JUDAS PRIEST – “Painkiller” – Worst to best

0
1573












As Mankind hurled itself forever downwards into the bottomless pit of eternal chaos, the remnants of Civilization screamed out for salvation – Redemption roared across the burning sky…the Painkiller!

Αυτό γράφει (σε κάποιες «σειρές» της επανέκδοσης του 2001 υπάρχει ένα μικρό ορθογραφικό λάθος που κάνει εκείνα τα αντίτυπα “collector’s items”, ψάξου λίγο) το οπισθόφυλλο του καλύτερου heavy metal δίσκου από το 1990 ως και σήμερα. Heavy metal, έτσι; Καθαρό, ανόθευτο, χωρίς προσθήκες και συντηρητικά. Με σταθερό προσανατολισμό, καθάριο όραμα και με πολλές ματιές τόσο σε ένα «παρόν» που επέβαλε αλλαγές, όσο και σε ένα μέλλον που φάνταζε ελκυστικό μα και… «επικίνδυνο». Το 1990 το παραδοσιακό metal ήδη έπαιρνε την «κάτω βόλτα», βασίλευε το thrash και «έβραζαν» από κάτω του ακόμη πιο ακραίες μορφές μεταλλικής τέχνης. Πάντα μπροστά από την εποχή τους οι Ιερείς, σκαπανείς και εξερευνητές του «καινούργιου», πιονέροι μιας ολόκληρης σκηνής, είχαν στείλει τα πρώτα τους προμηνύματα, τα οποία έπιασε ο πιστός οπαδός, αυτός που όχι απλά αγοράζει κάθε δίσκο για να ακούσει τα hits αλλά τον μελετά κιόλας, ήδη από το “Turbo”. Αλλαγή στις κιθάρες, αλλαγή στον εξοπλισμό, οι νέες τεχνολογίες σύμμαχος – συνοδοιπόρος και όχι μπαμπούλας, τόσο της εξέλιξης όσο και της παράδοσης.

Το “Ram it down” που ακολούθησε, έμοιαζε να «ασφυκτιά». Ή μάλλον, σωστότερα, έμοιαζε να σέρνει, σαν βαρίδι, τα προγραμματισμένα τύμπανά του, που δεν το άφηναν να δείξει την πραγματική του αξία. Μια κιθαριστική και ερμηνευτική κόλαση, ένα “Painkiller” πριν το “Painkiller”, που της έλειπαν μονάχα ΑΥΤΑ τα τύμπανα. Εδώ λοιπόν έρχεται και «κουμπώνει» ο παράγοντας “Travis”. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν του χρεώσουμε το μισό “Painkiller”. Ο Scott βέβαια δεν ήταν κανένας άγνωστος νεαρός, τον ήξερε η «κοινότητα» από τους RACER X. Τον ήξεραν και οι Priest, κυρίως αφού τον άκουσαν να παίζει έξω από το Hampton Coliseum, με σκοπό να τους εντυπωσιάσει ώστε να τον προσλάβουν, «σουτάροντας» τον Dave Holland. Και μπορεί τότε ο μικρός Scottie να κέρδισε μόνο ένα αυτόγραφο από τον Holland, αλλά όταν ήρθε (και είχε αργήσει η αλήθεια είναι) η ώρα της μεγάλης αλλαγής, ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός υποψήφιος για τη θέση (Nigel Durham είσαι drum-άρα, αλλά η απόφαση ήταν περίπου ειλημμένη). Μια audition, σε ερημική τοποθεσία της Ibiza και χωρίς ρεύμα (!), ήταν αρκετή για να έχει αίσιο τέλος το «προξενιό» που σκάρωσαν ο Halford με τον Jeff Martin, τον τραγουδιστή των ιδίων των RACER X. Μιλώντας για «συμβολή», εννοείται να δώσουμε ένα ακόμη τεράστιο credit στον συγχωρεμένο Ελληνοκύπριο αδερφό μας Chris Tsangarides, ο οποίος δημιούργησε έναν αξεπέραστο ήχο, που ακόμη και σήμερα προκαλεί τον θαυμασμό.

“You can’t teach an old dog new tricks”, λέει μια αγγλοσαξονική παροιμία. Θεωρητικά σωστό, πρακτικά οι JUDAS PRIEST την εξευτέλισαν. «Αναγεννημένοι», έχοντας όπως πάντα πλήρη επίγνωση του τι γίνεται γύρω τους σε ένα «θέατρο επιχειρήσεων» μόνο για ικανούς και τολμηρούς, ανανέωσαν τον ήχο τους, έδωσαν στη μουσική τους ακόμη μεγαλύτερη «ιπποδύναμη» και, αν και «γέρικα σκυλιά», δημιούργησαν έναν δίσκο διαχρονικό. Μη σου κάνει εντύπωση, τότε εκείνες οι ηλικίες μουσικών θεωρούντο μεγάλες, μη ξεχνάμε πχ πως ο Wilson των THRESHOLD έριξε «χυλόπιτα» στους IRON MAIDEN το 1993-1994 για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Τους θεωρούσε… γέρους. Το “Painkiller” ΣΙΓΟΥΡΑ θα έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία εκείνη την εποχή και εξακολουθεί να το κάνει, για κάθε μικρό παιδί που ξεκινά τη θαυμαστή περιήγηση στον κόσμο του heavy metal. Ναι, οι νέες γενιές δεν είναι σαν εμάς. Θα ξεκινήσουν με SLIPKNOT, GOJIRA, JINJER και λοιπά σχήματα, θεωρητικά ΚΑΙ ΜΟΝΟ πιο ακραία από τους JUDAS PRIEST του “Painkiller”. Γιατί η ακρότητα δεν υπάρχει μόνο στα brutal φωνητικά, στα blast-beats ή στο τετρακάναλο «ξύσιμο». Μπορείς να τη βρεις παντού. Και το “Painkiller” είναι ακραίο, ΠΟΛΥ ακραίο άλμπουμ. Σε αρπάζει και σε χτυπά στα βράχια σαν καρυδότσουφλο ακόμη και μετά από 31 χρόνια. Φαντάσου λοιπόν, το σοκ που υπέστησαν εκείνες οι γενιές νεολαίων. Και πολλαπλασιάζοντας την ισχύ του, πέταξέ το στο πρόσωπο του οπαδού εκείνου ο οποίος πρόλαβε τη «στροφή» του “British steel”, τους είχε λατρέψει στο “Defenders of the faith” αλλά τους είχε αφήσει στην πιο εμπορική «μετάλλαξή» τους. «Από πού ήρθε αυτό;;;», θα αναρωτιόταν, κοιτάζοντας το κασετόφωνό του (σιγά μην επέλεγα άλλο format από την κασέτα) να βγάζει καπνούς από τα ηχεία. Όσο για το μικρό παιδί του «σήμερα», το δικό του σοκ θα έχει άλλη μορφή, και θα συνοψίζεται σε φράσεις όπως «Ρε συ, αυτοί είναι οι JUDAS PRIEST που ακούει ο πατέρας μου; Έπαιζαν αυτοί οι γέροι έτσι;;;».

Μπορείς να προσδώσεις στο “Painkiller” όποιο κοσμητικό (και ουχί «κοσμητικό») επίθετο θες. Μπορείς να το στείλεις με τους επαίνους σου στη Στρατόσφαιρα. Θα έχεις κάθε δίκιο. Στο λέω κι εγώ, που πρώτον είμαι γνωστός “70s freak” και δεύτερον θεωρώ πως δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει γραφτεί για αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ και να πρέπει να το γράψω εγώ. Το μόνο που σκέφτομαι, είναι εκείνη η – σε σκέλη – περιοδεία των 144 shows, με support μπάντες σαν τους MOTORHEAD, MEGADETH, ALICE COOPER, ANNIHILATOR, TESTAMENT, PANTERA, METAL CHURCH, DANGEROUS TOYS, που πολύ θα ήθελα να είχα ζήσει από κοντά και πως όταν αυτό το άλμπουμ κυκλοφόρησε, οι JUDAS PRIEST ήταν ήδη 20 ετών συγκρότημα. Και σήμερα σχήματα χάνουν τη ψυχή τους και θυμίζουν συνταξιούχους του ΟΓΑ, από την πρώτη πενταετία… “Long live the Priest!” στους μεν, «καλά στερνά» στους δε.

 

The PAINKILLER countdown

 

  1. Living bad dreams

“You led me to temptation, delivered me to pain

I walked upon you hallowed ground, my soul is yours to gain…”

Δεν υπήρχε στην αρχική έκδοση του δίσκου, το πρωτακούσαμε στην επανακυκλοφορία του 2001. Αλλά από την στιγμή που η ίδια η μπάντα το θεωρεί πια τμήμα του λόγω του ότι είχε ηχογραφηθεί μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια, συμπεριλαμβάνεται στην αντίστροφη μέτρηση. «Αποτελεί μυστήριο γιατί δεν το κυκλοφορήσαμε στην αρχική έκδοση του δίσκου. Θα γινόταν ένα κλασσικό τραγούδι!», διαβάζουμε στις σημειώσεις της επανέκδοσης. Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια σύνθεση, στα χνάρια του “Night comes down”, μπορεί από τη μια να υστερούσε σε σχέση με το σαρωτικό ύφος των υπολοίπων (πλην του έπους “Touch of evil”), από την άλλη, τοποθετημένη κάπου στο μέσον, θα ήταν ένα ακόμη ποιοτικότατο «απάγκιο», για να «ξαποστάσει» ο ακροατής πριν συνεχίσει τη θυελλώδη του ακρόαση…

  1. Metal meltdown

“Here comes the metal meltdown, run for your lives

Can’t stop the metal meltdown, no one survives!”

Κάποτε, πριν το 1980, από τους Βρετανούς διαβάζαμε μελοποιημένη ποίηση. Μετά οι ίδιοι αποφάσισαν μια αλλαγή, περίπου βάζοντας τον θεμέλιο λίθο της «παιδικής» metal στιχουργίας, αλλά τους το συγχωρούμε λόγω ποιότητας της μουσικής, ομαλής συσχέτισής της με τους στίχους και ακριβώς επειδή ήταν οι πρώτοι… Τέλος πάντων. Πρώτο solo intro από τον Ken, δεύτερο από τον Glenn, riff από τον ίδιο και εκκίνηση πολλών οκτανίων. Το κομμάτι φλερτάρει με το speed metal, οι εναλλαγές στα leads στο μέσο είναι να μη θες να τελειώσουν, αλλά ενώ ως το pre-chorus το κομμάτι πάει «τραίνο» με «μπροστάρη» τον Halford, στο refrain μου τα χαλάει. Χάνει πόντους, πως το λένε. Οι Priest μπορούσαν πολύ καλύτερα, να τα λέμε και αυτά. Αυτόνομα το “Metal meltdown” παίρνει 10/10, αλλά στο σύνολο του “Painkiller”, μένει πίσω και το λέω και filler. Αυστηρά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα, ξαναλέω, αφού ως γνωστόν “Painkiller” = “no fillers, all killers”.

  1. All guns blazing

“Twisting the strangle grip won’t give no mercy

Feeling those tendons rip torn up and mean!”

Το μικρό αδερφάκι του “Painkiller”, με την εμβληματική φωνητική εισαγωγή. Αυτό που δεν «μασάει», ορμά πρώτο στους τσαμπουκάδες, δέρνει όλους της γενιάς του, αλλά δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους μεγαλυτέρους και φωνάζει τον “big bro” να καθαρίσει. Στιχουργικά έχουμε να κάνουμε με τα παραδοσιακά, 80s θέματα της μπάντας, ενώ παρατηρούμε και κάποιες αναφορές στο παρελθόν του group: Heart pounding fever pitch (“Fever”), two fisted dynamo (“Turbo lover”), flame throwing hurricane destroys the cage & wipes out in rage (“The rage”), sad wings that heaven sent (“Sad wings of Destiny”). Ή μπορεί απλά να κάνει το δικό μου το μυαλό «κορδελάκια» και να μιλάμε για συμπτώσεις.

  1. Between the hammer and the anvil

“The burning sermons purge their evil words, between the Hammer and the Anvil…”

Από τα πιο heavy κομμάτια του δίσκου, η θέση/εξομολόγηση των JUDAS PRIEST γύρω από την περιβόητη δίκη της υπόθεσης “James Vance/Ray Belknap”, με μια essence από Ιερά Εξέταση, ίσως. Άλλο ένα χαρακτηριστικό intro, εδώ επίσης σε ρόλο outro. Τελικά, το “Painkiller” ίσως να είναι ο δίσκος με τα περισσότερα αξιοπρόσεκτα μαζεμένα intros. Αυτό το «πάνω-κάτω» στην ταστιέρα, είναι τόσο απλοϊκό που γίνεται ευφάνταστο, ειδικά όταν το ακούς και στην αναπαράσταση του σφυριού και του αμονιού στη μέση του τραγουδιού, πριν τα θεσπέσια leads. Leads που οδηγούν σε ένα αριστουργηματικό break, με τη μικρή ομοβροντία εκ μέρους του Travis να δένει άψογα με την επανάληψη του κυρίως riff (από τα πλέον αξιοπρόσεκτα στην ιστορία του group) πριν την κορύφωση του άσματος η οποία, παραδόξως, έρχεται στο finale. Για τον Halford και την ερμηνεία του, ό,τι και να γραφτεί, λίγο θα είναι.

  1. Night crawler

“Beware the beast in black…you know he’s coming back…”

Ανέκαθεν στα αυτιά μου, ο Νυχτοβάτης ήταν ο διάδοχος του “The Sentinel”. Ίδιας φιλοσοφίας έπη είναι και τα δύο, μόνο που ο προσωπικός ύμνος του Kurt Wagner (σχεδόν επιτακτική η αναφορά στον γνωστό ήρωα της Marvel) είναι πιο λυρικός, μελαγχολικός αλλά και spooky, με το θεατρικό του «κόψιμο». Καταρχάς, για “Painkiller” μιλάμε, θεωρούμε standard πως η εισαγωγή του κομματιού βάζει γκολ από τα αποδυτήρια. Στην εξέλιξή του, το “Night crawler” δεν ρίχνει το επίπεδο ούτε σε μια νότα. Νότες… Το solo ζήτημα να έχει 15-20. Κάποιος σοφός άνθρωπος είχε πει κάποτε πως το καλύτερο (solo) είναι αυτό που μπορείς και το τραγουδάς. Αν ισχύει αυτό, τότε εδώ έχουμε ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών, η πεμπτουσία του sing along, με όλες τις τρίχες όρθιες! Το μεγαλείο της απλότητας!

  1. Painkiller

“Faster than a bullet, terrifying scream

Enraged and full of anger, he’s half man and half machine”

Το περίμενες στην πρώτη θέση, σωστά; Όχι. Υπάρχουν καλύτερες στιγμές στο άλμπουμ. Ούτε επηρέασε την κρίση μου το γεγονός ότι το έχω βαρεθεί. Ειλικρινά, το έχω βαρεθεί τόσο, που θα προτιμούσα να αναπαυτεί επιτέλους στις δάφνες του και να μην το ξανακούσω ζωντανά. Ούτε σε club, ούτε σε ραδιόφωνο, πουθενά! Είναι όμως όχι μόνο το απόλυτο hit του άλμπουμ, αλλά και το τραγούδι που θα «κερδίσει» και θα ενθουσιάσει κάθε νέο οπαδό. Ο ιδανικότερος «πολιορκητικός κριός», για να καμφθεί κάθε είδους αντίσταση. “Crash test” για εκκολαπτόμενους metalheads. Αυτό που, νομοτελειακά, θα ακούσεις περισσότερο απ’ όλα εδώ μέσα. Και που στο τέλος ίσως και συ να το βαρεθείς, όπως εγώ. Μέχρι το 1990, αν ρωτούσες κάποιον να σου πει για το πιο εμβληματικό solo τυμπάνων στην ιστορία του rock/metal, είτε αυτό βρίσκεται στην αρχή, είτε στο τέλος είτε ακόμη-ακόμη μέσα σε κάποιο τραγούδι, πιθανότατα θα σου έλεγε πως αυτό είναι το μπάσιμο του “Stargazer”. Από την στιγμή όμως που ακούστηκε το αντίστοιχο του Travis, η μονοκρατορία του Cozy κλονίστηκε. Λυσσαλέα φωνητικά, κολοσσιαίες κιθάρες, τεχνική κατάρτιση που σκορπά στους πέντε ανέμους κάθε επίδοξο φαφλατά «βιρτουόζο», σταθερή θέση στο setlist, η ίδια φρενίτιδα τρεις δεκαετίες μετά. Κι αν τώρα έχει αλλάξει ο τρόπος ερμηνείας του Rob (ξέρεις, κανείς δεν μένει εσαεί 40 ετών), μας αρκεί να τον ακούμε να πετά τα σώψυχά του στην σκηνή και να μην δειλιάζει πουθενά. Συναισθηματικό bonus, όταν στις συναυλίες την ώρα που σολάρει ο Faulkner, βλέπουμε τον Tipton στο video wall. Αν αυτό δεν είναι δείγμα ηθικού μεγαλείου, τότε τι είναι; Κανείς δεν μπόρεσε να το «αγγίξει», πλην των DEATH και της δικής τους προσέγγισης. Ακόμη και οι ANGRA με τον θεό Matos (RIP), πάτωσαν. Μπαίνει στην πρώτη δεκάδα με τα πλέον εμβληματικά (προσοχή, όχι καλύτερα) τραγούδια των ‘90s, άκοπα και αβίαστα.

  1. Battle hymn/One shot at glory

“Let me hear the battle cry, calling on the wind

Let me see the banners fly, before the storm begins…”

Το “One shot at glory” είναι η μεγαλύτερη, σε διάρκεια, σύνθεση του άλμπουμ. To “Battle cry” αποτελεί ξεχωριστό track θεωρητικά, αλλά πρακτικά είναι το intro του, δίνοντας μάλιστα trivia στον ακροατή για αυτό που θα ακούσει κάποια στιγμή στην συνέχεια. Κιθαριστικό ντελίριο από δύο ΙΕΡΑ ΤΕΡΑΤΑ της εξάχορδης γητεύτρας (πιθανότατα οι καλύτερες κιθάρες ολόκληρου του δίσκου, φόρεσε ακουστικά και στήσε προσεκτικό αυτί), φωνητικό σεμινάριο από τον μόνο άνθρωπο που κέρδισε με το σπαθί του τον τίτλο του “Metal God”, ο λυρισμός στα ύψη, ο νους που «ταξιδεύει» και πλάθει εικόνες όταν επιτέλους αυτό το κομμάτι ακουστεί ζωντανά και στην Ελλάδα, ο συντάκτης που είναι έτοιμος να παραληρήσει, τα λόγια που δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, το ιδανικό finale ενός παντοτινού μύθου.

  1. Leather rebel

“Master of the streets, bullet proof and bound for glory!”

Πριν γράψω οτιδήποτε για το κομμάτι, έχεις παίξει “Fallout 3”; Στο dlc “The Pitt”, υπάρχει μια δερμάτινη πανοπλία, αλεξίσφαιρη (bullet proof) κλάσεως “raider commando armor”, που τη φορούσε ένας εξόριστος…ιερέας. Το όνομα αυτής; “Leather rebel”. Το ’πιασες, ε; Φόρος τιμής σε έναν ακόμη τρανό υπερ-ήρωας του JUDAS PRIEST σύμπαντος. Πόσο φοβερό και τρομερό, επιθετικότατο, σχεδόν speed metal riff στην εισαγωγή, ε; Και ο Travis… μοιάζει να ζει το δικό του όνειρο από τη μια, και από την άλλη, ως σωστός επαγγελματίας, να δικαιολογεί την αξία και την φήμη του, χτύπημα το χτύπημα. Το solo, όπως και στο “Night crawler”, πιστοποιεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως δεν χρειάζεται να παίξεις 500 νότες/sec για να ακουστείς ευφάνταστος, ο Rob σε γενικά χαμηλές συχνότητες είναι κάτι παραπάνω από επιβλητικός και ένα από τα καλύτερα finale στην ιστορία της μπάντας, ακούγεται στα τελευταία 30 δευτερόλεπτα του τραγουδιού. Ένας υποτιμημένος ύμνος που live έχει παιχτεί μόλις δύο φορές. Μετά τη φετινή έκπληξη του “One shot…”, περιμένει και αυτός την σειρά του. Μαζί του και εμείς.

  1. A touch of evil

“Arousing me now with a sense of desire, possessing my soul till my body’s on fire…”

Καταρχάς, αναθεματισμένο MTV που ανάγκαζες τα συγκροτήματα να κόβουν ως και ένα λεπτό από τα τραγούδια τους, αφαιρώντας μέρος της υπόστασής τους. Δεύτερον, τί solo ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ είναι αυτό; Πάει και τελείωσε, σε αυτόν τον δίσκο έχουν παιχτεί τα καλύτερα leads από την εποχή του “Stained Class”. Το “A touch of evil” ξεκινά ατμοσφαιρικά στο τέλος του “Between the hammer and the anvil” με τον Don Airey στα πλήκτρα, για τον οποίο μάθαμε προσφάτως πως δεν αρκέστηκε σε αυτόν τον ρόλο, αλλά έπαιξε και το μπάσο του άλμπουμ στο mini moog, αφού ο Ian Hill αδυνατούσε να ηχογραφήσει τότε. Ερωτικό, λάγνο, σχεδόν υπνωτικό, το λυρικό αυτό αριστούργημα είναι ένα ακόμη δείγμα του τι μπορούσε να κάνει αυτή η μπάντα, όταν αποφάσιζε να ρίξει ρυθμούς και να εστιάσει στο συναίσθημα. Και συ, Σκοτεινέ Άγγελε της Αμαρτίας…you’re possessing me!

  1. Hell patrol

“Chrome masters, steel warriors, soul stealers, ripping out hearts

They’re Devil Dogs – the Hell Patrol!”

Γνωρίζω προσωπικά τουλάχιστον δύο άτομα, που αυτή την στιγμή έχουν σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούν επευφημώντας την απόφασή μου για την πρώτη θέση. Ο ένας πιθανότατα έχει ανάψει και καπνογόνο. Μη ξεχνάμε πως η στήλη προσπαθεί να συμβιβάσει την αντικειμενική άποψη με το προσωπικό γούστο, το οποίο επεκτείνεται ενίοτε στα όρια του βίτσιου. Και το γούστο/βίτσιο του γράφοντος, θέλει πρώτο μεταξύ (περίπου) ίσων, αυτό το πολεμικό αριστούργημα. Για χρόνια υπήρχε η εντύπωση πως εδώ εξυμνείται ο κλασσικός μηχανόβιος rocker, αλλά όχι. Οι στίχοι αναφέρονται στους πιλότους της USAF και τον τρόμο που προκαλούσαν σε κάθε τους αποστολή στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, καθώς και στους επίλεκτους πεζοναύτες οι οποίοι ονομάζονται «Σκυλιά του Διαβόλου» (“Teufel hunden” – “Devil dogs”), τίτλο τους έδωσαν οι Γερμανοί το 1918, κατά τη μάχη του Belleau, κοντά στον ποταμό Μάρνη. Τώρα για τη μουσική του, τι να γράψει και τί να πει κανείς. Μόνο και μόνο το ότι διαδέχεται στη σειρά το ομώνυμο κομμάτι και το ενδιαφέρον, ή σωστότερα ο θαυμασμός, του ακροατή, παραμένει στο ίδιο επίπεδο, τα λέει όλα. Κι αν ζητάς το κάτι παραπάνω στην περιγραφή, πρόσεξε την οσκαρική δισολία και την τελευταία στροφή του Rob. Έλα, ok, μιλάμε για αψεγάδιαστο heavy metal, “the JP way”, τι άλλο θες;

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here