HAWKWIND – “The Machine Stops” (Cherry Red Records)

0
121

Οι HAWKWIND αποτελούν πλέον ένα από τα ονόματα της μουσικής σκηνής που έχει μπει για τα καλά στη σφαίρα του μυθικού. Η αφετηρία της μπάντας χάνεται στα βάθη των δεκαετιών, ενώ  ο προσδιορισμός των επίσημων (και μόνο) κυκλοφοριών, καθίσταται μία δύσκολη διαδικασία, που την έχουν αναλάβει μύστες του υπερφυσικού και λάτρεις των διαστρικών περιπάτων.

Για τους πολλούς, η μπάντα είναι γνωστή για την πρώιμη περίοδο της, όπου δίσκοι όπως,  “Doremi Fasol Latido” (1972), “Hall of the Mountain Grill” (1974), “Warrior on the Edge of Time” (1975) συντάραξαν συθέμελα το Λονδίνο, βγάζοντας τη μπάντα από το στενό χίπικο κύκλο της, προς την παγκόσμια space/krautrock πραγματικότητα. Βέβαια, όλα αυτά τα έχουμε αναφέρει διεξοδικά σε πρόσφατο άρθρο σχετικά με τη ζωή του Lemmy Kilmister, μιας και ο ίδιος έδωσε το στίγμα του σε αυτό το μουσικό φαινόμενο (διαβάστε σχετικά εδώ)

Μετά από τόσες δεκαετίες, η μπάντα, και συγκεκριμένα ο Dave Brock, φαίνεται πως δεν επαναπαύεται στις δάφνες του ένδοξου παρελθόντος, αποδεικνύοντας πως ο αειθαλής (όσο και ιδιότροπος) χαρακτήρας βρίσκεται πάντοτε σε δημιουργική εγρήγορση. Έτσι λοιπόν, τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια, η μπάντα βρίσκεται στην τρίτη ή τέταρτη νιότη της. Από το “Blood on the Earth” (2010) και εφεξής, βλέπουμε να μεταμορφώνεται άρδην το ουτοπικό σκηνικό που έχει δομηθεί από καταβολής της. Οι σάτυροι, οι δονκιχωτικές αναζητήσεις και τα πολύχρωμα μανιτάρια, έχουν μεταλλαχθεί σε ένα βιομηχανικό τοπίο, όπου σε πρώτο πλάνο έρχεται ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τη μηχανή.

Η μετα-αποκαλυπτική ιστορία που περιγράφεται στο “The Machine Stops”, προέρχεται από την ομότιτλη νουβέλα (δείτε εδώ) του E.M. Forster (ο οποίος το 1909 υπήρξε πρωτοπόρος για αυτό που αποκαλούμε σήμερα επιστημονική φαντασία). Ο Dave Brock, χτίζει μεθοδικά έναν concept δίσκο, που μπορεί να ακολουθεί θεματικά τις προηγούμενες δύο κυκλοφορίες, ωστόσο, αυτή τη φορά φαντάζει πως παγιδεύεται μέσα στο ίδιο του το όραμα. Νιώθω ότι η διήγηση της νουβέλας είναι αυτοσκοπός. Βέβαια, για πολλούς αυτό είναι το ζητούμενο, να ακολουθείται δηλαδή πιστά η βασική επιρροή της δημιουργίας. Έχω την εντύπωση όμως, ότι ο Brock και η παρέα του το παρακάνανε, δίνοντας μεγάλη έμφαση στα ιντερλούδια και τα θεατρικά περάσματα, αφήνοντας πίσω το γνώριμο εαυτό τους. Επίσης, ένα ακόμη στοιχείο που δεν θα περάσει απαρατήρητο από τους παλιούς οπαδούς, είναι η άνευ όρων υποταγή στις μουσικές φόρμες των 70s.

Φυσικά και δεν προσδοκώ οι HAWKIWND να σταματήσουν να ακούγονται σαν HAWKWIND. Κάθε άλλο μάλιστα. Αυτή όμως η φρεσκάδα που ακούσαμε στους δύο τελευταίους  δίσκους, τώρα φαίνεται πως χάνεται. Ακόμα και το κορυφαίο κομμάτι του album, “Synchronized Blue”, δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την μελωδία του θρυλικού “Silver Machine”.  Ακόμα και οι πιο στρωτές και ευχάριστες στο άκουσμα συνθέσεις, “Living on earth” και “A solitary man”, απέχουν κατά πολύ από τον καλό εαυτό που μας έχει συνηθίσει η μπάντα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, λιγότερη ψυχεδέλεια και ευρηματικότητα, νομίζω ότι ο Brock βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατηφόρα των 90s, όπου έπαιζε σχεδόν μόνος του. Χωρίς να αφορίζω τον δίσκο εξ ολοκλήρου, μετά τα πρώτα δύο-τρία (κανονικά) κομμάτια, ο δίσκος επαναλαμβάνεται. Αν και το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο αρνητικό, έχω την εντύπωση ότι μετά από μερικές ακροάσεις χάνεται η αρχική έκπληξη και η διαρκής νοσταλγία θα σε παραπέμψει σε παλιότερα, σταθερής αξίας, ακούσματα.

Το “The Machine Stops” θα έλεγα ότι είναι η τέλεια αφορμή για να έρθει κανείς σε επαφή με την πρόσφατη ιστορία της μπάντας. Να συστήσει στο ευρύ κοινό δίσκους που δεν έχουν χιλιοπαιχτεί,  και που με μία καλύτερη ακρόαση αποτυπώνουν τη διαχρονική αξία του συγκροτήματος. Αυτός καθαυτός ο δίσκος δεν αποτελεί κάποιο σημαντικό σημείο καμπής για τους ίδιους. Διατηρεί το καλό επίπεδο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναγωνιστεί το πρόσφατο “Onward” (2012).

7/10

Νίκος Ζέρης

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here