“The Hateful Eight” (Odeon)

0
128

Σύγχρονη προσωποποίηση του cult ή η πιο πολυδιαφημισμένη κινηματογραφική απάτη των τελευταίων ετών; Οι απόψεις διίστανται εδώ και σχεδόν μια δεκαπενταετία και μάλλον θα συνεχίσουν να διίστανται για άλλα τόσα χρόνια. Το θέμα είναι πως κάθε καινούργια ταινία του Quentin Tarantino είναι από μόνη της ένα μικρό πανηγύρι. Όχι απαραίτητα με την στενή και συνήθως αρνητική έννοια της λέξης αλλά περισσότερο λόγω του σούσουρου και της ηλεκτρισμένης αναμονής που εγγυημένα προκαλεί κάθε φορά στο πιστό εκκλησίασμα του αμερικανικού σκηνοθέτη.

Το “The Hateful Eight” δεν είναι ούτε μια βαρετή συνέχεια του “Django Unchained” στα όρια της καρτουνίστικης κωμωδίας, ούτε όμως και εκείνο το τυπικό spaghetti western με πρωταγωνιστές μια σειρά από νταβραντισμένες και άκρως τσογλαναράδικες καρικατούρες του John Wayne ή του Billy the Kid. Με την διάρκειά του να αγγίζει σχεδόν τις τρεις ώρες και την διακύμανσή του να κινείται σε εκνευριστικά αργούς ρυθμούς, πάντα για τα δεδομένα του Tarantino, αποτελεί δίχως άλλο μια συνεχή ακροβασία ανάμεσα στο μυστήριο και το thriller, η οποία εν τέλει σου αφήνει την γεύση μιας επικής western εκδοχής του “Reservoir Dogs”.

Ωστόσο, παρά την ελαφρώς πιο σκοτεινή του αύρα, καταφέρνει και κρατιέται διασκεδαστικό μέχρι τέλους, πολύ απλά επειδή είναι μαεστρικά πλαισιωμένο με όλα όσα ποθείς και λαχταράς να περάσουν μπροστά από τα ματάκια σου. Υπάρχει άφθονο πιστολίδι και αίμα όπου και όταν πρέπει, την τιμητική τους έχουν μια σειρά από άκρως απολαυστικές στιχομυθίες, βουτηγμένες στη βλαχοαμερικάνικη προφορά και ένα καυστικό χιούμορ που, δίχως την διαμεσολάβηση βαθυστόχαστων αναλύσεων, αναψηλαφίζει διακριτικά την αμερικανική εμφυλιοπολεμική ιστορία, ενώ συγχρόνως οι μουσικές συνθέσεις του θρυλικού Ennio Morricone ντύνουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο το σκηνικό μυστηρίου που απλώνεται πάνω από τα σιωπηλά πλάνα του έργου. Κυρίως όμως δεσπόζουν οκτώ διαφορετικοί χαρακτήρες, οι οποίοι μέσα από το ματωμένο τους παρελθόν και τις κρυφές επιδιώξεις τους λειτουργούν ως γρανάζια μιας διεστραμμένης πλοκής που τους φέρνει αντιμέτωπους σε ένα καταφύγιο στη μέση του χιονισμένου πουθενά.

Ο Samuel Jackson στον ρόλο του Επίλαρχου Marquis Warren είναι στην κυριολεξία μια ταινία μόνος του, παραδίδοντας την καλύτερή του ερμηνεία μετά την αξεπέραστη ραψωδία του “Pulp Fiction”. Μπορεί να μην κατακλύζεται από μια ανάλογη εκδικητική μανία με εκείνη του Django, είναι όμως τόσο επιβλητικά κυνικός και στωικός, ειδικά στην τελική ευθεία του film, που ειλικρινά δεν γίνεται να μην του βγάλεις το καπέλο. Από την άλλη πλευρά, το “The Hateful Eight” ξαναβάζει την καριέρα του Kurt Russell στις ράγες της επιτυχίας. Όχι πως είχε πέσει στην ίδια λούμπα με τον John Travolta των ‘80s, αλλά το φλερτ με την μετριότητα την τελευταία πενταετία και βάλε παραήταν επίμονο για την κλάση του. Ειδικά από τη στιγμή που οι πάλιουρες Tim Roth και Michael Madsen μαζί με τον γερόλυκο Bruce Dern ψιλοπερνάνε απαρατήρητοι, ο Russell προσαρμόζεται με χαρακτηριστική άνεση στη φυσιογνωμία του macho κυνηγού κεφαλών, John Ruth, αναζωογονώντας τόσο το  ενδιαφέρον στις στιγμές όπου η ταινία πάει να κάνει κοιλιά όσο και την κωλοπετσωμένη πλευρά του εαυτού του.

Άσος στο μανίκι του Tarantino, αποδεικνύονται όμως για ακόμα μια φορά οι εντός και εκτός εισαγωγικών δεύτεροι ρόλοι. Εξόχως απολαυστική είναι ομολογουμένως η Jennifer Jason Leigh, που μέσα από την σαρκαστική και φρενοβλαβή γκανγκεστρική φιγούρα της Daisy Domergue, σε πείθει πως μάλλον πρόκειται για την western μετεμψύχωση της Mallory Knox από το “Natural Born Killers”. Προσωπικά πάντως λάτρεψα εξίσου και τον Walton Goggins, ο οποίος μολονότι κουβαλάει μια χαζοχαρουμενίστικη αφέλεια που θυμίζει αγροτόπαιδο από το Arkansas παρά πρώην αντάρτη του Νότου, εξελίσσεται στο πρόσωπο-κλειδί που δηλώνει το πιο αποφασιστικό παρόν στην επική κορύφωση της ταινίας.

Φτάνουν εν τέλει όλα τα παραπάνω για να σε κάνουν να περάσεις καλά με το “The Hateful Eight”; Η απάντηση είναι πέρα για πέρα καταφατική. Αρκεί βεβαίως να μην έχεις προετοιμάσει τον εαυτό σου για ένα σουξέ υψηλής φιλοσοφικής αισθητικής αλλά ούτε και να ανήκεις στο κλειστό club όλων εκείνων που στο όνομα της αέναης αναζήτησης της επόμενης underground ψαγμενιάς, παραφυλάνε με τη γκρίνια στα δόντια για καθετί που έστω και ελάχιστα παρεκκλίνει από τις προδιαγραφές που ο ίδιος ο Tarantino έχει θέσει με τις προηγούμενες δουλειές του.

Η ταινία θα προβάλλεται από την Πέμπτη 7/1 στους κινηματογράφους από την Odeon.

Πάνος Δρόλιας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here