Ήρθε, λοιπόν, η ώρα της παρουσίασης, του τελευταίου δίσκου των σπουδαίων Σουηδών. Ναι, εδώ δεν εννοούμε “ο καινούργιος τους δίσκος” αλλά “ο τελευταίος τους δίσκος, πάπαλα, αυτό ήταν, das ende, koniec, πάμε σπίτια μας!”. Δύσκολο πράγμα το ύστατο αντίο. Αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Από τη μια πικρό γιατί “ω ρε φίλε, δε θα ξανακούσω από αυτούς ποτέ ξανά”. Από την άλλη γλυκό γιατί “φεύγουν όποτε εκείνοι το επέλεξαν, χωρίς να σέρνονται και να ξεφτιλίζονται”. Και ειδικά αν είναι και ένας πραγματικά πολύ καλός δίσκος, κυλάει και ένα δάκρυ, βαράς μια προσοχή, συγκινείσαι ρε παιδί μου, άνθρωπος είσαι!
To “Worship” λοιπόν, όπως απλά τιτλοφορείται ο δίσκος, αποτελεί το άλμπουμ υπ’ αριθμόν 13 της μπάντας, και θα κυκλοφορήσει στις 26 Νοεμβρίου από την Nuclear Blast (το δισκογραφικό τους σπίτι καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους. Κι όμως, από το “Penetralia” του ‘92!). Ας περάσουμε στο δια ταύτα, διότι έχουμε πράγματα να πούμε. Το μπάσιμο με το ομώνυμο κομμάτι, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το ποια μπάντα θα ακούσουμε. Σαρωτικό, φονικό σε βαθμό κακουργήματος, με τη παραγωγή να κολακεύει την απόδοση της μπάντας (χρόνια εμπειρίας βλέπετε!). To μεσαίο μέρος αναλαμβάνει να σπάσει λίγο το μακελειό, χάριν δυναμικής. Το δε “Chemical whore”, με το εθιστικό κύριο riff του, και τη μελαγχολική του φύση ως ένα αργόσυρτο single, αποτελεί ιδανική αιχμή του δόρατος για το άλμπουμ, όπως και το υπέροχα μελωδικό “We’re the walking dead”. Δεν ξεχνάνε όμως να γκρουβάρουν, με κομμάτια όπως το φοβερά στακάτο “Greedy bastard” του οποίου τα riffs αρκούν για να διπλώσουν το σβέρκο στη μέση.
Κάπου εδώ, έρχεται το “Dead world” και το “Brotherhood of the serpent” (τι MORBID ANGEL-ική riff-άρα είναι αυτή διάολε;!), με έντονες τις επιρροές από μοντέρνο Αμερικάνικο death metal, και το δεύτερο να επιστρατεύει μέχρι και black metal περάσματα προς το φινάλε του (κυρίως από τη σχολή της χώρας του και μπάντες όπως οι DISSECTION). To επίσης μελωδικό “Children of the gray” δείχνει πόσο καλοί είναι οι HYPOCRISY στο να σε γονατίζουν από τη συναισθηματική φόρτιση, σε ένα αργόσυρτο κομμάτι – σεμινάριο ανάπτυξης. Δείγμα ωρίμανσης. Τις ταχύτητες ανέλαβε να ανεβάσει το φονικό “Another day” που παίρνει τα πάντα αμπάριζα και δεν αφήνει κανέναν αιχμάλωτο ζωντανό! Το δε SLAYER-ικό σπάσιμο εξυπηρετεί μόνο για ελάχιστες ανάσες. Το επίσης σαρωτικό μα mid-tempo “They will arrive” με το μελωδικό αλλά δυναμικό ρεφρέν του, μας παρουσιάζει μια άλλη πτυχή του δίσκου. Μιλώντας για διαφορετικές πτυχές του δίσκου, να σου το “Bugs in the net” με τη μπαλαντοειδή εισαγωγή του και το τελείωμα του, για ένα σχεδόν μελαγχολικό άσμα. Το φινάλε του δίσκου φέρνει το “Gods of the underground” ένα μεσαίων ταχυτήτων πάλι, μα και ισοπεδωτικό συνάμα κομμάτι, με τις μελωδίες να ανατριχιάζουν και να δίνουν δύναμη στον ακροατή προκειμένου να διαλύσει το σβέρκο του, μια τελευταία φορά για τους Σουηδούς
Το αντίο των HYPOCRISY στη δισκογραφία, είναι παλικαρίσιο. Είναι ένας άξιος δίσκος. Άξιος να φέρει το βαρύ σαν ιστορία όνομα της μπάντας, άξιος να κάνει σβέρκους να πηγαίνουν πάνω κάτω, άξιος να κάνει τους οπαδούς να ανατριχιάσουν μια τελευταία φορά με τις χαρακτηριστικές και τόσο δυνατές μελωδίες που σκαρφίστηκε ο Peter Tagtgren. Σε/σας ευχαριστούμε για τα 30 χρόνια συνέπειας, ποιότητας και πώρωσης. Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Εις το επανιδείν.
8,5 / 10
Γιάννης Σαββίδης