Η παρουσίαση αυτή, είναι πολύ ξεχωριστή. Ως Rock Hard, έχουμε μία συγκεκριμένη φιλοσοφία και μία ακόμη πιο συγκεκριμένη γκάμα καλλιτεχνών/κυκλοφοριών/ακουσμάτων που παρουσιάζεται εντός του περιοδικού. Και καλά κάνουμε. Για τους Αθηναίους GREY RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN όμως, θα γίνει μία τρανταχτή εξαίρεση, με τις ευλογίες του μεγάλου αφεντικού, Σάκη Φράγκου. Ο λόγος, ή καλύτερα οι λόγοι, αυτής της εξαίρεσης, θα σου γίνουν γνωστοί ευθύς παρακάτω.
Η πεντάδα υπηρετεί ένα μουσικό μετερίζι το οποίο λίγο έως πολύ είναι άγνωστο και ξένο προς τον μέσο Έλληνα οπαδό του ευρύτερου rock και όμως, είναι τόσο συγγενικό με την αγαπημένη του μουσική. Και εστιάζω εκεί, γιατί αν απλώσω τη ματιά μου και κοιτάξω γενικότερα προς τον μέσο Έλληνα, τα αποτελέσματα θα ήταν απογοητευτικά. Άσε που στο κάτω-κάτω δεν μας ενδιαφέρει ποια είναι η γνώμη οπαδών ιδιωμάτων ξένων προς το rock. Folk σχήμα οι RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN, με επιμέρους πτυχές τους την αμερικανική και ευρωπαϊκή παράδοση (με ιδιαίτερη βάση να δίνεται όσον αφορά το δεύτερο συστατικό σε αυτή της Ιρλανδίας και γενικά των Κελτών), τα bluegrass, την country και τα καθαρόαιμα blues του Δέλτα. Έχουν, πέραν του παρουσιαζόμενου δίσκου, να επιδείξουν ένα EP με τίτλο “Something’s wrong”, του 2016 και ένα full length, το “Captain Death”, του 2017. Το “Live to tell the tale”, είναι η φετινή τους δουλειά και περιέχει δώδεκα μικρές ιστορίες για τον άνθρωπο. Τη σκοτεινή του φύση, τις ιδιαιτερότητές του, τις πτυχές του χαρακτήρα του και τα ένστικτά του. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών αυτών; Σχιζοφρενείς, διπολικοί, φονιάδες και θύματα, προβληματικοί πάσης φύσεως, ιδιαίτερες προσωπικότητες, οραματιστές, ηγέτες μα και τελευταίοι τροχοί της αμάξης.
Στο άλμπουμ αυτό δεν υπάρχει ηλεκτρισμός. Δεν υπάρχουν τύμπανα. Υπάρχει ακουστική κιθάρα και μπάσο, κοντραμπάσο, μαντολίνο, fiddle, banjo. Καθώς τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι τόσο «ζωντανή», που ως ακροατής, δημιουργείς τις δικές σου εικόνες, οι οποίες «χορεύουν» μπροστά σου σαν σε κινηματογραφική ταινία. Άλλες φορές «ανεβαστική», άλλες υποβλητική, η μουσική των GREY RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελεί soundtrack υποψήφιο για βραβείο σε κάποια ταινία του Tarantino. Ταινία που θα είχε ως θέμα της παράνομους της Άγριας Δύσης, τον πυρετό του χρυσού, την ιρλανδική μετανάστευση του 1845-49 και την εποχή του Μεγάλου Λιμού ή κάποια κουρσάρικη περιπέτεια. Και εδώ, θα σου αναφέρω για ποιον λόγο πιστεύω ακράδαντα πως τούτο το μικρό αριστούργημα αφορά και εσένα, τον ορκισμένο metalhead. Αν είχε ηλεκτρικές κιθάρες και τύμπανα, θα παραδεχόσουν πως αυτήν την υπέροχη μουσική την έχεις ακούσει και αλλού, στα δικά σου ακούσματα. Στην κέλτικη πλευρά των RIOT, THIN LIZZY, CAMEL και στις εξιστορήσεις της λατρεμένης μας Loreena και του μεγάλου Tom Jones. Με πάσα ειλικρίνεια σου λέω, πως αν κάνεις το μικρό αυτό βήμα, ο ήχος των GREY RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN θα σου είναι τόσο «γνωστός» και «οικείος», που και συ ο ίδιος δεν θα το πιστεύεις.
Πολλά πράγματα μου έκαναν εντύπωση σε τούτο το υπέροχο μωσαϊκό από νότες. Η χημεία μεταξύ των μελών της μπάντας, το πόσο ο καθένας από τη δική του θέση έχει μπει στο «πετσί» του ρόλου του, η ευκολία με την οποία σου μεταδίδουν το συναίσθημα πως δεν είναι συμπατριώτες μας, αλλά μία παρέα παιδιών από το Oregon, την Lugnaquilla ή το Galloway. Η απόδοσή τους, που φανερώνει μουσικούς που συνδυάζουν το μεράκι με την τεχνική κατάρτιση σε τέτοιο επίπεδο, που θα ζήλευαν πολλοί καταξιωμένοι «ομόσταυλοί» τους. Τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά, με την καταπληκτική χροιά και άρθρωση, τα «βαθιά» ανδρικά, το μαγευτικό, έτσι και αλλιώς λατρεμένο μου fiddle… και από τραγούδια; Το ομώνυμο, που θα μπορούσε να ακούγεται σε κάποιο καπηλειό του King’s Landing, με την παραμυθένια και σχεδόν μεσαιωνική του αύρα (πατάει κάτι απαράδεκτα mainstream αίσχη σαν το “Toss a coin to your Witcher”), το στενάχωρο “Lay with me”, με τα ανατριχιαστικά gospel φωνητικά, το “Devil’s reef”, που μοιάζει να βγήκε από το λιμάνι της Tortuga και το εξαίσιο λυρικό “Troubling mind”, που κλείνει το δίσκο. Χωρίς αυτό να σημαίνει, επαναλαμβάνω, πως στην ουσία υστερεί κάποιο από τα υπόλοιπα.
Βαθμολογία δεν θα μπει. Από το κείμενο, θα πρέπει να κατάλαβες πολλά. Ως επίλογο, μαζί με μία «στοιχειωτικής ομορφιάς» στροφή από το “Devil’s reef”, θα σου πω μόνο τούτο: το “Live to tell the tale”, είναι το ομορφότερο άλμπουμ που άκουσα ως τώρα, μέσα στο 2020. Δεν θα μπει στις λίστες μας, δεν θα λάβει μέρος στην κούρσα για τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς στο περιοδικό, λόγω ύφους, αλλά να ξέρεις πως δεν το χρειάζεται αυτό και πως είναι από τώρα στο πάνω-πάνω ράφι. Αν δε, είσαι από αυτούς με τα πολύ ανοικτά μυαλά και αυτιά (μπράβο σου) και σου άρεσε το πρόσφατο άλμπουμ των ME AND THAT MAN, να σε ενημερώσω πως το “Live to tell the tale” είναι καλύτερό του. Έλα σε επαφή με τη μπάντα και δεν θα χάσεις. Εγώ δηλώνω πως θα μπορούσα να τους έχω σπίτι μου να μου τραγουδούν όλη μέρα.
“Though despaired, though forsaken, no men cast no stone. Hear the call of the wolf and the raven, row men, take me home…”
Δημήτρης Τσέλλος