IRON MAIDEN – “Iron Maiden” – Worst to best

0
359
Iron Maiden






















Iron Maiden

Το 1980 σηματοδότησε μια αλλαγή εποχής για το heavy metal, μια αφύπνιση που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον χάρτη της σκληρής μουσικής. Τη χρονιά εκείνη, μια μπάντα από το ανατολικό Λονδίνο κυκλοφορεί το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της, “Iron Maiden”. Πέρα από μια απλή πρώτη δισκογραφική δουλειά, ο δίσκος αυτός ήταν διακήρυξη ταυτότητας, ωμή ενέργεια αποτυπωμένη σε βινύλιο, ένα κάλεσμα προς μια νέα γενιά ακροατών που διψούσαν για κάτι πιο σκοτεινό, πιο άγριο, πιο ειλικρινές. Οι IRON MAIDEN, χωρίς τότε την παραμικρή ιδέα για τη θρυλική τροχιά που θα ακολουθούσαν, εμφανίζονται στο προσκήνιο όχι σαν απλοί μουσικοί, αλλά σαν προφήτες μιας μεταλλικής αναγέννησης.

Η μπάντα, εκείνη την εποχή, αποτελούνταν από τον Paul Di’Anno στα φωνητικά, τον Dave Murray και τον Dennis Stratton στις κιθάρες, τον Steve Harris στο μπάσο και ιδρυτή της μπάντας και τον Clive Burr στα τύμπανα. Η ενέργεια που αποτυπώνεται στον δίσκο προέρχεται εν πολλοίς από την χημεία αυτής της σύνθεσης, με τον Harris να έχει ήδη χαράξει την καλλιτεχνική κατεύθυνση του συγκροτήματος. Στακάτες μελωδίες, πολυδιάστατη θεματολογία και μια αισθητική που συνδύαζε την αστική σκληρότητα του heavy metal με τη μελωδική πολυπλοκότητα του πρώιμου progressive. Ο Di’Anno, με τη σκληρή, σχεδόν πεζοδρομιακή του χροιά, έδωσε στον δίσκο έναν χαρακτήρα αληθινό και ανένδοτο, καθιστώντας τον άμεσα αναγνωρίσιμο.

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε διάστημα μόλις δεκατεσσάρων ημερών στα Kingsway Studios του Λονδίνου και κυκλοφόρησε στις 14 Απριλίου 1980 από την EMI. Η παραγωγή του έγινε από τον Will Malone, αν και οι MAIDEN δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, κάτι που τους οδήγησε να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στις μετέπειτα παραγωγές τους. Παρόλα αυτά, η ηχητική αμεσότητα του “Iron Maiden” αποτελεί κομμάτι της γοητείας του. Ηχητικά τραχύς, χωρίς περιττά φτιασίδια, ο δίσκος ακούγεται σαν να ξεπηδά από τα μικρά clubs του Λονδίνου, απευθείας στα αυτιά του ακροατή.

Η μουσική, ωστόσο, ήταν απόλυτα ώριμη και ήδη πολυσύνθετη. Κομμάτια όπως το “Prowler”, “Running free”, “Phantom of the Opera” και φυσικά το ομώνυμο “Iron Maiden”, αποκάλυψαν μια μπάντα που ήξερε να γράφει συναρπαστικά τραγούδια με ιδιαίτερη ταυτότητα. Το “Phantom of the Opera”, ειδικά, θεωρείται μέχρι και σήμερα ως μία από τις πιο σημαντικές συνθέσεις τους. Γεμάτο αλλαγές, τεχνικές γέφυρες και μια αφήγηση που έδειχνε καθαρά το δρόμο που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Ο Harris αντλεί έμπνευση από τη λογοτεχνία, την ιστορία, ακόμα και το σινεμά τρόμου, δίνοντας ήδη από το πρώτο άλμπουμ ένα καλλιτεχνικό στίγμα που συνδύαζε την επιθετικότητα του ήχου με την πνευματικότητα του περιεχομένου.

Η κυκλοφορία του “Iron Maiden” συνέπεσε με την εκτόξευση του κινήματος του New Wave of British Heavy Metal. Οι IRON MAIDEN στις απαρχές τους, δεν ήταν απλώς μέρος αυτού του κινήματος, ήταν η αιχμή του δόρατος. Με τη βοήθεια των ανελέητων περιοδειών και της χαρισματικής σκηνικής παρουσίας του Di’Anno, ο οποίος τότε ήταν μια απίστευτη πολεμική μηχανή, το συγκρότημα γρήγορα απέκτησε φανατικούς ακόλουθους. Η εμφάνισή τους στο Top of the Pops ήταν ιστορική, καθώς για πρώτη φορά μετά από χρόνια, μια μπάντα έπαιξε live, αρνούμενη να κάνει playback, μια κίνηση που ενίσχυσε τον μύθο γύρω από το όνομά τους. Και φυσικά, η παρουσία του Eddie, της εμβληματικής μασκότ του συγκροτήματος, στο εξώφυλλο του άλμπουμ, ενίσχυσε την οπτική και θεματική μυθολογία που θα τους ακολουθούσε για δεκαετίες.

Σαράντα και πλέον χρόνια μετά, το “Iron Maiden” παραμένει ένα από τα πιο καθοριστικά ντεμπούτο άλμπουμ στην ιστορία του σκληρού ήχου. Δεν είναι απλώς η απαρχή ενός συγκροτήματος, είναι ίσως η στιγμή που το heavy metal άφησε πίσω του το blues παρελθόν του και απέκτησε νέα πνοή, γεμάτη πάθος, λογοτεχνική θεματολογία και πολιτισμική δύναμη. Για τους IRON MAIDEN, ήταν η αρχή μιας επικής πορείας προς την κορυφή. Μία κορυφή που κατέκτησαν, από την οποία κλυδωνίστηκαν, για να στρογγυλοκαθίσουν τελικά μια για πάντα σε αυτήν. Για όλους εμάς τους ακροατές, ήταν η έναρξη ενός ταξιδιού χωρίς επιστροφή, όπου κάθε νότα, κάθε στίχος και κάθε μετέπειτα μορφή του Eddie, χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μεταλλικό μας DNA.

Ναι, δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε με όλους σε αυτά τα Worst to best, εγώ το έχω πάρει απόφαση, πάρτε το και εσείς, αγαπητοί αναγνώστες και ας ξεκινήσουμε την αντίστροφη μέτρηση.

The “Iron Maiden” countdown:

  1. “Strange world” (05:32)

Μια ατμοσφαιρική, σχεδόν μελαγχολική σύνθεση, που ξεχωρίζει στον δίσκο λόγω του ύφους της. Οι κιθάρες ταξιδεύουν πάνω σε ένα ονειρικό τοπίο, θυμίζοντας έναν απροσδιόριστο ρομαντισμό, με τον Paul Di’Anno να τραγουδά πιο απαλά, χωρίς την ένταση που χαρακτηρίζει το υπόλοιπο άλμπουμ (πλην του “Remember tomorrow”). Παρότι έχει τη δική του θέση σαν στιγμιαία ανάπαυλα, μοιάζει λιγότερο εντυπωσιακό σε σύγκριση με τα άλλα τραγούδια του δίσκου.

  1. “Iron Maiden” (03:36)

Ο απόλυτος αυτοπροσδιορισμός. Δεν είναι απλώς ένα τραγούδι — είναι το όνομά τους, η ιδεολογία τους, η ταυτότητα τους. Κοφτό, επιθετικό, γεμάτο οργή και περηφάνια, με riff που κόβουν σαν ξυράφι και chorus που έγινε συνώνυμο του ονόματός τους. Από το πρώτο live μέχρι σήμερα, αποτελεί σταθερή τελετουργική κορύφωση.

  1. “Charlotte the harlot” (04:13)

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα τραγούδια λόγω της θεματολογίας του, εισάγει για πρώτη φορά την περίφημη “Charlotte” που θα επιστρέψει και σε μετέπειτα άλμπουμ. Η σύνθεση είναι δυναμική, με ωραία εναλλαγή ρυθμών και πιασάρικο ρεφρέν, αλλά υστερεί ελαφρώς σε συνοχή. Είναι περισσότερο ιστορικής σημασίας παρά καθαρά μουσικής δύναμης.

  1. “Transylvania” (04:19)

Το μοναδικό instrumental του άλμπουμ και από τα highlights για όσους αγαπούν τις κιθαριστικές αγνές, κιθαριστικές στιγμές. Τα riffs διαδέχονται το ένα το άλλο με απίστευτη ροή και το κομμάτι προσφέρει μια σπάνια ματιά στο τεχνικό υπόβαθρο των MAIDEN. Λείπει βέβαια το στοιχείο της αφήγησης, αλλά η μουσική του ένταση αρκεί για να κρατήσει τον ακροατή αιχμάλωτο.

  1. “Prowler” (03:56)

Το ιδανικό άνοιγμα του δίσκου. Ρυθμικό, γρήγορο, γεμάτο underground διάθεση. Το riff είναι κλασικό, ενώ τα φωνητικά του Di’Anno αποδίδουν την αλητεία των πρώτων ημερών της μπάντας με απόλυτη επιτυχία. Μια εισαγωγή που ορίζει εξαρχής τον χαρακτήρα των πρώιμων IRON MAIDEN, με αδρεναλίνη και προσωπικότητα.

  1. “Running free” (03:18)

Ίσως το πιο “ραδιοφωνικό” του δίσκου, αλλά καθόλου φλύαρο. Το “Running free” είναι ύμνος της ελευθερίας, του ξεσπάσματος, της εφηβείας. Το ρεφρέν κολλάει σαν τσίχλα και το όλο συναίσθημα που γεννά παραπέμπει σε συναυλιακή έκσταση. Καθόλου τυχαία η επιλογή του ως πρώτο single, αντιπροσώπευε τέλεια το σφυγμό της μπάντας τότε. Τόσα χρόνια μετά, ακόμα σε γυρνάει σε εποχές πιο απλές, πιο «αλήτικες», πιο ανέμελες.

  1. “Remember tomorrow” – (05:28)

Το “Remember tomorrow” είναι ένας από τους πιο συναισθηματικά φορτισμένους σταθμούς του άλμπουμ, που ξεδιπλώνει μια πιο εσωστρεφή και μελωδική πλευρά των IRON MAIDEN. Ξεκινά με σχεδόν ψιθυριστή ευαισθησία και μια μελαγχολική μελωδία που δίνει χώρο στον Paul Di’Anno να δείξει την εκφραστικότητα της φωνής του σε μη αναμενόμενα βάθη. Και τότε, ξαφνικά, το τραγούδι εκρήγνυται — η ηλεκτρική ενέργεια πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, οι κιθάρες του Murray και του Stratton στήνουν μια δίνη που θυμίζει καταιγίδα συναισθημάτων. Η αντίθεση ανάμεσα στις ήπιες και τις εκρηκτικές στιγμές είναι υποδειγματική, ενώ οι στίχοι υπονοούν απώλεια, αναμνήσεις και υπαρξιακή περισυλλογή. Πρόκειται για ένα από τα πιο ώριμα και πολυδιάστατα τραγούδια του ντεμπούτου, που δείχνει ότι οι MAIDEN είχαν από την αρχή φιλοδοξίες να ξεπεράσουν τα όρια της κλασικής heavy φόρμας. Το “Remember tomorrow” είναι ένας μικρός ύμνος στην ανθρώπινη εύθραυστη πλευρά.

  1. “Phantom of the Opera” (07:20)

“I’ve been lookin’ so long for you now. You won’t get away from my grasp. I’ve been living so long in hiding, in hiding behind that false mask”. Το αδιαμφισβήτητο διαμάντι του δίσκου. Πολυδιάστατο, δραματικό, γεμάτο θεατρικότητα, αλλά και μουσική ακρίβεια. Οι αλλαγές ρυθμών, οι εναλλαγές συναισθημάτων, η δυναμική δομή του, το καθιστούν προάγγελο του μεγαλείου που θα ακολουθούσε στα επόμενα άλμπουμ. Είναι το σημείο όπου η μπάντα δείχνει ότι δεν είναι απλά ωμή, είναι και μεγαλεπήβολη. Υπόσχεται σε ότι: “You’re runnin’ and hiding in dreams. I’m always there. I’m the phantom of the opera, I’m the devil, I’m just out to scare. I damaged your mind and your soul, it just floats through the air. I haunt you, I taunt you, I torture you back at my lair”.

Φίλες και φίλοι, πολύ συνοπτικά, IRON MAIDEN ‘s gonna get you, no matter how far…

Εκτός συναγωνισμού:

Sanctuary” (03:17)

Αν και τεχνικά δεν περιλαμβανόταν στην αυθεντική έκδοση του Ηνωμένου Βασιλείου (μπήκε σε μεταγενέστερες επανεκδόσεις), δεν θα μπορούσε να λείπει μία αναφορά και σε αυτό, καθώς ουκ ολίγες φορές τιμήθηκε ζωντανά από το Θηρίο. Έχει έντονη ενέργεια, ένα riff που μένει και φωνητικά που “δαγκώνουν”. Είναι ωμό και άμεσο, αλλά ίσως όχι τόσο πολυδιάστατο όσο τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here