IRONSWORD – An essential guide

0
346












IRONSWORD – An essential guide

Οι Πορτογάλοι IRONSWORD, δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις σε όποιον λατρεύει το επικό heavy metal. Καταπληκτικοί δίσκοι, εξαιρετικές ζωντανές εμφανίσεις, αυθεντικό attitude, τίμια συμπεριφορά. Τούτοι οι γιοί του Crom, έρχονται ξανά στη χώρα μας στις 14 Φεβρουαρίου, για την προώθηση του τελευταίου τους έπους, με τίτλο “Servants of steel”  και εννοείται εμείς δεν χάσαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τον τραγουδιστή-κιθαρίστα και αρχηγό τους, τον Tann Ironsword (κατά κόσμον João Fonseca). Ο Tann παίρνει χαρτί και μολύβι και αναλύοντας τη δισκογραφία τους, μιλά για άγνωστες, ως τώρα, πτυχές της μπάντας και λεπτομέρειες που κάθε οπαδός της θα ήθελε να γνωρίζει. Feel the magic of burning metal!


“Ironsword” (The Miskatonic Foundation, 2002)

Το ντεμπούτο μας. Η αρχή της καριέρας μας και το πρώτο μας άλμπουμ για την αγγλική The Miskatonic Foundation (σ.σ: εταιρεία του Rich Walker των SOLSTICE). Η σύνθεση της μπάντας τότε, ήταν η εξής: εγώ σε κιθάρα και φωνή, ο Ricardo στα τύμπανα και ο Victor στο μπάσο. Το budget που μπορούσαμε να διαθέσουμε για τις ηχογραφήσεις ήταν πολύ χαμηλό, οπότε καταλαβαίνεις, πως τα πάντα ηχογραφήθηκαν με το πρώτο  “take”, μία και έξω, σαν να παίζαμε live. Ηχογραφούσαμε τα Σαββατοκύριακα για ένα τρίωρο την ημέρα και όλα έγιναν γρήγορα, για να εξοικονομήσουμε χρόνο, αλλά κυρίως χρήμα. Αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε αναλογικό εξοπλισμό και να ηχογραφήσουμε σε reel-to-reel μαγνητικό μηχάνημα. Ακόμη και σήμερα, υπάρχει κόσμος που θεωρεί ότι τα τύμπανα είναι drum machine. Άντε τώρα να πείσεις τον καθένα πως δεν ισχύει αυτό! Η αλήθεια είναι, πως στο studio υπήρχε ένα set τυμπάνων που ήταν εντελώς σκατά και ακουγόταν απαίσια! Έτσι, ο Ricardo αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το δικό του V-Drum set, αλλά αυτό ακουγόταν πολύ ηλεκτρονικό. Χάσαμε πολύ χρόνο με το να λύσουμε αυτό το ζήτημα. Τελικά, ηχογραφήσαμε δύο διαφορετικούς «οδηγούς» και διαλέξαμε αυτόν που θεωρήσαμε καλύτερο, με σκοπό να τον διορθώσουμε στην μίξη. Φυσικά αυτό δεν συνέβη ποτέ, γιατί πολύ απλά ξεμείναμε από χρήματα! Αυτό το καταλαβαίνεις και στα τρία τελευταία τραγούδια του άλμπουμ, τα “Call of doom”, “Guardians” και “Burning metal”. Σχεδιάζαμε να τα επανηχογραφήσουμε, αλλά τελικά μείναμε με τις αρχικές εκδοχές τους, αυτές του 1998, τις οποίες και ακούς στο δίσκο. Η μεγαλύτερη αλλαγή που συνέβη σε αυτόν το δίσκο, ήταν αυτή στα φωνητικά. Δυστυχώς, ποτέ δε μπορούσα να τραγουδήσω σαν τον Eric Adams, τον Rob Halford ή τον Bruce Dickinson (σ.σ: δεν θέλουμε Tann, είσαι θεός και έτσι αγόρι μου!), αλλά πάντα ένιωθα άνετα με το να ακούγομαι σαν τον Lemmy ή τον Mark Shelton. Και αυτό βοήθησε πολύ στο να αποκτήσουμε τον δικό μας ήχο και τη δική μας ταυτότητα. Το “Ironsword” ακούγεται σαν μία τέλεια μίξη MANILLA ROAD με ΟΜΕΝ και αυτό ξάφνιασε πολύ κόσμο! «Σκληρά», «ωμά» τραγούδια, με «τραχιά» παραγωγή και επικό 80s συναίσθημα! Λατρεύω κάθε ένα από αυτά, αλλά τα πλέον αγαπημένα μου είναι τα “Under the flag of Rome” και “Ancient sword of the dead”. Και να σου πω και το άλλο: ποιος το περίμενε πως το “Burning metal” θα γινόταν ένα κλασικό τραγούδι στο χώρο και θα παίζεται κάθε φορά;

“Return of the warrior” (The Miskatonic Foundation, 2004)

Το “Return of the warrior”, είναι το άλμπουμ που έπρεπε να ακολουθήσει το (σύμφωνα με τους οπαδούς μας) κλασικό μας ντεμπούτο και σηματοδότησε μία νέα εποχή για τη μπάντα. Τούτος ο δίσκος, είναι ακόμη πιο «μέσα» στο κλίμα και στα έργα του Robert E. Howard, από ότι ήταν ο προηγούμενος. Εν τω μεταξύ, στο μπάσο έχουμε τον Rick Thor και τον Maalm στα τύμπανα. Θέλαμε εδώ να δημιουργήσουμε ένα άλμπουμ που να έχει περισσότερη ποικιλία, να είναι ωριμότερο και να κυμαίνεται από το κλασικό επικό heavy ως το power metal, να είναι μελωδικό, επιθετικό, αλλά να έχει όμως και αυτή την ατμόσφαιρα του πρώτου μας. Η διαδικασία ηχογράφησης είχε πολύ πλάκα και έγινε σε πολύ καλό κλίμα και μπορώ να πω πως το αποτέλεσμα μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Ήταν αυτό που θέλαμε. Και καλύτερος ήχος και η αγριάδα του πρώτου μας άλμπουμ παρούσα. Είχαμε αρκετό χρόνο να δουλέψουμε πάνω στα τραγούδια, τις αρμονικές τους και τα φωνητικά, μεγαλύτερο budget και διαφορετικό studio. Για εμένα, το “Return of the warrior” έχει εξαιρετική ροή, χωρίς αδύναμες στιγμές ή κομμάτια που θα χαρακτηρίζονταν fillers και leftovers. Είναι ένα διαρκές σφυροκόπημα αγνού μετάλλου από δώδεκα τραγούδια επικού metal που διαλύουν τα πάντα! Τα “Brothers of the blade” (σ.σ: σβήνω), “Nemedian chronicles”, “Beginning of the end” και “Let the Titans collide”, είναι τα τραγούδια που ξεχωρίζω. Νιώθω πως εκπέμπουν μία μαγεία, αλλά μη με ρωτήσεις το πώς και το γιατί. Όσο για το εξώφυλλο; Πήρα το σπαθί μου και ψεύτικο αίμα, ανέβηκα στην οροσειρά της Estrela (το μόνο μέρος στην Πορτογαλία που μπορείς να βρεις χιόνι), τράβηξα τις φωτογραφίες και γύρισα σπίτι μου. 600 χιλιόμετρα πήγαινε – έλα. (σ.σ: ΕΠΟΣ)

“Overlords of chaos” (Shadow Kingdom Records, 2008)

Το πρώτο μας άλμπουμ για την αμερικανική Shadow Kingdom Records, είναι μία πολύ σημαντική στιγμή για εμένα, καθώς ο Mark Shelton, τραγούδησε τα δεύτερα φωνητικά σε μερικά τραγούδια. Ήταν, όπως καταλαβαίνεις, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Δεν ήθελα να δημιουργήσουμε έναν ίδιο δίσκο με τους προηγούμενους, αλλά ήθελα να είναι βαρύτερος, πιο πολύπλοκος και η ατμόσφαιρα πιο σκοτεινή. Πειραματίστηκα με τη φωνή μου και με τα overdubs της κιθάρας περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οπότε αυτό έκανε την όλη διαδικασία κάτι σαν «πρόκληση». Με ακόμη μεγαλύτερο budget, πιο επαγγελματικό studio, αλλά τον ίδιο μηχανικό ήχου, τα καταφέραμε. Η παραγωγή είναι κορυφαία για τον συγκεκριμένο ήχο, κρυστάλλινη, μπορείς να ακούσεις πεντακάθαρα κάθε όργανο. Παιδευτήκαμε όμως κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, λόγω κάποιων τεχνικών προβλημάτων, μίας μόλυνσης στην φωνή μου και της ασθένειας ενός αγαπημένου μου προσώπου. Τις περισσότερες φορές ήμουν μόνος μου με τον μηχανικό ήχου στο studio. Ήταν και η τελευταία φορά που ο Rick και ο Maalm θα ήταν στην μπάντα. Το ένιωθα πως θα έφευγαν, είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους. Το εξώφυλλο το έφτιαξε ο Martin Hanford, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τους CATHEDRAL, BAL SAGOTH και ISEN TORR. Οι οπαδοί μας το θεωρούν το καλύτερό μας άλμπουμ και πήρε παντού εξαιρετικές κριτικές. Προτίμηση δική μου τα “Overlords of Chaos”, “An ending In fire” και “Call of Cthulhu”.

“None but the brave” (Shadow Kingdom Records, 2015)

To περισσότερο υλικό, γράφτηκε όταν ήμασταν στη διαδικασία της μίξης και του mastering για το “Overlords of Chaos”. Καθώς ήταν ένα απαιτητικό άλμπουμ, ήθελα μία διαφορετική προσέγγιση αυτήν τη φορά. Ήθελα κάτι που να είναι “in your face”! Έπρεπε και να καλύψω το χαμένο έδαφος, καθώς ήμασταν χρόνια στον «πάγο», δεν είχα μέλη και ήμουν σοβαρά άρρωστος. Ευτυχώς ξεπέρασα τις δυσκολίες και εξαιρετικοί μουσικοί σαν τον João Monteiro και τον Aires, ήρθαν να με πλαισιώσουν. Η ηχογράφηση έγινε σε διαφορετικό studio, με διαφορετικό μηχανικό ήχου και η παραγωγή εδώ είναι εξαιρετική. Ο João είναι καθηγητής μουσικής, οπότε έγραψε τα τύμπανα με την πρώτη και ξέρεις, ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία να τον βλέπω να διαβάζει και να παίζει ταυτόχρονα. Επίσης, ο Aires έκανε πολύ καλή δουλειά στο μπάσο. Θυμάμαι, ήταν καλοκαίρι όταν ξεκίνησα να «περνάω» τα φωνητικά. Είχε απίστευτη ζέστη, έσταζα, έτσι αποφάσισα να τραγουδήσω μόνο με τα εσώρουχα, χαχα! Θεωρώ πως τούτη, είναι η πιο ομοιογενής δουλειά μας και κάτι σαν ο συνδετικός/χαμένος κρίκος μεταξύ του “Return of the warrior” και του “Overlords of chaos”. Κάποιοι οπαδοί μας περίμεναν ένα δεύτερο “Overlords of chaos” και ίσως απογοητεύτηκαν λίγο, ωστόσο στο τέλος, όλοι μας είπαν τα καλύτερα. Λάβαμε δε και πολύ καλές κριτικές από τον Τύπο. Δυστυχώς, λόγω των υποχρεώσεών του με τους MOONSPELL, ο Aires δεν μπόρεσε να μείνει μόνιμα στο γκρουπ. Το εξώφυλλο το επιμελήθηκε ο πρώην μπασίστας μας, ο Victor, όπως και αυτό του φετινού “Servants of steel”. “Forging the sword”, “Cursed and damned”, “Vengeance will be mine” και “The shadow kingdom”, είναι τα αγαπημένα μου τραγούδια από εδώ.

“Servants of steel” (Alma Mater Records, 2020)

Μετά από ένα διάστημα που μας βοηθούσε ως live μέλος, ο Jorge Martins είναι και τυπικά ο νέος μας μπασίστας. Είχα πολλές ιδέες και ήθελα να κάνω κάτι ακόμη πιο σύνθετο σε σχέση με το παρελθόν, με διαφορετικές ενορχηστρώσεις και προσέγγιση. Κάποιες φορές, αισθάνομαι άνετα με το να κάνω πράγματα εκτός νόρμας. Η ανδρική χορωδία που ακούς, αποτελείται από εμένα, τον João, τον Jorge, τον Victor και τον μηχανικό μας. Ηχογραφήσαμε 15 κομμάτια, εκ των οποίων τα 12 μπήκαν στον δίσκο και τα άλλα τρία τα χρησιμοποιήσαμε ως bonus υλικό. Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές εδώ, είναι η χρησιμοποίηση περισσότερων «καθαρών» φωνητικών γραμμών. Ήθελα πολύ να συνεργαστώ ξανά με τον Mark Shelton, αλλά μετά το θάνατό του, μόνο ο Bryan Patrick μπορούσε να πάρει τη θέση του και ξέρεις και εσύ καλά τους λόγους. Studio και μηχανικός ήχου παρέμειναν τα ίδια, αλλά η παραγωγή πέρασε στα χέρια μίας μεγάλης μορφής του χώρου: Το να δουλεύεις με τον Harris Johns, ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, καθώς είναι ένας θρυλικός παραγωγός και υπεύθυνος για τον ήχο σε πολλούς κλασικούς δίσκους που άκουγα ως έφηβος. Εννοείται πως είχε την απόλυτη ελευθερία να κάνει ό,τι ήθελε, γιατί ήξερα πως θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πραγματικό ηχητικό «τείχος», όπως το ήθελα. Ο João Monteiro ήταν καταπληκτικός στα τύμπανα (τα τύμπανα και το gong που ακούς στην εισαγωγή είναι πραγματικά και όχι samples, τα έπαιξε ο ίδιος), τα φωνητικά και η κιθάρα ξεπέρασαν τις όποιες προσδοκίες μου, ο Jorge Martins έπαιξε τόσο δυνατά που «έσκισε», θα λέγαμε μεταφορικά, τον τένοντά του! Όλοι μας οι δίσκοι ασχολούνται στιχουργικά με τον Robert E. Howard και τον κόσμο του Conan, εδώ όμως αποφάσισα να γράψω για συγκεκριμένες ιστορίες του αγαπημένου μας ήρωα. Το “Servants of steel”, είναι για εμένα η πραγματική συνέχεια και εξέλιξη του “Overlords of Chaos”. Δυνατότερο, βαρύτερο και πιο σκοτεινό. Μου αρέσουν όλα τα τραγούδια του, μα τα πιο αγαπημένα μου είναι τα “Keepers of the crypt”, “Isle of the damned”, “Red nails” και “Son of Crom”.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here