεύθερος, κάνε τον κόσμο να κλάψει”. Αυτό. Το ξέρετε το κομμάτι, οπότε δεν χρειάζεται ανάλυση. Αλλά πόσο κολλητικό είναι αυτό το GOJIRA meets MESHUGGAH groove του κουπλέ;
Πάμε παρακάτω όμως, για να ακούσουμε το “The trails”, ένα τραγούδι που ρίχνει τελείως την ένταση. Ημιηλεκτρικό, mid tempo, με super μπάσο, πολύ ωραίο «τόσο όσο» drumming, με ψυχεδέλεια, καθαρά φωνητικά και μία “κίνηση” που σε ταξιδεύει με διαφορετικό τρόπο από το “The chant”. Πολύ ωραίο και διαφορετικό κομμάτι. Για να κλείσουμε με το “Grind”. Ένα κομμάτι, που μέχρι τα μισά είναι ένα ωραίο κλασικό mid tempo groovy τραγούδι GOJIRA και μετά απλά απογειώνεται και γίνεται απίθανο. Η αλλαγή στα μισά του κομματιού, είναι… αλλού! Την άκουσα δύο τρείς φορές για να σιγουρευτώ ότι δεν “πήδηξε” ο player ή ότι δεν έγινε κάποιο λάθος. Εντάξει. Μάγκες. Πέραν του πόσο εντυπωσιακά απότομη είναι, πραγματικά, το δεύτερο μισό του τραγουδιού είναι απλά μαγικό. Με το μπάσο να παίζει τη μελωδία (την τόσο σαγηνευτική) και στη συνέχεια να κάνει και δίφωνο με την κιθάρα και να πηγαίνει έτσι μέχρι το fade out. 2,5 λεπτά σημείο, που πρέπει να το άκουγα 15 λεπτά repeat. Ιδανικό κλείσιμο.
Πρέπει κάπου εδώ να αποδώσουμε τα εύσημα στον κύριο Jean-Michel Labadie. Λογικό είναι τα δύο αδέρφια να τραβάνε τα φώτα πάνω τους. Αλλά ειδικά σε αυτόν το δίσκο, που έχει ακόμα περισσότερο χώρο ο άνθρωπος να λάμψει, έχει κάνει τρομακτική δουλειά στο μπάσο. Εύγε. Όπως επίσης εύγε και για τη μίξη, που ανήκει στον ΚΥΡΙΟ Andy Wallace (πραγματικά είναι αστείο να παραθέσω ονόματα με τα οποία έχει δουλέψει αυτός ο ζωντανός μύθος της rock και όχι μόνο μουσικής). Ογκώδης, ζεστή, οργανική και απολύτως ταιριαστή σε αυτή τη νέα πρόταση των Γάλλων. Οι οποίοι Γάλλοι, είχαν πει πως θέλανε ένα πιο… εύθυμο άλμπουμ. Δεν ξέρω αν θεωρούν το “Fortitude” κάτι τέτοιο, προσωπικά πάντως δεν μου το έβγαλε αυτό, αλλά δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Μόνο και μόνο που πέρασαν τη σκοτεινή περίοδο που οδήγησε στο “Magma”, σέβομαι και δέχομαι ότι πουν σχετικά με αυτό.
Αν πάρουμε μεμονωμένα τα κομμάτια του δίσκου, δεν μπορώ να πω ότι μιλάμε για τον καλύτερό τους. Αυτός ήταν και θα είναι (όπως φαίνεται) για εμένα το “L’enfant sauvage”. Δεν ξέρω αν κάποιο κομμάτι μπορεί να γίνει χιτάρα όπως το “Silvera” ή το “Stranded” επίσης. Μπορεί κάποιους να ξενίσει ότι είναι πιο soft σε σχέση με το παρελθόν από την άλλη, αλλά αυτό δεν έδειξαν άλλωστε και στο “Magma”; Όπως και ότι είναι πιο απλοϊκό σε κάποια πράγματα. Αλλά είναι απλοϊκό μέσα στην πολυπλοκότητά του στην πραγματικότητα. Ειλικρινά, δεν με νοιάζει τίποτα από τα παραπάνω, γιατί το “Fortitude” μπορεί μεν να μην είναι τίποτα από αυτά, είναι όμως ένας δίσκος που θα αφήσει το σημάδι του για τα καλά. Είναι τέτοια η ροή του, τέτοια η ατμόσφαιρά του, τέτοια η συνθετική ελευθερία αυτού του σχήματος, τέτοια η σιγουριά στο όραμα της μπάντας, που ακούγοντάς τον σερί, θέλεις αυτόματα κι άλλο. Οι GOJIRA, ανήκουν στον προοδευτικό χώρο της metal μουσικής και είναι μπάντα leader, όχι follower. Από αυτές τις μπάντες λοιπόν, περιμένεις να δείξουν ένα δρόμο, μία προσέγγιση, κάτι. Και αυτό κάνουν στο “Fortitude”. Πάνε τον ήχο τους ακόμα παραπέρα, χωρίς να πιάνονται από την επιτυχία του προκατόχου του και βγάζοντας ένα “Magma 2”, κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν άνετα. Και καταφέρνουν, το ξαναλέω, να κάνουν mainstream (πάντα με την καλή έννοια), κάτι που δεν είναι. Γιατί ούτε ρεφρενάρες έχουν, ούτε πιασάρικα φωνητικά, ούτε ασταμάτητα riffs και εντυπωσιακά πράγματα. Εντυπωσιάζουν με την απλοϊκή φαινομενικά πολυπλοκότητά τους και αυτό είναι το πιο δύσκολο από όλα. Πολύ μουσικός δίσκος, πολύ γεμάτος δίσκος, ποικίλος, με σεβασμό στο παρελθόν τους, αλλά και με ματιά προς το μέλλον τους. Μόνο το δικό τους όμως; Θα δείξει. Που θα το πάνε μετά, πραγματικά δεν έχω ιδέα.
8,5 / 10
Φραγκίσκος Σαμοΐλης