Καθώς έρχεται σιγά σιγά η ώρα που θα απολαύσουμε στο φετινό Rockwave την αφρόκρεμα του κλασσικού heavy metal ήχου, τι καλύτερο από το να δούμε παρέα υποτιμημένα τραγούδια μερικών θρύλων της αγαπημένης μας μουσικής, όπως είναι οι IRON MAIDEN, JUDAS PRIEST, SAXON και ACCEPT; Την αρχή κάνει η αρμάδα του Steve Harris. Πάμε να εκτιμήσουμε και να θυμηθούμε ξανά μαζί ορισμένα διαμάντια της Σιδηράς Παρθένου, ακούγοντάς τα παράλληλα μέσω του Spotify. UP THE IRONS!
Strange World (“Iron Maiden” – 1980)
Ένα ψυχεδελικό, σχεδόν ονειρικό κομμάτι, αρκετά διαφορετικό απ’ όσα είχαν ακουστεί ως τώρα στο ομώνυμο ντεμπούτο της μπάντας, αλλά και από αυτά που μας περίμεναν στη συνέχεια. Καθαρό progressive rock, που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται φερ’ ειπείν στους δύο πρώτους δίσκους των έτερων μεγάλων, JUDAS PRIEST (ειδικά στο “Rocka Rolla”) και που φανερώνει τις αγαπημένες μουσικές προτιμήσεις του Steve Harris. Η πανέμορφη, «ζεστή» χροιά στη φωνή του Di’Anno ταιριάζει απόλυτα με μια κιθάρα που περισσότερο μοιάζει με πινέλο το οποίο περνά ελαφρά, σχεδόν πεταχτά τα χρώματα στον καμβά. Δεν είναι μπαλάντα, όπως λεγόταν κάποτε. Είναι ένα ξεκάθαρο παραμυθένιο ηχοτόπιο…
Twilight Zone (“Killers” – 1981)
Μέχρι την επανακυκλοφορία της δισκογραφίας των Βρετανών το 1998 το συναντούσαμε μόνον ως single. Τότε ήταν που μπήκε στο “Killers”, όπως έπρεπε να είχε γίνει από τότε, αν θέλετε την άποψή μου. Οι διπλές κιθάρες με το μπάσο, ειδικά στο μεσαίο σημείο πριν το «κόψιμο», εναρμονίζονται τέλεια, τα παιχνιδίσματα του Clive Burr προσδίδουν το κάτι παραπάνω και ο Di’Anno εδώ κάνει μια από τις ομορφότερες ερμηνείες του. Είχε φωνή ο τύπος, μη το ξεχνάμε αυτό. Εξαιρετικό κομμάτι με ακόμη πιο εξαιρετικό, σχεδόν επικό, refrain. Περιττό θεωρώ να πω πως όπως στο σύνολο του “Killers”, έτσι και εδώ οι THIN LIZZY ρίχνουν τη θεόρατη σκιά τους και ευλογούν τη παρούσα σύνθεση. Σίγουρα από τα τραγούδια εκείνα που ξεχωρίζουν τόσο στη πρώιμη εποχή της μπάντας, όσο και στο NWOBHM κίνημα γενικά.
Total Eclipse (“The Number of the Beast” – 1982)
Περίπτωση όμοια με αυτή του “Twilight Zone”, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς το πρώτο έμεινε απλά εκτός, ενώ τούτο δω έδωσε τη θέση του στο “Gangland” και εν πολλοίς πυροδότησε συζητήσεις επί συζητήσεων για το «πώς» και «τι» και «αν». Γραμμένο από τους Murray/Harris/Burr, με στακάτο, σχεδόν υμνικό χαρακτήρα και χαρακτηριστικότατο old school riff αλλά ο Dickinson είναι αυτός που κλέβει τη παράσταση εδώ, καθώς «παίζει» με τη φωνή του ξεδιπλώνοντας αρκετές πτυχές του (πρώιμου) χαρακτήρα της. Το “The Number of the Beast” είναι ένα από εκείνα τα άλμπουμ που μνημονεύονται, θεωρούνται και ψηφίζονται ως τα καλύτερα στην ιστορία ολόκληρου του metal και πολλοί αναρωτιούνται αν όντως τελικά η αλλαγή αυτή του αφαίρεσε μεν πόντους, χωρίς όμως κάποιο ιδιαίτερο αντίκρισμα όπως απεδείχθη. Από το 1998 και τούτη η αδικία, για πολλούς, επανορθώθηκε.
Gangland (“The Number of the Beast” – 1982)
Να και η πέτρα του σκανδάλου για την οποία λέγαμε πιο πάνω. Γρήγορο, ορμητικό, ίσως το τελευταίο κομμάτι που έγραψαν οι MAIDEN με καθαρά NWOBHM νοοτροπία και τεχνοτροπία. Το δίδυμο Smith-Burr εδώ συνεργάστηκε άψογα, με τον πρώτο να «καλουπώνει» τα κιθαριστικά θέματα του κομματιού πάνω στον ρυθμό του αδικοχαμένου drummer. Ο Bruce σε κάποιες φάσεις σχεδόν λυσσομανάει τραγουδώντας για συμμορίες, ενώ ο Harris μάλλον δεν θα ένιωθε και άσχημα σε ένα κομμάτι που μπορεί να μην ήταν δικό του, αλλά αν δεν έβλεπες τα credits, του το χρέωνες άνετα, ελέω καλπασμού του μπάσου. Τελικά, άξιζε η αλλαγή που αναφέραμε πιο πάνω; Το “Gangland” δεν παίχτηκε ζωντανά, δεν άφησε το στίγμα του, αλλά είμαι σίγουρος πως τώρα που μιλάμε, αν παιζόταν, έναν μικρό σαματά θα τον σήκωνε. Και εκείνο το σημείο από το 02:30 ως το 03:00, πόσο TYGERS OF PANG TANG, πόσο γαμάτο…
Still Life (“Piece of Mind” – 1983)
Για πολλούς κάποιο από τα “The Number of the Beast” και “Seventh Son of a Seventh Son” είναι τo καλύτερο άλμπουμ των Βρετανών, αλλά για μένα τουλάχιστον, το “Piece of mind” είναι το πιο σημαντικό. Το γιατί είναι άλλη ιστορία, μακρά και έχει να κάνει με τη λέξη «επιρροή», οπότε ας επικεντρωθούμε στο θέμα μας. Ο Murray γενικά δεν «πολυμιλάει», αλλά όταν το κάνει, αρκετές φορές «λέει» σπουδαία πράγματα. Έτσι κι εδώ. Θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς υπερβολή, πως το “Still Life” (με τη συνθετική συνεισφορά και του αρχηγού) είναι το πλέον αδικημένο τραγούδι του θεϊκού “Piece of mind”. Υποβλητική εισαγωγή με πρωταγωνιστή τον Harris, εξαίσια κιθάρα που τονίζει έτι περαιτέρω την ατμόσφαιρα του κομματιού και θεατρική ερμηνεία από τον Bruce. Οι διπλές αρμονίες και τα solos που ανταλλάζουν οι Murray και Smith είναι χάρμα ώτων, όπως και οι αλληγορικοί στίχοι που μιλούν για έναν άνθρωπο ο οποίος σταδιακά παραιτείται και χάνει τη μάχη για τη ζωή. Εντάχθηκε στη setlist για τη προώθηση του δίσκου και σε κάποια show για τις ανάγκες της “Seventh tour of a seventh tour”, χωρίς κάποιο προηγούμενο ή επόμενο δείγμα. Εγκληματική παράλειψη!
To Tame A Land (“Piece of Mind” – 1983)
Ξέρω πως ένα σημαντικό μέρος των οπαδών, του Τύπου και γενικά όσων ασχολούνται με το φαινόμενο “IRON MAIDEN”, θεωρεί το “Phantom of the opera” το πρώτο έπος των Βρετανών ηγετών. Η πλειοψηφία πάλι, το “Hallowed be Thy Name”. Όμως επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Το “To Tame A Land” είναι για μένα το πρώτο τραγούδι το οποίο συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο “magnum opus”. Το πρώτο που η μπάντα, ή ακόμη σωστότερα ο Steve Harris, «ανοίγει όλα του τα χαρτιά στο τραπέζι». Από την ατμοσφαιρική εισαγωγή (και κατ’ επέκταση finale) στο επικό tempo και από εκεί στις συνεχείς εναλλαγές ρυθμών που σε κρατούν σε διαρκή εγρήγορση, το “To Tame A Land” εξελίσσεται… «σύμφωνα με το πλάνο». Η oriental lead μελωδία «φεγγοβολά» πάνω από μια εξαίσια ρυθμική κιθάρα και το μπάσο του αρχηγού που εδώ είναι ίσως η πρώτη φορά που το ακούμε τόσο μπροστά, να πρυτανεύει και να ηγείται ξεκάθαρα των υπολοίπων. Ο εντυπωσιακός Dickinson ενισχύει το τελικό αποτέλεσμα μαζί με τα τεχνικότατα τύμπανα του McBrain, ο οποίος στη πρώτη του κυκλοφορία με τη μπάντα δείχνει τον λόγο για τον οποίο τον διάλεξε ο Harris. Bonus credit, η αναφορά στο κλασσικό “Asturias (Leyenda)” του πιανίστα και συνθέτη Isaac Albeniz. Ακούστηκε ζωντανά μόνο κατά τη “World Piece Tour”.
The Duelists (“Powerslave” – 1984)
Εντάξει, όσον αφορά το “Powerslave” δεν πιστεύω πως θα μπορούσε κάποιο άλλο κομμάτι να έχει μια τόσο δικαιωματικά άξια θέση σε τούτο το αφιέρωμα. Το “The Duellists” σχεδόν «καλπάζει», με άτι τις έξοχές του κιθάρες και το μελωδικότατο μπάσο πάνω στα οποία ο ξιφομάχος τραγουδιστής αφηγείται με τον γνώριμό του «ακροβατικό» τρόπο ιστορίες ξιφομαχιών και κωδίκων τιμής. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς που το βρίσκουν «μέτριο» ή κάτω από τα «επίσημα» standards της μπάντας, ειδικά αφού έχουν ακούσει το εκπληκτικό μέρος που «ξεδιπλώνει» όλη τη MAIDEN μαγεία για κάτι παραπάνω από τρία λεπτά, από το 01:50 και μετά. Το power metal στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ήδη είχε πέσει στα γόνατα. Ανθεμικό, και για ζωντανή απόδοση, ούτε λόγος!
Caught Somewhere In Time (“Somewhere in Time” – 1986)
Ήμαρτον… ακούστε το εισαγωγικό μέρος. Θα μπορούσε να είναι το απόλυτο IRON MAIDEN intro από το 1986 και μετά. Ακούστε “μπάσιμο” που κάνει το κομμάτι μετά από αυτό. Θα μπορούσε να αρπάξει από το λαιμό χιλιάδες οπαδών και να τους κάνει άβουλες μαριονέτες. ΑΥΤΟ το riff αξίζει το ειδικό βραβείο «ενώνω το νεότευκτο τότε power metal με το A.O.R και δημιουργώ έναν μνημειώδη ήχο». Ο Nicko σε εκπληκτική φόρμα. Ο Bruce στα ύψη. Το solo του Murray από άλλο πλανήτη. Εύχομαι να ξεκινήσουν με αυτό στη Μαλακάσα φέτος, να μετακινηθεί η περιοχή 5-6 πόντους από τον «σεισμό» που θα προκληθεί εξαιτίας της πώρωσης. Metal απευθείας από μια άλλη, μελλοντική εποχή, που ακόμη δεν έχει έρθει αλλά ο Steve Harris την έχει ζήσει, γι’ αυτό και ο τίτλος. No more talking.
The Loneliness Of The Long Distance Runner (“Somewhere in Time” – 1986)
Θα μπορούσε να είναι το «αδερφάκι» του προαναφερθέντος αριστουργήματος. Όπως και το “Caught…”, έτσι και αυτό τραβά σε διάρκεια περισσότερο από το αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς την υφή του (γρήγορο και ευθύβολο), αλλά οι MAIDEN (και εν προκειμένω ο Harris) έχουν την ικανότητα να κάνουν τα 6λεπτα και 7λεπτα κομμάτια να μοιάζουν 3λεπτα. Ο μάλλον καλύτερος Dickinson του άλμπουμ είναι εδώ και ναι, το σημείο από το 01:54 ως το 03:05 συγκαταλέγεται στις δέκα (μπορεί να λέω και πολλές) πιο εμβληματικές στιγμές στη συνθετική ιστορία της μπάντας. Ολοκληρωμένος ύμνος, έξι και μισό λεπτά αγνής MAIDEN-ικής μαγείας.
The Prophecy (“Seventh Son of a Seventh Son” – 1988)
Η προφητεία έχει ήδη λεχθεί, αλλά ουδείς άκουσε. Το πάντα καταστράφηκαν. “Please listen to me!” αναφωνεί απελπισμένος ο Bruce, με τις κιθάρες να έχουν αναλάβει το ρόλο να μας βάλουν στο κλίμα και να αναπαραστήσουν μέσα σε μια κλιμακούμενη ένταση το όλο συμβάν. Επικό mid tempo, επιβλητικά τύμπανα από τον Nicko, απόλυτα θεατρική απόδοση από τον Dickinson και ένα ακουστικό outro το οποίο μόλις ακούστηκε, κέρδισε αμέσως από το αντίστοιχο του “Heaven and Hell” τον τίτλο του καλύτερου στην ιστορία της metal μουσικής. Πραγματική μαγεία από τους Βρετανούς, που δεν μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν την έμπνευσή τους. Για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε. Όταν (αν) κάποια στιγμή παιχτεί ζωντανά, φαντάζομαι στο outro δίδυμο τις ακουστικές κιθάρες των Murray – Gers και χιλιάδες οπαδούς από κάτω να τραγουδούν τη μελωδία. Εσείς;
Only The Good Die Young (“Seventh Son of a Seventh Son” – 1988)
Ένα πιο «μινόρε» “The Evil That Men Do” είναι το “Only The Good Die Young”. Οι MAIDEN κατάφεραν να βάλουν άπλετη μελαγχολία σε ένα up tempo τραγούδι που «καλπάζει», και αυτό να ακουστεί λυρικό αντί για σχεδόν καταθλιπτικό. Αυτό που κάνει αμέσως εντύπωση, είναι η εναλλαγή στα φωνητικά από τον Bruce (μοχθηρά – λυρικά και πάλι πίσω) και τα πλήκτρα που υπάρχουν ως «πλάτη» πίσω από τις κιθάρες. Μήπως, λέω μήπως, έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι του οποίου ο «σκελετός» είχε γραφτεί επί εποχής “Somewhere In Time”; Μικρή σημασία έχει βέβαια αυτό, αφού έτσι κι αλλιώς το “Only The Good Die Young” απεδείχθη ιδανικός επίλογος για ένα τέτοιο άλμπουμ.
No Prayer For The Dying (“No Prayer For The Dying” – 1990)
Πείτε ό,τι μα ό,τι θέλετε ορισμένοι. Το “No Prayer For The Dying” είναι ένας πολύ καλός δίσκος. Το πραγματικό του μειονέκτημα, είναι πως κυκλοφόρησε αμέσως μετά το θεούργημα που ονομάζεται “Seventh Son of a Seventh Son”, οπότε μοιραία ο street χαρακτήρας που είχαν διαλέξει τότε οι Βρετανοί (δηλαδή ο Harris) έχασε από τα αποδυτήρια. Το ομότιτλο κομμάτι τώρα, έχει μια κλασσική maiden-ική δομή (άλλωστε είναι γραμμένο αποκλειστικά από τον αρχηγό), αλλά θεωρώ πως θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο σε διάρκεια. Τα σχεδόν 04:30 λεπτά που διαρκεί δεν αρκούν για να χωρέσουν και να εκφράσουν στον απόλυτο βαθμό το χαρακτήρα του. Δίνει την εντύπωση πως τελειώνει απότομα, διότι «έχουμε και δουλειές». Από την άλλη, εδώ βρίσκουμε μια ωραία κιθαριστική συνεργασία από το δίδυμο Murray – Gers ενώ ο Bruce θεωρεί το πρώτο, ήπιο τμήμα του κομματιού ως ένα από τα καλύτερα μέρη που τραγούδησε ποτέ. Δώστε του μια ευκαιρία λοιπόν!
Mother Russia (“No Prayer For The Dying” – 1990)
Αν ακριβώς πιο πάνω μιλήσαμε για μικρή διάρκεια χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, εδώ μιλάμε για «έγκλημα». Γιατί βρε Harris; Γιατί δεν αφήνεις αυτό το ΕΠΟΣ να αναπτύξει όλες τους τις αρετές; Πως θα χωρέσεις την υποβόσκουσα αρχοντιά του σε μόλις 05:31; Ατμοσφαιρική και επιβλητική αρχή, στακάτος ρυθμός εν συνεχεία, μια πολύ ωραία «μονομαχία» στις κιθάρες και ένα επίσης υπέροχο outro είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του εν λόγω κομματιού, στο οποίο αν ο Bruce ένιωθε καλύτερα, θα είχε προσδώσει ακόμη πιο μεγαλεπήβολο χαρακτήρα με τη τόσο ταιριαστή, για τέτοιου είδους συνθέσεις, φωνή του. Και πάλι όμως, μια χαρά αποδίδει. Η πτώση της ΕΣΣΔ θα μπορούσε να μας δώσει έναν ύμνο «τσαρικών» διαστάσεων, αλλά δυστυχώς η τότε νοοτροπία (ευθύς δίσκος, επιστροφή στις ρίζες του “Killers”) λειτούργησε ως τροχοπέδη. Ακόμη και έτσι όμως, ποιος δεν θα ήθελε να το ακούσει κάποια στιγμή ζωντανά;
Childhood’s End (“Fear of the Dark” – 1992)
Αυτό και αν είναι υποτιμημένο κομμάτι. Υπόθεση αποκλειστική του Steve Harris, ο οποίος μας κάνει ξανά γνωστή την αγάπη του για το progressive rock των 70’s (γενικά, αν και το “Fear…” δεν θεωρείται progressive δίσκος για τα IRON MAIDEN δεδομένα, έχει πολύ έντονες αναφορές. Σας λέει κάτι για παράδειγμα το “Afraid to Shoot Strangers”;). Η κλιμακωτή δομή υπηρετεί πιστά τους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς του αρχηγού, ο οποίος κάνει λόγο για την αδικία που υπάρχει στον κόσμο σε πολλούς τομείς και πως αυτή δεν αφήνει πολλά παιδιά να μεγαλώσουν ως… παιδιά. Εκεί περίπου στο 03:30 έχουμε ένα πανέμορφο μελωδικό σημείο a la “Afraid to Shoot Strangers” (δηλαδή ακούμε επιμεταλλωμένους τους WISHBONE ASH) για να έρθει το γεμάτο ένταση finale όμορφα και λογικά. Το δε refrain, είναι από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα refrains της καριέρας τους.
Judas be My Guide (“Fear of the Dark” – 1992)
“Filler”. “Αχρείαστο”. Ναι, το ακούσαμε και αυτό. Δεν ξέρω ποιος φαεινός εγκέφαλος σκέφτεται έτσι, πάντα ισχύει το “περί ορέξεως κολοκυθόπιτα”, αλλά… μήπως τελικά δεν πρέπει να ισχύει πάντα; Σύντομο, τρίλεπτο κομμάτι, με ΤΕΛΕΙΟ refrain και πολύ ωραίες κιθάρες, ειδικά στο solo intro (πόσο ωραία είναι τα κομμάτια που ξεκινούν με αυτό τον τρόπο, έτσι Σάββα;) που ανοίγει το κομμάτι. Ο Nicko από πίσω «πυροβολεί» κανονικά και με το νόμο και να σας πω την αλήθεια, θα ήθελα να ήταν κάπως μεγαλύτερο σε διάρκεια. Στιχουργικά, μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια ευρύτερη αναφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, ίσως ο Bruce προσπαθεί τεχνηέντως να περάσει το μήνυμα του «δεν φταίω που θα φύγω», πάντως στον πραγματικό Ιούδα αναφορά δεν γίνεται.
Nomad (“Brave New World” – 2000)
Ο Murray ξαναμίλησε. Δυναμικό «μπάσιμο» με χαρακτηριστικές μελωδίες πάνω σε oriental κλίμακες, μια αύρα RAINBOW να πλανάται στον αέρα, ένα απλό όσο και επικό refrain και έτοιμο το πιο υποτιμημένο αριστούργημα της δεύτερης “Dickinson” θητείας στη μπάντα. Γιατί το θεωρώ αριστούργημα; Άκουσε το ήπιο αλλά τόσο επιβλητικό μεσαίο μέρος του, όπου ένας – ένας τα μέλη του γκρουπ παίρνουν θέσεις μάχης και θα καταλάβεις το γιατί. Όσο απλό και να είναι, οι DREAM THEATER θα έδιναν όλοι από ένα νεφρό για να εντάξουν σε κάποιο δίσκο αυτό το μουσικό τμήμα. Στιχουργικά μη ψάχνεις για ιδιαίτερα νοήματα, και να σου πω την αλήθεια, δεν χρειάζεται κιόλας. Απλά άσε τη μελωδία να σε παρασύρει. Σκέφτομαι τώρα… ακούσαμε ζωντανά κάποτε το “When The Wild Wind Blows” και μας πήρε ο ύπνος. Πόσο πιο βαρετό μπορεί να είναι το “Nomad” δηλαδή; Ρητορικό το ερώτημα.
Montsegur (“Dance Of Death” – 2003)
Η ιστορία της σφαγής – εξόντωσης της αίρεσης των «Καθαρών», μετά από τη πολιορκία του κάστρου του Montsegur το 1244 από τους Καθολικούς, μέσα από μια αρμόζουσα στην ιστορίας αυτή σύνθεση των Gers, Harris και Dickinson (ο συνήθης ύποπτος για τέτοιου είδους στιχουργικές αναφορές, μαζί πάντα με τον αρχηγό). Ξεκινά επιθετικά και βασίζεται στις κιθάρες που «κεντούν σταυροβελονιά» και φυσικά στα φωνητικά του Dickinson. Η ταχύτητες δεν πέφτουν ποτέ και το κομμάτι σχεδόν «φωνάζει» πως θα του ταίριαζαν άλλα 2-3 λεπτά επιπλέον διάρκειας, υπό τη μορφή ακουστικών – ατμοσφαιρικών τμημάτων σε εισαγωγή και τέλος, ή έστω ένα ωραίο «κόψιμο» στη μέση a la “Nomad”. Θα μιλούσαμε για ολοκληρωμένο “magnum opus” με τέτοια δεδομένα. Όπως και να ’χει όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι που αν και θα έπρεπε να είναι σχεδόν κλασσικό ανάμεσα σε αυτά της τελευταίας περιόδου, δεν τιμήθηκε σχεδόν καθόλου από τους δημιουργούς του.
Face In The Sand (“Dance Of Death” – 2003)
Ωπ! Το “Blood Brothers” ελαφρώς αλλαγμένο! Ή μήπως το ίδιο θέμα με το ομότιτλο θεϊκό κομμάτι του δίσκου; Γεγονός είναι πως η δισκογραφία των IRON MAIDEN έχει αρκετές τέτοιες αναφορές – ανακυκλώσεις – αντιγραφές, πες το όπως θες, της ίδιας τους της ιστορίας, αλλά αυτό ποσώς μας απασχολεί. Οι πραγματικά μεγάλες μπάντες το κάνουν αυτό και δεν τρέχει τίποτα. Η ματαιότητα των συνεχών πολέμων και κατακτήσεων μέσα από ένα τραγούδι που αλλιώς ξεκινά και άλλη μορφή παίρνει στη συνέχεια. Τα πλήκτρα ως «χαλί» δίνουν μια έντονη συμφωνικότητα, οι κιθάρες μεγαλοπρεπείς όπως πάντα, το πολυφωνικό μέρος στο τέλος είναι «ταμάμ» για live, αλλά μάλλον δεν θα το ακούσουμε ποτέ, αφού η εντονότατη μπότα του Nicko το καθιστά σχεδόν εξοντωτικό ακόμη και για κάποιον που ποτέ δεν έπαιξε δίκαση, αλλά με μια μπότα ακουγόταν λες και χτυπούσε τριπλό πετάλι.
For The Greater Good Of God (“A Matter Of Life And Death” – 2006)
Έχω εκφράσει τη καθαρά προσωπική άποψη πως το “A Matter Of Life And Death” είναι το “Seventh Son…” της νέας χιλιετίας. Το όλο grande ύφος του, οι μεγάλες, επικές συνθέσεις του, η ατμόσφαιρά του και κυρίως η απόδοση της ίδιας της μπάντας, το καθιστούν (για μένα πάλι) ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησαν οι Βρετανοί θεοί από την επανασύνδεση του 1999 και μετά. Έχει περάσει όμως στα «ψιλά» από τους οπαδούς, και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Ετούτο το κομμάτι δε, μέσα στα 9 και κάτι λεπτά που διαρκεί, περιέχει όλα (μα ΟΛΑ) εκείνα τα στοιχεία που κάνουν ένα κομμάτι μεγαλοπρεπές. Οι στίχοι, χαρακτηριστικοί, καυτηριάζουν το ρόλο της οργανωμένης θρησκείας ως «ειρηνοποιού» στο πέρασμα των ετών (“More pain and misery in the history of mankind, sometimes is seems more like the blind leading the blind, it brings upon us more of famine, death and war, you know religion has a lot to answer for”). Πέραν του μουσικού τμήματος, αυτός που καταθέτει ψυχή εδώ είναι ο Bruce, σε μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του. Επίσης δεν μου βγάζετε από το μυαλό πως εκτός του Harris που αναγράφεται ως ο μοναδικός δημιουργός του, εδώ έχει βάλει το χεράκι του και ο Janick Gers. Αυτή η κιθάρα που «μιλάει» κάτω από το refrain, λέει το όνομά του.
The Legacy (“A Matter Of Life And Death” – 2006)
Και αν στο παραπάνω αριστούργημα αναρωτιόμουν περί του πρακτέου, εδώ τα δύο ονόματα βγάζουν το μάτι στα credits. Gers – Harris, ή αλλιώς ένα δίδυμο που τελικά ταιριάζει απόλυτα. Τι δημιουργεί εδώ; Άλλη μια (αντιπολεμική) ραψωδία ολκής, στα ίδια συνθετικά χνάρια με το “For the Greater…”. Η εισαγωγή μαγνητίζει, ο Bruce σε βάζει σιγά σιγά στο κλίμα αντάμα με τις ακουστικές κιθάρες για 3 και κάτι λεπτά, για να έρθει το βασικό ηλεκτροδοτούμενο θέμα του κομματιού και να γονατίσεις. Αραβούργημα! Ποτέ μου δεν περίμενα να ηχογραφήσουν κάτι τέτοιο οι Βρετανοί σε εκείνη τη φάση της καριέρας τους (ενδοιασμός που πήγε ολοκληρωτικά περίπατο με αριστουργήματα τύπου “Empire of the Clouds” λίγα χρόνια αργότερα). Πίσω στο τραγούδι τώρα, το οποίο κορυφώνεται δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, για να κλείσει με ένα κιθαριστικό – φωνητικό κρεσέντο που σε στέλνει στον Έβδομο Ουρανό. Underrated; Ρε εδώ μιλάμε για σίγουρη θέση σε best of! Στο δικό μου τουλάχιστον…
Mother Of Mercy (“The Final Frontier” – 2010)
Κάποτε το συνθετικό δίδυμο Smith – Harris θα αρκούσε να τρίβουμε τα χέρια μας από χαρά, χωρίς να ακούσουμε νότα. Εδώ όμως, σε έναν απελπιστικά μέτριο για IRON MAIDEN δίσκο, τι θα μπορούσε να κάνει; Η απάντηση έρχεται μέσα από ένα πανέμορφο κομμάτι, που προσωπικά θεωρώ τη καλύτερη στιγμή του δίσκου, μαζί με 2-3 ακόμη. Το πόσο έχει κάνει εντύπωση όμως στη πλειοψηφία, μάλλον το καθιστά υποτιμημένο. Γνώριμο στυλ γραφής – σύνθεσης (όπου ακούμε ξανά κάποιους προβληματισμούς σχετικά με τις κάθε λογής εχθροπραξίες και φέρνουμε εαυτούς στη θέση των στρατιωτών που καλούνται να σκοτώσουν), με ένα ρυθμικό θέμα – trademark, χαρακτηριστικό των mid tempo συνθέσεων της μπάντας κι ένα κόψιμο κάπου μετά το τρίτο λεπτό που θα μπορούσε να είναι η απόλυτη 00’s version του “Prisoner” (είπαμε, ανακύκλωση και μας αρέσει!). Ο Bruce δε, αποδίδει τα μέγιστα, καθώς το κομμάτι είναι θαρρείς κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Αν ήταν να ακούμε ένα κομμάτι από αυτό το δίσκο, ας ήταν αυτό. Πραγματικά, εξαιρετικό.
Δημήτρης Τσέλλος
ΥΓ 1: Το “Quest for Fire” δεν χώρεσε. Σας προλαβαίνω.
ΥΓ 2: Το άνωθεν κείμενο αφιερώνεται στον μεγαλύτερο οπαδό των IRON MAIDEN που έχω τη τιμή και χαρά να γνωρίζω, στον φίλο και συνάδελφο Ντίνο “Benjamin Breeg” Γανίτη.