JAG PANZER – “The Hallowed” (Atomic Fire Records)

0
2062












Υπάρχουν δύο τρόποι να μιλήσεις για τον καινούργιο δίσκο μιας αγαπημένης σου μπάντας, ως συντάκτης στο κοινό που σε διαβάζει. Ο πρώτος είναι να κάνεις μια σύντομη αναφορά βιογραφικού χαρακτήρα για να βάλεις στο κλίμα αυτόν που δεν τη γνωρίζει καθόλου και μετά να προχωρήσεις στο κυρίως κείμενο, όπου θα μπει στο «παιχνίδι» και ο οπαδός που (σε) περιμένει, για να πάρει μια πρώτη ιδέα. Εκεί θα πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμος, παρουσιάζοντας το περιεχόμενο του album όπως ακριβώς το ακούς, χωρίς πλασματικές περιγραφές και ερμηνείες και χωρίς να παρασύρεσαι από συναισθηματισμούς κάθε είδους.

Ο δεύτερος τρόπος είναι, μετά την προαναφερθείσα εισαγωγή, να αφεθείς στο συναίσθημα, να μην είσαι συντάκτης αλλά οπαδός και να παραληρείς σε ένα κείμενο του οποίου η πιο μετριοπαθής πρόταση να είναι κάποια του στυλ «κυκλοφορούν νέο δίσκο οι τάδε, σηκωθείτε από ντιβάνια, καναπέδες, ανάκλιντρα και πουφ και τρεχάτε να τον αγοράσετε». Άλλωστε, μη «μασάς», η υπερβολή είναι «μια αλήθεια που έχασε την ψυχραιμία της», όπως είπε ο Λιβανέζος ποιητής και φιλόσοφος Khalil Gibran (Χαλίλ Γκιμπράν). Αν το υλικό είναι τόσο καλό, θα ακολουθήσει το κλασσικό mini πανηγυράκι όπου όλοι θα είστε τρισευτυχισμένοι και θα μοιάζετε με μεθυσμένα Hobbits στην ταβέρνα «Ο Πράσινος Δράκος». Αν δεν είναι, εντάξει, το πολύ-πολύ να εκτεθείς. Μην κάνεις έτσι, ούτε ο πρώτος θα ’σαι, ούτε ο τελευταίος.

Έξι χρόνια πέρασαν από την κυκλοφορία του “The deviant chord”. Λογικό αυτό, για όποιον παρακολουθεί τους JAG PANZER. Η δισκογραφική τους πορεία από την στιγμή που επανάκαμψαν και κυκλοφόρησαν το έπος “The fourth judgement”, χωρίζεται σε δύο φάσεις: Σε αυτήν της άκρατης δημιουργίας (πέντε δίσκοι σε επτά χρόνια) και σε αυτήν των πολύ πεσμένων ρυθμών (τρεις σε δεκαεννιά). Μιλάμε για τους JAG PANZER, επαναλαμβάνω. Τη ζώσα Ιστορία του αμερικανικού power metal, τους δημιουργούς τόσων επών, στην κορυφή των οποίων στέκει αγέρωχο και πάντα απειλητικό το σαρωτικό “must have” με τίτλο “Ample destruction”. Τους JAG PANZER που επιστρέφουν ανανεωμένοι, προσηλωμένοι στον στόχο και όπως φανερώνει η πρώτη κιόλας ακρόαση του “The Hallowed”, εμπνευσμένοι ίσως και πάνω από τις δικές μας προσδοκίες!

Παρατηρώντας το εξώφυλλο του Dusan Markovic (ANGEL WITCH, VIRGIN STEELE, είχε φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του “The deviant chord”), καταλαβαίνουμε πως αποτυπώνει/περιγράφει ένα μέρος του σκηνικού από το μετα-Αποκαλυπτικό concept που «ντύνει» η μουσική. Ποιο είναι αυτό; Εν ολίγοις, στην ιστορία αυτή (η οποία είναι γραμμένη από τους Mark Briody, Rikard Stjernquist και Harry Conklin), μια ομάδα πέντε ατόμων, προσπαθούν να βρουν μια νέα τοποθεσία προς εποικισμό, διασχίζοντας μια εντελώς αφιλόξενη, παγωμένη έρημο και αντιμετωπίζοντας στον δρόμο τρομακτικά, μεταλλαγμένα πλάσματα. Για να έχεις πλήρη εικόνα και ιδέα, ενημερώνω πως έχει κυκλοφορήσει και comic από τη μπάντα, με τον ίδιο τίτλο, που διαβάζοντάς το, συμπληρώνεται το «πακέτο» ιδανικά.

Με το “The Hallowed”, οι JAG PANZER κάνουν ένα 20ετές, πάνω-κάτω, μουσικό/ηχητικό «πισωγύρισμα», ανακαλώντας μνήμες από τα “Thane to the throne” (για μένα, αυτό είναι το καλύτερό τους album), “Casting the stones” και “Mechanized warfare”. Η έμπνευση τους χτύπησε για τα καλά την πόρτα και τα καινούργια τραγούδια μπορούν άνετα να σταθούν δίπλα-δίπλα με τους σπουδαίους ύμνους του παρελθόντος. Όσο για την απόδοση όλων; Αυτή βρίσκεται στα ανώτερα δυνατά και επιθυμητά επίπεδα. Κάπου εδώ, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο, χωρίς να θέλω να αδικήσω τους Briody, Stjernquist και Tetley (οι οποίοι έτσι κι αλλιώς αποτελούν εγγύηση, καθείς στο πόστο του), στον νεοφερμένο Ken Rodarte και στον Harry Conklin.

Ο πρώτος, είχε «μεγάλα» παπούτσια να «γεμίσει». Joey Tafolla, Chris Broderick, Christian Lasegue, όλοι τους τεράστιοι παίκτες, σπουδαίοι βιρτουόζοι. Κι όμως, ο Ken έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, παίζοντας με το δικό του στυλ, χωρίς να θέλει να κοπιάρει τους προκατόχους του και προσαρμόζοντας σε χρόνο dt το ύφος του, σε αυτό της μπάντας. Ο Tyrant από την άλλη, είναι απλά… ο Tyrant. Σε τρομερή κατάσταση ο δικός μας πια «Χάρης» (οικογενειάρχης και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης), βρίσκεται στην καλύτερή του φόρμα από την εποχή του “Thane to the throne”. «Χρωματίζει» τη φωνή του ανάλογα τις απαιτήσεις του εκάστοτε τραγουδιού, «ανεβοκατεβαίνει» με χαρακτηριστική άνεση, ακούγεται πότε λυρικός και πότε επιθετικός χωρίς να χάνει στιγμή την επιβλητικότητά του και επιπλέον αναλαμβάνει χρέη αφηγητή της ιστορίας…

Δεν υπάρχει κανένα τραγούδι που να κρατά το album «πίσω». Οι ελάχιστες στιγμές που υστερούν σε σχέση με την εξαιρετική πλειοψηφία, μεμονωμένα, δύνανται να χαρακτηριστούν ως «πολύ καλές» και δεν δικαιολογούν επουδενί, αρνητικά σχόλια. Ακόμη και τα σημεία στα οποία οι JAG PANZER «δανείζονται» από τους εαυτούς τους (οι οπαδοί θα τα «πιάσουν» αμέσως), μόνο θετικά μπορώ να τα δω. Θα αναφερθώ όμως ξεχωριστά στο καταληκτικό “Last rites”. Υπάρχει μια άτυπη παράδοση, που θέλει το τελευταίο τραγούδι σε κάθε Panzer album, να είναι το “magnum” opus του. Λίγο πιο μεγάλο, λίγο πιο μικρό, πάντα το τελευταίο κομμάτι ήταν ένα grand finale. Μόνο στο “The deviant chord” «έσπασε» αυτή η παράδοση. Προς μεγάλη μου χαρά, το γνώριμο αυτό χαρακτηριστικό, επανέρχεται με το επικότατο, σκοτεινό και ολίγον τι folk, “Last rites”, που παίρνει άμεσα τη δική του θέση δίπλα στα υπόλοιπα highlights (και δεν είναι και λίγα) της JAG PANZER εποποιΐας.

Κάτι που μου έκανε εντύπωση, είναι πως το album ηχογραφήθηκε σε ξεχωριστά studios. Αυτό ίσως να εγκυμονούσε κινδύνους για άλλους καλλιτέχνες, όσον αφορά την ηχητική «ισορροπία» του δίσκου, ωστόσο στην περίπτωση των θρύλων του Colorado, αν δεν διαβάζαμε το Δελτίο Τύπου, ούτε που θα μας πήγαινε το μυαλό σε αυτό το “puzzle”. Τα drums και το μπάσο ηχογραφήθηκαν στα Sonic Phish Productions στην Arizona, οι ρυθμικές κιθάρες και τα φωνητικά στα Hound House Studios του Mark Briody στο Colorado και οι lead κιθάρες στα SteamPunk Audio Labs. Μηχανικός ήχου ανέλαβε ο Ken Mary (ALICE COOPER, FIFTH ANGEL, FLOTSAM & JETSAM), ο Jim Morris έκανε τη μίξη στα Morrissound Studios στη Florida (το δεύτερο σπίτι των JAG PANZER) και το mastering έγινε από τον Maor Appelbaum (FAITH NO MORE, HALFORD, CANDLEMASS, ARMORED SAINT)​. Τρεις «μεγάλοι», σε μια εξαίρετη συνεργασία τόσο μεταξύ τους όσο και με τη μπάντα. Τι μπορεί να πάει λάθος;

Επίλογος…

Οι οπαδοί των JAG PANZER εννοείται πως θα σπεύσουν, για αυτούς δεν είχε καν νόημα το κείμενο, in Panzer we trust. Απλά να τους πω πως το “The Hallowed” είναι καλύτερο του “The deviant chord” και συνεχίζει με πανάξιο τρόπο τη βαρύτατη κληρονομιά αυτού του τιτάνα του US metal. Αν ανήκεις στους υπολοίπους και έλκεσαι από βαριά riffs, βροντώδες rhythm section, υμνικά φωνητικά και leads «κλασσικής υφής», τότε εδώ θα βρεις μια ιδανική μουσική πρόταση που ενώνει παραδοσιακές αξίες, με έναν υπέροχο σύγχρονο τρόπο. Όσο για τη βαθμολογία; Ίσως είμαι αυστηρός, αλλά στις μεγάλες αγάπες έτσι πρέπει να είμαστε. Αυστηροί και αντικειμενικοί. Μην σου πω… ψυχροί.

8,5 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here