«Ήδη από το 2017 οι Chris Boltendahl and Axel Ritt, σκέφτονταν να δημιουργήσουν ένα project που να εξυμνεί τις ρίζες του metal, «γυρνώντας» πίσω το χρόνο αλλά παράλληλα να είναι καινούργιο και μοναδικό. Εξαιτίας των υποχρεώσεων τους με τους GRAVE DIGGER, αλλά και της πανδημίας, δεν κατάφεραν να το υλοποιήσουν, μέχρι το 2020, όπου το εγχείρημα έπαιρνε σιγά «σάρκα και οστά» με κάποια τραγούδια, μέχρι και το Νοέμβριο του 2020 που αποφασίστηκε να γίνει ένα κανονικό συγκρότημα. Με την συμμέτοχη των Timmi Breideband (GREGORIAN, ex–BONFIRE, ex–FREEDOM CALL) στη drums και Steven Wussow (ORDEN OGAN,DOMAIN, ex–XANDRIA) στο μπάσο, οι HELLRYDER, ένα super group παραδοσιακού heavy metal, δημιουργήθηκε».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το δελτίο τύπου που συνοδεύει την παρθενική δουλειά των HELLRYDER, ενός συγκροτήματος που εκ προοιμίου, αφενός διαβάζοντας τι θέλουν να κάνουν, αλλά βλέποντας και το line up του σχήματος, σίγουρα μου δημιούργησε άπλετη περιέργεια για το τελικό αποτέλεσμα, αφού οι ίδιοι οι GRAVE DIGGER, ξέρουμε όλοι πως ξεκίνησαν ηχητικά, «πατώντας» σε πιο παραδοσιακές heavy metal φόρμουλες. Υπέθεσα λοιπόν ότι θέλουν όντως να γυρίσουν τον χρόνο πίσω και να μας ξαναπαρουσιάσουν κάτι που να θυμίζει τα χρόνια που το Γερμανικό heavy metal, ήταν ένα από τα ηχητικά θεμέλια στην αγαπημένη μας μουσική. Το πρώτο δείγμα που μας δόθηκε με το ομώνυμο τραγούδι, δεν ήταν το αναμενόμενο, κάτι που συνέβη και όταν πάτησα το play, αλλά και όταν είδα και τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το δελτίο τύπου, αφού τα κοστούμια δεν συνάδουν σε heavy metal συγκρότημα, που θέλει να έχει αναφορές στις ρίζες του ιδιώματος.
Καταρχάς το album άσχημο δεν το λες, δεν έχει όμως αυτό το «κάτι» για να είναι τόσο άξιο λόγου και να πρωταγωνιστήσει. Σίγουρα δεν έχει το ηχητικό αποτέλεσμα που μας περιέγραψε το group και ήθελε να πετύχει. Αυτό που θα ακούσει ο οπαδός, πιο πολύ «ακουμπάει» το σήμερα, παρά το πάλε ποτέ παρελθόν. Ίσως και λόγω της παραγωγής που έχει γίνει στα τραγούδια, η οποία ομολογώ ότι δεν τους έχει δώσει credits. Οι Boltendahl/Ritt που είναι υπεύθυνοι για τις συνθέσεις, έγραψαν τραγούδια που θα μπορούσαν κάποια από αυτά να εμπεριέχονταν σε μια επερχόμενη δουλειά των GRAVE DIGGER, αφού έχουν πολλές ηχητικές ομοιότητες με ότι μας έχουν παρουσιάσει μέχρι σήμερα. Τα τραγούδια είναι δομημένα σε αυτές τις ηχητικές φόρμουλες, οπότε αν κάποιος έχει ακούσει είτε λίγο, είτε περισσότερο τις δουλειές του Νεκροθάφτη, ας φανταστεί ότι και οι HELLRYDER, ηχούν, κυρίως, αναλόγως. Μετά από αρκετές ακροάσεις, θα βρει και κάποια ηχητικά στοιχεία, που εμένα μου έφεραν στο μυαλό το “No rest for the wicked” του OZZY OSBOURNE (αφού ο Ritt ακούγεται ανά στιγμές σαν τον Zakk Wylde τότε) ή και MOTORHEAD των τελευταίων δουλειών στα πιο γρήγορα κιθαριστικά μέρη.
Η βάση όλων των συνθέσεων σαφώς είναι metal, απλά έχει πιο μοντέρνα ριφ και παραγωγή που ανά στιγμές, είναι μουντή και αυτό που βγαίνει από τα ηχεία είναι σαν μια βαβούρα, που σε κάνει να χαμηλώσεις άμεσα την ένταση. Έπειτα, δεν υπάρχει καμία πρωτοτυπία στα τραγούδια, αφού όλες οι συνθέσεις ηχούν τυπικές, ξέροντας το παρελθόν των δυο καλλιτεχνών που τις έγραψαν. Το να έχει κάποιος μια ηχητική ταυτότητα, σαφώς είναι θεμιτό και αποδεκτό, το σημαντικό όμως είναι να μπορεί να γράφει τραγούδια που να έχουν κάποιο ενδιαφέρον, όταν καταπιάνεται με άλλο σχήμα πέραν του δικού του, και οι HELLRYDER δεν θα πρέπει να υπερηφανεύονται γι’ αυτό. Με το ισχύον line up, θα περίμενα/ήθελα πιο ευφάνταστα τραγούδια, με πιο τσαγανό, σπιρτάδα, μελωδίες στην κιθάρα που να σε «κολλάνε», με ρεφραίν που να τραγουδάς συνεχώς, και όχι να ακολουθούν την πεπατημένη, σίγουρη οδό, επειδή «αυτό ξέρω να κάνω χρόνια». Αν δεν σου βγαίνει, μην το κάνεις. Νομίζω θα μπορούσαν να έχουν και δεύτερη κιθάρα στο σχήμα και πιο «καθαρό» ήχο που να θυμίζει όντως τα αρχικά χρόνια της heavy metal σκηνής.
Η νέα δουλειά έχει ένα μειονέκτημα, μάλλον βασικό. Ο Boltendahl, δυστυχώς δεν είναι καθόλου σε φόρμα. Δηλώνω φανατικός οπαδός των GRAVE DIGGER, αλλά ο τρόπος που τραγουδάει τις πιο πολλές συνθέσεις στους HELLRYDER, ανά στιγμές δεν αντέχεται. Όσα χρόνια ακούω το group, είτε στις studio δουλειές, είτε ζωντανά, δεν μου έχει μεταδώσει τέτοια αποκρουστικότητα, «γκαρίζοντας» και όχι τραγουδώντας. Ξέρουμε όλοι ότι οι φωνητικές του δυνατότης είναι περιορισμένες, αλλά στο “The devil is a gambler”, έχει την χειρότερη απόδοση σε δίσκο. Υπήρξαν πολλές στιγμές που ρητορικά αναρωτήθηκα «γιατί». Κρίμα…
Το album, θέλει αλλά δεν μπορεί, αφού, σε όλη την διάρκεια του, υπάρχουν καλές ιδέες, βασισμένες σαφώς στον πιο παραδοσιακό heavy metal ήχο, αλλά τελικά αυτό που λαμβάνεις δεν είναι και κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Ακούγοντας το δίσκο, (αν αντέξεις τον Boltendahl) ναι, μπορεί και να βρεις, κάποια, μετρημένα στο ένα χέρι τραγούδια, που να σου αρέσουν, αλλά μέχρι εκεί. Αν έχεις αγοράσει το δίσκο, θα τον βάλεις στην αλφαβητική σειρά του, στην δισκοθήκη σου, σχετικά άμεσα. Αν πάλι τον ακούσεις από πριν, νομίζω ότι θα σε απασχολήσει πολύ η αγορά, την οποία μάλλον δεν θα κάνεις. Εκτός αν θες να έχεις τα πάντα που σχετίζονται με μέλη των GRAVE DIGGER. Νομίζω ότι αν αποφασίσουν να κάνουν άλλο ένα album, καλό θα είναι να υλοποιήσουν αυτό που αρχικά σκέφτηκαν, γιατί η πρώτη τους προσπάθεια δεν είναι και η καλύτερη δυνατή.
6 /10
Θοδωρής Μηνιάτης