HELLOWEEN – “Giants & monsters” (RPM) (ομαδική κριτική)

0
1883
Helloween




















Helloween

Δεύτερο άλμπουμ επανασύνδεσης για τους HELLOWEEN, μετά το ομώνυμο του 2021, με τίτλο “Giants & monsters” και η συντακτική ομάδα του Rock Hard, συγκεντρώθηκε, άκουσε το άλμπουμ μέσα στο κατακαλόκαιρο και σας προσφέρει την άποψή της για έναν από τους πιο πολυαναμενόμενους δίσκους του 2025.

Τι ωραία που έγινε το reunion των αγαπημένων μας HELLOWEEN, μαζεύτηκαν και οι εφτά, έκαναν την περιοδεία τους, έβγαλαν το “Helloween”, πέρασαν και από τη χώρα μας και κάναμε όλοι σαν παρτσακλά από τη χαρά μας, μια χαρά όλα. Αλήθεια, όμως, με το χέρι στην καρδιά, σας έμειναν πολλά τραγούδια από τον reunion, ομώνυμο δίσκο; Γιατί άκουγα γκρίνιες που δεν το είχαμε αποθεώσει και διάφορα τέτοια ωραία. Μετά από τα χρόνια που πέρασαν, αν εξαιρέσει κανείς το καταπληκτικό “Skyfall” και 3-4 άλλα τραγούδια διάσπαρτα, το συνολικό αποτέλεσμα, θα το χαρακτήριζα απλά καλό.

Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: «Το “Giants & monsters” είναι τελικά καλύτερο;» Η απάντηση είναι ορθά-κοφτά, «ναι». Θεωρώ ότι με τις συνεχόμενες συναυλίες, βρήκαν ακόμα περισσότερο τη χημεία τους ίσως, αυτό που ακούω όμως, είναι πιο ποιοτικοί HELLOWEEN από το ομώνυμο άλμπουμ.

Ξεκινάω με τον ΤΙΤΑΝΑ Kai Hansen, που έχει γράψει άλλο ένα οχτάλεπτο έπος, το το “Majestic” (που οφείλω να πω ότι πρέπει να άκουγε πολύ το “Love to love” των UFO όταν το έγραφε εξ ου και οι φοβερές ομοιότητες στην εισαγωγή). Δεν ξέρω αν είναι επιπέδου “Skyfall”, είναι όμως ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΑ δίχως αμφιβολία και βασικός πυλώνας του άλμπουμ μαζί με το επίσης οχτάλεπτο “Universe (Gravity for hearts)”, που είναι σύνθεση του Gerstner.

Η μπαλάντα που μας έλειπε στο “Helloween”, βρήκε χώρο εδώ και είναι κι αυτή πολύ καλή, με τον τίτλο “Into the sun”. Το “I want out” του δίσκου, είναι σίγουρα το “A little is a little too much”, που είναι σαφώς καλύτερο από το “Best time”, το αντίστοιχο «χιτάκι» της προηγούμενης δισκογραφικής τους προσπάθειας. Το “The dark ride”, κατά κάποιον τρόπο αντιπροσωπεύεται με το “Hand of God”, που από την πρώτη ακρόαση με τρέλανε η γκρούβα του κι έπιασα τον εαυτό μου να το βάζει στο repeat αρκετές φορές. Πολύ καλό επίσης, είναι και το “We can be Gods”, με τα τριπλά φωνητικά, όπου ξεχωρίζουν τα εκκωφαντικά trademark κιθαριστικά σόλο και μία εντελώς GAMMA RAY γέφυρα (άλλη μία σύνθεση του Hansen).

Από την άλλη, τα happy happy Helloween τραγούδια που ξεκινούν το δίσκο, το “Giants on the run” και το “Savior of the world”, δίχως να ενοχλούν, είναι πολύ generic, θα έλεγα, για έναν τόσο καλό δίσκο, δέχομαι όμως ότι πάρα πολλοί οπαδοί τους, γουστάρουν να ακούσουν τέτοια τραγούδια, που είναι στο ύφος του “Eagle fly free”, έχοντας όμως και αρκετές GAMMA RAY αναφορές (ιδίως το “Giants…”). Το πρώτο single, “This is Tokyo”, είναι εντελώς αδιάφορο, σε σημείο που να με κάνει να απορώ για ποιον λόγο το επέλεξαν ως πρώτο δείγμα γραφής, αλλά χάνει στα σημεία από το “Under the moonlight” για το χειρότερο του δίσκου, αφού οι ομοιότητες του τελευταίου με το “Livin’ ain’t no crime” είναι προφανείς και το εν λόγω τραγούδι ήταν απλά ένα b’ side στη χρυσή τους περίοδο. Αυτό.

Συμπερασματικά, επειδή θα διαβάσετε πολλές γνώμες παρακάτω, θεωρώ ότι το “Giants & monsters” είναι σίγουρα καλύτερος δίσκος από τον προκάτοχό του, δεν περίμενα κάτι καλύτερο από αυτό που τελικά πήρα στα χέρια μου, προσφέρει τελικά εκτός από αναμενόμενες και συνθέσεις περιπετειώδεις (δια χειρός Hansen πάντα) κι έχει κάτι που μου αρέσει πολύ: Όσο προχωράει η ακρόαση, τα τραγούδια μου αρέσουν περισσότερο. Εκτός των άλλων, έχοντας το άλμπουμ στα χέρια μου αρκετές εβδομάδες, με μεγάλη μου χαρά, διαπίστωσα ότι όσο πιο πολύ το άκουγα, τόσο καλύτερο μου ακουγόταν και σίγουρα πάρα πολύ ευχάριστο. Θέλουμε κάτι περισσότερο από τους HELLOWEEN και τους κάθε HELLOWEEN αυτού του κόσμου, που τα 40+ χρόνια της καριέρας τους, μας έχουν χαρίσει αριστουργήματα;

8,5 / 10

Σάκης Φράγκος

Ας αρχίσουμε με μερικές παραδοχές: Αυτή τη στιγμή οι HELLOWEEN είναι το πλέον πετυχημένο σχήμα της γενιάς τους, είναι από τις μπάντες που έκαναν ένα από τα πλέον πετυχημένα reunion όλων των εποχών στο heavy metal και είναι σήμερα ίσως το πλέον hot σχήμα στο παραδοσιακό, κλασσικό, old school, όπως θέλετε πείτε το, heavy metal μετά τους METALLICA, IRON MAIDEN και JUDAS PRIEST. Με εξαίσιο management, σοφία και άψογη συνεργασία των μελών τους, κατάφεραν να γίνουν ένα brand name που όχι μόνο πουλάει αλλά κυρίως που προσφέρει. Μια καλό-λαδωμένη μηχανή με διακριτούς ρόλους στο κάθε της γρανάζι, η οποία δουλεύει άψογα και παράγει ακόμα καλύτερα.

Προσωπικά βγάζω το καπέλο κυρίως στον master mind όλης αυτής της προσπάθειας τον κύριο Andy Deris, αλλά φυσικά και σε όλο το υπόλοιπο σχήμα που κατάλαβε, κατανόησε και συνεργάζεται τόσο αρμονικά προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά συνέπεια αυτό που ζουν και απολαμβάνουν δικαίως σήμερα, είναι η καταξίωση. Η καθολική αναγνώριση από το σύνολο των οπαδών που πλέον δεν χρειάζεται να διαχωρίζουν το παρελθόν της μπάντας από το παρόν, αλλά απολαμβάνουν αυτή την συνένωση εποχών σε όλο της το μεγαλείο τόσο επί σκηνής, όσο και δισκογραφικά.

Μου αρέσουν αυτές οι μπάντες που ενώνουν το παρελθόν προς χάρη του μέλλοντος. Αυτοί είναι οι HELLOWEEN του 2025 και έρχονται να μας προσφέρουν το δεύτερο άλμπουμ του reunion τους. Δεν θα σας κουράσω πολύ μιας και τα πράγματα εδώ είναι εξαιρετικά απλά. Θα σας παραθέσω απλά, λιτά και κατανοητά την προσωπική μου άποψη…

Το “Giants & monsters” είναι το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας, αν όχι γενικότερα γιατί αυτό θα ήθελα να πω μα δεν τολμώ, αλλά τουλάχιστον είναι δεδομένα το καλύτερο από την εποχή των “Keepers…”. Μπορεί να συγκριθεί μαζί τους; Νομίζω πως ναι. Μπορεί. Αν κάτι με κρατά από το να το χαρακτηρίσω ξεκάθαρα το καλύτερο HELLOWEEN άλμπουμ, είναι πως τα δυο “Keepers…” για την εποχή τους ήταν άκρως πρωτοποριακά, ενώ εν έτει 2025 το “Giants & monsters” όσο συναρπαστικό και εάν ακούγεται, πρωτοποριακό δεν μπορείς με τίποτα να το χαρακτηρίσεις. Πιο μοντέρνο power metal ναι, εδώ συμφωνούμε. Συνθετικά και εκτελεστικά είναι απλά αψεγάδιαστο, και οι πιο «μέτριες» στιγμές του στα “Hand of God” και “Under the moonlight” (“Dr. Stein” φάση) θα ήταν χαλαρά highlights σε άλλα άλμπουμ τους και στην ουσία είναι πολύ καλές συνθέσεις απλά είναι τόσο υψηλό το επίπεδο που για αυτό το άλμπουμ μοιάζουν πιο «λίγες».

Μην με παρεξηγήσετε, θα καταλάβετε όταν ακούσετε και εσείς το “Giants & monsters”. Από εκεί και πέρα το “Majestic” είναι ένας οκτάλεπτος επικός οργασμός που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε, το “Universe (Gravity for hearts)” είναι πολύ κοντά του και θα φέρει στο μυαλό ένδοξες συνθέσεις τους όπως το “Eagle fly free”, τα πιο εμπορικά “A little is a little too much”, “This is Tokyo” παντρεύουν πολύ δυναμικά τους PINK CREAM 69 με τους HELLOWEEN και θα είναι must στα live τους. “Savior of the world”, “Giants on the run”, “We can be Gods” (τι τραγούδαρος είναι αυτός πάλι!) είναι βγαλμένα από τα “Keepers..” και είναι για αλύπητο headbanging. Το “Into the sun” θα παντρέψει το “Forever and one” με το “A tale that wasn’t right” και το ντουέτο Deris/Kiske είναι πραγματικά συνταρακτικό εδώ. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα είναι επί σκηνής η εκτέλεσή του. Γενικά, συνθετικά, εκτελεστικά και ηχητικά το άλμπουμ συλλαμβάνει τους HELLOWEEN στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους, και αυτό είναι φανερό από την αρχή μέχρι το τέλος.

Θα σας πω, ότι είναι εξαιρετικό σπάνιο να ακούω ΟΛΟΚΛΗΡΟ άλμπουμ τόσες πολλές φορές προσπαθώντας να κατανοήσω πως γίνεται στην ολότητά του είναι τόσο καλό και να προσπαθώ να καταλάβω που υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει ή μια μετριότητα βρε παιδί μου τέλος πάντων. Δεν κατάφερα να βρω τελικά τίποτα αρνητικό να για να δικαιολογήσω μια αυστηρότητα ή να γκρινιάξω λίγο. Ξέρετε ότι δεν μασάω τα λόγια και δεν με ενδιαφέρει το να γίνομαι αρεστός δεξιά και αριστερά. Αλλά ρε φίλε τόσο πραγματικά καλό άλμπουμ από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να ακούσω… Μα την Παναγία! Μπράβο τους!

9,5 / 10 (γιατί το 10 ανήκει στον Θεό μόνο)

Δημήτρης Σειρηνάκης

Οι αδιαφιλονίκητοι power metal γίγαντες είναι εδώ με ένα δίσκο που περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία αποζημιώνοντας μας σε υπερθετικό βαθμό και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για την ακρίβεια, το “Giants & monsters” είναι ένα πραγματικό κόσμημα στην ούτως ή άλλως ανεκτίμητης αξίας δισκογραφία των HELLOWEEN και πιστέψτε με ότι μιλάμε για ένα δίσκο-αναφορά για το μέλλον. Και αν όλα αυτά σας ακούγονται υπερβολικά ή θεωρείτε ότι τα έχετε ακούσει άπειρες φορές στο παρελθόν, να διευκρινίσω ότι: α) προφανώς και δεν τίθεται θέμα συγκρίσεως με όλες τις κλασικές στιγμές των Γερμανών (συμπεριλαμβανομένων αυτών με τον Deris πίσω από το μικρόφωνο…όλοι ξέρουμε ποιες είναι αυτές) και β) για τα δικά μου γούστα είναι ό,τι καλύτερο έχουν κυκλοφορήσει οι HELLOWEEN τα τελευταία 25 χρόνια…μαζί με το “7 Sinners”.

Από τις λεγόμενες (πάλαι ποτέ) εμπορικές συνθέσεις του Andi, “This is Tokyo” και το εκπληκτικό “A little is a little too much” μέχρι τους power metal ογκόλιθους “Universe”, “Majestic” και “Giants on the run” (φανταστικό opening track!), το “Giants & monsters” αποδεικνύεται στην πράξη ανώτερο του προκατόχου του (το οποίο μας άρεσε φυσικά) έχοντας ως κύρια χαρακτηριστικά δύο, κατά τη γνώμη μου, πολύ βασικά στοιχεία: το πρώτο είναι η καταλυτική συνεισφορά του Hansen ο οποίος συμβάλει τα μέγιστα προσδίδοντας μία…GAMMA RAY αισθητική όταν «ρίχνει» ταχύτητες επιλέγοντας πιο mid-tempo φόρμες και το δεύτερο ο αναμενόμενος συνθετικός οίστρος του Deris. Προφανώς η απόδοση των Kiske, Weikath, Loble, Gerstner, Grosskopf είναι διαστημική και δεν χρειάζεται να υπερθεματίζουμε τα αυτονόητα.

Το “Giants & monsters” είναι ένας δίσκος που μας κάνει περήφανους και ήδη ελπίζουμε να ξαναδούμε πολύ σύντομα τους πολυαγαπημένους μας HELLOWEEN στη χώρα μας. Σε μια εποχή αναπόφευκτης βιολογικής γήρανσης και συνθετικής ένδειας από πολλά πρωτοκλασάτα ονόματα, οι HELLOWEEN δείχνουν ξανά το δρόμο. Pumpkins for life!

8,5 / 10

Σάκης Νίκας

Το πολυπόθητο, για αρκετούς, reunion, συζητείτο για χρόνια. Όνειρο απατηλό για κάποιους, κρυφός πόθος για άλλους, για τον Deris στόχος ζωής. Και τον πέτυχε, ο σκύλος ο μαύρος! Τον πέτυχε, για να γίνουν όλα όπως τα είχε στο μυαλό του. Οι HELLOWEEN δεν έπρεπε για κανέναν λόγο να παρεκκλίνουν της πορείας τους και να καταντήσουν μια nostalgia band. Όφειλαν να αποδείξουν ακόμη και στον τελευταίο πως, πίσω από την επανένωση αυτή, δεν κρυβόταν ένα στέρεμα ιδεών και έμπνευσης, ούτε κάποιο λογιστικό γραφείο, αλλά οπαδιλίκι τόσο γνήσιο που ακόμη και 20χρονοι, δεν το έχουν. Πως δεν ποντάριζαν αποκλειστικά στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις του οπαδού, για να «σταθούν» στο «σήμερα»…

Το “Helloween”, μαζί με όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτού, ήταν η καλύτερη και πλέον αποστομωτική απάντηση. Ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα, όπως είχα γράψει τότε στην παρουσίασή του. Οι HELLOWEEN δεν έγιναν tribute του εαυτού τους, δε διηγήθηκαν περασμένα μεγαλεία κλαίγοντας. Ο πρώτος κύκλος της επανασύνδεσης έκλεισε θριαμβευτικά και ένας δεύτερος δίσκος, ήταν περίπου επιτακτική ανάγκη. Μόνο που τώρα, δε θα υπήρχε το «χαρτί» της έκπληξης, του αιφνιδιασμού, ούτε θα μπορούσαν να παίξουν με τη ψυχολογία του συναισθηματικού οπαδού. Οι Γερμανοί είχαν πια αποκαλυφθεί πλήρως και το παιχνίδι παιζόταν επί ίσοις όροις.

Το “Giants & monsters”, ως το δεύτερο άλμπουμ από την στιγμή που «έσμιξαν ξανά τα αηδόνια», μου δημιούργησε αυξημένες προσδοκίες. Και οι HELLOWEEN, δε με διέψευσαν. Τα χαμογελαστά «αιώνια παιδιά» κάθισαν κάτω, άκουσαν ολόκληρη την δισκογραφία τους και αποφάσισαν να πάρουν κατιτίς από κάθε τους περίοδο, για να έχουν ικανοποιημένο και τον πιο απαιτητικό οπαδό τους. Ναι φίλε, στην ακρόαση του “Giants & monsters”, δεν πιστεύω να υπάρξει κάποιος που να του αρέσουν πραγματικά οι HELLOWEEN, να έχει παρακολουθήσει όλη τους την πορεία και να μη βρει έναν καλό λόγο να πει!

Η ατμόσφαιρα των δύο “Keepers…”, υπάρχει πλέρια στο europower-άδικο “Savior of the world”, το διασκεδαστικό “Under the moonlight”, που μοιάζει τόσο πολύ με το αγαπημένο μου χαζοτράγουδο “Livin’ ain’t no crime” και το μεγαλεπήβολο “Universe (Gravity for hearts)”. Σε όσους έχουν λείψει οι πραγματικά εμπνευσμένες συνθέσεις του Kai Hansen, υπάρχει το «πιο Hansen-ικό δε γίνεται», power/speed metal “We can be Gods”, φτιαγμένο από γερμανικό ατσάλι σε βρετανικό χυτήριο (για όποιον κατάλαβε), κυρίως όμως υπάρχει το – όνομα και πράγμα – “Majestic”: Ανώτερο του “Skyfall” από το “Helloween”, ως δικά του κομμάτια που ρίχνουν αμφότερα αυλαία, ανώτερο κι από το “Universe (Gravity for hearts)”. Α ρε Hansen… κάθε σοβαρή ιδέα που κατεβάζει η κούτρα σου, είναι τουλάχιστον ένα επίπεδο επάνω από τον μέσο όρο!

Ούτε αυτοί που γνώρισαν κι αγάπησαν το συγκρότημα με την έλευση του Andi Deris, θα απογοητευτούν. Το μεγαλοπρεπές εναρκτήριο “Giants on the run” (Deris/Hansen) είναι, χωρίς ίχνος υπερβολής, ένα από τα καλύτερα τραγούδια στην ιστορία της μπάντας. Το “A little is a little too much” μου θύμισε μικρά αριστουργήματα σαν το “Hey, Lord!” και το “Handful of pain” και το μελαγχολικό “Into the sun” ξεχειλίζει από συναίσθημα… Αν σου άρεσαν πολύ το “If I could fly”, το “Light the Universe” (εγώ τα λατρεύω) και γενικά τα πας καλά με αυτήν τη μουντή ατμόσφαιρα, θα ενθουσιαστείς. Ναι, ok, κάπως υστερεί το “Hand of God” αλλά ο Deris στα κουπλέ και μόνο, έχει σώσει όλο το ματς.

Πώς είπες; Προσπέρασα το “This is Tokyo”; Κοίτα, καταλαβαίνω για ποιους λόγους γράφτηκε (πολύ εμπορικό πρώτο single, ένα «ευχαριστώ από πλευράς Deris προς την Ιαπωνία που τόσο τον έχει στηρίξει ως καλλιτέχνη σε ό,τι και να έχει κάνει) αλλά ρε παιδί μου είναι τόσο καλό, που μπροστά του το “Anything my mama don’t like” είναι το “Halloween Pt.2”! Άστο εκεί να δώσει το μεγάλο derby με το “Mass pollution”, για τον τίτλο της υψίστης μπούρδας της reunion εποχής, δεν έπεσε δα το νερό στη ζάχαρη!

“Giants & Monsters”… Ένα άλμπουμ με συνθετικό πλουραλισμό, χαρακτηριστική αναγνωρισιμότητα (δίχως να διαβάσεις credits, μπορείς να υποθέσεις ποιος έγραψε, τι), «σπιρτάδα», «φρεσκάδα», ακόμη καλύτερη «χημεία» στην σύμπραξη των τριών φωνών και των τριών κιθαρών, flashbacks στη δική τους δισκογραφία και… tributes σε αγαπημένους τους/μας καλλιτέχνες! Και τι δεν άκουσα: GAMMA RAY, PRIMAL FEAR, MANOWAR, JUDAS PRIEST, OZZY, M.S.G… λες και παίζουμε κάποιο παιχνίδι με γρίφους! Το ωραίο μάλιστα είναι πως σε αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι, δεν συμμετέχει μόνον ο συνήθης ύποπτος Kai Hansen, αλλά και άλλα μέλη της μπάντας!

Εξαίσιο επίσης είναι, για μια ακόμη φορά, το artwork του Eliran Kantor. Ο καλλιτέχνης έχει βάλει τη δική του αισθητική και νοοτροπία, δίχως να απομακρύνεται από το «πνεύμα» μιας HELLOWEEN κυκλοφορίας. Για να «γκρινιάξω» όμως λίγο, θα πω ότι περίμενα καλύτερο αποτέλεσμα από το δίδυμο Denis Ward/Charlie Bauerfeind. Τι να το κάνω για παράδειγμα που ο Dani Löble ηχογράφησε όλα τα κομμάτια σε τρία (!) διαφορετικά σετ τυμπάνων για να αποφασίσει ποιο από αυτά αποδίδει το τέλειο vibe για κάθε τραγούδι… Έναν ήχο σαν του “The dark ride” (μπροστά από την εποχή του και από την εποχή μας), του “Rabbits…” ή του “Keeper… the legacy”, θα ήθελα.

Αυτό είναι λοιπόν, το νέο πόνημα των HELLOWEEN. Ανώτερο του προκατόχου του; ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ. Στο προηγούμενο έβαλα και μισό βαθμό χατιρικά, εδώ ο βαθμός είναι «γεμάτος». «Σημείο αναφοράς» στη δισκογραφία της μπάντας; Ναι, μπορεί να το πετύχει αυτό, εις βάθος χρόνου. Όσον αφορά το «τώρα», είναι ένας δίσκος που τιμά το όνομα του γκρουπ, έχει ωραία τραγούδια και θα φουλάρει το «ντεπόζιτο» των Γερμανών φίλων μας, ώστε να ξαναβγούν σε περιοδεία με show και απόδοση αντάξια των προσδοκιών όλων ημών των οπαδών τους. Τι άλλο θέλουμε;

8 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

Το ομώνυμο άλμπουμ των HELLOWEEN ήταν ένα ιστορικό γεγονός, καθώς μιλούσαμε για το πρώτο άλμπουμ του reunion με τους Hansen και Kiske, πίσω στις κολοκύθες. Ένα άλμπουμ καλό, που προσωπικά μου άρεσε και που έθετε το συγκρότημα σε μία τροχιά εκτόξευσης που κανείς δεν περίμενε. Και τι εννοώ με αυτό; Ότι τέσσερα χρόνια μετά οι HELLOWEEN επιστρέφουν ίσως με το καλύτερο άλμπουμ που έχουν βγάλει μετά το “The dark ride”.

Το “Giants & monsters” έρχεται με μία πιο ξεκάθαρη εικόνα, η οποία αποτυπώνει τους HELLOWEEN να κάθονται αναπαυτικά στον θρόνο του power metal, κοιτώντας μπροστά γεμάτοι όρεξη για μουσική, δημιουργώντας υλικό που τιμά το ένδοξο παρελθόν, χωρίς όμως να σε κάνει να το αναπολείς. Έχοντας πλέον στη φαρέτρα τους τη συνθετική δύναμη που απαρτίζεται από τους Kai Hansen, Michael Weikath, Andi Deris και Sascha Gerstner, γεννούν μουσική που φέρει το αποτύπωμα όλων των δημιουργών της. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε τις πιο GAMMA RAY στιγμές όπως στο “Giants on the run”, την επική α λα “Keeper of the seven keys” μπόμπα “Universe”, την hit-άρα “A little is a little too much” που παραπέμπει στα έργα Deris, την μπαλάντα “Into the sun” με το ντουέτο Kiske – Deris και το “We can be Gods” της πιο σύγχρονης περιόδου του συγκροτήματος.

Και όπως οι πραγματικοί μερακλήδες αφήνουν πάντα το καλύτερο για το τέλος, έτσι και οι HELLOWEEN παρέδωσαν το “Majestic” για επίλογο. Ένα τραγούδι οκτώ λεπτών, γεμάτο ιδέες, αλλαγές και κορυφώσεις, με την μπάντα όχι μόνο να δείχνει ότι μπορεί να γράψει ξανά συνθέσεις μεγάλης κλίμακας χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα αλλά και να θυμίζει ποιοι κρατούν τα σκήπτρα του power metal, κοιτώντας τον δεύτερο από άλλο γαλαξία.

Με μία άψογη παραγωγή, το “Giants & monsters” δεν είναι απλά ένα ακόμα κεφάλαιο στη δισκογραφία των HELLOWEEN. Είναι η απόδειξη ότι το σχήμα έχει μπει σε μια νέα εποχή, με τραγούδια που στέκονται δίπλα στα καλύτερά τους. Αν το προηγούμενο άλμπουμ έδωσε την αφορμή για πανηγυρισμούς, εδώ έχουμε την πραγματική επιβεβαίωση. Οι κολοσσοί του ευρωπαϊκού power metal όχι μόνο παραμένουν ζωντανοί, αλλά δείχνουν ικανοί να συνεχίσουν να γράφουν ιστορία.

9 / 10

Δημήτρης Μπούκης

Κατά την ταπεινή μου άποψη οι σημερινοί HELLOWEEN αποτελούν το πιο επιτυχημένο (με ολιστικά κριτήρια) reunion όλων των εποχών, καθώς όχι απλά επέστρεψαν δύο θρυλικά και βασικά μέλη (Hansen/Kiske) αλλά δεν χρειάστηκε να αποχωρήσει κάνεις από όσους κράτησαν τη μπάντα όρθια τα δύσκολα χρόνια (Deris/Gerstner). Έτσι οι HELLOWEEN του 2025 είναι μια πολυδύναμη μπάντα – χρονομηχανή που μπορεί να παίξει κυριολεκτικά τα πάντα από τον χώρο που η ίδια δημιούργησε -δηλαδή το ευρωπαϊκό power metal- και να ακούγεται διαρκώς φρέσκια και αυθεντική.

Η τωρινή -7μελής- σύνθεση των HELLOWEEN έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει σε οποιοδήποτε σημείο της ιστορίας τους και να γράψει ένα νέο τραγούδι βασισμένο εκεί αλλά επικαιροποιημένο στο σήμερα. Στο “Giants & Monsters” ακούμε ουσιαστικά ένα all about HELLOWEEN δίσκο, που κάθε νότα είτε ξυπνάει μια ανάμνηση είτε σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς καταφέρνουν μετά από τόσα χρόνια να παράγουν ανόθευτο αυτό το κλασικό happy happy Helloween συναίσθημα με δόσεις βέβαια από αρκετές νέες πτυχές του σκληρού ήχου. Στη διάρκεια της ακρόασης έρχεσαι σε επαφή με στοιχεία από το «The Dark Ride», το «Better than Raw», τα «Keepers» ή το «Master of the Rings». Το να ακούς τον Michael Kiske να εναλλάσσεται στο μικρόφωνο με τον Andi Deris ή και τον Kai Hansen σε κάνει να νιώθεις ότι οι HELLOWEEN του 2025 είναι μια μουσική υπερομάδα, ένα συγκρότημα πάνω από τον χωροχρόνο που μπορεί να συνδυάσει ή να δημιουργήσει κυριολεκτικά οτιδήποτε θέλει ανά πάσα στιγμή από κάθε δεκαετία ή κάθε δίσκο του power metal.

Πάμε στα κομμάτια; Για το μεγαλειώδες άσμα που ανοίγει τον δίσκο, το “Giants on the Run”, τι να πρωτογράψω; Ότι καταφέρνει με έναν φοβερό τρόπο να συνδυάσει τον ήχο της εποχής «Time of the Oath” / “Better than Raw” με τους… GAMMA RAY; Με ένα εκπληκτικό κυριολεκτικά ρεφραίν από αυτά που χρόνια είχαμε να ακούσουμε, που είναι τόσο δυνατά που θα μπορούσες να τα θυμάσαι για πάντα ακόμη και αν τα ακούσεις μια μόνο φορά; Με το φοβερό σημείο στη μέση, που αφού ο Deris τα έχει δώσει όλα ξαφνικά εμφανίζεται στο μικρόφωνο ο Kai Hansen και το κομμάτι περνάει σε άλλο στάδιο; Τα solos που παραπέμπουν στα Keepers; Το εκπληκτικό lead κιθάρας λίγο πριν το συγκινητικό μπαλαντοειδές σημείο που απαγγέλει ο Hansen; Αμέσως μετά ακολουθεί το “Savior of the world” που είναι ο ύμνος του δίσκου, παίζοντας τον ρόλο ενός “Eagle Fly Free” με φοβερή κεντρική μελωδία στο γηπεδικό ρεφρέν συνδυασμένη με ένα κορυφαίο επίσης lead που σου μένει στο μυαλό από την πρώτη ακρόαση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη μπάντα σήμερα που να μπορεί να γράψει τέτοιο είδος τραγουδιού πιάνοντας ταυτόχρονα αυτή την διαχρονική ποιότητα. Το ακούς και σου ξυπνάει αμέσως τα συναισθήματα όπως τότε που πρωτοάκουσες τα Keeper. Απίστευτο συναίσθημα.

Στην πορεία του άλμπουμ βρίσκουμε το απροσδόκητα διασκεδαστικό “Under the Moonlight” που παραπέμπει στο “Livin ain’t no crime”(!), το instant Deri-κό hit “A Little is a Little too much”, μια εκμοντερνισμένη εκδοχή κομματιού που παραπέμπει στο “Better than Raw” αλλά έχει μέσα και τον Kiske (Τι άλλο να ζητήσεις;), το “We can be Gods” με ethnic στοιχεία, φοβερό κεντρικό riff, επικολυρικό chorus και μεγάλες μελωδίες. Τα ήδη γνωστά singles “This is Tokyo” (ένα ακόμη hit στο συνθετικό στυλ του Deris) και “Universe” (up tempo europower που ο Kiske πιάνει κορυφές ξανά) τα έχετε ακούσει για να διαβάζετε αυτή την κριτική, η μπαλάντα “Into the Sun” περιέχει το επικολυρικό συναίσθημα που εκπέμπουν όλες οι μπαλάντες των HELLOWEEN και το “Majestic” κλείνει τον δίσκο όμορφα μ’ ένα συνδυασμό όλων των εποχών του σχήματος, καθώς μέσα περιέχει riffs από εποχές «Master of the Rings» στο chorus, verse α-λα Keepers, GAMMA RAY περάσματα, ανατολίτικα solos, καταλάβατε.

Μόνο παράπονο, η παραγωγή/μίξη του δίσκου που δεν είναι αντίστοιχη του εγχειρήματος: μάλλον στη προσπάθεια να ακουστεί ο ήχος νοσταλγικός τελικά ακούγεται απλά μέτριος. Ειδικά στις κιθάρες και τα drums το 25 ετών πλέον “The Dark Ride” έχει φρεσκότερο ήχο από το “Giants & Monsters”. Ο δίσκος συμπερασματικά είναι ανώτερος από τον προκάτοχό του, “Helloween” (2021), που ήταν ούτως ή άλλως ένας αξιοπρεπής δίσκος, τούτος εδώ όμως είναι εξαιρετικός. Κλείνω με ένα σχόλιο: οι HELLOWEEN σήμερα με την πλήρη τους σύνθεση ανέκτησαν τα σκήπτρα όχι απλά του power αλλά συνολικά του ευρωπαϊκού heavy metal ήχου. Βάζουν τα γυαλιά σε νεότερους (θυμίζω κάτι τραγικές δηλώσεις του Sammet για τον europower ήχο) και γυρίζουν τον κόσμο σε υπερεπιτυχημένες περιοδείες και headliners στα μεγάλα φεστιβάλ. Δεν το λες και μικρό επίτευγμα στα 40 χρόνια καριέρας…

8,5 / 10

Δημήτρης Μελίδης

To προηγούμενο άλμπουμ των ΗΕLLOWEEN που κυκλοφόρησε το 2021 ήταν ένας δίσκος που όλοι περιμέναμε να δούμε πώς αυτή η χημεία του reunion θα αποτυπωνόταν στον δίσκο και στις συνθέσεις του επί το πλείστον. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ καλή κυκλοφορία και το στοίχημα είχε πλέον κερδηθεί. Αυτή την φορά αυτή η προσμονή δεν υπήρχε μιας και είδαμε όλοι μας στο προπέρσινο Release πως η μπάντα λειτουργεί περίφημα στο σανίδι, η μεταξύ τους χημεία τους βγαίνει αβίαστα και περνάνε καλά κάνοντας αυτό που ξέρουν. Η μπάντα πλέον έχει βρει τις ισορροπίες της αλλά και ανάλογα την καθολική αποδοχή από τους οπαδούς. Το “Giants & monsters”, όπως το περίμενα, συνεχίζει από εκεί που έμεινε ο ομότιτλος δίσκος, δηλαδή το επίπεδο παραμένει πολύ υψηλό και πάλι .

Το εναρκτήριο εξάλεπτο “Giants on the run” είναι ένα από τα πιο σπουδαία κομμάτια εδώ μέσα με όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ΗΕLLOWEEN, τεχνικό με ριφάρες, αλλαγές διαθέσεων στο κομμάτι, σίγουρα έχει βάλει το χέρι του ο Ηansen στην σύνθεση. Οι power metal-ιες συνεχίζονται στο “Savior of the world” που φέρει μια Keeper II αύρα, ενώ το “We can be Gods” με τις υπέροχες δισολιές στη μέση του, θα ενθουσιάσει όλους τους οπαδούς με την power metal δυναμική του. Χωρίς να είναι κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει, στέκεται υπέροχα στον δίσκο.

Το “A little is a little too much” μας γυρνά στις “Dark ride” ημέρες, ένα πολύ ωραίο hard rock κομμάτι, το “Into the sun” είναι μια εξαιρετική μπαλάντα με πολύ ωραία φωνητικά από τους Deris/ Kiske, λυρικό όπως πρέπει, ανεβάζει το επίπεδο του δίσκου. Το “This is Tokyo” που επιλέχθηκε και σαν το πρώτο single του δίσκου, είναι ένα hard rock κομμάτι που μπορεί να ξένισε αρκετούς που επιλέχθηκε σαν πρώτο single αλλά το καλό με αυτό είναι ότι όσο το ακούω τόσο πιο πολύ μου αρέσει κάθε φορά!

Το “Under the moonlight” δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο θα έλεγα, παλιά κάτι τέτοια τα έβαζαν b-side στα singles τους, αντιθέτως το “Universe (gravity of hearts)” είναι μια σύνθεση που ξεχωρίζει μιας και συνδυάζει τόσο τον παραδοσιακό ήχο της μπάντας με μια μοντέρνα προσέγγιση. Από τις πιο σπουδαίες συνθέσεις του δίσκου αναμφίβολα.

Το “Hand of God” είναι μια διασκεδαστική “χαρούμενη” σύνθεση ενώ το τελείωμα του άλμπουμ θα γίνει με εξαιρετικό τρόπο με το “Majestic”. Ένα οκτάλεπτο έπος δια χειρός Kai Hansen έρχεται να σου δώσει τα μυαλά στο πιάτο. Οι ερμηνείες εδώ είναι συγκλονιστικές, η ατμόσφαιρα του κομματιού φέρνει κάτι από το “Rising” των RAINBOW σε κάποια σημεία (ακούστε προσεκτικά εκεί στο 3:08 και έπειτα). Tα solos δίνουν και παίρνουν, ούτε που καταλαβαίνεις πως περνά ο χρόνος ακούγοντάς το, γενικά είναι από τα κομμάτια που σίγουρα θα το δούμε στα μελλοντικά setlits της μπάντας και έρχεται να κλείσει τον δίσκο με τον καλύτερο τρόπο θα έλεγα.

Προσωπικά το “Giants & monsters” είναι όπως το περίμενα. Ένας ακόμα πολύ καλός δίσκος για τους ΗΕLLOWEEN του σήμερα που μετά από 40 χρόνια πορείας και 17 άλμπουμ προσφέρουν ποιοτικές συνθέσεις και δίσκους που θέλεις να τους προσθέσεις στην δισκοθήκη σου. Είναι φυσικά αδύνατον να γραφτεί άλλο ένα Keeper αλλά όποιος έχει τέτοιες απαιτήσεις από ένα σχήμα τεσσάρων δεκαετιών και τόσων σπουδαίων δίσκων στο παρελθόν, νομίζω ότι πλανάται. Οι HELLOWEEN του 2025 είναι ένα σχήμα που τιμά το όνομα του με πολύ ωραίους δίσκους σαν το “Giants & monsters” και με εξαιρετικές- ονειρικές συναυλίες σαν αυτή που είδαμε στο Release προπέρσι. Αυτά εμένα μου ακούν και μου περισσεύουν, ελπίζω και εύχομαι μόνο η επόμενη περιοδεία τους να έχει συμπεριλάβει και την χώρα μας.

8 / 10

Γιάννης Παπαευθυμίου

Σίγουρα μια νέα δουλειά από τους αξεπέραστους HELLOWEEN, είναι πολύ σημαντικό γεγονός και μετά την επιστροφή τόσο του Hansen όσο και του Kiske, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τους Γερμανούς. Άξια βέβαια για ομαδική παρουσίαση και πολλές απόψεις, που όμως πιστεύω πως θα συμπίπτουν. Ας αρχίσουμε με την σύνοψη, ότι το “Giants & monsters” αξίζει τον οβολό σας. Τα περισσότερα συστατικά του, είναι σε σωστή αναλογία και συνταγή κρίνεται επιτυχημένη.

Και οι τρεις τραγουδιστές ακούγονται σε εξαιρετική φόρμα, με τις συνθέσεις να είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στις φωνές τους. Ακούμε τον Michael Kiske να τραγουδά πιο λίγο, τον Hansen να βγαίνει λίγο πιο μπροστά και βέβαια τον Deris να έχει την μερίδα του λέοντος. Από την άλλη για συγκρότημα με τρεις εξαιρετικούς κιθαρίστες (Weikath, Gerstner, Hansen) το άλμπουμ έχει έντονη χρήση πλήκτρων, κάτι που παραλλήλισα με το “Brave new world” των MAIDEN. Πάντως οι κιθάρες, οι δισολίες και τα καταιγιστικά σόλο, βρίσκουν άπλετο χώρο, ενώ η παραγωγή είναι σεμιναριακού επιπέδου, όπως αρμόζει στους Βασιλιάδες τους power metal (κάτι που επιμελήθηκε ο Charlie Bauerfeind με τον Dennis Ward και πάλι).

Ναι, αν το χιτάκι “This is Tokyo” ξίνισε πολλούς, τότε να μην ανησυχούν. Άλλωστε έχουμε σταματήσει να κρίνουμε μια κυκλοφορία από το πρώτο σινγκλάκι. Υπάρχει και το “A little is a little too much”, σε αυτή την κατηγορία, που θυμίζει τις προσωπικές δουλειές του Deris, με πιασάρικο ύφος και απλοϊκούς στίχους, αλλά αυτό το στοιχείο υπήρχε αρκετά παλαιότερα, όπως και οι μπαλάντες. Δεν είναι λόγος να πυροβολούμε. Όπως το αργό και κινηματογραφικό “Into the sun”, με έγχορδα που πλημυρίζουν την σκέψη μου με σκηνές από εισαγωγή ταινίας 007, τον Deris να ερμηνεύει με απίστευτη ένταση και πάθος και τον Kiske να αντιπαραβάλλει την ζεστή του φωνή, είναι πανέμορφο.  Αυτό που επιτρέπεται να κρίνουμε, είναι το πόσο πετυχημένες είναι οι συνθέσεις, κι αν ταιριάζουν με το γενικότερο κλίμα του άλμπουμ. Έτσι εδώ θα έλεγα πως τόσο το “This is Tokyo” όσο και το “A little is a little too much”, όσο κι αν μου καρφώνονται στο μυαλό (δηλαδή την δουλειά τους την κάνουν), δεν θα μου μείνουν περισσότερο από κάτι “Mrs God”, “The game is on”, κλπ., όμως αυτά είναι που συνήθως βγάζουν ως προωθητικά βίντεο. Αυτό που καλύτερα να άφηναν για bonus track είναι το μετριότατο “Hand of God”. Στo “Under the moondlight” ο Michael Weikath, μας κάνει να χαμογελάσουμε με τις αναφορές του στα “Keeper…”.

Οι γρήγορες συνθέσεις επικρατούν και σίγουρα η ποιότητά τους, μου επιτρέπει να δηλώσω πως εύκολα στο σύνολό του, το “Giants…” είναι ανώτερο του προηγούμενου. Με όλα τα κλισέ τους, αλλά και κάποιες καινοτομίες για τον ήχο των Κολοκυθών, όλες οι γρήγορες στιγμές είναι όπως θα τις θέλαμε. Μελωδικές, με χαρακτηριστικές κιθάρες, με κλασικά ρεφραίν και την μαγεία από το ραβδί του Κλειδοκράτορα. Από το  “Giants on the run” και το “Savior of the world” (εξαιρετική η προσφορά του Weikath) που ανοίγουν την παράσταση, οι προθέσεις για μαεστρικό power/speed metal είναι φανερές. Το “We can be Gods” με συμμετοχή και των 3 τραγουδιστών, είναι το πρώτο διαμάντι. Το “Universe (gravity for hearts)” του Sascha Gerstner, είναι επίσης άξιο αναφοράς, όμως τίποτα δεν ακουμπά το αυτοκρατορικό “Majestic” που επιτρέπει για άλλη μια φορά στον Kai Hansen να ξεδιπλώσει όλο του το ταλέντο. Το κάθε του συστατικό είναι πετυχημένο, αριστουργηματικά στημένο κι εκτελεσμένο (ευτυχώς μόνο 8 λεπτά). Έρχεται κι αυτή η κραυγή στο τέλος πριν το τελευταίο ρεφραίν και μας ισοπέδωσε.

Η ιστορία και η καριέρα των HELLOWEEN και των GAMMA RAY, έχουν αρκετά κοινά μουσικά στοιχεία. Ποτέ όμως ένας δίσκος των HELLOWEEN δεν είχε τόσα GAMMA RAY στοιχεία, είτε στον στιχουργικό τομέα (ακούμε στίχους για εξωγήινους από “Somewhere out in space”), είτε στον μουσικό. Βέβαια το “Majestic” είμαι μια σαφή αναφορά στον ομότιτλο δίσκο του 2005, όμως δεν είναι η μοναδική. Τώρα δεν θα υπερ-αναλύσουμε το πώς και το γιατί. Δεν χρειάζεται. Απλά το απολαμβάνουμε διότι δίνει μια ακόμα πτυχή στον χαρακτήρα των HELLOWEEN.

Θα διαβάσετε πολλές φορές ότι ο Dani Löble ηχογράφησε το κάθε τραγούδι, με τρία διαφορετικά σετ από τύμπανα, ώστε να διαλέξει τον ήχου που ταίριαζε στο καθένα. Επίσης θα διαβάσετε για τόσες άλλες λεπτομέρειες στα τραγούδια, όμως αυτό που τελικά μένει είναι το συναίσθημα καθώς ολοκληρώνεται το άλμπουμ. Για μένα αυτό το συναίσθημα είναι πιο ζεστό και θετικό απ’ ό,τι περίμενα από τους εξηντάρηδες, μπαρουτοκαπνισμένους Γερμανούς που δεν έχουν απολύτως τίποτα να αποδείξουν. Το “Giants & monsters” μπορεί να μην είναι μια “γιγαντιαία” στιγμή ή μια “τερατώδης” παραγωγή, αλλά μπροστά στην έλλειψη power metal διαδόχων, είναι σίγουρα η καλύτερη κυκλοφορία της χρονιά στο είδος αυτό.

8 / 10

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

”Βρε καιρό που ‘χαν τα μάτια μου να δούνε τα δικά σας”, όπως λέει και η λαϊκή ρήση, όμως να που ήρθε η ώρα και η στιγμή να ξανασμίξουμε. Ώρα HELLOWEEN λοιπόν ή και ”η ώρα των επτά σαμουράι” (παρεμπιπτόντως τι ταινιάρα τώρα που το θυμήθηκα, Μέγας Kurosawa), ο νέος δίσκος όπως καταλαβαίνετε κατέφθασε μετά από 4 χρονάκια και ήρθε η στιγμή για όλους τους καλούς συνάδελφους εδώ στο Rock Hard να καταθέσουμε την γνώμη μας για το καινούργιο άλμπουμ των ηγετών του power metal. Οπότε ας ξεκινήσω με την δήλωση λατρείας και αγάπης προς όλη την επτάδα αλλά και ένα μεγάλο μπράβο για το καινούργιο τους δισκογραφικό πόνημα και πάμε να πούμε 2 λογάκια για αυτό.

Δίσκος νούμερο 17 πλέον, που τιτλοφορείται ”Giants & Monsters” και που για να το παραφράσουμε κάπως, εδώ σε αυτό το άλμπουμ συμβαίνουν μάλλον σημεία και τέρατα αλλά με την καλή έννοια. Πάμε το εξηγήσουμε λίγο το πράγμα, δύο τα ζητούμενα για τον γράφοντα μετά το ομώνυμο άλμπουμ τους του 2021 που άφησε νομίζω σχεδόν άπαντες ικανοποιημένους. Πρώτον αν μπορούν ως επτάδα, να επαναλάβουν αυτό το εγχείρημα εξίσου επιτυχημένα και δεύτερον αν μπορούν να το κάνουν ακόμα καλύτερο. Η απάντηση κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι ένα μεγαλοπρεπέστατο ”Ναι” ή και ”Jawoll Kamarad” αν το θέτε και εις την γερμανική γλώσσα και στα δυο αυτά ερωτήματα.

Καταρχάς το κομψοτέχνημα που κοσμεί το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι και πάλι δια χειρός Eliran Kantor και είναι ένα εξαιρετικό έργο ζωγραφικής τέχνης και πάλι. Ενώ η δυάδα της παραγωγής διατηρείται και πάλι στο πόστο της αχώριστη δηλαδή οι Charlie Bauerfeind και Dennis Ward κάνουν και πάλι μια εξαιρετική δουλειά σε αυτόν τον τομέα. Δίνοντας σε όλη την μπάντα αλλά και στις τρεις πλέον φωνές τον χώρο και την θέση που πρέπει να έχουν μέσα στον δίσκο στις σωστές δόσεις και συχνότητες.

Πριν πάμε παρακάτω να τονίσω και να ξαναθυμίσω όπως είχα προαναφέρει και στο πρώτο ομώνυμο άλμπουμ που έκαναν τα παλικάρια μας ως επτάδα το 2021, όποιος αναζητά ή θέλει να ακούσει συνέχειες τύπου ”Keeper…” και ”Walls…” καλύτερα να μην μπει καν στον κόπο να ακούσει το άλμπουμ. Αυτά τα αριστουργήματα ανήκουν στο παρελθόν, τα αγαπάμε, τα τιμούμε, τα χαιρόμαστε όταν τα ακούμε στο σπίτι μας ή live από το γκρουπ άλλα δεν υπάρχει κάποιος λόγος από εμάς να απαιτούμε κάτι τέτοιο άλλα ούτε και καμία υποχρέωση από τους ίδιους να προσπαθήσουν για κάτι τέτοιο και αυτό είναι κάτι που το ξέρουν πολύ καλά όπως φαίνεται και δεν μπαίνουν καν σε αυτήν την διαδικασία. Όμως από την άλλη, βρίσκονται εδώ κλείνοντας την τέταρτη δεκαετία του γκρουπ, με σκοπό να μας δείξουν πως μπορούν να γράψουν καλή μουσική, να κάνουν έναν ακόμη εξαιρετικό δίσκο και να μας προσφέρουν 50 λεπτά και 40 περίπου δεύτερα μουσικής πανδαισίας μέσα από το δικό τους ξεχωριστό πρίσμα. Αυτό όπως και στο άλμπουμ που προηγήθηκε του ”Giants & Monsters” ορίζεται από τον χαρακτήρα, την εμπειρία και την διάθεση που διαθέτουν σήμερα να δημιουργήσουν μουσική με την οποία μας δείχνουν ξεκάθαρα και πάλι πως ευχαριστιούνται και χαίρονται αυτό το οποίο κάνουν εδώ και πάλι όλοι μαζί.

Το ποιoς έχει γράψει τι δεν το ξέρω για να είμαι ειλικρινής, πέραν των δύο τραγουδιών που έχουν κυκλοφορήσει ως single. Δηλαδή γνωρίζουμε πως το ”This is Tokyo” φέρει την υπογραφή του ”Αγίου Σώστη” του γκρουπ, Andi Deris και μας θυμίζει έντονα πέρα από τις κλασικές hit-ατες συνθέσεις που ξέρει να γράφει για τους HELLOWEEN τόσα χρόνια, αρκετά πράγματα και από το πιο hard rock παρελθόν του αυτό του ξεκινήματος του με τους PINK CREAM 69. Ωραίο τραγούδι κατά την γνώμη μου για single μέσα από το οποίο τιμά ο ίδιος και την ”Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου” που ήταν από τις πρώτες που του έδωσαν την ευκαιρία να αναδειχθεί ως καλλιτέχνης όπως έχει δηλώσει.

Το δεύτερο single είναι και ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχει ο δίσκος, αυτό είναι το ”Universe (Gravity for hearts) και μολονότι δεν του μοιάζει ως σύνθεση ανήκει αποκλειστικά στον Sascha Gerstner. Αναφέρω πως δεν του μοιάζει για σύνθεση Gerstner, γιατί πολύ απλά είναι ένα υπέροχο τραγούδι 8μιση σχεδόν λεπτών που κοιτάει με πολύ νοσταλγία αλλά όχι αντιγραφή, τόσο το παρελθόν του γκρουπ και έχει πολύ ”Eagle fly free” feeling σε μεγάλο μέρος αυτού αλλά και αρκετές δόσεις από GAMMA RAY εποχής μάλλον ”Somewhere out in space”. Συνδυασμός που μάλλον θα παρέπεμπε σε άλλους ως συνθέτες αυτού, όμως ο Sascha εδώ κάνει υπέροχη δουλειά και ίσως θα μπορούσα να πω ότι με αυτό τιμά τόσο τον Weiki όσο και τον Hansen, με τους οποίους και μοιράζεται πλέον τα κιθαριστικά καθήκοντα ως τριπλέτα. Οι εναλλαγές του κομματιού είναι πραγματικά υπέροχες, οι θέσεις που έχουν οι φωνές μέσα στο τραγούδι το ίδιο. Αν και για τις φωνές θέλω να πω πως και τρεις σε όλο το άλμπουμ Deris, Kiske και Hansen έχουν καταφέρει να κάνουν ακόμα καλύτερη δουλειά και να κουμπώσουν ο καθένας εκεί που πρέπει με αριστουργηματικό τρόπο, ακόμα καλύτερα από το ομώνυμο άλμπουμ του  2021. Ο δε Kiske για τους λάτρεις της φωνής του αλλά και όχι μόνο πετάει πραγματικά σε όλο το άλμπουμ, πιο απελευθερωμένος,

πιο χαλαρός και ακόμα πιο άρτιος, είτε αυτόνομος μέσα στα κομμάτια είτε στα ντουέτα με τον Deris ή τον Hansen. Από εδώ και κάτω κάνουμε μαντεψιές όσο αφορά τους συνθέτες το αν πέφτουμε μέσα ή όχι δεν το υπογράφω σε όλες τις συνθέσεις αλλά σε κάποιες το who is who βγάζει μάτι. Οπότε ο πλέον αγαπημένος και ξάδερφος Kai Hansen, νομίζω πως μας έχει προσφέρει δύο από τις καλύτερες συνθέσεις του δίσκου. Η μεν πρώτη είναι το ”We can be Gods”, riff σήμα κατατεθέν νομίζω Hansen, κουπλέ δυναμικό και επιθετικό με την κλασική PRIEST νοοτροπία του, υπέροχη γέφυρα και φανταστικό refrain που τα έχει όλα, διάρκεια, τριφωνίες και σκάλωμα στο μυαλό με το καλημέρα σας, κιθαριστικά κατ’ εμέ μια πανδαισία με τις σωστές δόσεις power μελωδίες χωρίς υπερβολές, δισολίες και solos με πάσες πάρε βάλε.

Η δεύτερη που είναι 100 τα 100 Hansen σύνθεση είναι το 8λεπτο κλείσιμο του δίσκου που ακούει στο όνομα ”Majestic” και μάλλον θα έπρεπε καθ’ υπερβολή να το γράψουμε με όλα τα γράμματα κεφαλαία, αλλά ας όψεται. Με μια εισαγωγή που θυμίζει western και μια κολλητική μελωδία στα πλήκτρα βγαίνει μπροστάρης ο Hansen για να μας μπάσει στο φανταστικό παιχνίδι της τραγουδάρας αυτής. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνουν οι πολυφωνίες και οι τριφωνίες πριν βγει ο Kiske να θερίσει τα πάντα στο κουπλέ για να κορυφωθεί το έργο μετά από μια φανταστική γέφυρα με την ιαχή όλων ”MAJESTIC”. Έπειτα αναλαμβάνουν για 2 σχεδόν λεπτά να μας καθηλώσουν οι μελωδίες, τα κιθαριστικά solos με τις εναλλαγές τους, προτού ξαναβγεί αυτή η western αισθητική με την φωνή του Hansen για να ξαναμπούν τα καταιγιστικά μέρη από solos πάρε – δώσε και να μας οδηγήσουν στο ”MAJESTIC” κλείσιμο με όλες τις φωνές να δίνουν το δικό τους τόνο σε αυτό. Μνημειώδες και επικότατο τραγούδι, αλλά και φανταστικό κλείσιμο για το άλμπουμ, όπως και την προηγούμενη φορά ο νονός του power έκλεισε με το μεγαλειώδες ”Skyfall” το ίδιο κάνει και εδώ με τούτον τον τραγούδαρο.

Το εναρκτήριο ”Giants on the run” τώρα μοιάζει να φέρει την υπογραφή Andi Deris και μάλλον με παρέα του τον Hansen ή και τον Sascha Gerstner. Όπως και να έχει ως εναρκτήριο τραγούδι είναι υπέροχο, με τον Deris και τον Hansen να κρατάνε τα ηνία στο φωνητικό κομμάτι. Η τραχύτητα στην φωνή του Deris άλλωστε ταιριάζει σε κάτι τέτοια δυναμικού τύπου κομμάτια και σε συνδυασμό με κάποια PRIEST-ικά περάσματα ο Hansen κρίνεται απαραίτητος και αναγκαίος για συνοδεία. Ο Kiske εδώ μπαίνει εκεί που πρέπει δηλαδή όταν χρειάζεται η απαραίτητη φωνητική μελωδία για να σπάσει η σκληράδα. Ωραίες δυναμικές μελωδίες, εξαιρετικό riff και κολλητικό refrain, υπέροχα solos και γέφυρα σκάλωμα μετά από αυτά στον μέσο του κομματιού από τον Hansen. Δεν ξέρω στα σίγουρα τον συνθέτη του όπως προείπα, μόνο υποψία έχω, όμως σίγουρα μιλάμε για εκπληκτικό εναρκτήριο τραγούδι.

Ο Deris επίσης είναι σίγουρα πίσω από το ”A little is a little too much”, ένα ξεκάθαρο τραγούδι για hit ή μάλλον καλύτερα για hit-αρα. Το πιο πιθανό θα βγει ως single και απορώ πως δεν έχει βγει ήδη μέχρι την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Η hard rock μελωδική και ξεκάθαρη ματιά στο παρελθόν του Deris αυτό των PINK CREAM 69 μαρτυρά ξεκάθαρα τον συνθέτη, ο οποίος και μαζί με τον Kiske απογειώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό το άκρως κολλητικό τραγούδι. Απλό, λιτό και απέριττο με υπέροχη μελωδία, ένα πολύ όμορφο solo και απίθανες πάσες στο ντουέτο τον Deris – Kiske σε όλη την διάρκεια τον τριάμισι λεπτών που αυτό διαρκεί.

Το δίδυμο των Deris και Kiske προσφέρουν ένα ακόμη μαγευτικό ντουέτο στην υπέροχη μπαλάντα που φέρει τον τίτλο ”Into the sun”. Μην απορείτε και όμως μιλάω κολακευτικά για μπαλάντα, δεν το συνηθίζω είναι η αλήθεια αλλά το αξίζει πέρα για πέρα. Σίγουρα και αυτό σύνθεση του Deris που εύκολα κανείς θα μπορούσε να το πει και μια συνέχεια του εκπληκτικού ”If I could fly”. Ίδιο μοτίβο σε γενικές γραμμές, με διαφορά πως εδώ έχουμε 2 απίθανες φωνές που μπλέκουν η μια με την άλλη και κεντάνε σε όλο το τραγούδι, από το κουπλέ, την μικρή αλλά πολύ γλυκιά γέφυρα, μέχρι και την κορύφωση του τραγουδιού στο refrain, η συνοδεία του πιάνου και οι δυναμικές του τραγουδιού είναι φανταστικές, όπως και το γλυκύτατο σολάρισμα από τις κιθάρες. Στιχουργικά πάντως εδώ μάλλον έχει βάλει και την πινελιά του ο Kiske χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος όμως.

Μια σύνθεση που σίγουρα είναι Weikath είναι το ”Savior of the world”. Δυναμικό, στέκεται κάπου ανάμεσα στο power αλλά και στις πιο hard rock νόρμες του Weiki. Πάρα πολύ καλό τραγούδι, με τον Kiske να κεντάει φωνητικά και πάλι, έχοντας σε αυτό την μερίδα του λέοντος. Σαν τραγούδι μοιάζει να κοιτάει προς τα “Keeper…” μεν αλλά και κάπως σε “Pink Bubbles…” περίοδο. Επικότατο πολυφωνικό refrain με μπροστάρη τον Kiske και πολύ ωραία γέφυρα, όπως και πού ωραία speed-ατο κουπλέ. Κλασικό πολύ ωραίο σολάρισμα από τον Weiki και μια πολύ όμορφο και γκαζωμένη δισολία είναι στις εξτρά πινελιές του τραγουδιού. Όμως η δεύτερη σύνθεση που φωνάζει Weikath είναι αυτή που μου κόλλησε παραπάνω, μόλις 3 λεπτάκια τραγούδι, αλλά τόσο μα τόσο HELLOWEEN χαβαλετζίδικης λογικής που σε πάει πολύ πίσω στο χρόνο, κάπου σε κάποια γυρίσματα είναι σαν να βρίσκεται κάπου στην ατμόσφαιρα ο ”Dr, Stein”. Αυτό λοιπόν λέγεται ”Under the moonlight” και είναι απίστευτο κόλλημα. Περίεργο άνοιγμα με την κιθάρα στα πρώτα 5-6 δευτερόλεπτα μέχρι να δώσει ο Kiske το έναυσμα για να μπει το πανέξυπνο και πανέμορφο riff του. Το κουπλέ μπαίνει πραγματικά πανηγυρικά, μέχρι να κατέβει ο τόνος στην μικρή μυστήρια γέφυρα του και κάπου εκεί να πεταχτεί ο ”Dr.” στο refrain σκάλωμα. Τραγουδιστικά τα ηνία κρατάει και εδώ με εκπληκτικό τρόπο ο Kiske, όσο για το τσαχπίνικο σολάρισμα αλλά και τα εφέ στο κλείσιμο του τραγουδιού φωνάζουν και αυτά κάτι από ”δόκτορα”.

Για το τέλος μου έμεινε το ”Hand of God”, που σίγουρα φέρει σφραγίδα και υπογραφή Sascha Gerstner, απλά με ένα ερωτηματικό αν είναι μόνος ή με παρέα τον Deris. Καταλαβαίνεις πως είναι ο Sascha στο τραγούδι, γιατί έχει αυτήν την πιο σκοτεινή λογική και νοοτροπία που συχνά πυκνά μας έχει βγάλει σε δίσκους του γκρουπ έχοντας γράψει εξαιρετικά τραγούδια. Ο Deris εδώ είναι ο μπροστάρης στα φωνητικά μιας και έτσι και αλλιώς τέτοιου τύπου τραγούδια του πάνε ταμάμ στην φωνή του, οι υπόλοιποι τον υποστηρίζουν στο σημείο της μικρής γέφυρας και στο refrain αφήνοντας τον όμως πάντα ως μπροστινό. Πολύ ωραίο τραγούδι και αυτό, απλά ίσως το βρει κάποιος λίγο εκτός κλίματος του υπόλοιπου δίσκου, κυρίως γιατί είναι το μοναδικό που έχει αυτήν την λογική που προανέφερα. Μολαταύτα, ο Deris σε κερδίζει απευθείας στο κουπλέ, ενώ και στο refrain είναι σαν να περιμένεις να τον ακούσεις συναυλιακά να σου δώσει τον τόνο. Το κομμάτι των solos δε είναι εξαιρετικό με πολύ ωραία μετάβαση από την μια κιθάρα στην άλλη.

Για τους μουσικούς νομίζω πως δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά, άλλωστε για τους περισσότερους είπαμε ότι ήταν σε ένα γενικό πλαίσιο στην περιγραφή των τραγουδιών. Τα πιο σημαντικά σημεία σε αυτόν τον τομέα είναι πως οι τρεις φωνές λειτουργούν ακόμα καλύτερα και πιο αρμονικά σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά τους. Από φόρμα τώρα, νομίζω πως δεν είχαμε καμία αμφιβολία πως θα ήταν όλοι τους όπως τους πρέπει, ίσως να βάλουμε ένα ποντάκι πάνω στον Kiske σε σχέση με πριν, που μοιάζει πιο απελευθερωμένος και χαλαρός εδώ. Οι τρεις κιθάρες των Weikath, Gerstner και Hansen δεν νομίζω πως υπήρχε περίπτωση να έχουν κάποιο ψεγάδι ούτε και εδώ, γεμάτοι με όρεξη και διάθεση όλοι τους, έτσι ακριβώς όπως τους αφήσαμε και πριν, συνεχίζουν ακάθεκτοι. Ο καθένας παίρνει τον χώρο που θέλει, κάνουν τις πάσες τους, τις εναλλαγές τους, τις δισολίες και τις τρισολίες τους και όλα άψογα.

Οι μόνοι που θα ήθελα να εξάρω λίγο παραπάνω είναι οι  λεβέντες του rhythm section. Αυτοί δηλαδή που στηρίζουν όλους τους υπόλοιπους από κάτω. Ο λόγος είναι πως αυτήν την φορά δεν μετέχουν στην σύνθεση και κάπου τους ξεχνάμε αδίκως. Ο μεν Dani Löble είναι πάντα μια ήρεμη και σταθερή δύναμη στα τύμπανα, αλλά εδώ όπως μας έχουν πληροφορήσει έχει δουλέψει με 3 διαφορετικά kit τα κομμάτια για να βρει ποιο του ταίριαζε καλύτερα ηχητικά στο κάθε κομμάτι και να ηχογραφήσει με αυτό. Πράγμα που δείχνει έναν άνθρωπο που δεν κάθεται απλά πίσω από το kit για να εκτελέσει απλά τον ρόλο που έχει στο rhythm section. Επίσης ένα μπράβο γιατί όπου χρειάζεται να βγει μπροστά ή να γεμίσει το κάνει για μια ακόμη φορά εξαιρετικά. Ο δε είναι φυσικά ο Markus Grosskopf που ως χασάπης μπορεί να μην έκανε καριέρα μικρός, έκανε όμως μπασίστας και ως μουσικός. Εδώ ναι μεν δεν προσφέρει σε κάποια σύνθεση, όπως έκανε στο προηγούμενο άλμπουμ, αλλά και σε άλλα κατά το παρελθόν με κάποιες πολύ ωραίες ομολογουμένως συνθέσεις και ας μην είναι ένας κατεξοχήν συνθέτης. Όμως είναι εδώ όπως πάντα λίρα εκατό με το μπάσο ”κανόνι” του, να χτίζει το wall of sound που πρέπει μαζί με τον Löble. Όπως και να βάζει τις δικές του προσωπικές πινελιές με τις μπασογραμμές του , όταν πρέπει να βγει μπροστάρης ή να ακολουθήσει τις κιθάρες  κατά πόδας. Όπως είπα και πριν εξαίρετος μουσικός και μια ήρεμη δύναμη πάντα για το γκρουπ.

Εν κατακλείδι λοιπόν και για να κλείσουμε το κείμενο σχετικά με το καινούργιο άλμπουμ τον αγαπημένων μου – μας HELLOWEEN. Το ”Giants & Monsters” είναι αυτό που έπρεπε να είναι ως συνέχεια του ομώνυμου δίσκου της μπάντας που κυκλοφόρησε το 2021, δηλαδή ένας δίσκος που συνεχίζει από εκεί που το άφησε ο προηγούμενος και το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Μιας και μιλάμε για ένα άλμπουμ που είναι και στην γενική του εικόνα κατά κάτι καλύτερος από τον προηγούμενο. Οι HELLOWEEN λοιπόν καταφέρνουν και πάλι να κάνουν ένα άλμπουμ που τιμά την ιστορία και το όνομα που έχουν χτίσει ως ηγέτες του power metal  και δείχνουν σε εξαιρετική φόρμα και διάθεση. Τι άλλο λοιπόν να ζητήσει κανείς από αυτούς, είπαμε συνέχειες ”Keeper…”, ”Walls…” και παρελθοντολαγνείες δεν υπάρχουν εδώ, δεν χρειάζονται και δεν έχουν θέση κατ’ εμέ σε αυτή την μπάντα όπως είναι σήμερα. Αντιθέτως αυτά που χρειάζονται και θέλουμε υπάρχουν και με το παραπάνω, δηλαδή χαρακτήρα, εμπειρία και ξεκάθαρη διάθεση να δημιουργούν μουσική με την οποία δείχνουν ξεκάθαρα πως ευχαριστιούνται αυτό που κάνουν. Να είστε λοιπόν σίγουροι πως όσοι θέλετε να τους ακούσετε και πάλι να το κάνουν υπό αυτό το πρίσμα δεν θα απογοητευθείτε σε καμία περίπτωση. Δίσκος που νομίζω θα κιόλας πως θα μπει πάρα πολύ ψηλά και όχι άδικα στις διάφορες λίστες συντακτών και αναγνωστών στο τέλος του χρόνου, στην δική μου ήδη έχει πιάσει μια θέση στην 5άδα όπως το κόβω.

Υ.Γ.: Τους χρωστώ ένα 2πλο ραδιοφωνικό αφιέρωμα μέσα από το ιντερνετικό ραδιόφωνο του rockhard.gr , κάτι που υπόσχομαι πως θα το πράξω εντός της νέας σεζόν κάποια στιγμή.

8,5 / 10 μιας και είναι η ώρα να βάλουμε και κάνα βαθμό (Τιμίως και Ευσυνειδήτως).

Ενώ με το χέρι στην καρδιά ένα μισαδάκι παραπάνω λόγω αγάπης, λατρείας και νοσταλγίας 9 / 10, αν και με τα συνεχή ακούσματα μπορεί και να το κερδίσει και αυτό με το σπαθί του !!!

Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας

All photos by Mathias Bothor

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here