HEAVY LOAD interview (Styrbjörn Wahlquist)

0
73

“Heavy Metal Angels”

Πριν από δύο και πλέον χρόνια, κάνοντας έρευνα για χαμένους μουσικούς, έψαξα να βρω τα ίχνη των Σουηδών πιο-cult-κι-από-cult metallers, HEAVY LOAD. Κάποιοι καλοί φίλοι από τη Σουηδία, μου έστειλαν το τηλέφωνο του ντράμερ/τραγουδιστή Styrbjörn Wahlquist, εκ των ιδρυτών του σχήματος μαζί με τον αδερφό του Ragne κι αφού μιλήσαμε για κανένα μισάωρο στο τηλέφωνο, με την πολύτιμη βοήθεια του καλού φίλου Ανδρέα Ανδρέου, στείλαμε ερωτήσεις για συνέντευξη. Για πολλούς και διάφορους λόγους, αυτή η συνέντευξη δεν είχε δημοσιευτεί ποτέ μέχρι τώρα. Με το Up The Hammers όμως προ των πυλών και τον ίδιο τον Styrbjörn να βρίσκεται στη χώρα μας, μαζί με τον κιθαρίστα Eddy Malm, σκεφτήκαμε ότι είναι το τέλειο timing για τη δημοσίευσή της… Enjoy!!!

Τι έκανε δύο αδέρφια από τη Σουηδία, γύρω στα μέσα των 70’s να φτιάξουν ένα συγκρότημα; Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές σας και ποια ήταν η κατάσταση τότε στη Σουηδία, αναφορικά με τη hard rock και heavy metal μουσική;
Ο Ragne κι εγώ ξεκινήσαμε να παίζουμε διάφορα όργανα σε νεαρή ηλικία. Είχαμε ένα πιάνο στο διαμέρισμα των γονιών μας όπου και μεγαλώσαμε. Ο πατέρας μας έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε τις ρομαντικές μελωδίες του Schubert και του Schuman, αλλά και άριες. Ήταν μία καθημερινή ρουτίνα της παιδικής μας ηλικίας. Όπως είναι προφανές, και οι δύο μας ξεκινήσαμε να παίζουμε πιάνο σε πολύ νεαρή ηλικία, εγώ στα πέντε μου χρόνια και ο Ragne νομίζω στην ίδια ηλικία. Αλλά δεν μας κινούσε το ενδιαφέρον αυτή η μουσική.
Η αφύπνισή μας, ήρθε περίπου το καλοκαίρι του 1971, όταν ακούσαμε το “Machine head” των DEEP PURPLE. Σύντομα μπήκαμε στον κόσμο των BLACK SABBATH και των LED ZEPPELIN, από τον ξάδερφό μας, Torbjörn, ο οποίος εννιά χρόνια αργότερα, έγινε ο μπασίστας στο γκρουπ μας. Ο Ragne κι εγώ, ξεκινήσαμε να τζαμάρουμε από νεαρή ηλικία. Αλλά νομίζω ότι δεν ήταν παρά το 1974 που έγινε σοβαρό, να παίζουμε με άλλους ανθρώπους. Ξεκινήσαμε να τζαμάρουμε με κάποιους φίλους του Ragne, αλλά δεν ήταν στη φάση του hard rock ή του heavy metal, πιο πολύ ήταν στο fusion και το jazz rock, όπως ο Chick Corea για παράδειγμα. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις άτομα να παίξεις μαζί τους, που να ενδιαφέρονταν γι’ αυτό το είδος μουσικής στα 70’s και στις αρχές των 80’s. Η κατάσταση για το hard rock και το heavy metal τότε, ήταν πολύ κακή. Όλα εκείνα τα χρόνια, μέχρι τις αρχές των 80’s, ποτέ δεν άκουσα αυτό το είδος μουσική στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση. Η μοναδική εξαίρεση ήταν ένα μικρό πέρασμα στην τηλεόραση, από μία συναυλία του Jimmy Hendrix, όπου έβαζε φωτιά στην κιθάρα του. Το hard rock θεωρούνταν «εξωφρενική» και ξεδιάντροπη μουσική, ουσιαστική ακατάλληλη από το καθεστώς. Και από το «προοδευτικό κίνημα» που άνθιζε εκείνο τον καιρό ανάμεσα στους νέους, το hard rock θεωρούνταν εμπορικό, επειδή οι στίχοι δεν ήταν πολιτικοί – δηλαδή «αριστεροί». Επιπροσθέτως, σχεδόν κανένα μουσικό περιοδικό δεν έγραφε γι’ αυτή τη μουσική και τις λίγες περιπτώσεις που έγραφαν, την κατηγορούσαν ότι ήταν εμπορική και ιμπεριαλιστική.

 

Πως βρήκατε το πρώτο σας δισκογραφικό συμβόλαιο και τι θυμάστε από τις ηχογραφήσεις και την κυκλοφορία του “Full speed at high level”;
Είχαμε κάποιες συναντήσεις με μερικές μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, εδώ στη Σουηδία. Δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου. Το επιχείρημά τους ήταν ότι το hard rock είχε πεθάνει και η μόνη μουσική που ενδιέφερε τον κόσμο ήταν η disco και το punk rock. Επομένως, χρηματοδοτήσαμε την παραγωγή του πρώτου άλμπουμ μας, μόνοι μας.
Σε ότι αφορά την ηχογράφηση και την κυκλοφορία εκείνου του δίσκου: Ηχογραφήσαμε το άλμπουμ μέσα σε μία εβδομάδα, το καλοκαίρι του 1978 στην πόλη Kumla της Σουηδίας. Από τη στιγμή που πληρώναμε μόνοι μας τις ηχογραφήσεις, προσπαθήσαμε να είμαστε όσο πιο γρήγοροι γινόταν. Κοιμόμασταν πολύ λίγο και πολύ συχνά δουλεύαμε με βάρδιες. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, δεν κάναμε κάποιου είδους release party, παρά προσπαθήσαμε να το προωθήσουμε με περιοδείες και προσπαθώντας να έχουμε την προσοχή των εφημερίδων. Οι συναυλίες είχαν αρκετά καλή ανταπόκριση και το άλμπουμ άρχισε να πουλάει, προς μεγάλη έκπληξη των μεγάλων εταιριών που μας είχαν απορρίψει. Οι πωλήσεις αποκάλυψαν ένα αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου για το συγκρότημα.

Τρία χρόνια μετά το πρώτο άλμπουμ σας, το 1981, κυκλοφορείτε το EP “Metal conquest”, από τη δική σας εταιρία, τη Thunderload Records και το “Rock n’ Roll freak” πάει στον “Heavy metal heaven”. Εκεί βρίσκουμε την κλασική σύνθεση των HEAVY LOAD. Φαίνεται ότι αυτά τα τρία χρόνια επαναπροσδιορίσατε αρκετά πράγματα. Τι λέει το ημερολόγιο των Wahlquist γι’ αυτά τα χρόνια;
Την περίοδο ανάμεσα στα “Full speed at high level” και “Metal conquest”, είχαμε μία σύνθεση μ’ έναν διαφορετικό μπασίστα και διαφορετικό δεύτερο κιθαρίστα. Ποτέ όμως δεν κυκλοφορήσαμε δίσκο με αυτά τα άτομα. Στο μεσοδιάστημα αυτών των κυκλοφοριών, εγώ κι ο Ragne, γράψαμε πολλά τραγούδια, κάναμε demo και σχεδιάζαμε το μέλλον μας στη μουσική.

Οι στίχοι σας είναι εμπνευσμένοι από τη μυθολογία και τις αξίες της μουσικής και της ζωής. Πάντα θεωρούσα ότι οι στίχοι σας είναι σημαντικοί και δεν είναι απλές λέξεις. Αντικατοπτρίζουν τις προσωπικότητές σας;
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι στίχοι μας αντικατοπτρίζουν τις προσωπικότητες και τις αξίες μας, σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Αλλά θα πρέπει, φυσικά, να έχεις στο μυαλό σου ότι το να γράφεις στίχους είναι τέχνη κι όχι εξομολόγηση.

Στη συνέχεια, ηχογραφήσατε το “Death or glory”, ένα άλμπουμ που έγινε αμέσως κλασικό κι εξάπλωσε τη φήμη των HEAVY LOAD στην Ευρώπη. Τι θυμάσαι από τους οπαδούς και την αντίδραση που είχε ο Τύπος της εποχής;
Κοίτα, με το “Death or glory”, κερδίσαμε αρκετή προσοχή από τον Τύπο και στη Σουηδία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το Βρετανικό περιοδικό Kerrang, έκανε κάποια εκτενή άρθρα και για πολύ καιρό βρισκόμασταν πολύ ψηλά στα playlist των συντακτών του. Επίσης «φιγουράραμε» και στον Γερμανικό και τον Γαλλικό Τύπο, ενώ πολύ συχνά δημοσιεύονταν φωτογραφίες από τις συναυλίες μας.

Πως ήταν οι συναυλίες σας τότε; Κάνατε περιοδείες έξω από τη Σουηδία και ποια είναι η στιγμή που θυμάστε πιο έντονα σε ότι έχει να κάνει με τα live;
Οι συναυλίες μας πάντα ήταν φαντασμαγορικές και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου ομολογουμένως είχαμε τον μεγαλύτερο εξοπλισμό απ’ όλες τις μπάντες στη Σουηδία (αν εξαιρέσει κανείς τους ABBA φυσικά). Είχαμε πολλά πυροτεχνήματα, μεγάλο light show και φυσικά πολλούς ενισχυτές Marshall. Ήταν πολύ άγριο. Το attitude και η απόδοσή μας στη σκηνή, είχαν πολύ έντονη επίδραση σε πολλούς ανθρώπους της Σουηδικής σκηνής εκείνο τον καιρό.

Το 1983 κυκλοφορήσατε το “Stronger than evil”, ένα από τα κορυφαία άλμπουμ όλων των εποχών από Σουηδική μπάντα κι όχι μόνο. Επίσης, βρίσκουμε τον Phil Lynott των THIN LIZZY να παίζει ως guest στο δίσκο. Πως συνέβη αυτό και τι θυμάσαι από τις ηχογραφήσεις;
Ηχογραφήσαμε το “Stronger than evil” το καλοκαίρι του 1983. Ήταν ένα εξαιρετικά καυτό καλοκαίρι. Για να φανταστείς πόσο ανυπόφορη ζέστη είχε για τα δεδομένα της Σουηδίας, είχαμε αναγκαστεί να δουλεύουμε φορώντας τα εσώρουχά μας, επειδή ήμασταν μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Ο Phil Lynott και οι HEAVY LOAD, είχαν πολλούς κοινούς φίλους. Το καλοκαίρι εκείνο, περιόδευε στη Σουηδία με το solo project του. Μας επισκέφτηκε στο στούντιο κάποιες φορές. Μία απ’ αυτές, δουλεύαμε πάνω στο “Free”. Το άκουσε και του άρεσε πολύ, αλλά σχολίασε το γεγονός ότι του έλειπε το μπάσο (επειδή ο μπασίστας μας, ο Torbjörn, έλειπε σε διακοπές στη Νορβηγία εκείνη την περίοδο και δεν υπήρχε καθόλου μπάσο). Απλά λοιπόν, του ζητήσαμε να παίξει το μπάσο σ’ εκείνο το κομμάτι, δέχτηκε κι έτσι έγινε. Περάσαμε σπουδαία μαζί. Ήταν ένας απίστευτα καλός άνθρωπος και μας λείπει πολύ.

Εκείνα τα χρόνια, το heavy metal ήταν πολύ δυνατό στη Σουηδία. Ποια γκρουπ σου άρεσαν τότε; Είχες φιλικούς δεσμούς με κάποια από αυτά;
Ναι, το ενδιαφέρον για το heavy metal είχε μία έκρηξη στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Εκείνη την περίοδο δεν ακούγαμε άλλες Σουηδικές μπάντες πάντως. Βγαίναμε όμως με αρκετές από αυτές: Τους 220 VOLT, τους TREAT, TORCH και περιστασιακά με ένα-δύο άτομα από τους EUROPE.

Το single “Monsters of the night”, είναι η τελευταία επίσημη ηχογράφηση των HEAVY LOAD, το 1985, όχι όμως από τη Thunderload, αλλά από τη Warner. Πως συνέβη αυτό και γιατί διαλύσατε τη μπάντα έκτοτε;
Επιτρέψαμε στη Warner να κυκλοφορήσει το “Monsters of the night”, επειδή πολλοί άνθρωποι γκρίνιαζαν γι’ αυτό. Η ιδέα ήταν ότι η Warner θα μπορούσε να έχει πιο ισχυρό marketing πίσω από το δίσκο. Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, η απάντηση είναι αρκετά αστεία! Ποτέ δεν διαλύσαμε τη μπάντα ουσιαστικά!!! Ο Ragne κι εγώ, μείναμε μαζί και συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι το καλοκαίρι του 1985, έφυγε ο Andreas Fritz, καινούργιος –τότε- μπασίστας κι ένα μήνα αργότερα έκανε το ίδιο και ο Eddy.

Έχετε κάποιο ακυκλοφόρητο υλικό όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ηχογραφήσατε τίποτα μετά το 1985;
Ναι, ο Ragne κι εγώ, κάναμε αρκετές ηχογραφήσεις μετά το 1985 στο δικό μας στούντιο.

Το Thunderload Studio άνοιξε για κάποιες μπάντες όλα αυτά τα χρόνια και ηχογραφήθηκαν εκεί άλμπουμ όπως το “Epicus doomicus metallicus” των CANDLEMASS και το “Spiritual wasteland” των VENI DOMINE. Διαλέξατε εσείς τις μπάντες ή σας έπεισαν να τις βοηθήσετε; Μήπως τζαμάρατε μαζί τους;
Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πως συναντήσαμε τους CANDLEMASS ούτε τους VENI DOMINE. Παρόλα αυτά, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ποτέ δεν τζαμάραμε μαζί.

Σου λείπουν οι παλιές μέρες; Σου λείπουν οι στιγμές που έπαιζες τραγούδια όπως τα “Dreaming”, “The king” και “Heavy metal angels”; Δεν έχεις κάποια στιγμή την επιθυμία να ανέβεις στη σκηνή ξανά;
Ναι, μου λείπουν οι παλιές μέρες πολύ και αρκετά συχνά νιώθω την επιθυμία να ξανανέβω στη σκηνή. Η σκηνή είναι το μέρος που νιώθω πιο πολύ σαν σπιτι μου, πραγματικά.


 
Υπάρχουν ακόμα πολλοί οπαδοί (όπως εγώ), που έχτισαν μέρος της προσωπικότητάς τους πάνω σε μουσική όπως η δική σας. Ποια πιστεύετε ότι είναι η πιο σημαντική κληρονομιά που έχουν αφήσει οι HEAVY LOAD;
Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση… Πιστεύω ότι η πιο σημαντική κληρονομία μας, πέρα από τη μουσική μας, είναι το πνεύμα του μαχητή, η αίσθηση ότι πρέπει να αρπάξεις τη ζωή από τον λαιμό, να κάνεις αυτό που θέλεις, να δημιουργήσεις τον εαυτό σου μέσα από τις επιλογές σου και να μην υποχωρείς μπροστά σε ανθρώπους που σου λένε ότι δεν μπορείς να το κάνεις.

Ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σου. Θα θέλαμε ένα μήνυμα για όλους τους οπαδούς των HEAVY LOAD, με την ευχή να ξαναδούμε μία συναυλία των HEAVY LOAD.
Είναι φανταστικό που υπάρχει ακόμα τεράστιο ενδιαφέρον για τη μπάντα μας. Πραγματικά είναι απίστευτο και μας εμπνέει πάρα πολύ. Έχουμε φτάσει στο σημείο να καταλάβουμε ότι υπάρχει πολύ ενδιαφέρον να αρχίσουμε να περιοδεύουμε και να ηχογραφούμε ξανά, αφού δεχόμαστε συνεχώς πολλές προσφορές. Εγώ προσωπικά, αλλά και πιστεύω και οι υπόλοιποι, θα θέλαμε πάρα πολύ να το κάνουμε και θα μας άρεσε πάρα πολύ να σας συναντούσαμε όλους τους οπαδούς μας. Παρόλα αυτά, είμαστε πολύ απασχολημένοι με άλλα πράγματα που κάνουμε και θα χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια να ξεκινούσαμε και πάλι. Μπορεί όμως να συμβεί. Ξέρω ότι ακόμα έχουμε τη φλόγα μέσα μας και είμαι σίγουρος ότι μπορεί να είναι όπως όταν ήμασταν στην ακμή μας. “BOMBASTIC”!!!

Έρευνα – επικοινωνία – μετάφραση: Σάκης Φράγκος
Ερωτήσεις: Ανδρέας Ανδρέου

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here