Η πρώτη σόλο κυκλοφορία του Γιάννη Κοσμίδη (aka Jargon), έφτασε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο με πολλές υποσχέσεις για ένα διαμάντι του σύγχρονου προοδευτικού είδους. Αρκετοί θα ξέρετε τον Jargon, από τη δουλειά του στους VERBAL DELIRIUM πίσω απ τα πλήκτρα και στα φωνητικά. Με το “The fading thought”, ο ταλαντούχος μουσικοσυνθέτης παρουσιάζει ένα πλούσιο μουσικό συνονθύλευμα που αψηφά ταμπέλες και αναδεικνύει πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα, από τη heavy metal μουσική, μέχρι τον Χατζηδάκη και τον Michael Nyman. Αν μπορούσα να κάνω κάποια πιο σύγχρονη αναφορά, θα έλεγα πως ο Jargon βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τους THE PINEAPPLE THIEF και τους Άγγλους THE DEAR HUNTER, που φημίζονται για το θεατρικό και λυρικό prog rock τους, που πατά στην τεράστια κληρονομιά των GENESIS. Όσοι έχετε ήδη μυηθεί στο σύμπαν των VERBAL DELIRIUM, δεν θα βρεθείτε εντελώς προ εκπλήξεων, αλλά σίγουρα θα γουρλώσετε τα μάτια σας και θα τεντώσετε τα αυτιά σας, μιας και εδώ έχουμε ένα πολύ πιο προσωπικό άλμπουμ, που φανερώνει τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του Κοσμίδη.
Ήδη από το υπέροχο artwork, καθίσταται φανερό πως έχουμε να κάνουμε με ένα ενδοσκοπικό μουσικό έργο, που συμπυκνώνει ποικίλα συναισθήματα και τέμνει πολλά μουσικά είδη, όπως συμβαίνει με τη μουσική για κινηματογράφο. Καθόλου τυχαίο λοιπόν που το εναρκτήριο κομμάτι, με το υπέροχο πιάνο, λέγεται “The film”. Μαζί με το λυρικό πιάνο, συστήνεται και ένα κουαρτέτο εγχόρδων που πρωταγωνιστεί πλάι στα άλλα όργανα και την απαλή φωνή του Κοσμίδη. Ακολουθεί το “In search of the invisible thin line”, όπου το όραμα του βασικού συνθέτη αποκρυσταλλώνεται περισσότερο. Εδώ ακούμε μία πενταμελή μπάντα σε τέλεια όσμωση με το κουαρτέτο εγχόρδων, πράγμα που οφείλεται στις τρομερά προσεγμένες συνθέσεις. Αρχικά, παρατηρώ πολλά χαρακτηριστικά των TRANSIBERIAN ORCHESTRA και πρώιμων GENESIS, αλλά πολύ γρήγορα ακούω Philip Glass και μουσικό θέατρο, ειδικά με τα φωνητικά που φέρνουν στα μιούζικαλ του Andrew Lloyd Webber. Χαμός. Μιλάμε λοιπόν για ένα πολυεπίπεδο ορχηστρικό άλμπουμ. Η κιθάρα του Νικήτα Κίσσονα (επίσης δανεικός από τους VERBAL DELIRIUM) ακούγεται στο βάθος χωρίς τρομερό όγκο, ίσα-ίσα για να ενωθεί αρμονικά με τα υπόλοιπα όργανα και για να προσδώσει την ιδανική διάθεση και ατμόσφαιρα (ο μαέστρος πιστεύω θέλει να προσδώσει μίια ιδιαίτερη διάθεση, μιας και δίνει έμφαση στην ατμόσφαιρα και στο πως θα ακουστεί κάθε νότα, παρά στο πόσες ή ποιες νότες θα παιχτούν). Το τρίτο και ομώνυμο κομμάτι, αναδεικνύει περισσότερη μουσικότητα, με ένα πιο ξεκάθαρα prog instrumental σκέλος, που φέρνει αρκετά στους GENESIS του “Selling England by the pound”, χωρίς όμως να κουράζει και να κάνει ένα τρομερό κρεσέντο ή μεγάλη κοιλιά. Κάθε σύνθεση γενικά είναι απαλή, αλλά προκαλεί τον ακροατή να εντοπίσει και να νιώσει τις εναλλαγές στη διάθεση, που συχνά οφείλονται απλά σε ένα βιολί ή μερικές νότες στο πιάνο. Το έκτο κομμάτι και πρώτο single, “Time is running out”, είναι σίγουρα πιο pop και ρυθμικό (εξού και η μνεία μου στους DEAR HUNTER και PINEAPPLE THIEF), αλλά το καλύτερο έρχεται προς το τέλος, με τα “How can I” και “The last temptation”, που δείχνουν πως μπορείς να γράψεις μουσική για πιάνο και κουαρτέτο έγχορδων με τον Χατζηδάκη κατά νου, αλλά κάπως να τα ενώσεις όλα άψογα με μία παραμορφωμένη ηλεκτρική κιθάρα και ένα δυνατό rhythm section. Το κλείσιμο είναι σίγουρα το πιο θεατρικό και συνάμα δυνατό μέρος του δίσκου, με pop περάσματα που κλείνουν το μάτι στα κλασσικότροπα κομμάτια των MUSE και έναν οργισμένο επίλογο, με τρομερή ερμηνεία στα φωνητικά.
Σας συνιστώ να ρίξετε πολλές γερές αυτιές στο “The fading thought” του JARGON. Είναι ένα πολύπλοκο και πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ. Απαιτεί αρκετές ακροάσεις, αλλά σίγουρα θα σας ανταμείψουν με τις υπέροχες μελωδίες και την ατμόσφαιρα, που σε ταξιδεύουν όπως ένα κινηματογραφικό έργο και ένα καλογραμμένο και πλούσιο κινηματογραφικό soundtrack.
8/10
Φίλιππος Φίλης