JUDAS PRIEST interview (KK Downing)

0
1412
Priest




















Priest

“Caviar and meths”

50 χρόνια από την κυκλοφορία του “Rocka Rolla”, του ντεμπούτου των JUDAS PRIEST και πραγματικά με ξάφνιασε ευχάριστα η πρόσκληση από την εταιρία τους, να μιλήσουμε με τον KK Downing, τον αρχικό κιθαρίστα του σχήματος, ο οποίος τυγχάνει και εξαιρετικός συνομιλητής, γύρω απ’ αυτό το άλμπουμ. Πολλές ανέκδοτες ιστορίες, πολύ ωραία διάθεση, αλλά και μία έμμεση είδηση για το επερχόμενο άλμπουμ των KK’s PRIEST που έχει να κάνει με το “Rocka Rolla” (να μην σας τα λέω όμως, γιατί το θέμα είναι να διαβάσετε τη συνέντευξη μέχρι το τέλος!!!). Απολαύστε τον KK Downing για τις επόμενες 3000 λέξεις!

Γεια σου Ken! Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για το “Rocka rolla”. Η χρονιά που γεννήθηκα κι εσείς ηχογραφούσατε το “Rocka rolla”!
Γεια σου, χαρά μου που σε ξαναβλέπω παλιέ μου φίλε! Πάει πολύς καιρός, οπότε ναι, ας ξεκινήσουμε. Η 50η επέτειος…μοιάζει σαν μια ζωή πριν, αλλά ήταν μια ολόκληρη ζωή πριν. (γέλια) Ήμουν απλά ένας νέος άντρας!

Και πραγματικά αναρωτιέμαι, πως θα μιλήσουμε γι’ αυτό το άλμπουμ και θα θυμηθούμε τις λεπτομέρειες για τις οποίες θα σε ρωτήσω, μια και μιλώντας για τον εαυτό μου, δεν μπορώ να θυμηθώ τι έφαγα χθες! (γέλια)
Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία είμαστε, γιατί πάει πολύς καιρός. Οπότε άμα κάνουμε μια αρχή, θα φρεσκάρει η μνήμη λιγάκι.

Ας γίνει έτσι. Πρώτα από όλα, πως ένιωσες όταν έμαθες ότι τα original πολυκάναλα του “Rocka rolla” ξαναβρέθηκαν και θα τους ξαναγίνει μίξη;
Ήταν μια πραγματικά ξεχωριστή στιγμή νομίζω, Σάκη. Γιατί πιστεύαμε ότι είχαν χαθεί εδώ και καιρό, δεν θα τις ξαναβλέπαμε ποτέ. Δεν ξέραμε που ήταν, μετά από τόσες δεκαετίες. Οπότε όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, προφανώς βρήκαν τις κασέτες. Ήξεραν που ήταν οι κασέτες, γιατί ο αρχικός κάτοχος τους από την τότε εταιρεία, ήξερε που ήταν, αλλά τότε ήμασταν προβληματισμένοι ότι μπορεί να είναι σε μια κατάσταση που δεν θα μπορούσαμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Αλλά τα καλά νέα ήταν ότι οι μεγάλες πολυκάναλες κασέτες δύο ιντσών, είχαν αποθηκευτεί σε ένα πολύ καλό μέρος.
Οπότε ο Tom Allom και τα παιδιά ήταν σε θέση να μεταφέρουν από τις κασέτες σε ψηφιακό. Το οποίο είναι καλό, γιατί ο κόσμος λέει “μπορείς να παίξεις τις κασέτες μόνο μια φορά”. Γιατί κάθε φορά που παίζεις παλιές κασέτες, μέρη του υλικού αρχίζουν να φεύγουν και να καταστρέφονται πολύ γρήγορα. Οπότε μπόρεσαν να σώσουν τα περιεχόμενα τους και να τα βάλουν στα ProTools και όλα αυτά. Επομένως είναι εκεί τώρα για πάντα, το οποίο είναι πολύ καλό γιατί τώρα είναι ασφαλή. Και είναι υπέροχο να νιώθεις πως αυτοί οι δίσκοι τώρα, είναι μέρος της μπάντας και εμείς είμαστε μέρος τους και πάλι.

Τι έκανε τον Tom Allom τη κατάλληλη επιλογή γι’ αυτή τη δουλειά; Είναι γιατί ξέρει ακριβώς τον ήχο των JUDAS PRIEST;
Νομίζω πως ναι. Δουλέψαμε με τον Tom περισσότερο από ότι δουλέψαμε με οποιονδήποτε άλλο παραγωγό. Από το “British steel” και πέρα. Και προφανώς αυτή η οικειότητα και φιλία, έκανε τον Tom να φαίνεται σαν παραγωγός από πολύ παλιά. Από τις ημέρες που ηχογραφούσαμε σε πολυκάναλες κασέτες, γιατί το ProTools και το Cubase δεν υπήρχαν τότε. Και όλα αυτά τα συστατικά του Tom Allom, τον έκαναν την απόλυτα προφανή επιλογή για να το κάνει. Και φυσικά, ο Tom, είναι σε παρόμοια ηλικία με εμάς και πνευματικά, όλοι έχουμε αυτή τη κοινή γνώση και εμπειρία του να δουλεύουμε με κασέτες δύο ιντσών και αυτές τις ηχογραφήσεις.
Οπότε έβγαζε νόημα να διατηρηθεί ανέπαφη η ακεραιότητα αυτών των ηχογραφήσεων, αντί να προσπαθήσουμε να κάνουμε υπερβολικά μοντέρνες τις ηχογραφήσεις. Να συνεχίσουν να ακούγονται σαν κλασσικές ηχογραφήσεις και κλασσικά άλμπουμ, αλλά ταυτόχρονα να προσπαθήσουμε να φρεσκάρουμε όλο το σύνολο και να βγάλουμε προς τα έξω έναν άλλο ήχο, τώρα που έχουμε τη δυνατότητα. Κάτι το οποίο θα κάναμε και τότε, άμα είχαμε περισσότερο χρόνο και χρήματα, αλλά όλα ήταν πολύ περιοριστικά τότε. Ειδικά οι χρονικοί περιορισμοί. Γιατί ο χρόνος ηχογραφήσεων τότε ήταν τόσο ακριβός, ήταν τρελό, 1000 – 1500 λίρες την ημέρα ή κάτι τέτοιο. Παραμένουν πολλά λεφτά μέχρι και σήμερα, έτσι δεν είναι;

Το θέμα με αυτό είναι ότι, άμα θυμάμαι καλά από συνεντεύξεις που έχετε κάνει ανά τα χρόνια, το κύριο πρόβλημα με το “Rocka rolla”, ήταν το mastering του άλμπουμ. Αυτή η remixed εκδοχή, έχει όλα τα πράγματα που θέλατε να κάνετε από πλευράς mastering;
Πιστεύω πως ναι. Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ηχογραφήσεων και μίξης, το άλμπουμ ακουγόταν φοβερό. Αλλά ήταν μετά από πολύ μακρά sessions 36 ωρών για να τελειώσουμε το άλμπουμ, λόγω χρονικού περιορισμού του να το παραδώσουμε. Δεν ήταν καλή ιδέα. Γιατί υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο για τη μίξη, στα Island Studios στο Λονδίνο και υπήρχε και ένα δωμάτιο για mastering στον πάνω όροφο. Οπότε αμέσως, μετά από ένα πολύ μεγάλο session, νιώθαμε πολύ κουρασμένοι και ο παραγωγός μας Rodger Bain, ανέβηκε πάνω και έκανε το mastering και τη κοπή του δίσκου.
Κατέβηκε, μας έδωσε κάτι επιμεταλλωμένες κόπιες, που έμοιαζαν με βινύλιο αλλά με μέταλλο μέσα. Και γυρίσαμε σπίτι, οδηγώντας μίλια στον αυτοκινητόδρομο, ε και όταν βάλαμε το δίσκο να παίξει, δεν ακουγόταν καθόλου καλό. Αλλά τώρα, έχουμε την ευκαιρία να το διορθώσουμε αυτό, προφανώς και να φέρουμε στην επιφάνεια περισσότερες λεπτομέρειες, μπορείς να μας ακούσεις σχεδόν που ανασαίνουμε ενώ παίζουμε. Και αυτό είναι πολύ ωραίο. Νομίζω έκανε πολύ καλή δουλειά. Η ακεραιότητα του δίσκου, κρατήθηκε ανέπαφη, αλλά έγινε ό,τι χρειαζόταν να γίνει.

Ανέφερες ήδη πως το “Rocka rolla” ηχογραφήθηκε σε ένα πολύ περιορισμένο budget. Ποιες ήταν μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων;
Λοιπόν, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν, εκείνα τα χρόνια, ότι έπρεπε να παίξουμε τα κομμάτια, όλη η μπάντα μαζί στο studio. Οπότε άμα κάποιος κάνει ένα λάθος, πρέπει να ξαναρχίσουμε! (γέλια)

Και δεν έχετε και πολύ χρόνο, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα! (γέλια)
Ακριβώς! (γέλια) Αλλά αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό, μέχρι και το “Painkiller”. Αυτή η τεχνική του να παίζουμε τα κομμάτια μαζί. Τότε δεν ήταν κάτι κακό, γιατί πιστεύαμε ότι αποτυπώναμε την ενέργεια της μπάντας και το πως θα ακουγόταν η μπάντα ζωντανά. Από την άλλη ωστόσο, ήμασταν τόσο αγχωμένοι και τσιτωμένοι, προσπαθώντας να μην κάνουμε κάποιο λάθος.

Ήταν και η πρώτη σας φορά στο studio!
Ναι, οπότε κάποιες φορές, ήταν δύσκολο να προσπαθήσουμε να χαλαρώσουμε και να αφήσουμε τους εαυτούς μας ελεύθερους. Ήταν μια δοκιμασία, ωστόσο προφανώς το απολαμβάναμε πραγματικά όλοι μας. Ήμασταν πολύ ενθουσιώδεις γιατί ήταν η πρώτη μας φορά σε ένα πραγματικό studio ηχογραφήσεων, ειδικά ένα από το οποίο είχαν περάσει πόσοι διάσημοι άνθρωποι. Νιώθαμε πολύ προνομιούχοι που είχαμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε σε αυτά τα δωμάτια, σε αυτό το περιβάλλον, με τόσα διάσημα ονόματα. Εκείνες τις μέρες, ηχογραφούσαμε σε studios όπως το Trident, το Olympic ή το Rockfield στην Ουαλία. Πήγαμε στην Ουαλία στο Rockfield και οι QUEEN είχαν μόλις φύγει, έχοντας ηχογραφήσει το “Bohemian rhapsody” στο μεγάλο πιάνο που υπήρχε εκεί! Και οι καλοί μου φίλοι οι BUDGIE είχαν ηχογραφήσει εκεί, οπότε ήταν υπέροχο να έχουμε αυτό το προνόμιο.
Για οτιδήποτε χρειαστήκαμε, όλα τα studio στα οποία βρεθήκαμε, ήταν πάρα πολύ καλά εξοπλισμένα. Είχαν όλον αυτό τον τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό, οπότε όλη η δοκιμασία ήταν πάνω μας να παίξουμε όσο καλύτερα μπορούμε.

Είναι αλήθεια ότι ηχογραφούσατε τη νύχτα;
Ναι, αρκετά sessions θα τραβούσαν μέχρι τη νύχτα, ειδικά το τελευταίο session τράβηξε όλη νύχτα. Ξεκινήσαμε νωρίς, τελειώσαμε κάπου στις 6 με 7 το πρωί την επόμενη μέρα για να τελειώσουμε με όλες τις μίξεις. Ήταν λίγο ζόρικο, γιατί σε κάποιο σημείο, αρχίζεις να αμφισβητείς τα ίδια σου τα αυτιά. Ξέρεις, τα αυτιά σου δεν δουλεύουν όπως θα έπρεπε να δουλεύουν μετά από ένα τόσο μακρύ session.

Υπήρχαν κάποιες δημιουργικές διαφωνίες με τον παραγωγό σας τον Rodger Bain, ειδικά σε σχέση με την επιλογή των κομματιών και τις ενορχηστρώσεις;
Όχι, όλα ήταν καλά, όλα κύλησαν ομαλά. Και επειδή είχαμε και τον Vic Smith, τον μηχανικό ήχου του δίσκου, o οποίος είχε δουλέψει με τον Rodger σε κάποια άλμπουμ των SABBATH και κάποια ακόμα πράγματα. Ήταν καλή ομάδα. Ήταν πολύ καλοί συνεργάτες. Μας έδωσαν πολλή ελευθερία ως προς το τι θέλαμε να κάνουμε μουσικά. Κάναμε πολλές συναυλίες, πραγματικά πολλές συναυλίες, πριν τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ. Αλλά ξανά, εκείνα τα χρόνια, όταν έκανες ένα λάθος επί σκηνής, ήταν εκεί και χανόταν στη στιγμή και ήταν μπροστά σε ένα μόνο κοινό.
Όχι όπως τώρα, που όλοι τραβάνε με το κινητό. Τώρα είναι εντελώς διαφορετικά. Είναι σαν το στούντιο, άμα κάνεις λάθος θα βγει προς τα έξω για να το δει όλος ο κόσμος. (γέλια) Τότε, τα live, ήταν μια διέξοδος. Μπορούσες, πως να το πω, να ξεφύγεις με το οτιδήποτε! Είχε να κάνει κυρίως με την απόδοση, να πάρεις πόζες, να είσαι ενεργητικός και ενθουσιώδης, το οποίο θα κάλυπτε πολλά λάθη τότε. Ελπίζω πως παίζαμε πολύ καλά ούτως ή άλλως.

Νιώθεις πως το “Rocka rolla” είναι μια δίκαια απεικόνιση της μπάντας της συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Η απάντηση σε αυτό είναι “ναι”, όταν το ηχογραφούσαμε, γιατί σετάραμε τον εξοπλισμό μας όπως όταν παίζαμε live. Οπότε ακουγόταν καλά. Είναι όπως είπες, στο mastering, που είναι πολύ κρίσιμο σημείο. Γιατί έχεις όλες αυτές τις ικανότητες, έχεις όλα αυτά τα μηχανήματα, είναι σαν ένα ακόμα studio, σαν μια ακόμα διαδικασία ηχογράφησης για να βγουν οι τελικοί ήχοι. Είναι άκρως σημαντικό, το να το πετύχεις. Και όλα τα mastering sessions στα οποία ήμουν παρών μετά από αυτό, ήταν πολύ μεγάλα sessions. Θα μπορούσαν να είναι μια μέρα, ή δύο και τρεις μέρες. Ξέρεις, να κάνεις ακριβώς σωστό το mastering. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί πολλά πράγματα μπορούν να αλλάξουν στο mastering.

Αυτό το άλμπουμ, κλίνει προς το blues, το hard rock, ακόμα και το progressive rock θα έλεγα. Είναι διαφορετικό από τον κλασσικό PRIEST ήχο στον οποίο συνηθίσαμε, κυρίως στη δεκαετία του ‘80. Ήταν μια συνειδητή απόφαση, ή ήταν κάτι που προέκυψε από εξωγενείς επιρροές που είχατε;
Νομίζω ήταν απλά μια φυσική διαδικασία ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε. Όλα εξελίσσονται, κυριολεκτικά. Ήμουν πολύ τυχερός και ευλογημένος που γεννήθηκα το ‘51, το οποίο το λέω γιατί καθώς ενηλικιωνόμουν και καταλάβαινα πράγματα γύρω μου, στα 13-14-15, συνέβαιναν τόσα πολλά στη μουσική. Ομολογουμένως πολλά που λάμβαναν χώρα ήταν με τη pop μουσική στο προσκήνιο, τους BEATLES και πόσες άλλες μπάντες. Αλλά φυσικά, είχαμε και το κίνημα των blues με τους CREAM και πάει λέγοντας. Προφανώς τους ROLLING STONES, οι THE SMALL FACES ήταν φοβεροί, οι THE TROGGS, οι THE PRETTY THINGS, οι THEM…υπήρχαν τόσες πολλές μπάντες και ήμουν μόλις 14 ετών. Ήταν τόσο συναρπαστικό.
Και όταν ήμουν 16 πήγα να δω τον Jimi Hendrix για πρώτη φορά, αυτό μου άλλαξε τη ζωή! Αλλά υπήρχαν πόσες μπάντες που παίζανε πιο progressive blues, υπήρχαν οι JETHRO TULL, TEN YEARS AFTER, TASTE, FREE…μια ατελείωτη λίστα από μπάντες. Προφανώς, εμένα, σκεπτόμενος όπως σκεφτόμουν, με τραβούσε περισσότερο οτιδήποτε ήταν πιο θλιμμένο, σκοτεινό. Γι’ αυτό γούσταρα τους ROLLING STONES, γιατί ήταν εκλεκτικοί και κάπως σκοτεινοί στις πρώιμες μέρες όποτε είχα την ευκαιρία να τους δω. Ήταν συναρπαστικές εποχές. Ωστόσο η εξέλιξη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 με τους SCORPIONS, UFO, προφανώς οι BLACK SABBATH, υπήρχε μια άλλη πλευρά.
Τόσα άλλα συστατικά που έρχονταν στο παιχνίδι, που δεν ήταν blues, δεν ήταν progressive blues, ήταν άλλο ένα διαφορετικό στυλ το οποίο με τραβούσε, που ήταν με πιο προσανατολισμένο προς τα riffs τραγούδια, αντί για δωδεκάμετρο στυλ πιο βασισμένο στα blues. Αλλά πολλές σπουδαίες μπάντες ήταν βασισμένες στα blues, όπως οι FLEETWOOD MAC για παράδειγμα και πολλές από τις μπάντες που ανέφερα. Αλλά ναι, αυτό που θα γινόταν στη πορεία heavy metal, υπήρχε όντως εκεί και υπήρχε σε μπάντες όπως οι JUDAS PRIEST, οπωσδήποτε οι BLACK SABBATH και κάποιες ακόμα μπάντες είχαν αυτά τα συστατικά εκεί. Ο μεγάλος Jimi Hendrix είχε μέσα του heavy metal επίσης. “Purple haze”, “Foxy lady”…αυτά τα κομμάτια ήταν heavy metal για μένα.

Υπήρχαν κάποια κομμάτια που εμφανίστηκαν τη τελευταία στιγμή και απορρίφθηκαν. Έπειτα έγιναν μέρος του “Sad wings of destiny”. Πόσο διαφορετικό πιστεύεις ότι θα ήταν το “Rocka rolla” αν είχαν συμπεριληφθεί αυτά τα κομμάτια;
Λοιπόν, αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Γιατί όταν συγκεντρώναμε το υλικό για το άλμπουμ, είχαμε κι άλλα κομμάτια και παίζαμε κι άλλα κομμάτια. Ένα από αυτά ήταν και το “Victim of changes” που αρχικά λεγόταν “Whiskey woman”. To παίζαμε αυτό το κομμάτι με τον Al Atkins στη μπάντα και το παίξαμε και με τον Rob στη μπάντα, αλλά δεν εμφανίστηκε στο “Rocka rolla” για κάποιο λόγο. Ήταν καλό να έχουμε κάποια μουσική που έμεινε εκτός για να προχωρήσουμε με τον επόμενο δίσκο. Αλλά προφανώς ήμασταν, μέχρι και το “Rocka rolla” τετράδα, ο Glenn μπήκε στη μπάντα λίγο πριν τις ηχογραφήσεις του “Rocka rolla”. Και με τη προσθήκη του Glenn, εκείνος ήταν σε θέση να φέρει και το δικό του υλικό σε εκείνο που είχαμε για το “Sad wings of destiny”. Και αυτό μας βοήθησε να συνεχίσουμε να προχωράμε αρκετά γρήγορα στη παραγωγή του δεύτερου δίσκου.

Οπότε το να απορρίψετε ένα κομμάτι που το παίζατε live, όπως το “Whiskey woman”, ήταν κάτι που σας θύμωσε τότε, ή έσπρωξε τη μπάντα να ραφινάρει το κομμάτι, καταλήγοντας στο μεγάλο “Victim of changes”, ένα από τα σπουδαιότερα heavy metal κομμάτια όλων των εποχών;
Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, γιατί για το “Whiskey woman” υπάρχουν ζωντανές εκτελέσεις του ως τετράδα και ακουγόταν καλό. Αλλά όπως είπαμε και προηγουμένως, όταν πήγαμε να ηχογραφήσουμε, δεν κατέληξε στο άλμπουμ. Ωστόσο, νομίζω, όταν ο Glenn μπήκε στη μπάντα, περάσαμε τα πάντα, γιατί θέλαμε να συμφωνούμε στα πάντα. Και περάσαμε από αυτή τη διαδικασία που όλα ήταν δημοκρατικά και ψηφίζαμε για τα πάντα, όσον αφορά το τι θα χρησιμοποιούσαμε και τι όχι. Οπότε, για το δεύτερο άλμπουμ, ξαναδουλέψαμε αυτό το κομμάτι και προφανώς το παίζω ακόμα live.

Ήταν για καλό, έφτιαξε ένα από τα σπουδαιότερα heavy metal κομμάτια όλων των εποχών! Είχατε επίσης το κομμάτι “Caviar and meths” που προοριζόταν να είναι 14λεπτο επικό κομμάτι, αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο ένα δίλεπτο μέρος του…
Ναι, το “Caviar and meths” έχει επίσης ζωντανές ηχογραφήσεις του, θυμάμαι να κάνω κιόλας κιθαριστικό solo σε αυτό το κομμάτι. Γιατί τότε, ο Ian έκανε solo, o drummer έκανε solo, εγώ έκανα solo…κάθε μπάντα το έκανε αυτό, για να δείξει τη δεξιοτεχνία της, άμα μπορώ να το αποκαλέσω έτσι! (γέλια) Αλλά όλα αυτά συμπυκνώθηκαν, εν τέλει χρησιμοποιήσαμε ένα μέρος από το κιθαριστικό μου solo και αυτό κατέληξε στο άλμπουμ. Αλλά ποιος ξέρει, ίσως να δούμε την πλήρη εκδοχή του με τους KK’S PRIEST. (γέλια)

ΟΚ, το έπιασα, οπότε θα χρησιμοποιήσετε τα υπόλοιπα 12 λεπτά ή θα παίξετε και τα 14 λεπτά του. Από ότι φαίνεται, θα δει το φως της ημέρας.
Ναι, είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να φέρει εις πέρας αυτή τη δουλειά (γέλια). Απλά πρέπει να γυρίσω το ρολόι πίσω, 50 ή και περισσότερα χρόνια, να βάλω τον εαυτό μου εκεί, όταν ταξιδεύαμε. Που παίζαμε πολλές συναυλίες με τους φίλους μας τους BUDGIE τότε. Χαρούμενες μέρες, χαρούμενες εποχές. Ήμασταν νέοι, ήμασταν άφραγκοι, αλλά είχαμε ενθουσιασμό.

Μια και το αναφέραμε, σύμφωνα με τα στοιχεία, το άλμπουμ πούλησε μόνο μερικές χιλιάδες αντίτυπα. Και ήσασταν άφραγκοι, δεν είχατε να φάτε.
Δεν είχαμε καθόλου λεφτά, αγόρασα προσωπικά το πρώτο μου αυτοκίνητο με 50 λίρες, το οποίο ήταν πολύ κακό, όταν ήμουν 27 χρονών. Μέχρι τα 27 μου, είτε έπαιρνα το λεωφορείο, είτε περπατούσα, είτε πήγαινα με το ποδήλατο. Όταν ήμουν 27, κάτσε να σκεφτώ…ηχογραφούσα το “Stained class” και πήγαινα με το ποδήλατο. Έτσι ήταν παιδιά. Αλλά ακόμα και τότε, δεν είχα λεφτά. Παρότι είχα ένα αυτοκίνητο, δεν είχα τα λεφτά για να το κινήσω.

Ανησύχησες καθόλου για το μέλλον της μπάντας εκείνη τη περίοδο;
Όχι ιδιαίτερα, γιατί είχα τόση πίστη στη μπάντα. Γιατί μέχρι εκείνο το σημείο, τα πράγματα είχαν προχωρήσει αρκετά. Στο “Stained class” αρχίσαμε να φοράμε δερμάτινα και καρφιά. Τα πάντα εξελίσσονταν εντός της μπάντας. Πάντα γινόμασταν καλύτεροι, πάντα βελτιωνόμασταν, κάθε δίσκος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Και ήμασταν με μια φοβερή δισκογραφική, την Sony, η οποία ήταν πάρα πολύ καλή και υποστηρικτική. Και προφανώς, όταν έχεις τον Rob Halford στη μπάντα, όταν τον άκουσα να τραγουδάει για πρώτη φορά, σκέφτηκα ότι είναι ο καλύτερος τραγουδιστής στο κόσμο.
Και αυτό ήταν πάντα στο μυαλό μου, να έχω μια μπάντα με όλα τα συστατικά μιας μπάντας. Επιπλέον, να έχω έναν τραγουδιστή σαν τον Rob. Πάντα σκεφτόμουν “αυτή η μπάντα δεν μπορεί να αποτύχει, σωστά;”. Δεν πίστευα ότι θα αποτύχει γιατί είχα τέτοια πίστη στη μπάντα. Και είναι καλό να το έχεις αυτό, γιατί σε βοηθάει. Δεν έχει σημασία τι θα συμβεί, δεν έχει σημασία που δεν έχεις λεφτά, δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να πληρώσεις τους λογαριασμούς, αυτή η πίστη σε κρατάει.

Πιστεύεις ότι άμα είχε το κατάλληλο mastering το “Rocka rolla”, θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στη καριέρα της μπάντας;
Νομίζω ότι σίγουρα θα βοηθούσε. Γιατί υπήρχε αυτή η αντίληψη ότι το άλμπουμ ήταν ελλιπές υπό μια έννοια, σχεδόν ελαττωματικό σε σχέση με άλλα άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη τη περίοδο. Ξέρω ότι εμείς σίγουρα το νιώσαμε.

Πιστεύεις ότι οι δυσκολίες του “Rocka rolla”, ώθησαν τη μπάντα, να ακολουθήσει μια διαφορετική προσέγγιση στο “Sad wings of destiny”;
Ναι. Ακόμη βέβαια είχαμε πολλούς περιορισμούς. Ήμασταν νέοι και όλα αυτά ήταν καινούργια για εμάς. Το κύριο πράγμα είναι ότι μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ηχογραφούμε. Και όταν φτάσαμε στο “Sad wings of destiny” πήγαμε με τους παραγωγούς που μας πρότεινε η δισκογραφική εταιρεία. Δεν ξέραμε καλύτερα τότε. Αλλά τα πήγαμε υπέροχα με τον Matt και τον Jeff στη πραγματικότητα. Πολύ καλοί, ταλαντούχοι τύποι. Και ακόμα και σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ, ο Chris Tsangarides δούλευε τότε σε εκείνο το studio. Ζήτησε από το αφεντικό του studio αν θα μπορέσει να δουλέψει μαζί μας γιατί άκουγε πηγαινοερχόμενος όλες αυτές τις κιθάρες που παίζαμε. Είμαστε πολύ χαρούμενοι με το “Sad wings of destiny”, νομίζω έχει αντέξει στο χρόνο.

Πριν το τέλος, άμα μπορούσες να στείλεις μήνυμα στον νεότερο εαυτό σου, το 1974, ποια συμβουλή θα του έδινες;
Πιστεύω ότι έκανα τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσα. Αλλά σίγουρα θα έλεγα στον εαυτό μου “μην υποβάλλεις τον εαυτό σου σε προτεινόμενους περιορισμούς, είτε στη μουσική είτε στο εξώφυλλο και να είσαι δίκαιος με τον εαυτό σου”. Κοιτάζοντας πίσω τώρα, έπρεπε να πούμε “όχι, δεν θα συμβεί αυτό, δεν το βγάζουμε αυτό, πρέπει να ξαναγίνει”. Αλλά δεν ξέραμε, δεν είχαμε την επιρροή να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό τότε. Ήμασταν πάντα σε μια ρόδα και τρέχαμε. Πάντα κυνηγούσαμε την ουρά μας λόγω χρηματικών και χρονικών περιορισμών.
Μάθαμε μετά ότι οι μπάντες όσο περισσότερα άλμπουμ κάνουν, τόσο περισσότερο χρόνο περνάνε κάνοντας το γιατί θέλουν να το κάνουν σωστά. Είναι μια μακρά διαδικασία, δεν μπορείς να την επιταχύνεις. Και δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις κάτι αν δεν είσαι ικανοποιημένος με αυτό. Αυτή είναι η συμβουλή μου σε όποιον ακούει εκεί έξω, μην το αφήσεις στη τύχη του, γιατί θα πρέπει να ζήσεις με αυτό. Και είναι μια απόδειξη, ότι 50 χρόνια πρέπει να ζω με το “Rocka rolla”. Μην κάνεις τα ίδια λάθη.

Σάκης Φράγκος
απομαγνητοφώνηση: Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here