HELLOWEEN – “Helloween” (Nuclear Blast) (ομαδική κριτική)

0
211
Johnpetruccimikeportnoystudio2020
Johnpetruccimikeportnoystudio2020

Σε μία περίοδο που οι κυκλοφορίες μεγάλων συγκροτημάτων (προσοχή, όχι οι καλές κυκλοφορίες), σπανίζουν, ο νέος δίσκος των επανασυνδεδεμένων HELLOWEEN, μονοπωλεί το ενδιαφέρον σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση. Το “Helloween”, είναι ένας από τους πιο πολυαναμενόμενους δίσκους των τελευταίων ετών, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ποια είναι η γνώμη της συντακτικής ομάδας του Rock Hard όμως; Δικαιολογείται αυτός ο θόρυβος; Είναι αντάξιο της τεράστιας ιστορίας του συγκροτήματος; Ούτως ή άλλως, είχατε διαβάσει πριν αρκετούς μήνες την πρώτη άποψη του Σάκη Φράγκου για το άλμπουμ, αλλά και μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με τον Andi Deris. Ήρθε η ώρα να διαβάσετε τι έχουν να πουν κι άλλα μέλη του Rock Hard, λοιπόν.

 

Πέρασαν ήδη σχεδόν μήνες απ’ όταν άκουσα για πρώτη φορά το νέο άλμπουμ των HELLOWEEN. Στο ενδιάμεσο, είχα την ευκαιρία να το ακούσω πολλές ακόμα φορές, να συνομιλήσω με τους Deris, Hansen, Weikath, Gerstner, Grosskopf ώστε να έχω μία όσο πιο σφαιρική άποψη γίνεται για το “Helloween”. Ξέρετε κάτι; Δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Απλά κάποια τραγούδια μου άρεσαν περισσότερο και κάποια λιγότερο.

Αναμφίβολα συγκινούμαι που ξανακούω τον Kiske και τον Hansen πίσω στο σχήμα που μεγαλούργησαν, από την άλλη όμως, νομίζω ότι οι πολύ υψηλές προσδοκίες που έχουμε όλοι μας, ήταν νομοτελειακό ότι θα «κατάπιναν» το γκρουπ, αφού βρίσκω ότι πρακτικά είναι αδύνατο να βγάλουν αυτή τη στιγμή κάτι που θα ανταγωνιστεί τα αριστουργήματα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέχρι να φύγει ο Kai Hansen. Ναι, το “Skyfall”, είναι τεράστιο έπος. Εξαιρετικό τραγούδι. Και ο Hansen, είχε τα κότσια να δηλώσει ότι δυστυχώς δεν του βγήκαν πολλές ακόμα ιδέες ικανές να μπουν σε δίσκο των HELLOWEEN κι επικεντρώθηκε στο να βάλει τις καλύτερες που είχε, σ’ ένα τραγούδι. Από εκεί και πέρα, το εναρκτήριο, “Out for the glory”, μου ακούγεται σαφώς καλύτερο, όπως και το “Fear of the fallen”. Από την άλλη, το “Best time”, χάνει αρκετά στις συνεχόμενες ακροάσεις, όπως και το “Rise without chains”.

Εκτιμώ πολύ, ότι δεν πήγαν να βγάλουν ένα “Keeper 4…”, δεν βασίστηκαν στη νοσταλγία και πήγαν να βγάλουν ένα δίσκο που να δείχνει πως ηχούν οι HELLOWEEN το 2021. Στο όνομα του μεγαλόπνοου αυτού project, ο Kiske δεν μπήκε στη διαδικασία να γράψει τραγούδι κι ο Hansen να γράψει μόνο ένα, δείχνοντας ότι θέτουν τον εαυτό τους στο καλό του συνόλου, με πολύ λιγότερους εγωισμούς από το παρελθόν, άσχετα αν οι οπαδοί θα ήθελαν πιθανώς να ακούσουν λίγο περισσότερο Hansen, τουλάχιστον. Η παραγωγή του Charlie Bauerfeind (ομολογώ ότι ως επιλογή, αρχικά με είχε ξενίσει), είναι φανταστική, ιδιαίτερα στον ήχο που έχουν οι κιθάρες, ο οποίος είναι αποστομωτικός και το συνολικό αποτέλεσμα ηχεί μοντέρνο αλλά και παράλληλα όσο νοσταλγικό και …Helloween, πρέπει.

Περιμένοντας σε λίγες μέρες να δημοσιεύσουμε και μία συνέντευξη με τον Kai Hansen, που θα λυθούν όσες απορίες έχουν μείνει, δίνω κι ένα …μισάδι παραπάνω από αυτό που θα έβαζα αν ήμουν πλήρως αντικειμενικός/κυνικός. Τι διάολο, τόσα και τόσα θετικά συναισθήματα είχα ακούγοντας αυτό το δίσκο και βλέποντας την εικόνα των «κολοκύθων» και πάλι μαζί. Δεν είμαστε και “Robot kings”, που θα έλεγε και ο Weikath…

8 / 10

Σάκης Φράγκος

Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται καν να αναφέρω ότι μιλάμε πιθανότατα για τη σημαντικότερη και πιο αναμενόμενη κυκλοφορία της χρονιάς όσον αφορά το χώρο του παραδοσιακού metal. Η επιστροφή των Kiske και Hansen στις …ενωμένες κολοκύθες αποδείχτηκε όχι μόνο μία πανέξυπνη εμπορική κίνηση αλλά (κυρίως) μία επιτυχημένη συναυλιακή εμπειρία για όσους είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν κάποιο από τα shows των HELLOWEEN. Το ερώτημα ήταν όμως, αν αυτή η επιστροφή θα συνοδευόταν από ένα εξίσου πετυχημένο δισκογραφικό πόνημα. Η πρώτη γεύση με το επικό “Skyfall” έλαβε αποθεωτικούς χαρακτηρισμούς από το fan base των Γερμανών ενώ και το εξαιρετικό εξώφυλλο άφηνε υποσχέσεις για ένα εντυπωσιακό άλμπουμ. Δικαιώθηκαν, λοιπόν, οι προσδοκίες μας;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι «μάλλον όχι». Προσωπικά, περίμενα κάτι καλύτερο, κάτι που δεν θα με γύριζε φυσικά στις ένδοξες μέρες των “Keepers…” (μην κυνηγάμε φαντάσματα) αλλά θα μου έδινε το κάτι παραπάνω. Αντ’ αυτού έλαβα ένα μάλλον αναμενόμενο αποτέλεσμα. Και αυτό που με ενόχλησε περισσότερο δεν ήταν τόσο η ποιότητα των τραγουδιών –μιλάμε για τους HELLOWEEN και η ποιότητα είναι εξασφαλισμένη- αλλά γιατί οι κολοκύθες φαίνεται ότι προτίμησαν τον ασφαλή και σίγουρο δρόμο. Με άλλα λόγια, τα τραγούδια δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες εκπλήξεις και σίγουρα δεν δικαιολογούν τον πολύ ντόρο. Για να μην παρεξηγηθώ, ο δίσκος είναι καλός αλλά όχι εντυπωσιακός! Και μεταξύ μας, έχω ευχαριστηθεί περισσότερο άλλους δίσκους των HELLOWEEN με τον Deris (και δεν αναφέρομαι στην ανυπέρβλητη εξαετία 1994-2000 αλλά στα ύστερα χρόνια).

Τα τρία πρώτα εναρκτήρια κομμάτια μου άρεσαν πάρα πολύ (ειδικά το “Fear of the fallen”) αν και το “Best time” θυμίζει το “Exceptional” (UNISONIC)…δεν βαριέσαι! Στη μέση γίνεται μία κοιλιά με 2-3 ψιλοαδιάφορα τραγούδια (προεξέχοντος αυτών, το “Angels”) ενώ η συνέχεια είναι ΟΚ με το προαναφερθέν “Skyfall” να ξεχωρίζει. Τόσο η παραγωγή όσο και η συνολική απόδοση της μπάντας είναι από μόνα τους highlights με τον Deris και Weikath να οδηγούν συνθετικά εκ του ασφαλούς –με την καλή και κακή έννοια- το όχημα των HELLOWEEN.
Η ουσία είναι ότι το “Helloween” είναι ένα καλό αλλά σίγουρα όχι εντυπωσιακό άλμπουμ. Εγώ τουλάχιστον περίμενα σαφέστατα πολλά περισσότερα πράγματα από τις πολυαγαπημένες μου κολοκύθες…

7 / 10

Σάκης Νίκας

Πρόκειται για το πλέον συζητημένο, προβεβλημένο, αναμενόμενο, ιντριγκαδόρικο reunion των τελευταίων – δεν ξέρω κι εγώ πόσων – ετών. Αν δεν υπήρχε η άκρατη πληροφόρηση από το διαδίκτυο, θα βιώναμε καταστάσεις επιπέδου “Brave new world” και “Load”. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά βέβαια κατά πόσο αυτό δικαιολογείται, από την άποψη πως αφενός η μπάντα ήταν παραπάνω από ενεργή, αφετέρου όποιος είχε την εντύπωση πως με την επάνοδο των Kiske/Hansen θα ακούσει κάτι σαν τα “Keepers…”, ή αγνοεί τόσο τα πεπραγμένα των HELLOWEEN όσο και αυτά των δύο μουσικών από το 1994 και μετά, ή περπατά στα σύννεφα ενός δικού του κόσμου. Tί περίμενα λοιπόν, προσωπικά, όταν έμαθα τα νέα; Ένα καλό HELLOWEEN δίσκο, όπως αυτοί ακούγονται από το 1998 (γιατί το “Master of the rings” είχε πολύ hard rock μέσα και το “The time of the Oath” είναι το πραγματικό τρίτο «Κλειδί») και μετά. Ειδικότερα, κάτι που να μοιάζει με το “Keeper…3”, το “Gambling with the Devil” ή το “7 Sinners”, ηχητικά αλλά και συνθετικά, με μικρές δόσεις GAMMA RAY, από το “No world order” και έπειτα. Ε, αυτό άκουσα.

Πάμε λοιπόν στο “Helloween” και ας ξεκινήσουμε από κάτι βασικό: από τα έντεκα τραγούδια του δίσκου, τα πέντε έχουν την υπογραφή του Deris, τα τρία του Weikath, ο Gerstner συμβάλλει με δύο (το ένα κοινοπραξία με τον Andi), ένα έχει γράψει ο Grosskopf και ένα ο Hansen. Γιατί ένα μόνο ο Hansen και γιατί κανένα ο Kiske; Γιατί όπως παραδέχτηκε ο πρώτος στον αρχισυντάκτη μου δεν είχε έμπνευση και τα τραγούδια που πρότεινε και «κόπηκαν» θα τα χρησιμοποιήσει στους GAMMA RAY (δεν είναι κανένα μυστικό, αν ακούς τις εκπομπές του περιοδικού στο Rock Hard Radio έχει ήδη αναφερθεί αυτό), ο δεύτερος διότι ποτέ δεν ήταν συνθέτης στον οποίο στηρίζονταν οι Κολοκύθες. Πάντα το δίδυμο ήταν Hansen/Weikath και μετά Deris/Weikath, με εμβόλιμες προτάσεις από όποιον ένιωθε άνετα με τη σύνθεση. Τί δείχνουν τα παραπάνω; Πως η μορφή, η ταυτότητα των HELLOWEEN είναι εδώ και χρόνια συγκεκριμένη και αυτοί που ήρθαν ήξεραν εκ των προτέρων ότι θα εναρμονιστούν με αυτή.

Περνάμε τώρα στα τραγούδια αυτά καθαυτά. Εννοείται πως η ανώτερη σύνθεση του άλμπουμ είναι το “Orbit”/“Skyfall” του Kai, o οποίος μπλέκει HELLOWEEN με GAMMA RAY (βασικά, αυτό θα μπορούσε να είναι το καλύτερο GAMMA RAY τραγούδι από το 2001 και μετά), θυμάται τις επιρροές του, βάζει τους τραγουδιστές να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό (άψογοι!), «απλώνει» με τέχνη το κομμάτι δίνοντάς του «αέρα» με συνεχείς αλλαγές και ωραία «κοψίματα» με ακουστικές κιθάρες, παρεμβάλει νότες και φωνητικές γραμμές/στίχους από συνθέσεις που έχει ήδη γράψει (χεχε) και στο τέλος κλείνει με ένα από τα γνωστά του κόλπα: παίρνει τη μελωδία από το “Anno Mundi” των BLACK SABBATH και την ενώνει με αυτή του finale από το “Catch the rainbow” των RAINBOW. Toν αγαπώ τον άτιμο για αυτά τα tricks του και για το πώς, κάθε φορά, αναπαράγει αυτούσιες μελωδίες από δικά του αγαπημένα τραγούδια. Από το “Walls of Jericho” το κάνει! Μετά, προς έκπληξη ίσως κάποιων φίλων, μου άρεσε αρκετά το – πολύ κοντά στο “I can” – “Best time”. Άκρως εμπορικό, πάει για single, hit, live “must” και όλα τα ευκόλως εννοούμενα. Εντυπωσιακό το “Down in the dumps” κυρίως λόγω του θεόρατου όγκου στις κιθάρες, ομοίως το “Robot king” που με πήγε στις μέρες του “Better than raw” (“Midnight Sun” και τα μυαλά στο blender). Αρκετά καλό το “Fear of the fallen” (retrospectiva από “Light the Universe” στην αρχή και εξέλιξη σε επίπεδα “Nabataea” με συνεχείς αυξομειώσεις στην ένταση), ποιοτικό όσο και «πιασάρικο» το κλασσικομεταλλάδικο, αυτοπεριγραφικό “Indestructible”… Καλά ως εδώ.

Να δούμε και λίγο τις αδυναμίες του; Το εμπορικό “Mass pollution” θα παιχτεί πολύ ζωντανά θαρρώ, αλλά «δεν λέει κάτι» πέραν του hard rock riff του, χώρια που η γέφυρά του με τη transistor φωνή και τα go-go είναι κάκιστη. Το “Angels” όπως και το “Rise without chains” (εδώ θυμήθηκα το “The king for a 1000 years”) θα μπορούσαν να είναι αμφότερα δυναμικότατες λυρικές συνθέσεις με τις κιθάρες σε πρώτο πλάνο (στο πρώτο ακούγεται πιάνο και εκκλησιαστικό όργανο σε σημεία) αν δεν τα χαλούσε το αδύναμο refrain τους που ρίχνει απότομα το επίπεδο. Το “Cyanide” ξεκινά με μια εισαγωγή που γεννά προσδοκίες και εξελίσσεται ταχύτατα σε κάτι άκρως βαρετό, μακράν η χειρότερη σύνθεση του δίσκου. Τελευταίο άφησα επίτηδες το εναρκτήριο “Out for the glory”, που ενώ έχει τη λογική του “Eagle fly free” (ίδιας «μήτρας» υμνικό power metal που έρχεται να σε αρπάξει με τη μία), τραβά πολύ σε μάκρος και είναι αδύναμο φωνητικά. Ο Kiske θεωρητικά θα έπρεπε να είναι στο στοιχείο του, τραγουδώντας ψηλά, αλλά μου δίνει μια αίσθηση πως υπολείπεται σε…τσαγανό. Περίμενα κάτι καλύτερο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε το θεωρώ αξιόλογο…

Ποιο είναι το ξεχωριστό στοιχείο αυτού του δίσκου; Σωστά, οι τρεις φωνές και οι τρεις κιθάρες (αυτό έκανε λίγο από «Τρεις καρδιές και τρία λιοντάρια» του Poul Anderson, ε;). Πρώτα οι φωνές… Ο Hansen είναι διακριτικός και το βάρος πέφτει περισσότερο στους Kiske και Deris, όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Michael είναι σε γενικά καλή κατάσταση, έστω και αν σε κάποια σημεία δεν έχει τη δυναμική που επιβάλλουν οι συνθήκες και επιτέλους ωθεί τη φωνή του πέραν των όποιων «ασφαλών λιμένων» στους οποίους άραζε χρόνια τώρα. Ο Andi, o οποίος είναι στη καλύτερη κατάσταση των τελευταίων δέκα ετών, πραγματικά μασάει τα σίδερα και στην ουσία τραβάει το κάρο περισσότερο απ’ όλους, μαζί με τον Weiki! Μακάρι η όποια χημεία των δύο τραγουδιστών να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο αφού, φαντάσου, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν γνωρίζονταν καν πριν το reunion. Οι τρεις κιθάρες ακούγονται όπως πρέπει (ακούς Harris;), τα lead μέρη εναλλάσσονται με μαεστρία και τα riffs είναι, θαρρείς, από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τέτοιος όγκος δε συναντάται στο europower εδώ και πολλά χρόνια, παρά μόνο από τους ιδίους τους HELLOWEEN. Η παραγωγή είναι καταπληκτική, από χλμ μακριά καταλαβαίνουμε πως πίσω από τη κονσόλα είναι ο Charlie Bauerfeind (ο φοβερός “Rabbits…” και “Keeper…3” ήχος σε επανέκδοση) και το εξώφυλλο του Eliran Kantor δεν είναι τίποτα λιγότερο παρά ένα υπέροχο έργο, άξιο για τις διασημότερες γκαλερί του κόσμου και το καλύτερο της καριέρας τους, μακράν του δεύτερου.

Συμπερασματικά, το “Helloween” είναι ΑΚΡΙΒΩΣ αυτό που περίμενα. Η μπάντα δεν πουλά το παρελθόν της για να εκμεταλλευτεί την αγάπη των οπαδών και να βγάλει λεφτά, ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει, κρατά χαμηλό προφίλ ενώ θα μπορούσε να μας είχε πρήξει με μια “Keeper” επιστροφή, συνεχίζει στο γνώριμο ύφος της και απλά το διανθίζει με κάποια στοιχεία που είτε έφεραν μαζί τους (Hansen) είτε την ανάγκασαν να «υιοθετήσει» (Kiske) οι παλαιοί της γνώριμοι. Ωραίος δίσκος λοιπόν, ο καλύτερος από το “7 Sinners” και μετά, με στιγμές όλων των ειδών (από κακές μέχρι εξαιρετικές), που εξυπηρετεί αυτό για το οποίο, κακά τα ψέματα, θέλαμε αυτή την επανασύνδεση τόσο εμείς, όσο και το ίδιο το συγκρότημα: τις γεμάτες κλασσικά τραγούδια, συναυλίες-υπερπαραγωγή και την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος μιας συγκεκριμένης μερίδας κόσμου.

ΥΓ.: Deris είσαι τεράστιος αγόρι μου. Άσε τους ελάχιστους που ζουν ακόμη στην Εποχή του Λίθου να λένε τα δικά τους. You rule!

7,5 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

Είναι κάποιες μπάντες, που τις έχεις ταυτίσει με τα νιάτα σου. Με ωραίες αναμνήσεις, με πιο αγνά χρόνια, με μία διαφορετική μέθη για το heavy metal, με μία περίοδο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Και όταν ακούς τους δίσκους τους από τότε, σε ταξιδεύουν σε εκείνα τα χρόνια. Για εμένα προσωπικά, αλλά και για πάρα πολλούς της γενιάς μου και της προηγούμενης από εμάς, οι HELLOWEEN είναι από αυτές τις μπάντες. Η μπάντα με τον «νονό» του Ευρωπαϊκού power metal, τον μέγα Kai Hansen, η μπάντα με ΤΗ φωνή του power, τον Michael Kiske, η μπάντα του αδικοχαμένου Ingo στα τύμπανα, η μπάντα που έδειξε το δρόμο του Ευρωπαϊκού power metal και που είναι υπεύθυνη για (τουλάχιστον) δύο ΜΝΗΜΕΙΑ του heavy metal γενικότερα, τα “Keepers” προφανώς.

Έβγαλαν κάποιους κακούς ή αδιάφορους δίσκους στην πορεία; Έβγαλαν. Έγιναν τα τόσα όσα όταν τα «έσπασαν» και κάπως αμαύρωσαν μία πορεία; Έγιναν. Από την άλλη, είχαμε δισκάρες με GAMMA RAY; Είχαμε. Εδώ ολόκληρο “Keeper 3” μας έδωσαν με τον “Land of the free”. Είχαμε δισκάρες σαν HELLOWEEN επί Deris; Σαφώς και είχαμε! “Keeper 4” (χρονολογικά), το “The dark ride”, είχαμε όμως και αρκετά ακόμα διαμάντια (όχι το “Keeper” που έβγαλαν πάντως, αλλά τέλος πάντων), ενώ ακόμα και μέχρι τον προηγούμενο δίσκο τους ήταν μια χαρά τίμιοι. Είχαμε τον Kiske να λέει και να λέει για το heavy metal, αλλά τελικά να επιστρέφει και να μας δίνει μερικές κομματάρες με UNISONIC; Είχαμε. Βάλτε και την κοινή περιοδεία HELLOWEEN/GAMMA RAY (η συνέντευξη στο tour bus με Weikath/Hansen μετά το live της Αθήνας, αυτή η 1 και βάλε ώρα που περισσότερο μπυροποσία και κουβέντα ήταν παρά συνέντευξη, θα μείνει για πάντα στην ψυχή μου), ε, τα πράγματα έδειχναν ότι δεν αργεί. Κι έγινε! Το reunion που περίμενε ολόκληρος ο power metal κόσμος. Αλλά όχι μόνο αυτός. Καθώς μιλάμε για σχήμα του οποίου το παρελθόν αγαπάει ακόμα και κόσμος που στην πορεία παράτησε το power metal. Είναι οι HELLOWEEN. Ας είμαστε σοβαροί λοιπόν!

Θα είμαι ειλικρινής. Δεν είχα μεγάλες προσδοκίες για τον δίσκο. Το έλεγα και το λέω. Όπως επίσης όμως, ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ να είναι καμία δισκάρα. Πραγματικά. Αν είσαι ρεαλιστής, δεν περιμένεις δισκάρα. Τα χρόνια πίσω δεν γυρνάνε άλλωστε και αν περίμενες να ακούσεις ένα αντίστοιχο “Keeper” ή “Walls of Jericho”, μάλλον δεν πολυασχολείσαι με HELLOWEEN, GAMMA RAY, Kiske τα τελευταία χρόνια. Δεν γυρνάει απόλυτα ένα τσιπάκι, ούτε μπορούν να ξαναγίνουν αυτοί οι άνθρωποι 20 χρονών. Με ενδιέφερε και περίμενα να τους ακούσω όλους αυτούς και πάλι μαζί. Αυτό. Και φυσικά να τους δω live, που θα γίνει, δεν θα γίνει το καταραμένο; Φοβόμουνα λίγο επίσης για δισκογραφική αρπαχτή, απλά για να δικαιολογήσουμε το ντόρο και την περιοδεία και να βγάλουν κάποια (πολλά… πάρα πολλά) έξτρα χρήματα. Ευτυχώς δεν έχει καμία μα καμία σχέση και είχε φανεί από το τραγούδι “Pumpkins united”. Όπως και φάνηκε και από το DVD της περιοδείας τους. Ήρθε λοιπόν η ώρα της αλήθεια, το νέο άλμπουμ των HELLOWEEN, αλλά το πιο σημαδιακό των τελευταίων πάρα πολλών ετών, λόγω αυτής της σπουδαίας επανένωσης. Που, μην ξεχνάμε, σημαίνει και οπισθοχώρηση κάποιων τιτάνιων «εγώ». Που λειτούργησε τελικά.

Επειδή γράφουμε πολλοί για αυτόν το δίσκο, δεν θα κάνω track by track ανάλυση κλπ. Απλά θα πω μία περιληπτική άποψη. Είναι ΟΚ. Αυτό και τίποτα παραπάνω για μένα. Ξεκινάει όπως πρέπει, με το “Out for the glory”, που δεν είναι καμία τραγουδάρα από τη μία, αλλά από την άλλη, σε βάζει στο τριπάκι του reunion και της νοσταλγίας με τη μία. Τραγουδάει ο Kiske (κυρίως), έχεις κάτι έξτρα πινελιές όπως πρέπει φωνητικά, έχεις και αυτήν την εξέλιξη από τη μέση και μετά και η δουλειά έχει γίνει. Η συνέχεια είναι με τα πάνω και τα κάτω της. Έχει κάποια τραγούδια ο δίσκος, που γουστάρω ΠΟΛΥ! Αυτά είναι τα “Best time” (groove-άτο, ευθύ, με λυρικό ρεφρέν που είναι σαν πιο γρήγορο “Exceptional” από UNISONIC), “Mass pollution” (up tempo επίσης, με πολύ ωραίο μελωδικό ρεφρέν, το οποίο αν είχε και λίγο καλύτερα τα υπόλοιπα μέρη θα ήταν έπος), “Cyanide” (up tempo, heavy power, με πολύ πολύ ωραίο riff και κουπλέ, που αν είχε λίγο καλύτερο ρεφρέν θα σκότωνε) και φυσικά το “Skyfall”. TO “SKYFALL”! Το έπος του δίσκου. Το κομμάτι που δημιουργεί όλα όσα πρέπει ένα τραγούδι HELLOWEEN για εκείνους που θέλουν εκείνη την εποχή της μπάντας. Φανταστικό τραγούδι. Τα υπόλοιπα όμως, είναι κατώτερα. Έχει κάποια παντελώς αδιάφορα για εμένα (“Angels”, “Rise without chains”, “Down in the dumps”) και τα υπόλοιπα είναι καλά. Αυτό που λείπει από τα περισσότερα τραγούδια και μου έκανε εντύπωση γιατί μιλάμε για HELLOWEEN, είναι τα ρεφρέν. Όχι σαν ρεφρέν, αλλά σαν ποιότητα. Μπορούσαν πολύ καλύτερα στα περισσότερα κομμάτια, αλλά είπαμε. Όλα έχουν να κάνουν με τις προσδοκίες, τις ρεαλιστικές, που έχει ο καθένας. Άλλωστε έπρεπε να χωρέσουν όλοι και σαν συνθέτες, επομένως τα πράγματα θα ήταν λίγο περίεργα και μπορείτε να το καταλάβετε και στη συνέντευξη που είχε κάνει ο Σάκης. Η παραγωγή του δίσκου είναι super για αυτό που θέλουν, όπως και το εξώφυλλο και εύγε που συνεργάστηκαν με τον κορυφαίο, τον Eliran Kantor. Τώρα που ανοίχτηκε για τα καλά και στο power αυτός, άντε πιάστε τον.

Προσωπικά, αυτό που ήθελα από αυτόν το δίσκο, το πήρα. Οπότε για κανένα λόγο δεν νιώθω απογοητευμένος. Ήθελα να τους ακούσω όλους μαζί ξανά, να έχουν κάποια κομμάτια που να γουστάρω πολύ και να βγάζει το εγχείρημα ότι είναι τίμιο, αληθινό και όχι αρπαχτή και ότι έγινε για να γίνει. Η έμπνευση είναι κάτι που δεν μπορείς να παραγγείλεις, ούτε να δεσμεύσεις. Όπως επίσης και το κατά πόσο αρέσει κάτι, αφού υπάρχει το θέμα γούστου. Το “Helloween” είναι ένας ΟΚ δίσκος, καθαρά μουσικά μιλώντας, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας όμορφος δίσκος, συναισθηματικά μιλώντας, που αξίζει να βρει τη θέση του στη δισκοθήκη του καθενός που αγαπήσαμε (ή και αγαπάμε) αυτήν την τεράστια μπάντα. Pumpkins united ελάτε στα μέρη μας και θα έρθουμε στο live με κονκάρδες, flying, «λύκους» ξέρω ‘γω, τα πάντα όλα, να νιώσουμε πάλι έφηβοι. Ακόμα και να ήταν το τελευταίο άλμπουμ αυτής της μπάντας, θα έκλεινε μία ιστορία με σεβασμό. Αυτό.

7 / 10

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

Αυτό που όλοι περιμέναμε με μεγάλες προσδοκίες, τρώγοντας τα νύχια μας από την αγωνία εδώ και μήνες, με τους ίδιους να μεγιστοποιούν την προσμονή μας από την στιγμή της επιστροφής του Hansen και του Kiske, με περιοδείες και βέβαια την επιβεβαίωση της συνεργασίας τους σε νέα τραγούδια. Το μέγεθος των HELLOWEEN συχνά το παραβλέπουμε, διότι μας έχουν συνηθίσει οι «Κολοκύθες» να βγάζουν δίσκους με συνέπεια και όχι πάντοτε με την ποιότητα που θέλουμε. Όμως το μεγαλείο τους και η δυναμική τους φάνηκε στην περιοδεία των “Pumpkins united” και στο ότι ολόκληρη η Nuclear Blast έχει στηρίξει την χρονιά αυτή στην κυκλοφορία του “Helloween” όσο δεν έχει κάνει ποτέ με άλλο συγκρότημα στην ιστορία της. Μετά από ασταμάτητα ακούσματα την τελευταία εβδομάδα, κατέληξα στο ότι αυτός ο δίσκος έχει τα πάντα που περίμενα και πολλά που δεν περίμενα.

Τι εξωφυλλάρα είναι αυτή;

Τι θεωρώ αναμενόμενο; Την συνεργασία των τριών τραγουδιστών, με έμφαση στον Deris αλλά και πολύ χώρο στον Kiske. Άλλωστε και οι τρεις διατηρούν τις απίστευτες φωνές τους σε φόρμα και το αποδεικνύουν περίτρανα σε όλο το άλμπουμ. Τις υψηλές ταχύτητες που θυμίζουν την δεκαετία του ’80 άντε και του ’90 – αφού ο Deris επανέφερε το power εκείνη την εποχή (βλέπε “Time of the oath”, “Master of the rings”). Θεμιτό κι αναμενόμενο να έχουμε ένα μακροσκελές έπος για τελευταίο κομμάτι κι ευτυχώς σε καθηλώνει το “Skyfall”. Στα αναμενόμενα ανήκουν και τα πολλά κιθαριστικά σόλο, που είναι καλοδουλεμένα και καλοπαιγμένα. Οι κιθάρες γενικότερα είναι το ζουμί του δίσκου, με τρεις διαφορετικούς κιθαρίστες να κονταροχτυπιούνται για τα πρωτεία. Τέλος περίμενα ο Weiki να βγάλει τον καλύτερό του εαυτό συνθετικά, με τον επερχόμενο ανταγωνισμό και πραγματικά μεταξύ “Out for the glory”, “Robot king” και “Down in the dumps” γράφει ριφάρες και αντισυμβατικά. Μπράβο του.

Τι φοβερή δουλειά στον ήχο έχουν κάνει ο Charlie Bauerfeind με τον Dennis Ward;

Δεν θεωρώ αναμενόμενο να μοιραστούν τόσο ξεκάθαρα οι συνθέσεις, αφού περίμενα περισσότερες συνεργασίες για ένα πιο πετυχημένο αποτέλεσμα με μεγαλύτερη συνοχή. Ξέρω καλά πως αυτό συνέβαινε ανέκαθεν στους HELLOWEEN, όμως εδώ το στοίχημα είναι μεγάλο και οι συνθήκες διαφορετικές. Μακάρι να είχαν τα τραγούδια καλύτερους στίχους και περισσότερο χιούμορ (στυλ “Rise and fall”). Επίσης δεν περίμενα να υπάρχει συνεισφορά του Hansen μόνο σε ένα τραγούδι (“Skyfall”) όταν μάλιστα όλοι ξέρουμε πόσο καλός συνθέτης είναι. Ιδιαίτερα όταν οι GAMMA RAY απέχουν δισκογραφικά 7 χρόνια και ο Kai πρέπει να έχει γράψει ίσαμε 5000 ριφ αυτό το διάστημα. Ψιλο-απογοήτευση είναι κάποιες από τις ιδέες του Deris ( “Cyanide”, “Mass pollution”, “Best time”). Τέλος έκπληξη για μένα ήταν πως ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια του δίσκου, είναι η μοναδική σύνθεση του Grosskopf, το κολλητικό “Indestructible” όσο hard rock κι αν είναι.

Το ότι τα τύμπανα έχουν παιχτεί στο σετ του Ingo Schwichtenberg το ακούσατε;

Υπάρχει μια γενικότερη τάση να παρουσιάσουν στοιχεία από όλη τους την καριέρα εδώ. Το επιβεβαιώνουν τόσο το εναρκτήριο “Out for the glory” όσο και το “Fear of the fallen” που ακολουθεί. Το πρώτο είναι γραμμένο από τον Weikath και θυμίζει κάτι ανάμεσα στο “Kings will be kings” και το “Eagle fly free”, ενώ το δεύτερο είναι του Deris και φέρνει στις δικές του power-ιές (“Nabatea” – “Sole survivor”). Τραγούδια που σε κερδίζουν με το καλημέρα και καρφώνουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Τα επόμενα δύο όμως τραγούδια είναι αδιάφορα σε σημείο που προσπαθούν να σου το σβήσουν (“Mass pollution”, “Best time”) με το μόνο αξιόλογο σημείο τους να είναι η ποιότητα της παραγωγής, αν και πατάνε σε κάποια υποσχόμενα ριφ που φέρνουν στο μυαλό ρυθμικούς, συναυλιακούς ύμνους!!! Παρακάτω βρίσκουμε άλλη μια ξεπατικούρα του Deris, στο “Rise without chains”, που όσο κι αν αγαπώ το “Steel tormentor” (π.χ.) δεν το χρειάζομαι ξανά.

Κάνοντας την σούμα, θα δώσω υψηλό βαθμό στην προσπάθεια, διότι το άλμπουμ με έχει κερδίσει και θα το ακούω για πολλά χρόνια. Εντάξει, δεν ακουμπάει την τελειότητα των “Keepers…” αλλά οι HELLOWEEN δείχνουν ζωντανοί όσο ποτέ, κρατάνε τα ηνία του power metal, ανεβάζουν ταχύτητες και ξανανάβουν την σπίθα του είδους που οδεύει σε αναγέννηση. Το συγκρότημα κλείνει τον κύκλο και ενώνει όλα του τα στοιχεία, τους αρχικούς με τους πρόσφατους συντελεστές του και το κάνει μελετημένα και πετυχημένα. Long live the…. Pumpkins!

8 / 10

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

Να ‘μαστε λοιπόν και αντιμέτωποι με την ώρα της κρίσεως για ένα από τα πλέον αγαπημένα σχήματα στην ζωή μου ως σήμερα, οι οποίοι διαθέτουν πλέον και πάλι στις τάξεις τους τον υπερλατρεμένο για τον γράφοντα Kai Hansen αλλά και την ”Φωνή” Michael Kiske. Φυσικά ο λόγος για τους HELLOWEEN και για τον ομώνυμο και πολυαναμενόμενο δέκατο έκτο στούντιο δίσκο της καριέρας τους. Δεν θα αναλωθώ σε κανένα μεγάλο πρόλογο, έτσι και αλλιώς είναι γνωστές οι απόψεις μου για το σχήμα και τους μουσικούς που το απαρτίζουν, τόσο μέσα από κείμενα που είχα κατά καιρούς την ευκαιρία να γράψω για το rockhard.gr, όσο και μέσα από τις εκπομπές του διαδικτυακού μας ραδιοφώνου Rock Hard Radio Show στο οποίο και εμφανίζομαι ως Παναγιώτης ”Hansen” Γιώτας, αυτό και μόνο νομίζω λέει πολλά.
Πάμε λοιπόν να δούμε τί ακούσαμε από τους επανενωμένους ή καλύτερα διευρυμένους HELLOWEEN στη νέα τους δουλειά. Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα πριν περάσω σε αναφορές τραγουδιών και τα κλασικά που γράφουμε στις παρουσιάσεις. Το πρώτο και βασικό κατά την γνώμη μου είναι το γεγονός πως ο δίσκος αποδεικνύει ότι αυτή η προσθήκη των Hansen και Kiske είχε νόημα, πέρα από συναυλιακό, και στουντιακό. Κατ’ επέκταση λοιπόν το δεύτερο βασικό ζήτημα είναι πως μιλάμε για έναν πολύ καλό δίσκο, τρομερά δουλεμένο και προσεγμένο από όλες τις απόψεις, που θα βρει θέση άνετα στα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς για τους περισσότερους. Από εκεί και κάτω όμως θα ήθελα να τονίσω κάποια πολύ σημαντικά πράγματα.

Ξεκινάω με το γεγονός πως όποιος περιμένει να ακούσει αναβιώσεις ”Keepers….” , πρωτόλεια ”Walls…” και τέτοια πράγματα, ας τα ξεχάσει καλύτερα. Αν τώρα αυτή είναι σώνει και καλά η προσδοκία του, πάντα φιλικά, μην μπει καν στην διαδικασία να ακούσει τον δίσκο, ας πάει μια και καλή σε κάποια live εμφάνιση που θα κάνουν, όταν αυτό φυσικά καταστεί δυνατόν, να περάσει ωραία να ακούσει και αυτά που θέλει από την εν λόγω σύνθεση και όλα καλά. Φυσικά και υπάρχουν κάποιες στιγμές μέσα σε τραγούδια που έχουν περάσματα εποχής ”Keepers…” αλλά περάσματα μόνο και μέχρι εκεί, τίποτα παραπάνω. Επίσης σημαντικό είναι να ξέρουμε πως στον δίσκο ακούμε υπέροχους και αγαπημένους μας μουσικούς, που ο καθένας τους φέρει και βάζει ξεκάθαρα τα στοιχεία που έχει διαμορφώσει με τα χρόνια ως μουσικός μέσα στον δίσκο, είτε από την πλευρά του συνθέτη είτε από την πλευρά του παιξίματος. Οπότε χρονικά θα τοποθετούσα το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου στην περίοδο του ”Άγιου Σώστη”, όπως συνηθίζω να τον αποκαλώ Andi Deris, κάτι πολύ λογικό καθώς έχει και το μεγαλύτερο μερίδιο στο συνθετικό κομμάτι. Η ”Φωνή” Michael Kiske μπορεί να μην έχει κάποια ανάμιξη με τη σύνθεση αλλά είναι εκπληκτικός σε απόδοση και μαζί με τον Deris έχουν κάνει φοβερή δουλειά στο πού θα είναι ποιός στο κάθε τραγούδι και στο κάθε σημείο. Όμως μεγάλη προσοχή, μην περιμένει κανείς και εδώ να ακούσει ακριβώς τον Kiske των ”Keepers…”. Είναι όπως είπα εκπληκτικός και σε τραβάει με μεγάλη άνεση η φωνάρα του, αλλά περισσότερο είναι ο Kiske των συμμετοχών στους AVANTASIA κλπ. ή ο τραγουδιστής των UNISONIC και πολύ λιγότερο ο 80s των ”Keepers…”.

Ο Weikath είναι αυτός που θα έλεγα πως στις τρεις συνθέσεις που έχει γράψει έχει μάλλον κάποια περισσότερα στοιχεία από το 80s παρελθόν της μπάντας, αλλά ταυτόχρονα είναι και πιο rock στο ύφος του, όπως ακριβώς των έχουμε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια στην μπάντα, οι δυο από τις συνθέσεις του είναι από τις καλύτερες του άλμπουμ. Ο Sascha Gerstner είναι κλασικά ο άνθρωπος που έχει αυτόν τον πιο σκοτεινό και μοντέρνο τόνο που θυμίζει εποχή ”The dark ride” και μετά, έστω και αν ο ίδιος δεν συμμετείχε σε αυτή την δισκάρα. Ο Markus Grosskopf, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως είναι αυτός που βρίσκεται λίγο πιο προς τα χρόνια της νεότητας όσο αναφορά το παίξιμο του στο άλμπουμ συνολικά θα έλεγα, βγαίνει πολλές φορές μπροστά με το μπάσο, έχοντας πολύ όμορφες μπασογραμμές γενικά, ενώ συνθετικά στο ένα τραγούδι που φέρει την υπογραφή του νομίζω πως χρονικά βρίσκεται κάπου κοντά στην περίοδο του ”Pink bubbles…” με αρκετή δόση από UNISONIC. Το έτερο μέλος του rhythm section ο ντράμερ Dani Loble για όποιον τον έχει δει ζωντανά, είναι το θεριό που περιμένεις στα τύμπανα, άψογος με τα breaks του όπου κρίνεται απαραίτητο, μηχανάκι κανονικό σε όλο το άλμπουμ. Τελευταίο στην σειρά άφησα τον προσωπικά αγαπημένο μου Kai Hansen, η μια σύνθεση επί της ουσίας που είναι δική του στο άλμπουμ είναι κατ’ εμέ το αποκορύφωμα του δίσκου. Ως γενικότερη εικόνα, πέρα από την σύνθεση, εκτιμώ ότι έχουμε να κάνουμε με έναν Hansen που φέρει στοιχεία τόσο από τους δικούς του GAMMA RAY όσο και από το παρελθόν του με τους HELLOWEEN, όμως με περισσότερες δόσεις από RAYS έχω την εντύπωση, τόσο ως προς την σύνθεση όσο και προς φανταστική του απόδοση στο άλμπουμ κιθαριστικά και φωνητικά, μιας και είναι και τρίτη φωνή του σχήματος πλέον πίσω από τους Deris και Kiske.

Πάμε τώρα να πούμε και λίγα πράγματα για τα τραγούδια του δίσκου. Αυτό που με χαροποίησε γενικά πριν πάω σε αναφορές και ψιλοανάλυση είναι το γεγονός πως ο δίσκος δεν θέλει πολλές ακροάσεις, κάτι που για το ύφος που εκπροσωπούν οι HELLOWEEN μόνο ως θετικό μπορεί να εκληφθεί, καταλαβαίνεις τί παίζει αμέσως και με 2-3 ακροάσεις όλα είναι ξεκάθαρα. Ξέρεις πού είναι τα δυνατά σημεία και πού τα αδύναμα, όσο περισσότερο τον ακούς τόσο ενισχύεται η άποψη σου για τα καλά τραγούδια και αντίστοιχα βεβαιώνεσαι για το ποιά τραγούδια έχουν τα θεματάκια τους. Ξεκινώντας να πω πως κακό τραγούδι ανάμεσα στις δώδεκα συνθέσεις του δίσκου κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει, απλά υπάρχουν κάποια που τους λείπει κάτι για να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με τα κορυφαία. Πάμε λοιπόν να ξεκινήσω από τα σούπερ τραγούδια του άλμπουμ που δεν είναι και λίγα. Το εναρκτήριο 7λεπτο ”Out for the glory” με τον Weikath να υπογράφει ως συνθέτης είναι υπέροχο τραγούδι, με αρκετές πινελιές από το παρελθόν, φυσικά και από τα ”Keepers…” σε κάποια σημεία, κάτι από ”Eagles fly free” το έχει και μια εισαγωγή που σου φέρνει στο μυαλό το ”South of heaven” των SLAYER. Το ”Fear of the fallen” ακολουθεί και το έχετε ακούσει όλοι από το lyric video που κυκλοφόρησαν είναι σύνθεση του Andi Deris, ο οποίος δανείζεται σχεδόν αυτούσιο το couple του δικού του ”Light the universe” για την εισαγωγή αλλά κατορθώνει να γράψει ένα πολύ δυναμικό και με υπέροχο refrain τραγούδι, χρονικά θα το τοποθετούσα κάπου στα πρώτα χρόνια του Deris στην μπάντα. Το ”Rise without chains” είναι και αυτό μια πολύ δυνατή uptempo σύνθεση του Andi Deris που έχει όλα τα κλασικά στοιχεία του συνθέτη του, μπόλικη μελωδία , πολύ ωραία γέφυρα και πολύ καλή αλλαγή ταχύτητας στο refrain. Το ”Down in the dumps” είναι επίσης μια υπέροχη 6λεπτη uptempo σύνθεση, φέρει την υπογραφή του Michael Weikath, σε κρατά απασχολημένο όλη την ώρα με τις εναλλαγές τις και έχει πολύ από JUDAS PRIEST και SAVATAGE θα έλεγα μέσα της, σούπερ γέφυρα και refrain και εδώ.

Το ”Mass Pollution” που ως σύνθεση φέρει την υπογραφή του Andi Deris είναι τραγούδι περιόδου ”Better than raw”, γκρουβάτο, με σούπερ sing along σημεία το οποίο συναυλιακά είναι σίγουρο πως θα ακούγεται ακόμα πιο σούπερ από τον δίσκο. Στην κορυφή αυτών προσωπικά θα τοποθετήσω το ”Orbit/Skyfall” που εδώ πλέον ακούγοντας το ολόκληρο καταλαβαίνεις ότι σου λείπει το μισό τραγούδι σε σχέση με το video clip που κυκλοφόρησε. Η μοναδική σύνθεση του Kai Hansen στο άλμπουμ είναι απλά ένα υπέροχο μουσικό ταξίδι 12 και πλέον λεπτών, περιπετειώδες με πολλές εναλλαγές, περισσότερη αύρα από GAMMA RAY και λιγότερη από HELLOWEEN του παρελθόντος και ένα εξαιρετικό refrain. Έχω ξαναγράψει σε σχετικά κείμενα αλλά το έχω πει και ραδιοφωνικά πως ο Hansen είναι από τους λίγους μουσικούς που δεν έχουν επαφή με τον progressive χώρο και όμως μπορεί να γράφει με τεράστια άνεση τραγούδια που φεύγουν πάνω από τα 10λεπτά και να σου κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο καθ’ όλη την διάρκεια. Από εκεί και κάτω νομίζω πως από πολύ κοντά ακολουθούν και τα ”Indestructible”, ”Best times” που ναι μεν έχουν διαφορετικούς συνθέτες αλλά έχουν παρόμοια φιλοσοφία. Στο πρώτο, ”Indestructible” που έχει κυκλοφορήσει καιρό ως single με συνθέτη των Grosskopf, έχουμε ένα τραγούδι που είναι ξεκάθαρο hit, αρκετή αύρα από ”Pink bubbles…” και μπόλικη δόση από UNISONIC, πολύ ωραία γέφυρα και πολύ καλό refrain. Στο δε δεύτερο ”Best times”, με συνθέτες τους Gerstner και Deris, ακούμε και πάλι ένα τραγούδι που έχει τον χαρακτήρα του hit, τρεισήμισι μόλις λεπτά με τον ρυθμό του ”I want out” στο κουπλέ και με μπόλικη δόση UNISONIC και ”Exceptional” στο refrain, πολύ πιθανό να το δούμε και αυτό ως single ή video clip στην πορεία.

Το ”Robot King” είναι επίσης ένα τραγούδι που στέκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, με τον Weikath να προσφέρει μπόλικη περιπέτεια στα 7λεπτά που διαρκεί, ωραίες εναλλαγές, πολύ καλή γέφυρα και με το πρώτο refrain να εμφανίζεται κάπου κοντά στα 3λεπτά. Αυτό όμως θεωρώ πως είναι και το ψεγάδι του καθώς το refrain είναι αυτό που χωλαίνει κάπου και στερεί την δυνατότητα στο τραγούδι να βρεθεί ανάμεσα στα κορυφαία. Τα δυο εναπομείναντα τραγούδια του άλμπουμ είναι τα ”Cyanide” σύνθεση του Deris και ”Angels” σύνθεση του Gerstner. Αμφότερα θεωρώ πως είναι πολύ δυνατά τραγούδια και ας έχουν διαφορετική φιλοσοφία εντελώς, με το μεν πρώτο να έχει ένα υπέροχο εντελώς speed-άτο riff και το δε δεύτερο να ηχεί σαν να έχει βγει κατευθείαν μέσα από το ”The dark ride”, σκοτεινό με εξαιρετικό riff και με το hammond να δίνει το κάτι διαφορετικό. Όμως έχουν και τα δυο κατ’ εμέ το ίδιο πρόβλημα δυστυχώς, το refrain προδίδει και τα δυο, όντας ανθεμικό και στις δυο περιπτώσεις, στο δε ”Angels” η αλλαγή που κάνει στην ταχύτητα σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν το αφήνεις να απογειωθεί.
Από εκεί και πέρα, η παραγωγή των Charlie Bauerfeind και Dennis Ward είναι πραγματικά αψεγάδιαστη και τέτοια που δίνει άλλη διάσταση στο άλμπουμ, τρομερός ήχος στις κιθάρες, μπάσο και τύμπανα στην σωστή τους θέση και ένταση και φωνητικά καμπάνα. Ενώ πολλά μπράβο νομίζω πως αξίζουν και στον άνθρωπό που φιλοτέχνησε το πραγματικό έργο τέχνης εξώφυλλο του άλμπουμ Eliran Kantor.

Για να κλείσουμε λοιπόν το κείμενο της παρουσίασης από την πλευρά μου, έχω να πω πως έμεινα πάρα πολύ ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα του ”Helloween”. Θεωρώ πως είναι ένας δίσκος που αξίζει τον ντόρο, τιμά την ιστορία και το όνομα της μπάντας σίγουρα και όπως προείπα δικαιολογεί κατ’ εμέ το όλο εγχείρημα τις προσθήκης των Hansen και Kiske στο σχήμα. Όμως προσοχή και πάλι, θα πω πως όποιος ονειρεύεται να ακούσει ”Keepers….” 3-4-5 και λοιπά καλύτερα να μην μπει στον κόπο, θα βρει ελάχιστα πράγματα να τον ικανοποιούν. Όποιος όμως θέλει να ακούσει αγαπημένους του μουσικούς μαζί, υπό το πρίσμα του χαρακτήρα, της εμπειρίας και της διάθεσης που διαθέτουν σήμερα να δημιουργήσουν μουσική με την οποία δείχνουν ξεκάθαρα πως το ευχαριστιούνται ας κοπιάσει άφοβα, θα περάσει εξαιρετικά.

8/10 (Τιμίως και Ευσυνειδήτως) και ένα 8,5/10 με το μισαδάκι να μπαίνει εξτρά για την αγάπη και την νοσταλγία που προκαλεί το διευρυμένο πλέον line up!!!

Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας

O πιο πολυαναμενόμενος δίσκος του 2021 μέχρι τώρα. Ο νέος δίσκος των ΗELLOWEEN, που επιστρέφουν και πάλι στην δικογραφία, μόνο που αυτή την φορά στις τάξεις του σχήματος περιλαμβάνονται και οι Κai Hansen και Michael Kiske.

Κατ’ αρχά, δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι το live album “United Alive in Madrid” που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2019 ήταν ένα συγκλονιστικό live album (έπαθα ζημιά μεγάλη είναι η αλήθεια) τόσο από παίξιμο όσο και από την επιλογή των κομματιών και προσωπικά τον θεωρώ σαν ένα από τα καλύτερα live albums που έχω ακούσει, και σίγουρα ένα από τα top ζωντανά ηχογραφημένα δισκία της προηγούμενης δεκαετίας.

Βρισκόμενοι στο σήμερα φαίνεται τα μέλη των ΗΕLLOWEEN τα έχουν βρει μεταξύ τους, οι διαφορές που υπήρχαν στο παρελθόν έχουν πλέον γεφυρωθεί, οι περιοδείες όλα αυτά τα χρόνια της επανένωσης τους έχουν ενώσει και μουσικά και πλέον όλος ο κόσμος που τους αγαπά και τους ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια, περιμένει πολλά από αυτό το reunion.

To πρώτο δείγμα (που κυκλοφόρησε και σαν single) το 12-λεπτο “Skyfall”, που είναι και η μοναδική σύνεση που έγραψε για τον δίσκο αυτόν ο Kai Hansen, είναι και αυτή που μας πάει πίσω στις ημέρες των “Keepers”. Αν και στην αρχή μου έμοιαζε μια συρραφή παλιότερων ιδεών και με ενοχλούσε κάπως, τελικά ακούγοντας το περισσότερες φορές πιστεύω ότι είναι ίσως η καλύτερη σύνθεση στον δίσκο.

Επιπλέον, αυτό που μου έκανε πολύ θετική εντύπωση είναι οι τρεις συνθέσεις που έχει γράψει για τον δίσκο ο Micheal Weikath. To θηρίο το ανήμερο εδώ προσφέρει τρεις καραμπομπάτες συνθέσεις όπως το εναρκτήριο 7-λεπτο “Out for the glory” που μας πάει και αυτό πίσω στις ένδοξες “Κeepers” ημέρες, το “Robot King” μια αλά HELLOWEEN power-ιά που ξεσηκώνει και τέλος το “Down in the dumps”, για να κάνει ξεκάθαρο (σε περίπτωση που το ξέχασαν κάποιοι) ποιοί είναι οι βασιλιάδες του Ευρωπαϊκού power metal. Εξαιρετικές συνθέσεις που θα σας γραπώσουν από τον σβέρκο. Δεν υπάρχει αμφιβολία.

Να πούμε σε αυτό το σημείο πως ο ήχος είναι σύγχρονος, οι κιθάρες σπέρνουν, η παραγωγή είναι όπως αρμόζει σε μια τέτοια κυκλοφορία και τα φωνητικά είναι εξαιρετικά από όλους. Ειδικά ακούς τον Κiske (υπάρχει και μια αδυναμία εδώ!) και είναι λες και δεν έχει περάσει ημέρα από πάνω του. Τόσο καλά ακούγεται η φωνή του, συνολικά η απόδοση του προσθέτει το κάτι παραπάνω κατά την άποψη μου. Αυτό ήταν που περιμέναμε και αυτό εισπράττουμε. Συνολικά πάντως το δέσιμο των Deris/Kiske κρίνεται από την μεριά μου απόλυτα επιτυχημένο.

Πολύ ωραίο κομμάτι και με πιασάρικο refrain είναι (η μοναδική σύνθεση εδώ του Markus Grosskopf) “Ιndestructible”, από αυτές που ξεχωρίζω άνετα στις πιο ενδιαφέρουσες. Kομματάρα είναι επίσης το “Mass pollution” που μας μεταφέρει νοητά πίσω στις 90s, στις ημέρες του Deris, το ίδιο “ταξίδι” μας κάνει και το “Rise without chains”.

Πολύ αξιόλογα είναι επίσης τo “Fear of the fallen” με τα ωραία leads του, το “Angels” που είναι αρκετά μοντέρνο κομμάτι (σύνθεση του Sascha Gerstner) και από τα πιο ωραία του δίσκου, ενώ δεν μπορώ να μην παραλείψω το απλό άλλα όχι και απλοϊκό “Best time” που έχει catchy refrain και θυμίζει “I want out”. Ένα κομμάτι που όσο περισσότερο το ακούς τόσο πιο πολύ σου αρέσει.

Πιστεύω ότι ο δίσκος είναι αρκετά πλούσιος και ποικίλος, θέλει αρκετά ακούσματα και όσο περισσότερο τον ακούς τόσο πιο πολύ τον αγαπάς. Χωρίς να αποτελεί καμία συνέχεια των “Keepers” θα απογοητεύσει όποιον περιμένει κάτι τέτοιο. Οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες αλλά και ούτε η μπάντα επιθυμεί να γράψει κάτι που θα παραπέμπει σε αυτά τα θρυλικά albums. To σχήμα βρίσκεται στο 2021 και γράφει κομμάτια με γνώμονα την σημερινή εποχή και όχι σύμφωνα ίσως με την επιθυμία μερικών.

Το “Helloween” είναι ένας πολύ καλός δίσκος στην δικογραφία της μπάντας, δεν είναι κάποιος καινοτόμος δίσκος (τα έκαναν αυτά μερικές δεκαετίες πίσω) θα αρέσει πιστεύω σε όσους αποδέχονται και ακούν τους ΗΕLLOWEEN σε όλες τους τις εποχές και εκφάνσεις της καριέρας τους. Η εξώφυλλαρα του Eliran Kantor προσθέτει επιπλέον bonus στο συνολικό αποτέλεσμα, και όπως θα κάνουμε όλοι μας θα διαλέξουμε ο καθένας το format που μας αρέσει και θα το βάλουμε στην δισκοθήκη μας.

Α, μένει μόνο το 2022 (Covid-19 επιτρέποντος) να συμπεριληφθούμε κι εμείς στην περιοδεία που θα γίνει για τον δίσκο και να τους απολαύσουμε και στα μέρη μας όπως πρέπει.

8 / 10

Γιάννης Παπαευθυμίου

Στην παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή μου, πάντα σκεφτόμουν ότι ζω σε μία εποχή που έρχεται μετά από μία περίοδο, όπου όλα σχεδόν τα σπουδαία γεγονότα στην μουσική έχουν ήδη συμβεί. Ακούγοντας λοιπόν τους HELLOWEEN και μαθαίνοντας τους από τα τιτάνια “Keeper..” ως παιδί, γνωρίζοντας ότι οι Hansen και Kiske δεν είναι πλέον στο συγκρότημα και ο Ingo νεκρός, δεν γινόταν να μην έχω σαν όνειρο να δω τα ιστορικά αυτά μέλη για τις κολοκύθες ξανά μαζί. Με όλο τον σεβασμό στην μεγάλη πορεία του συγκροτήματος αλλά και στους Weikath – Grosskopf και ακόμα περισσότερο στον Deris, που είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι HELLOWEEN έμειναν στον αφρό και με εξαιρετικές δουλειές (οκ και κάποιες μέτριες, όπως όλοι άλλωστε), για εμένα η περίοδος των δύο “Keeper of the seven keys” δεν είναι απλά η κορυφή τους, αλλά ότι καλύτερο έχει επιδείξει το euro power metal και δύο από τους καλύτερους heavy metal δίσκους που έχουν βγει στην ιστορία.

Αρκετά χρόνια αργότερα το όνειρο έγινε πραγματικότητα και θυμάμαι τα δάκρυα χαράς που έριξα όταν είδα στα πρώτα teaser τον Kiske δίπλα στους Weikath – Deris, με τον Hansen να είναι εκεί με το κλασικό σαρδόνιο χαμόγελο του και όλα τα υπόλοιπα μέλη μαζί σαν μία παρέα, μία οικογένεια. Έγινε για τα λεφτά; Δεν με ενδιαφέρει. Μαγκιά τους και καλά έκαναν. Από την στιγμή που τα tour τους έδειξαν το ποιοι είναι οι HELLOWEEN, αφήνοντας ολόκληρο τον πλανήτη του heavy metal με το στόμα ανοιχτό, όλα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες του καφενείου και τίποτα άλλο.

Τι έλειπε για να ολοκληρωθεί το μαγικό reunion; Ένα νέο άλμπουμ και αυτό μας ήρθε επιτέλους με το όνομα του συγκροτήματος. Ειλικρινά δεν είχα καμία απαίτηση ως προς το αποτέλεσμα και όποιος περιμένει να ακούσει το “Keeper of the seven keys 4” ή μάλλον το 3 όπως έπρεπε να είναι, καλό θα ήταν να πάει να κάνει ένα κρύο μπάνιο μπας και συνέλθει. Τα “Keeper..” βγήκαν σε μία διαφορετική εποχή και άφησαν ιστορία. Στο σήμερα και στα φρέσκα κουλούρια οι HELLOWEEN έβγαλαν έναν δίσκο που έχει γερές δόσεις νοσταλγίας και όχι μόνο από το τι έχει κάνει το συγκρότημα, αλλά και με το τι έχουν δημιουργήσει τα μέλη του γενικότερα. Και για να εξηγηθώ, στο “Helloween” είναι εμφανείς οι αναφορές στην εποχή των “Keeper..”, όσο εμφανείς είναι οι αναφορές στην εποχή Deris του “Time of the oath”, του “Dark ride” και των τελευταίων 15 ετών γενικότερα, αλλά επίσης είναι φανερές και οι πινελιές από GAMMA RAY και UNISONIC.

Αυτό είναι κακό; Προσωπικά το βρήκα τέλειο και υπάρχει εξήγηση. Οι βασικοί συνθέτες του “Helloween” είναι οι Deris, Weikath και ακολουθεί ο Hansen, με τους Gerstner και Grosskopf να κατέχουν σε χρονική διάρκεια τα λιγότερα λεπτά συνθετικής δημιουργίας. Ο καθένας όμως με την σειρά του έχει δώσει μία ξεχωριστή νότα ήχου και δημιουργείται μία ποικιλομορφία που αγγίζει όλες τις αναφορές που ανέφερα παραπάνω, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που είναι HELLOWEEN και τιμά την ιστορία τους στο έπακρο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία αρπαχτή, αλλά με έναν δίσκο που ξεπερνά την τιμιότητα και σκορπά χαμόγελα στους απανταχού οπαδούς του συγκροτήματος. Να μιλήσω για το γεγονός που ακούμε την φωνάρα του Kiske πάλι, επάνω σε τόσο καλά τραγούδια ή για τον Deris που είναι εκεί να βάζει κάθε αμφισβητία στην θέση του; Να πω για τις τραγουδάρες που έγραψε ο Weikath, με αποκορύφωμα το “Down in the dumps” που σε κάνει να νιώθεις πάλι παιδί, όταν είχες το Walkman και τους άκουγες στα κρυφά μέχρι το ξημέρωμα; Ή να μιλήσω για τον Hansen που είπε να γράψει ένα τραγούδι και μας έδωσε το “Skyfall” που ακόμα παραμιλάμε γι’ αυτό;

Η παρουσία των τριών τραγουδιστών, τα τραγούδια, η εξαιρετική πέρα από κάθε άποψη παραγωγή που έδωσε στις κιθάρες τον χώρο να ΓΑΖΩΣΟΥΝ και η νοσταλγία, κάνουν ακόμα και τις αδύναμες στιγμές του δίσκου να μην είναι ενοχλητικές. Και ναι, υπάρχουν αδυναμίες στο “Helloween”. Κάποια ρεφρέν που δεν δίνουν την αίσθηση της κορύφωσης ή ένα-δυο τραγούδια που θα μπορούσαν να είχαν φύγει από τον μαγνήτη των τελευταίων κυκλοφοριών τους (“Fear of the fallen”), αλλά οκ. Ως εκεί. Με τέτοιου είδους αδυναμίες, δεν μπορώ παρά να μιλήσω για έναν πολύ καλό δίσκο, έναν δίσκο HELLOWEEN, το άλμπουμ που ήρθε και έδεσε με τον καλύτερο τρόπο ένα μυθικό reunion.

8,5 / 10

Δημήτρης Μπούκης

Η 18η Ιουνίου του 2021 λογικά θα είναι η πιο κομβική μέρα της φετινής χρονιάς στο ευρύτερο power metal, αφού όπως έχει γίνει ήδη γνωστό εδώ και καιρό, την εν λόγω ημέρα θα δει το φως της δημοσιότητας η, ομολογουμένως, πολυαναμενόμενη καινούργια δουλειά των HELLOWEEN, η οποία δεν θα είναι απλά η νέα τους δισκογραφική προσπάθεια, αλλά ένα album που θα έχει τα 4 από τα 5 μέλη που δημιούργησαν τον μύθο του group. Μια δουλειά, η οποία όπως και αν είναι συνθετικά, θα αποτελέσει το βασικό θέμα συζήτησης των απανταχού μεταλλάδων σίγουρα κατά την καλοκαιρινή περίοδο και σαφώς και μετά.

Η σύμπραξη μετά από πάρα πολλά χρόνια, των ανθρώπων που «έκτισαν» όλο το οικοδόμημα, προσωπικά μου δημιούργησε απαιτήσεις για ένα αποτέλεσμα που θα ήθελα να είναι μοναδικό και συγκλονιστικό, όπως τα τότε χρόνια. Δεν θα με ενοχλούσε καθόλου να ήταν και ηχητικά ρετρό και όσο πιο παρελθοντολάγνο γινόταν, αφού το line up θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Από ότι φάνηκε όμως, ειδικά όταν ο Σάκης Φράγκος άκουσε τον δίσκο, και μάθαμε τους δημιουργούς κάθε σύνθεσης, η τάση θα ήταν ότι οι Hansen και Kiske, θα «έπρεπε» να «κουμπώσουν» στα ήδη υπάρχοντα μέλη και όχι το ανάποδο. Δεν σας κρύβω ότι ελαφρώς «ξενέρωσα» στην θέα ότι τα 10 από τα 11 τραγούδια (αφού το “Orbit” αποτελεί την εισαγωγή του “Skyfall”), αποτελούν συνθέσεις του line up που υπήρχε πριν την επανένταξη των Hansen/Kiske. Από την άλλη βεβαίως, αυτό αποδεικνύει πόσο υπολογίσιμοι μουσικοί είναι οι Deris και Gerstner, σε φωνητικά και κιθάρα αντίστοιχα, μια και έχουν «σηκώσει» το βάρος του group τα τελευταία 19 χρόνια, έχοντας κερδίσει τον αμέριστο σεβασμό όλων.

Νομίζω ότι το «Skyfall» σαν πρώτο single, έστω και στην «κομμένη» έκδοση του, αφού ολόκληρο είναι ακόμα καλύτερο, έφερε πολλά χαμόγελα, σε όλους τους οπαδούς ανταποκρινόμενο στο έπακρο, στη νέα καμπή του group. Το συγκρότημα λοιπόν «έπρεπε» να κερδίσει το στοίχημα και τα υπόλοιπα τραγούδια να ήταν αντάξια των μεταγραφών. Το κατάφερε; Σε πολύ μεγάλο ποσοστό ναι. Ο δίσκος μετά την εισαγωγή, χωρίς καμία υπερβολή, αλά “South of heaven”(SLAYER), ξεκινάει όπως θα έπρεπε, με τον Κο Weikath να υπογράφει άλλη μια σύνθεση που θα μείνει για πάντα στην ιστορία του σχήματος, σαν άλλο ένα μοναδικό δείγμα ότι ο άνθρωπος έχει περίσσιο ταλέντο να γραφεί τραγουδάρες. Πόσο μάλλον όταν και οι εναλλαγές των φωνητικών είναι από τους Kiske/Hansen, με τον δεύτερο να «λυσσάει» από μικροφώνου ανά στιγμές. Η συνέχεια είναι εξίσου καλή, με το προσφάτως κυκλοφορημένο single “Fear of the fallen”, να δίνει μαζί με το “Skyfall”, το ακριβές δείγμα γραφής της νέας δουλειάς, σε όλους τους οπαδούς, αφού τα τραγούδια είναι δομημένα σε αυτό το ηχητικό στυλ.

Οι HELLOWEEN, άκρως σεβόμενοι το πρόσφατο παρελθόν τους, «πάτησαν» πάνω στο πως δημιούργησαν συνθετικά τα albums των τελευταίων ετών. Δεν προτίμησαν να γυρίσουν το ρολόι πίσω στην δεκαετία του ‘80 και να ξανά κυκλοφορήσουν ένα “Keeper…” ή κάτι παρόμοιο. Ούτε καν. Το ταλέντο οι Weikath/Deris –κυρίως- να γράφουν αξιοσημείωτα τραγούδια που θα «μένουν» στον χρόνο, το έχουν άπλετο, κάτι που έχει φανεί σε όλα τα albums. Έτσι, ανέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος συγγραφής των νέων τραγουδιών και μας χάρισαν, κομμάτια που ανταποκρίνονται 100% στο συγκρότημα όπως το έχουμε, αφενός συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, και αφετέρου θέλουμε, προσφέροντας μας ωραία τραγούδια.

Όλο το album, διακατέχεται από μόνο up-tempo ξεσηκωτικές συνθέσεις, με αρκετά μέρη να είναι άκρως συναυλιακά, για sing along καταστάσεις, ρεφρέν που σου μένουν στο μυαλό και τα τραγουδάς συνεχώς, ριφ και solos, αρκετά εμπνευσμένα και όμορφα τοποθετημένα και κιθαριστικές/φωνητικές μελωδικές εναλλαγές που δεν μπορούν να σε αφήσουν αδιάφορο. Ότι εμπεριέχεται στο “Helloween”, είναι στο ίδιο ηχητικό ύφος των τελευταίων δίσκων, με κάποια πιο πομπώδη μέρη ανά στιγμές και φυσικά ένα μοναδικό ατού, που δεν είχε καμία πρότερη προσπάθεια. Η συμμετοχή των Deris/Kiske/Hansen, όπου συνεργάζονται φωνητικά, έχει ανεβάσει την κάθε σύνθεση εκ των προτέρων. Τουλάχιστον στο studio, και μακάρι και οι 3 να είναι στην ίδια φόρμα όταν θα αποδώσουν τα τραγούδια ζωντανά, αφού η απόδοση τους ξεπερνά κάθε προσδοκία και «κλείνει» τα όποια στόματα αμφισβητιών.

Ο δίσκος θέλει πολλές ακροάσεις για να τον αφομοιώσεις κατάλληλα, αφού σε κάθε μια θα ανακαλύπτεις μικρές, ωραίες ηχητικές λεπτομέρειες που σου ξέφυγαν στην προηγούμενη. Τα τραγούδια που έχουν αναλάβει εξολοκλήρου οι Weikath/Deris, ξεχωρίζουν άμεσα και ίσως αρέσουν περισσότερο, και φυσικά το “Skyfall”, η μόνη σύνθεση του Hansen, προσωπικά μου έδειξε, ότι ακόμα «το ‘χει» και με το παραπάνω. Αυτό είναι και το δικό μου, μικρό παράπονο, αφού θα περίμενα πιο μεγάλη συμμέτοχη στο συνθετικό κομμάτι του δίσκου από τους Kiske/Hansen, λόγω επιστροφής. Ακούγοντας μεμονωμένα τα τραγούδια που δημιούργησε ο Weikath και το “Skyfall” του Hansen, αναρωτήθηκα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν «έγραφαν» κάτι μαζί. Ίσως να ικανοποιήσουν την περιέργεια μου στην επόμενη δουλειά. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί σίγουρα στην παραγωγή των τραγουδιών, που είναι εξαιρετική αλλά και στο εξώφυλλο του album, που αξίζει να κοσμεί κάθε τοίχο.

Το “Helloween”, ίσως δεν ονομάστηκε τυχαία έτσι. Είναι ένα album, μιας νέας αρχής, μιας αρχής όμως που βασίζεται στο πρόσφατο παρελθόν, και προσπαθεί να κάνει το επόμενο βήμα από το παρόν και όχι αναμασώντας την επιτυχία των πρώτων ετών που οι Weikath/Kiske/Hansen και Grosskopf, μας πρωτοσυστήθηκαν με την γνωστή συνέχεια. Τώρα πια στο σχήμα υπάρχουν και οι Deris και Gerstner, είναι άκρως υπολογίσιμες δυνάμεις και φαίνεται από το όλο «στήσιμο» του group, δημιουργώντας μια πολύ στιβαρή ομάδα, που είναι άξια για πολλά. Ίσως ένας λόγος που δεν συμμετείχαν και συνθετικά οι Kiske/Hansen στο δίσκο. Όπως και να έχει, το album, θα ακουστεί και θα αγαπηθεί πάρα πολύ και σίγουρα θα μας απασχολήσει για τους επόμενους πολλούς μήνες. Αυτό από μόνο του δείχνει την σημαντικότητα της κυκλοφορίας.

8 / 10

Θοδωρής Μηνιάτης

 

Photos by Franz Schepers

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here