HITTMAN interview (Jim, Dirk)

0
203

“Chanting crowd are screaming his name… the Hittman!”

Οι βετεράνοι του αμερικανικού power metal, HITTMAN, η μπάντα που κυκλοφόρησε το θεϊκό ομώνυμο άλμπουμ πίσω στα 1988, επέστρεψαν πια για τα καλά. Έτσι, μετά την εκπληκτική τους συναυλία στο τελευταίο, ως τώρα, Up the Hammers Festival, μας αναγκάζουν να ρίξουμε ξανά τα φώτα μας επάνω τους, με το νέο πόνημά τους, με τίτλο “Destroy all humans”, έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Ο σεσημασμένος οπαδός του αμερικανικού μετάλλου, Δημήτρης Τσέλλος, συνομιλεί με τον κιθαρίστα και αρχηγό της μπάντας, Jim Bacchi και τον τραγουδιστή Dirk Kennedy, οι οποίοι, απόλυτα ευδιάθετοι, εκτός από το να «αραδιάζουν» ένα σωρό πληροφορίες για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του group, επεκτείνουν την συζήτηση και εκτός αυτού.

Γεια σας παιδιά, χαιρόμαστε πολύ που είστε εδώ μαζί μας στο Rock Hard και συγχαρητήρια για το νέο σας άλμπουμ! Τι είδους αντιδράσεις έχετε λάβει ως τώρα από τον κόσμο;

Jim: Γεια σου Δημήτρη και σε ευχαριστούμε πολύ για την υποδοχή! Το μέχρι τώρα feedback είναι απίθανο. Πολύ καλύτερο από αυτό που και εμείς οι ίδιοι περιμέναμε! Αυτό που βιώνουμε είναι για όλους μας μία μεγάλη έκπληξη!

Dirk: Είναι απίστευτο το συναίσθημα να επιστρέφεις και η μουσική σου να «αγκαλιάζεται» από τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο! Πόσο τυχεροί είμαστε αλήθεια…

Ξέχωρα από το αποτέλεσμα, πως είναι να επιστρέφεις μετά από τόσα χρόνια;

Jim: Είναι υπέροχο μα και σουρεαλιστικό το συναίσθημα! Αν μπορούσαμε να στείλουμε πίσω στο χρόνο, στο 1988, αυτό που γίνεται τώρα, θα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για όλους μας.

Dirk: Αν μου έλεγες πως θα συμβεί αυτό πριν πέντε χρόνια, όχι περισσότερα, δεν θα σε πίστευα με τίποτα. Αλλά να ’μαστε!

Όλον αυτόν τον καιρό, είχατε επαφή με τη μουσική και τη μουσική βιομηχανία;

Jim: Κάποιοι από μας, ναι. Προσωπικά, δεν σταμάτησα λεπτό αφότου σταμάτησαν οι HITTMAN. Και λέω σταμάτησαν, γιατί ποτέ δεν διαλυθήκαμε. Μία παύση κάναμε. Έχω ένα project στην California, το “The Tikiyaki Orchestra”, με το οποίο ασχολούμαι με την jazz, παίζω σε τοπικό επίπεδο και έχω κυκλοφορήσει και τέσσερις δίσκους. Επίσης, μαζί με μέλη από μία προηγούμενή μου μπάντα, τους FUZZBUBBLE και τον Mike Clink, παραγωγό και μηχανικό ήχου στους UFO και GUNS ‘N’ ROSES, φτιάξαμε τους CULT STARS FROM MARS, με καλεσμένους πολλούς γνωστούς μου από τις μέρες των HITTMAN, μεταξύ αυτών και τον Mike Portnoy. Ο Mike, ως μεγάλος οπαδός των FUZZBUBBLE, δέχτηκε αμέσως να λάβει μέρος. Εκτός του ότι είναι μεγάλος μουσικός, είναι και ευρύτατα γνωστός, πράγμα που μας βοηθά και σε άλλα επίπεδα. Ετοιμάσαμε ένα βίντεο μαζί του, με τον Jeff Scott Soto και τον Darien Sahanaja από την μπάντα του Brian Wilson, το οποίο θα κυκλοφορήσει το Δεκέμβριο. Είναι σε 70s classic rock στυλ. Με τέτοια ασχολούμαι. Δεν είμαι rockstar, αλλά ζω από τη μουσική. Ο Dirk ακολούθησε solo καριέρα, ασχολήθηκε με πολλά projects και με την μουσική σε films και εκπομπές στην τηλεόραση. O John (σ.σ: Inglima, κιθάρες) σταμάτησε για να αφοσιωθεί στην οικογένειά του, αλλά χάρηκε πολύ που ξεκινήσαμε πάλι τους HITTMAN και ακολούθησε αμέσως, ενώ ο Greg (σ.σ: Bier, μπάσο) είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας, έχει ένα venue στο LA που ονομάζεται “The Universal Bar and Grill”, ενώ πρόσφατα έβαλε ξανά «μπροστά» τη δική του μπάντα, τους POWER (σ.σ: μελωδικό rock παίζουν, μην τους μπερδεύεις με τους συνονόματους του Alan Tecchio). Όπως λέει και το τραγούδι, «κάνεις check out όποτε θες από τη μουσική, αλλά δεν φεύγεις ποτέ».

Πριν μιλήσουμε για το καινούργιο σας άλμπουμ, ας πάμε πίσω στο χρόνο και στο ντεμπούτο σας. Τί θυμάστε από εκείνες τις ημέρες;

Dirk: Η μπάντα είχε βάλει μία αγγελία σε μία τοπική εφημερίδα. Απάντησα και μάλιστα είπα ψέματα, πως είμαι Βρετανός και πέντε χρόνια μεγαλύτερος! Έπιασε το κόλπο και για τρεις μήνες κανείς δεν κατάλαβε τίποτα! Εμπειρία δεν είχα, ήμουν μόνο μέλος των ANTHRAX για πέντε λεπτά (!), όταν έπαιζαν ακόμη heavy metal στο στυλ των IRON MAIDEN. Τότε ήταν που μοιράστηκαν το ίδιο προβάδικο με τους METALLICA, o Scott άκουσε τον ήχο τους και αποφάσισε να κάνει το ίδιο. Πάντα ήταν έξυπνος αυτός ο άνθρωπος! Εμείς από την άλλη, κάναμε πρόβες κάθε βράδυ σχεδόν, για μήνες και δοκιμάζαμε αρκετούς κιθαρίστες για τη θέση της δεύτερης κιθάρας. Παίξαμε support στους STRYPER και από εκεί και μετά, όλα «πήραν το δρόμο τους». Ηχογραφήσαμε το κλασσικό πια demo μας, επισκεφτήκαμε την Ευρώπη και μετά δουλέψαμε πολύ σκληρά, ώστε να ηχογραφήσουμε τον καλύτερο metal δίσκο που ΔΕΝ είχε ποτέ ως τότε ακουστεί, με δανεικά λεφτά από τους γονείς μας! Περάσαμε super στο studio, ήταν μία εμπειρία πρωτόγνωρη για εμάς! Ειδικά με τον Mike… δεν υπήρχε πιο αστείος άνθρωπος στον κόσμο!

Jim: Αυτήν την εβδομάδα, θα κυκλοφορήσουμε το πρώτο μας «official» βίντεο, για το τραγούδι “Total amnesia”. Αν διαβάσεις τους στίχους, μιλούν για το γεγονός πως δεν θυμάμαι και πολλά από όσα έγιναν τότε! (γέλια) Ο Dirk τα θυμάται όλα τελικά! Οι καλύτερες μνήμες μου, έχουν να κάνουν με τις πρώτες μέρες της μπάντας, όταν ξεκινούσαμε με τον Mike Buccell, κάναμε το demo, φτιάχναμε το logo, προσλαμβάναμε τον Dirk και γενικά βλέπαμε το όνειρο να πραγματοποιείται. Το show με τους STRYPER ήταν το πρώτο μας, και παίξαμε μπροστά σε 1000 άτομα. Μετά ακολούθησαν και άλλα στο La’Mour East. Όταν ο Mike πέθανε το 2013, έγινα «ράκος». Είχαμε περάσει τόσα πολλά μαζί πριν και κατά την διάρκεια της πορείας των HITTMAΝ. Στην κηδεία του λοιπόν, συζητήσαμε πρώτη φορά για την επανεκκίνησή μας. Ο Mike ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ιστορία της μπάντας, η συνεισφορά του σε αυτή, η φιλία μας… Όταν ανακαλώ στη μνήμη μου πράγματα για το group, αυτόν θυμάμαι πρώτα. Θυμάμαι και τις συναυλίες μας στο Connecticut μαζί με τους FATES WARNING, LIEGE LORD, SAXON (σ.σ: τι «πακέτο» ήταν αυτό;!;). Χαίρομαι πολύ που βλέπω τους FATES να έχουν φτάσει εδώ που έχουν φτάσει. Στο είδος τους, είναι από τους πρωτοπόρους (σ.σ: ”they carried the torch for this kind of metal” όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά) και πραγματικά εμπνέουν και όλους εμάς τους υπολοίπους.

Το “Hittman” θεωρείται στις μέρες μας ένα από τα πλέον τρανταχτά παραδείγματα US metal. Όταν κυκλοφόρησε, έκανε την ίδια αίσθηση;

Jim: Ειλικρινά, όχι! Στα mid-80s, η metal σκηνή των ΗΠΑ ήταν τάχιστα εξελισσόμενη και αναπτυσσόμενη. Έτσι, όταν εμείς κυκλοφορήσαμε το ντεμπούτο μας, ο όρος “heavy” σήμαινε συγκροτήματα σαν τους SLAYER και τους METALLICA, οι οποίοι άλλαξαν όλο το παιχνίδι από το 1985 και μετά. Όλα είχαν να κάνουν με την βαρύτητα κυρίως, ενώ εμείς θέλαμε να ισορροπούμε μεταξύ μελωδίας και βαρύτητας… όπως συμβαίνει σε αυτό που σήμερα ονομάζεται “traditional metal”. Εμείς λοιπόν τότε, ήμασταν σχετικά “passe”. Πιστεύω πως καθώς περνά ο καιρός, οι νεότερες γενιές, όταν ανακαλύπτουν μία μπάντα σαν τη δική μας, αγνοούν αυτό το μέρος της εξίσωσης. Έτσι, το συγκρότημα εξαφανίζεται και βυθίζεται στη λήθη και την αφάνεια και περιμένει από τους σύγχρονους «αρχαιολόγους της μουσικής» (σ.σ: “archaeologists of music” είπε ο Jim) να το ανασύρουν στην επιφάνεια και να γράψουν, να πουν για αυτό. Είναι περίεργο, δεν είναι; Αυτό συμβαίνει με δίσκους και συγκροτήματα όλων των ειδών. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτηση, δεν θα μας θεωρούσα ως ένα από τα πλέον τρανταχτά παραδείγματα US metal.

Άρα, ο όρος US metal καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα αμερικανικών μπαντών και σωστά. Προσωπικά, μιας και το αναφέρουμε, σας κατατάσσω στο power metal ή αλλιώς USPM.

Dirk: Λοιπόν, power metal θα μας χαρακτήριζα και εγώ, ναι (σ.σ: καταλάβατε τώρα τι φωνάζω τόσον καιρό;). Υπάρχει μία λεπτή νοητή γραμμή που κάνει αυτές τις διαχωρίσεις και εμείς κινούμαστε εκεί. Αργήσαμε βέβαια να εμφανιστούμε ώστε να θεωρούμαστε πρωτοπόροι του είδους, αλλά δώσαμε καλά τραγούδια. Το “Will you be there”, ήταν το τραγούδι μας που ακούστηκε αρκετά στο ραδιόφωνο, προτού αναλάβει η SPV, τα διαλύσει όλα και ανακόψει την πορεία μας…

… με την κυκλοφορία του “Vivas Machina”. Το λάθος άλμπουμ στην λάθος στιγμή, ίσως; Μην παρεξηγηθώ, το θεωρώ εξαιρετικό, αλλά…

Dirk: Ξέρω τι θα πεις. Το αγαπώ το “Vivas…”. Είναι ώριμο και περιέχει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες μου. Αλλά ναι, ήταν ένα λάθος για εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Θα έπρεπε να είναι το τέταρτο άλμπουμ μας για παράδειγμα. Αυτό που χρειαζόμασταν για να διαδεχτεί το ντεμπούτο, ήταν κάτι «βαρύ», «δολοφονικό» και όχι ένα δίσκο στο στυλ του “Vivas…”. Αλλά δυστυχώς, είχαμε πολλά νομικά «κολλήματα» και δεν μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλαμε. Επίσης, δεν είχαμε ιδέα του τι συμβαίνει στην Ευρώπη και πόσο «θόρυβο» είχε κάνει τότε το ντεμπούτο μας. Ποτέ δεν περιοδεύσαμε για το άλμπουμ αυτό, μόνο για το demo επισκεφτήκαμε την Ευρώπη και αυτό ήταν μεγάλο λάθος από πλευράς μας. Κρίμα…

Jim: Ακριβώς έτσι. Ήταν μία μεγάλη απογοήτευση για τους οπαδούς μας, ειδικά τους Ευρωπαίους, που είχαν λατρέψει το “Hittman”. Και όπως είπε και ο Dirk, δεν είχαμε ιδέα τι συμβαίνει στην Ευρώπη, και τι θεωρεί ο κόσμος εκεί “metal”. Έτσι, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα δίλημμα. ”Metal” στις ΗΠΑ σήμαινε METALLICA, SLAYER, ANTHRAX κλπ. Εμείς δεν θέλαμε να είμαστε και δεν ήμασταν κάτι τέτοιο, οπότε δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Πέσαμε και στην «παγίδα» του να είμαστε οπωσδήποτε σε μεγάλη εταιρεία. Έχω μετανιώσει για πολλά από όσα έγιναν τότε. Βλέπαμε πολλές γνωστές μας μπάντες να υπογράφουν καλά συμβόλαια, να βγάζουν δίσκους, να περιοδεύουν και δεν φαντάζεσαι πόσο ενοχλητικό ήταν όλο αυτό. Λέγαμε «δεν μπορεί, κάτι κάνουμε εμείς λάθος!». Αν είχαμε έρθει στην Ευρώπη και είχαμε δει τι συμβαίνει, θα λέγαμε «εντάξει, θα επικεντρωθούμε στην ευρωπαϊκή αγορά και στους Ευρωπαίους οπαδούς μας, δεν μας νοιάζουν οι Η.Π.Α, έτσι κι αλλιώς εδώ κανείς δεν καταλαβαίνει τι είμαστε» (σ.σ: πόσο “ARMORED SAINT” η όλη φάση). Αλλά είναι πολύ άσχημο να μην σε στηρίζει το «σπίτι» σου. Έτσι, θα έλεγα πως το “Vivas…” είναι το αποτέλεσμα πέντε δύσκολων ετών, πολλών προβλημάτων με την SPV και το «παιδί» μιας μπάντας που έψαχνε να βρει τον εαυτό της.

Όταν ξαναβγείτε σε περιοδεία, θα ακούσουμε υλικό από αυτό το άλμπουμ; Πιστεύετε θα ταιριάξει με τα παλαιά κομμάτια;

Jim: Ποτέ δεν ξέρεις. Το καλό είναι πως έχουμε πια καλές σχέσεις με τον drummer μας από το τότε line-up, τον Mark Jenkins. Εμφανίζεται και στο νέο μας βίντεο και ας μην έπαιξε στο δίσκο. Θεωρούμε πως αυτός πρέπει να συνεχίσει ως μόνιμο μέλος στη μπάντα, οπότε σκέφτομαι πως ναι, θα μπορούσαμε πλέον να προσθέσουμε κάποια τραγούδια στο set μας.

Dirk: Μακάρι, το ελπίζω! Τα “Answer my prayer”, “Mercy” (σ.σ: τεράστιος λυρικός ύμνος) και “Say a prayer for me”, θα ταιριάξουν πολύ καλά με το υπόλοιπο υλικό.

Πάμε τώρα στο νέο σας άλμπουμ, ήρθε η ώρα. Πως φτάσατε ως εδώ; Τι σας ώθησε να κάνετε αυτή την επανεκκίνηση, εκτός βέβαια από το θάνατο του Mike;

Jim: Στην αρχή θέλαμε να κάνουμε ένα δίσκο φόρο-τιμής στον Mike. Τότε μας έκανε την δεύτερη πρότασή του το Keep It True (η πρώτη ήταν το 2009 και δεν παίξαμε τελικά) και είπαμε πως τώρα πρέπει να πούμε «ναι» και στο δίσκο και στην εμφάνισή μας στη Γερμανία. Το συζήτησα με τον Dirk και μέσα σε μία βδομάδα είχε αυτός έτοιμο το “The ledge” και εγώ το “No time to die”, το οποίο τελικά δεν μπήκε στο δίσκο. Δεν είχε σημασία αυτό όμως. Το ζητούμενο ήταν πως «το νερό μπήκε στο αυλάκι» (σ.σ: “the floodgates just opened”, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Jim). Με τον Dirk ανταλλάζαμε ιδέες και τραγούδια συνεχώς και έτσι η φλόγα που υπήρχε μέσα μας ξαναζωντάνεψε! Ένιωθα και ήξερα πως έπρεπε να κάνουμε ένα κλασσικό HITTMAN δίσκο. Δεν ήθελα να θυμούνται ως «αντίο» της μπάντας το “Vivas…”. Σου υπενθυμίζω, συμφωνώντας μαζί σου, πως δεν είναι καθόλου κακός δίσκος, αλλά ήθελα να διορθώσω ένα λάθος και αν δεν κυκλοφορήσουμε ποτέ κάτι καινούργιο, το “Destroy all humans” θα είναι το πρέπον «αντίο» μας.

Dirk: Έτσι ακριβώς. Ήμασταν και είμαστε μία power metal μπάντα (σ.σ: να κοπεί λοιπόν αυτό το «οι HITTMAN είναι μελωδικό hard ‘n’ heavy» που ακούω και μου γυρίζουν τα μάτια ανάποδα), αλλά είχαμε παρεκκλίνει από τον ήχο μας. Τώρα, με το “Destroy all humans”, είναι όλα ξεκάθαρα και νιώθουμε μία νέα έμπνευση να μας διακατέχει! Με τον Jimmy έχουμε ξεκινήσει και έναν άτυπο αγώνα, ποιος θα γράψει τα πιο “HITTMAN-esque” τραγούδια… χαχα! Συνήθως κερδίζει, αφού ήταν έτσι κι αλλιώς ο αρχιτέκτονας του αυθεντικού μας ήχου.

Νομίζω πως το “Destroy all humans” θα έπρεπε να είναι το δεύτερό σας άλμπουμ…

Jim: Συμφωνώ απόλυτα με αυτήν την άποψη! Έχει όλα τα στοιχεία που υπήρχαν το 1988, άλλωστε υπάρχει και υλικό που ανήκει σε εκείνη την εποχή, μόνο που το ότι κυκλοφόρησε το 2020, του προσδίδει και τριάντα χρόνια εμπειρίας επιπλέον. Πήραμε πολλά μαθήματα, σε πολλούς τομείς. Παραγωγή, σύνθεση…

Dirk: Και εγώ συμφωνώ με αυτό.

Ας μιλήσουμε για τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Για το πόσο καιρό περάσατε στο studio, αν αντιμετωπίσατε δυσκολίες, αν σας παρουσιάστηκαν καταστάσεις που να οδήγησαν σε ευτράπελα…

Jim: Λοιπόν. Δεν υπάρχει μπάντα “HITTMAN” χωρίς δράμα, χάος και πολλές δυσκολίες! Η όλη διαδικασία κράτησε περισσότερο από όσο ήθελα, κυρίως λόγω αυτού που ονομάζεται «γεωγραφία». Ξέρεις, ζούμε 3000 (!) μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον! Επίσης, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και κάποια άλλα θέματα, αλλά δεν χρειάζεται να τα αναφέρω.

OΚ, σεβαστό…

Jim: Πέρασα πολύ καιρό ώστε να τελειοποιήσω και να τροποποιήσω τις μέχρι τότε ηχογραφήσεις και να ξαναγράψω κάποια σημεία. Πάντως, η όλη διαδικασία μας βοήθησε να βρούμε ξανά τους «μουσικούς» εαυτούς μας.

Dirk: Γράψαμε πολλά τραγούδια σε demos. Έπρεπε να βρούμε ξανά την ψυχή που είχε αυτή η μπάντα. Ναι, για τούτη τη φορά μας πήρε πολύ χρόνο, αλλά την επόμενη δεν θα αντιμετωπίσουμε τέτοια θέματα, καθώς είμαστε έτοιμοι πια, σαν μία «καλά λαδωμένη» μηχανή.

Δύο κομμάτια, τα “Out in the cold” και “Code of honour”, γράφτηκαν πριν κυκλοφορήσει το “Hittman”. Έχετε και άλλους κρυμμένους θησαυρούς;

Jim: Έχουμε κάποια τραγούδια ακόμη, αλλά αυτά τα δύο είναι σίγουρα τα καλύτερα.

Dirk: Το πρώτο γράφτηκε πριν καν εγώ γνωρίσω τον Jim φαντάσου. Το “Code…”, θα έμπαινε στο τότε παρολίγον δεύτερο άλμπουμ. Έχουμε, όπως είπε ο Jim, κάποια ακόμη, αλλά έχει περισσότερη «φάση» να συνθέτουμε καινούργια.

Αν έπρεπε να διαλέξετε τρία, όχι περισσότερα, τραγούδια από το νέο δίσκο ως αγαπημένα σας, ποιά θα ήταν αυτά και για ποιους λόγους; Προσωπικά, διαλέγω τα “Destroy…”, “Breathe” και “The ledge”, τα οποία θεωρώ και τα τρία από τα καλύτερα τραγούδια για το 2020, ως τώρα.

Dirk: Έλα, όχι, αδύνατον (σ.σ: τελικά γιατί όλοι «εκνευρίζονται» με αυτό το παιχνίδι; Χαχα)! Τα αγαπάμε όλα το ίδιο! Ένα ακόμη στοιχείο που μου αρέσει στο δίσκο, είναι η ροή των τραγουδιών και η διάρκειά τους, καθώς θεωρώ πως 42 λεπτά είναι αρκετά (σ.σ: έτσι!). Μου αρέσουν πολύ κάποια κλασσικά άλμπουμ που είναι μικρά σε διάρκεια, χωρίς fillers. Όσο για τα δικά μας νέα κομμάτια, ανυπομονώ να τα παίξουμε ζωντανά. Θα ακούγονται «θεόρατα» στη σκηνή!

Jim: Δύσκολο να διαλέξω… τα αγαπώ όλα εξίσου! Θεωρώ πως αντιπροσωπεύουν διαφορετικά πράγματα, αλλά, μουσικά, τα ενώνει ένα ιδιότυπο «νήμα». Τα καινούργια μας τραγούδια, πρέπει να σου πω πως έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη συνεκτικότητα σε σχέση με τα προηγούμενά μας, μουσικά.

Στίχοι. Έχουμε κάποιο concept εδώ;

Jim: Όχι. Το ομότιτλο κομμάτι είναι η δική μου οπτική σχετικά με την κατάσταση στη χώρα μου. Το “Breathe” και το “Total amnesia” είναι πιο προσωπικά, το δεύτερο είπαμε πριν πού αναφέρεται. Το ”The ledge”, μιλά για τον ίδιο τον Dirk και την προσπάθειά του να είναι ξανά στο συγκρότημα, όπως και το “1000 souls”. Τα “Code of honor” και “Love, the assassin”, αναφέρονται σε ένα concept πάνω σε ένα «πληρωμένο εκτελεστή» (“hitman”). Και το “Out in the cold”, που έρχεται από το 1985, έχει μία στιχουργική προσέγγιση a la “Walk Away” (BLACK SABBATH).

Dirk: Εγώ θα χαρακτήριζα τα τραγούδια ως «σημειωματάρια». Περιέχουν τις «σημειώσεις» μας από συγκεκριμένες περιόδους του group. O Jimmy μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε θέμα, εγώ είμαι πιο εσωστρεφής.

Αν μπορούσατε να αλλάξατε κάτι στο νέο δίσκο, τι θα ήταν αυτό;

Jim: Ειλικρινά, όχι πολλά πράγματα, γιατί είμαι ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα. Τίποτα το σοβαρό δεν θα άλλαζα, ίσως μόνο κάποιες μικρολεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα κάποιο σημείο σε κάποιο solo, κάποια δεύτερα φωνητικά θα τα έκανα να ακούγονται πιο ψηλά… Αλλά γενικά, το αποτέλεσμα είναι αυτό που θέλουμε. Ο Bob St John στη μίξη, ήταν εξαιρετικός. Είμαι πολύ χαρούμενος με το τελικό αποτέλεσμα, όπως είπα.

Dirk: Νομίζω πως χρειαζόταν μία μπαλάντα. Το συγκεκριμένο άλμπουμ μας βγήκε πολύ “heavy”, αλλά υπόσχομαι στο επόμενο να έχουμε κάτι. Θα ήθελα πολύ να τραγουδήσω κάτι τέτοιο.

Έχετε επαφή με την σημερινή metal σκηνή ή προτιμάτε να ακούτε συγκροτήματα και καλλιτέχνες περασμένων ετών; Κάτι που να σας κέντρισε το ενδιαφέρον;

Dirk: Είμαι ένας “old school metal man”. Αγαπώ πολύ το NWOBHM και γενικά τα κλασσικά ακούσματα. Ίσως όμως πρέπει να «διαβάσω τα μαθήματά μου» (σ.σ: “I need to do my homework”) και να μάθω και κάποιες από τις καινούργιες μπάντες. Μου αρέσουν το μελωδικό metal και οι «μεγάλες» φωνές. Το πολύ «βαρύ» υλικό δεν είναι του γούστου μου, αλλά εντάξει, το ακούω αν τύχει. Μία μπάντα με την οποία έχω πάθει ψύχωση, είναι οι Ιταλοί DGM. Ο Marco Basile είναι ο καλύτερος τραγουδιστής που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια. Η άρθρωσή του και ο τόνος του, είναι απίστευτα.

Jim: Από δίσκους, το “Firepower” των JUDAS PRIEST ήταν καταπληκτικό! Δεν θυμάμαι να άκουσα κάτι τα τελευταία είκοσι χρόνια που να με ενθουσίασε τόσο, όσο αυτό. Πολύ καλό και το “Win hands down” των ARMORED SAINT και κορυφαίο το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου! Από μπάντες, άκουσα πρόσφατα για πρώτη φορά τους Βρετανούς WYTCH HAZEL, οι οποίοι μου έκαναν μεγάλη εντύπωση λόγω της μελωδικότητάς τους (σ.σ: «να τον ακούτε τον Δημήτρη» μέρος δεύτερο). Το τελευταίο των SONS OF APOLLO ήταν καταπληκτικό (σ.σ: Φράγκο πες «γεια»), όπως πολύ καλοί είναι και οι FLYING COLORS. Ένα ακόμη συγκρότημα που έχω ξεχωρίσει, είναι οι NIGHT DEMON (σ.σ: Νίκα πες «γεια»). Μου άρεσε πάντα το NWOBHM και οι τύποι αναπαράγουν εκείνον τον ήχο ιδανικά.

Γενικά πως είναι η metal σκηνή στις Η.Π.Α τώρα;

Jim: Οι παλαιές μπάντες είναι αυτές που ακόμη έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση, αλλά και κινούνται καλύτερα στη μουσική βιομηχανία. Είναι δύσκολο για μία νέα μπάντα να ακολουθήσει αυτόν το ρυθμό ή να μπει «σφήνα». Από την άλλη, δεν χρειάζεσαι πλέον ένα studio όπου θα πληρώνεις $50 την ώρα για να ηχογραφήσεις μουσική, οπότε τα συγκροτήματα έχουν πληθύνει και ο ανταγωνισμός έχει μεγαλώσει. Άσε που υπάρχει και το μεγάλο πρόβλημα του streaming, που έχει καταστρέψει με τον τρόπο του την τέχνη της δημιουργίας.

Dirk: Ποια metal σκηνή; Στις Η.Π.Α υπάρχουν πολλές pop, r’n’b και γενικά autotuned αηδίες. Πρέπει να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, να αλλάξει. Είναι λες και τα charts τα κουμαντάρει μία μηχανή και δεν υπάρχει πουθενά ο ανθρώπινος παράγων. Δεν είναι μάστιγα μόνο στο metal αυτό. Μου αρέσουν όλα τα είδη μουσικής τα οποία είναι αληθινά και αυθεντικά. Απεχθάνομαι όλους αυτούς τους ψεύτικους καλλιτέχνες που κοροϊδεύουν το κοινό, το οποίο δεν καταλαβαίνει πόσο δήθεν και ψεύτικο είναι όλο αυτό (σ.σ: “its all smoke and mirrors”). To metal ποτέ δεν ήταν έτσι.

Επί προσωπικού, ποιοι καλλιτέχνες σας επηρέασαν;

Dirk: Γενικά πολλοί και από διάφορα είδη. Ο Dio με τον Gillan αρχικά, μετά ο Bruce με τους MAIDEN και οι PRIEST. Φυσικά και οι QUEENSRYCHE, με τους οποίους μοιάζαμε και στο στυλ. Ο Tom Jones (σ.σ: η μεγαλύτερη εν ζωή φωνή στον πλανήτη, εύγε Dirk!), τον οποίο θεωρώ πρότυπο. Θυμάμαι, έκανε ιδιαίτερη αίσθηση ένα t-shirt του που φορούσα στο UTH. Ο Anthony Newley, η Peggy Lee, ο Andy Williams. Δεν έχει σημασία αν είναι metal ή όχι, σημασία έχει ο τραγουδιστής να με κάνει να «πιστέψω» τους στίχους και να πει «σωστά» το περιεχόμενό τους, την «ιστορία».

Jim: Οι δύο μεγαλύτερες επιρροές μου, ως κιθαρίστας, ήταν και είναι οι Alex Lifeson και Michael Schenker. Τους θεωρώ τους δύο πρώτους μου δασκάλους. Μετά έρχονται οι JUDAS PRIEST, ACCEPT, RAINBOW, U.F.O, M.S.G, BLACK SABBATH, IRON MAIDEN, DEEP PURPLE, το NWOBHM και μπάντες σαν τους TYGERS OF PANG TANG και τους SAXON, αλλά οι μεγαλύτερές μου επιρροές σε επίπεδο συγκροτημάτων είναι οι RUSH και οι KISS. Επίσης, άκουγα και ακούω πολύ την pop και rock μουσική των 60s και 70s, όπως THE BEATLES, Peter Frampton, GRAND FUNK RAILROAD, LED ZEPPELIN, E.L.O, BADFINGER, JELLYFISH, REDD KROSS, THE POSIES… θέλω στη μουσική που ακούω να υπάρχει μελωδία, αρμονία, καλές κιθάρες και καλή παραγωγή.

Ξέρω πως είναι δύσκολα τα όποια σχέδια λόγω Covid, αλλά δεν μπορεί να μην έχετε κάνει τα σχέδιά σας για το μέλλον. Τι έχετε στο μυαλό σας;

Jim: FESTIVALS! Εμφανιστήκαμε στο KIT και στο UTH… μπορούμε να έχουμε και άλλα ΤΕΤΟΙΑ festivals; Σας παρακαλώ δηλαδή! Θα θέλαμε να κάνουμε εκτεταμένες περιοδείες και να δώσουμε shows σε Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Ιταλία (είμαι Ιταλός στην καταγωγή, έχω πάει και θα ήθελα να ξαναπάω), Ισπανία, Ιαπωνία, Νότια Αμερική… παντού! Και φυσικά, θα θέλαμε να ηχογραφήσουμε περισσότερους δίσκους.

Πως μπορεί ένας καλλιτέχνης να ξεπεράσει τόσο δύσκολες καταστάσεις;

Jim: Η δημιουργία μουσικής, είναι αυτό που μας κρατά ήρεμους ψυχικά. Πιστεύω πως κάποιες φορές, το να δίνεις συναυλίες είναι σημαντικότερο από το να ηχογραφείς, ειδικότερα αν το κάνεις απλά για να το κάνεις.

Jim: Και πρώτα έτσι ήταν, αλλά τώρα αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο. Και η ειρωνεία είναι πως εγώ μπορώ πανεύκολα να βγω στο «δρόμο», ευκολότερα από ολους, αφού είμαι αυτοαπασχολούμενος. Αλλά στην ηλικία που είμαι, δεν είναι και ό,τι καλύτερο να περιοδεύεις με ένα φορτηγό και να κοιμάσαι σε βρωμοξενοδοχεία ή στο πάτωμα. Έτσι, δεν μπορώ να πω πως το «κυνηγώ» ιδιαίτερα. Επίσης, όλοι έχουμε τις οικογένειές μας και γενικά τις δουλειές μας. Για να χρησιμοποιήσω μία φράση του Meatloaf (σ.σ: Νίκα ξαναπές «γεια») “I would do anything for love, but I won’t do that” (σ.σ: το παρέθεσα αυτολεξεί). Θεωρητικά είμαι «μέσα», αλλά δεν ξέρω πόσο μπορώ να αντέξω, σωματικά.

Dirk: Εγώ θα εκφράσω μία επιθυμία μου. Θα ήθελα να βγω σε περιοδεία και να ανοίγω κάθε live για μία τεράστια μπάντα, όπως είναι οι MAIDEN. Το φαντάζομαι χρόνια να συμβαίνει και νομίζω πως θα ταιριάζαμε, γιατί έχουμε επηρεαστεί πολύ και από το δικό τους ήχο. Θα ήταν τιμή μας. Τώρα, θα πει κάποιος, πως αυτό είναι ένα όνειρο, ωστόσο ένα μικρό παιδί μπορεί να ονειρεύεται, σωστά;

Βεβαίως, δωρεάν είναι τα όνειρα!

Dirk: Αυτός λοιπόν είναι και ο νούμερο ένα στόχος μου. Ξέχωρα όμως από αυτό, υπάρχουν πολλά festivals που θέλουμε και ΠΡΕΠΕΙ να παίξουμε.

Μακάρι να τα πετύχετε όλα αυτά! Μιας και μιλάμε για συναυλίες: Up the Hammers Festival, Αθήνα, Ελλάδα… οι αναμνήσεις σας;

Jim: Πανέμορφες! Το να ακούς τόσο κόσμο να τραγουδά το “Dead on arrival”, ένα τραγούδι που έγραψα όταν ήμουν 21 ετών, τόσο δυνατά που να καλύπτει τη μπάντα, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ευτυχώς, μέσω του Υou Tube, μπορεί κανείς να δει videos από εκείνο το βράδυ και να καταλάβει. Μιλάμε για ανατριχίλα! Καταπληκτική εμπειρία επίσης ήταν να συναντάς ανθρώπους που ήταν οπαδοί του group από το τις πρώτες μέρες του! Μας έλεγαν κάποιοι Γερμανοί «περιμέναμε αυτήν τη στιγμή 30 χρόνια!» και σκεφτόμουν «κάναμε περιοδεία στη Γερμανία, πού στο καλό ήσασταν τότε;» (γέλια) Αστειεύομαι φυσικά, αλλά όντως το έχω απορία… πού ήταν τότε όλοι; Παρών ήταν και ο Oliver από το Keep It True και ξέρεις, αν δεν ήταν αυτός, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Ο Μανώλης και όλη η ομάδα ήταν καταπληκτικοί σε όλα. Επίσης, είχα να μοιραστώ τη σκηνή με τους LIEGE LORD εδώ και τριάντα χρόνια και ένιωθα υπέροχα που επιτέλους ήμασταν στο ίδιο billing! Είμαστε σαν αδέρφια! Οι εμπειρίες της Ελλάδας και της Γερμανίας ήταν κάτι το μοναδικό. Ανυπομονώ να παίξουμε ξανά.

Dirk: Τι απίστευτη εμπειρία! Έχω πάει σε τόσα μέρη του κόσμου, αλλά στην Ελλάδα δεν είχα πάει ποτέ. Η χώρα σας είναι μακράν η ομορφότερη που έχω επισκεφτεί… σου πέφτει το σαγόνι βλέποντας αυτή την ομορφιά! Μετά το show γυρίσαμε όλη την Αθήνα. Εντάξει, δεν έχω τι να πω,… η ομορφιά αυτού του μέρους δεν περιγράφεται με λέξεις. Υπέροχη ήταν και η Ύδρα! Η ιστορία της Ελλάδος δεν συγκρίνεται με καμία, η χώρα σας είναι το λίκνο του πολιτισμού, ενός πολιτισμού που πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για όλους. Όσο για την οργάνωση του festival, ήταν άψογη. Ανυπομονώ να επιστρέψω.

Τελευταία ερώτηση: είναι το “Destroy all humans” η αρχή μίας νέας εποχής ή απλά κάτι που μας χρωστούσατε και έπρεπε να κυκλοφορήσει;

Dirk: Είμαστε τόσο «φρέσκοι» μετά την επιστροφή του Μark, που ανυπομονώ να ηχογραφήσουμε μαζί νέο υλικό. Είναι πραγματικό ΤΕΡΑΣ! Βέβαια, λόγω των παράξενων ημερών που διανύουμε, θέλω πραγματικά πρώτα από όλα να βρεθούμε γρήγορα όλοι μαζί στο studio. Ας γίνει πρώτα αυτό και μετά θα κοιτάξουμε να συνθέσουμε έναν ακόμη «κομβικό» δίσκο!

Jim: Πολύ ωραία ερώτηση αυτή! Θα έλεγα και τα δύο, δίνοντας ένα ελαφρύ προβάδισμα στο δεύτερο. Έπρεπε, όπως είπαμε, να διορθωθούν κάποια «κακώς κείμενα». Από την άλλη, η ζωή είναι μικρή, οπότε γιατί όχι; Ό,τι νέο μπορούμε να κάνουμε, θα το κάνουμε.

Ευχαριστώ πολύ κύριοι. Ο επίλογος δικός σας.

Jim: Εύχομαι όλοι να είστε καλά και να μείνετε ασφαλείς, μακριά από αυτόν τον αναθεματισμένο ιό. Αν δεν έχετε ακούσει ακόμη το “Destroy all humans”, δώστε του μια ευκαιρία. Προς όλους τους οπαδούς μας οι οποίοι μας στηρίζουν τόσο: ευχαριστούμε για όλα.

Dirk: Ακόμη, ευχαριστούμε πολύ, εκτός από τους οπαδούς μας γενικά, εσένα Δημήτρη και όλους τους αναγνώστες του ROCK HARD. Είμαστε υπόχρεοι για όλα και αδημονούμε να μοιραστούμε μαζί σας το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία της μπάντας.

Αμήν!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here