“Let’s metalize that heavy music…”
1974-1975. Το “Rocka Rolla” ήταν μόνο η αρχή. Το progressive rock του μπορεί να ξεχείλιζε ποιότητα, αλλά δεν ήταν αυτό για το οποίο οι JUDAS PRIEST ήταν προορισμένοι και «ευλογημένοι» από τη Μοίρα. Δόξα τον Πανάγαθο, υπήρχαν τότε μπάντες να το υπηρετήσουν, πολλές και θαυμαστές. Ούτε η Gull Records ήταν εταιρεία αντάξια των προσδοκιών και των δυνατοτήτων τους. Δύο χιλιάδες λίρες budget για ένα πλήρες, επαγγελματικό album; Πενήντα λίρες την ημέρα στον καθένα τους; Πού ακούστηκαν αυτά; «Αισθανόμασταν σαν τον Oliver Twist», είχε πει ο Rob Halford. «Μπορούσαμε να τρώμε μόνο ένα γεύμα ημερησίως και κάποιοι αναγκαστήκαμε να κάνουμε άλλες, άσχετες δουλειές για να μη πεθάνουμε της πείνας». Ο Glenn Tipton κηπουρός, ο Ian Hill διανομέας, ο K.K. Downing εργάτης σε ένα από τα πολλά εργοστάσια του Birmingham. Οι JUDAS PRIEST όμως δεν πτοούνται. Η θέληση για επιτυχία και η καλπάζουσα έμπνευση που έμοιαζε να τους έχει στο κατόπι, τους βοήθησαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες αυτές και όχι απλά να ηχογραφήσουν το θεούργημα που ονομάζεται “Sad wings of destiny”, μα και να περιοδεύσουν αργότερα, για να το κάνουν γνωστό στον κόσμο. Έστω και αν η ανεπάρκεια της Gull ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ολοένα και αυξανόμενη φήμη και τις ζωντανές εμφανίσεις που έφερναν την αποθέωση.
1976. Μάρτιος μήνας… Tο συγκλονιστικό εξώφυλλο του Patrick James Woodroffe σε προδιαθέτει για κάτι ανάλογο, μουσικά, και το περιεχόμενο δεν απογοητεύει. Το “Sad wings of destiny” θα γινόταν το album που θα άνοιγε νέους δρόμους στο heavy metal, που θα έθετε τις βάσεις ώστε να διαμορφωθεί η εικόνα του group, που θα αποτελούσε «οδηγό» για οτιδήποτε και οποιονδήποτε ακολούθησε μετά. Το album που ξεπέρασε τα όποια όρια «σκληρότητας» είχε θέσει το hard rock και «επιμετάλλωσε» αυτό που δημιούργησαν οι BLACK SABBATH, ώστε να δημιουργηθεί με τη σειρά της η heavy metal μουσική. Εδώ η μπάντα συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον αείμνηστο Chris Tsangarides στη παραγωγή, ο οποίος αναλαμβάνει χρέη μηχανικού ήχου. Τη θέση του jazz-ίστα John Hinch στα τύμπανα έχει πάρει ο Alan Moore, αλλά δεν θα ήταν αυτή η μεταγραφή που θα έφερνε τη κοσμογονική αλλαγή τόσο στο group όσο και στο heavy metal γενικότερα. Αυτή θα ήταν η διαφορετική νοοτροπία στις κιθάρες, η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας μιας θρυλικής πια “double axe attack” και ο εντελώς διαφορετικός Halford. Οι Tipton/Downing γίνονται «σάρκα μία» και, απομακρυνόμενοι ολοένα και περισσότερο από τις progressive rock περιπλανήσεις τους, θα όριζαν από τούδε και στο εξής το μεταλλικό κιθαριστικό δίδυμο, ενώ ο Rob θα παρουσίαζε πτυχές του καλλιτεχνικού του χαρακτήρα που κανείς δεν φανταζόταν, μόνο είχε υποψιαστεί ακούγοντας το “Run of the mill”. Και αυτή η ατμόσφαιρα… Η μελαγχολία του ντεμπούτου εδώ θα γίνει σκοτάδι και πεσιμισμός που «καταπίνει» τον ακροατή, έναν ακροατή ο οποίος όμως όχι μόνο δεν μπορεί, αλλά και δεν θέλει να «σωθεί».
Πόσο επιδραστικό αλήθεια το “Sad wings of destiny”… Έχει χαρακτηριστεί ως ο δίσκος που δημιούργησε το NWOBHM και ισάξιος του “Machine Head” σε «ειδικό βάρος». Ως το album που «επαναδιατύπωσε» το heavy metal, μετά από αυτά των BLACK SABBATH. Και όπως έχουμε πει τόσο εμείς εδώ, όσο και ο Warrior των CELTIC FROST, η αμέσως επόμενη «επαναδιατύπωση» θα γινόταν πάλι από τους JUDAS PRIEST, με το “Stained Class”, δύο χρόνια μετά. Αυτό άκουσε ο Dave Mustaine, δεχόμενος παράλληλα μια μπουνιά στη μούρη από τον γαμπρό του, κι επέλεξε να γίνει μουσικός για να τον εκδικηθεί. To δεύτερο αγαπημένο άλμπουμ του Mikael Åkerfeldt των OPETH και το αγαπημένο των ίδιων των Priest. Με τραγούδια που έμειναν κλασσικά, που αγαπήθηκαν, διασκευάστηκαν κατά κόρον και ακόμη και σήμερα, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του setlist των Ιερέων. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να κατατάξουμε τα τραγούδια αυτά από το «χειρότερο» (Θου, Κύριε) στο «καλύτερο», κρατώντας για το τέλος μια έκπληξη, έτσι, για την όποια αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
THE “SAD WINGS OF DESTINY” COUNTDOWN
- “Island of domination” (Halford, Downing, Tipton)
Εισαγωγή με πιάνο από τον Tipton και τη κιθάρα του Downing να έρχεται από πίσω, με τις πρώτες νότες να θυμίζουν QUEEN. Στην ουσία το τελείωμα του “Epitaph” είναι η αρχή του “Island of domination”, αλλά η διαφορετική στιχουργική προσέγγιση δεν μας αφήνει να το δούμε ως διλογία. Η συνέχεια βέβαια αναμενόμενη, αφού το κομμάτι εξελίσσεται με τη γνώριμη JUDAS PRIEST τεχνική, που τότε βέβαια ήταν ακόμη στα «σπάργανα» και δεν είχε πλήρως αποκαλυφθεί. “Beware of their coming, take heed our time is near/Fatality relinquish not/Brutality in arms doth seek to destroy… They smashed through the clouds into the light of the moon/Their steeds were full charging, called destruction and doom…” Κλασσικότροποι στίχοι επηρεασμένοι από τον sci-fi «πυρετό» που «έκαιγε» τον Δυτικό Κόσμο, μιλούν για μια ανώτερη φυλή εξωγήινων που έρχεται στη Γη, καταστρέφει τα πάντα και απαγάγει μέρος του πληθυσμού της. Ο Halford εξάλλου διάβαζε πολύ Isaac Asimov τότε… Το BLACK SABBATH «κόψιμο» στη μέση είναι «λουκουμάκι» και ταιριάζει πολύ καλά με την όλη εξέλιξη του τραγουδιού. Συνεχείς «φρασούλες» πετάγονται δω και κει, η κιθάρα δημιουργεί effects που παραπέμπουν σε μηχανές ΑΤΙΑ και ο Halford είναι εννοείται εξαιρετικός, καθάριος και ευθύς στην ερμηνεία του. Εκτός από κάποιες φορές που «χρωματίζει» τη φωνή του με μια χροιά που σε μένα (μόνο;) θυμίζει τη Σαπφώ Νοταρά (σ.σ: μπουρλότο!) Και το τελείωμα, ε; Πόσο LED ZEPPELIN…
- “Epitaph” (Tipton)
Αν οι πρώτες στιγμές του “Island…” θύμιζαν QUEEN, εδώ έχουμε τον φόρο τιμής της μπάντας προς τη τεράστια (εκτός μουσικών ορίων) παρέα των Mercury-May- Deacon-Taylor. Μόνο πιάνο από τον Tipton και φωνητικά από τον Halford, τέτοια, που θαρρείς πως θέλει να γίνει «Ερμής» στη θέση του «Ερμή». Μια συναισθηματική σύνθεση που μιλά για έναν άνθρωπο σε βαθύ γήρας, όταν αυτός φτάνει στις τελευταίες του στιγμές και η ζωή περνά από μπροστά του. Ενώ ήθελε να θυμάται μόνο τις χαρούμενες, οι άσχημες και επώδυνες είναι αυτές που επικρατούν και που έρχονται να κάνουν τις τελευταίες του ώρες μαρτυρικές. Έτσι, γεμάτος λύπη συνειδητοποιεί πως στην ουσία δεν έζησε τη ζωή που θα ήθελε. Ένα μάθημα ζωής λοιπόν από την ίδια τη μπάντα προς όλους μας. Να προσπαθούμε για το καλύτερο, να επιδιώκουμε να δίνουμε χαρά σε μας και στους γύρω μας, και να κάνουμε ό,τι προστάζει η συνείδησή μας. Ένα από τα «25 καλύτερα progressive rock τραγούδια όλων των εποχών», σύμφωνα με το Pop Matters, σε ψηφοφορία του 2011. Τί έχουμε εδώ; Πρωτιές και διακρίσεις ακόμη και σε πεδίο φαινομενικά… ξένο; Μιλήστε μου ορισμένοι για την καλύτερη και μεγαλύτερη heavy metal μπάντα όλων των εποχών, είμαι όλος αυτιά.
- “Genocide” (Halford, Downing, Tipton)
Ρυθμικό 70s heavy metal, με ωραία riffs και μικρές εναλλαγές στον ρυθμό. Από τα καλά δείγματα πρώιμου heavy metal, άντεξε στον χρόνο και ακόμη και σήμερα μπορεί να ακουστεί «φρέσκο» και «επίκαιρο». Δυστυχώς όμως, πάντα επίκαιροι παραμένουν και οι στίχοι του… “Sin after sin I have endured, yet the wounds I bear are the wounds of love…” Να και το μήνυμα για τη συνέχεια, για το τι θα ακολουθήσει. Η εκτέλεση μέσα από το “Unleashed in the East” είναι πολύ ανώτερη της studio εκδοχής, με τον πιο βαρύ ήχο, την extra εισαγωγή και το jamming στις κιθάρες που δίνουν ακόμη δύο λεπτά στο κομμάτι καθώς και το drumming του Les Binks που κλέβει τη παράσταση. Επίσης εξαιρετική και η εκτέλεση μέσα από το “Live insurrection” του Halford. Τραγούδι για ατελείωτα χιλιόμετρα στις Εθνικές Οδούς.
- “Prelude/Tyrant” (Tipton, Halford)
Το δίλεπτο πρελούδιο είναι καθαρό progressive rock και θυμίζει KING CRIMSON, PROCUL HARUM και συναφή ακούσματα. Δεν ξέρω κατά πόσο σε προδιαθέτει για αυτό που ακολουθεί, όταν έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια και έχουμε ακούσει πια τα πάντα, αλλά τότε ο «Τύραννος» θα πρέπει να ήταν, για πολύ κόσμο, καλή …σφαλιάρα! “Behold ’tis I the commander, whose grip controls you all/Resist me not, surrender, I’ll no compassion call!”. Το γρηγορότερο κομμάτι του δίσκου και ένα από τα εμβληματικά της πρώτης περιόδου, ασχολείται με το ίδιο θέμα, από δύο μεριές. Τη κυριολεκτική και τη μεταφορική. Η κυριολεκτική αφορά την αποστροφή προς κάθε είδους τυραννική εξουσία και κάθε μορφής απολυταρχικών κυβερνητών. Η μεταφορική έχει προκύψει πρόσφατα, έχει θρησκευτικό/θεολογικό υπόβαθρο και ο τύραννος είναι ο Σατανάς. Πιθανότατα κάποιοι έκαναν αυτή τη σύνδεση, επειδή οι πρώιμοι Priest έχουν μια θρησκευτική/θεολογική essence σε κάποια από τα τραγούδια τους (“Sinner”, “Saints in Hell” κλπ). Εγώ θα «πάω» με τη μπάντα πάντως. Η διφωνία του Halford και το τμήμα με τα leads και ειδικότερα τη δισολία, έχουν μείνει κλασσικότερα των κλασσικών. Το κομμάτι το συναντάμε σε εξαιρετικές live εκτελέσεις δω και κει (με ανώτερες αυτές του “Unleashed…” – κλασσικά – και του “Live Insurrection”), ενώ η πλέον αξιοσημείωτη διασκευή του είναι αυτή των OVERKILL, όπου τα φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ των Joe Comeau, Bobby Blitz και D.D Verni.
- “The Ripper” (Tipton)
Πιο κλασσικό και από μάρμαρο του Παρθενώνα, πιο δεδομένο στο setlist και από τη προβολή του «Παπαφλέσσα» κάθε επέτειο της 25ης Μαρτίου. Τα πεπραγμένα της περιοχής του Whitechapel του Λονδίνου, όπως τα εξιστορεί ο ίδιος ο Αντεροβγάλτης, ο «χειρότερος Βρετανός όλων των εποχών», σύμφωνα με ψηφοφορία του BBC. Μέσα σε ούτε τρία λεπτά, παρουσιάζονται η μορφή του (“I’m sly and I’m shameless, nocturnal and nameless/I’m a nasty surprise, I’m a devil in disguise/I’m a footstep at night, I’m a scream of the fright”), η τακτική του (“You’re in for surprise, you’re in for a shock/When you least expect me and you turn your back…I’ll attack”/Any back alley street is where we’ll probably meet”), η ψυχολογική βία που ασκεί πριν τη σωματική (“I smile when I’m sneaking through shadows by the wall/I laugh when I’m creeping but you won’t hear me at all/ You’ll soon shake with fear, never knowing if I’m near”) και η ατμόσφαιρα της βικτωριανής εποχής (“In London town streets when there’s darkness and fog/Underneath a gas lamp where the air’s cold and damp”). Η μουσική είναι γραμμένη λες και ακολουθεί τα βήματά του, μιλάμε για σεμινάριο θεατρικότητας και απλότητας, ειδικά στο ατμοσφαιρικό break μετά το solo, όπου θαρρείς πως θα τον συναντήσεις ακόμη κι εσύ ο ίδιος. Όσο για την τελική τσιρίδα, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τελείωμα. Πρόκειται για τη τελευταία αντίδραση της ανυποψίαστης γυναίκας, όταν το μαχαίρι έχει σηκωθεί και κατεβαίνει με χειρουργική (χμ…) ακρίβεια. Πολλές οι διασκευές που γνώρισε τούτος ο απέθαντος ύμνος, μα μια είναι αυτή που ξεχωρίζει. Ο King Diamond το 1996 «ντύθηκε» Jack (δεν ήταν δύσκολο, αφού οι φανταστικές απεικονίσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής αποτέλεσαν μεγάλη επιρροή για λογοτεχνικούς χαρακτήρες όπως ο Κόμης Δράκουλας και ως εκ τούτου επηρέασαν και τη θεατρικότητα στον σκληρό ήχο) και οι MERCYFUL FATE, στο στοιχείο τους, μεγαλούργησαν θέτοντας τον πήχη όχι απλά ψηλά, μα σε ύψη άφταστα. Οι AGENT STEEL μεταξύ άλλων πήδηξαν ψηλά μα τον τράνταξαν και έπεσε, οι ICED EARTH πάτωσαν. “Except for ‘The Ripper’, or if you like… ‘Jack The Knife’”.
- “Dreamer Deceiver/Deceiver” (Halford, Downing, Tipton)
Εδώ θα μπορούσαμε να έχουμε το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, αν ο έτερος ανταγωνιστής δεν ήταν πια ΤΟΣΟ uber classic. Μια κα-τα-πλη-κτι-κή ενότητα, που χωρίζεται σε δύο εντελώς διαφορετικά μέρη, όπου το ένα συμπληρώνει το άλλο. Το πρώτο υπογράφει τον ορισμό της μπαλάντας. Αργό, ατμοσφαιρικό, με έντονο ψυχεδελικό και λυρικό χαρακτήρα και μια ρομαντική, γλυκόπικρη γεύση, διανθισμένο με θεϊκό bluesy solo από τον Glenn Tipton – προπομπό της τελειότητας του “Beyond the realms of Death”, τον Ian Hill να δείχνει μέρος του πραγματικού του ταλέντου και μια από τις καλύτερες «παραστάσεις» του Rob Halford. Οι στίχοι του είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ποιητικού ταλέντου του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, προτού η μπάντα αλλάξει προσανατολισμό και αρχίσει να τραγουδά για 15χρονους «οργισμένους» metalheads (λυπάμαι, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα). Και εδώ το νόημά τους απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «ξεκάθαρο», αλλά ας κάνουμε μια προσπάθεια.
Ι. “Standing by my window, breathing summer breeze/Saw a figure floating, ‘neath the willow trees”… Η (κλαίουσα) ιτιά είναι ένα δέντρο που συναντάμε πολύ στη μουσική, στη ποίηση και στη πεζογραφία και από μόνη της σε βάζει σε σκέψεις και σε ωθεί να αναλύσεις περισσότερο τους στίχους. Ποια είναι η φιγούρα από κάτω της; “Asked us if we were happy, we said we didn’t know/Took us by the hands and up we go/We followed the dreamer through the purple hazy clouds/He could control our sense of time/We thought we were lost but no matter how we tried/Everyone was in peace of mind”. Ο όρος “purple haze” παραπέμπει σε παραισθησιογόνες ουσίες, όπως μας είπε και ο Jimi Hendrix. Μήπως λοιπόν η μορφή αυτή είναι κάποιο «βαποράκι» που προμηθεύει τη παρέα με το ναρκωτικό που δημιουργεί όλες αυτές τις ψεύτικες εικόνες; “He said in the cosmos is a single sonic sound that is vibrating constantly/If we could grip and hold on to the note, we would see our minds were free/Oh they’re free! We are lost above, floating way up high”. Τελικά, η δοκιμή έγινε και στην αρχή όλα είναι τέλεια. Η αίσθηση που νιώθεις δεν περιγράφεται, μοιάζεις να πετάς ψηλά… θα παραμείνει όμως τέτοια για πάντα;
ΙΙ. Στο γρήγορο και «αιχμηρό» δεύτερο μέρος, δίνεται η απάντηση: “Solar winds are blowing, neutron star controlling/All is lost, doomed and tossed, at what cost, forever”. Ο Dreamer Deceiver έχει πια αποκαλυφθεί. Είναι μόνον ένας Deceiver και τίποτα παραπάνω. Δεν υπάρχει κανένας επί Γης παράδεισος, δεν υπάρχει κανένα ταξίδι που να σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος και κάθε «όμορφη» αίσθηση έχει πλέον μετουσιωθεί σε βασανιστήριο. Ωστόσο εσύ “If you think you can find a way, you can surely try”… Μια δεύτερη εξήγηση που έχει δοθεί για τους στίχους του κομματιού, είναι πως καυτηριάζεται γενικότερα η όλη «sex, drugs, rock ‘n’ roll και επί Γης ειρήνη» κοσμοθεωρία των hippies οι οποίοι μέσα από το “flower power” κίνημα περπατούσαν στα σύννεφα μακριά από τη πραγματικότητα, πιστεύοντας σε ουτοπίες και μία τρίτη πως περιγράφεται μια σκηνή αυτοκτονίας και η «φιγούρα» παρουσιάζει έναν άγγελο που παίρνει μαζί του τη ταλαιπωρημένη ψυχή του αυτόχειρα. Ίσως πάλι, να μην ισχύει τίποτα από αυτά και ο Halford να έγραψε μια «απλή» μεταφυσική/φιλοσοφική ιστορία με επιρροές μέχρι και από το αρχαίο Κυμβάλειο (google is your friend). Όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει κανένα σοβαρό ζήτημα, ο ακροατής μεταφράζει τα «λόγια» όπως αυτός θέλει. Το μόνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης είναι η τεράστια λυρική αξία των 70s JUDAS PRIEST. To ακουστικό outro αναπαράγει σε παραλλαγή την εισαγωγή και θα μπορούσε να είναι το outro του δίσκου, δικαιολογώντας την αρχική (και σωστότερη) ιδέα της Gull Records περί αντίστροφου setlist. Ο κόσμος είχε ακούσει το “Dreamer Deceiver/Deceiver” πριν τη κυκλοφορία του δίσκου, μέσω της εκπομπής “The old grey whistle test”, όταν και παίχτηκε ζωντανά από τη μπάντα μαζί με το “Rocka Rolla”. Όσο για διασκευές; Κόσμος πολύς προσπάθησε, αλλά δύο πέτυχαν το καλύτερο score: οι STEEL PROPHET και (κυρίως) οι SKYCLAD, οι οποίοι και το μετέτρεψαν σε ένα folk αριστούργημα στο ύφος του δικού τους έπους “Moongleam and meadowsweet”.
- “Victim of changes” (Al Atkins, Glenn Tipton, Rob Halford, K. K. Downing)
Το τραγούδι που άλλαξε την ιστορία του heavy metal; Μπορεί. Το καλύτερο τραγούδι των JUDAS PRIEST; Για κάποιους, ναι. Μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Halford; Σίγουρα. Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια, μεταξύ άλλων, του αείμνηστου Eddie Van Halen, που το έπαιζε με τη μπάντα του τον πρώτο καιρό. Το “Red light lady” του τελευταίου, κατόπιν πρότασης-υπόδειξης του Tipton, ενώθηκε με το “Whiskey woman” του 1972 (στα πολύ «πρώτα» τους οι Priest το έπαιζαν αυτούσιο), σύνθεση του πρώτου τραγουδιστή της μπάντας, Alan Atkins, δημιουργώντας ένα αιώνιο αριστούργημα. Η αρμονική εισαγωγή, το θεσπέσιο riff, η σεμιναριακή ανάπτυξη, η ατμόσφαιρά του, το solo, το αισθαντικό break, η ερμηνεία του Halford (ο Rob άλλαξε σχετικά τις φωνητικές γραμμές και δεν αναφέρομαι μόνο στις τσιρίδες, μη λησμονούμε πως εδώ ακούγεται και η πρώτη growling φωνή στο metal), όλα φωνάζουν τον όρο “classic”. Μια γυναίκα, εξαρτημένη από το αλκοόλ, αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάσει όχι μόνο την ομορφιά της, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι, το θύμα των αλλαγών, δεν είναι μόνον αυτή (“Once she was wonderful, οnce she was fine/Once she was beautiful, οnce she was mine”) αλλά και ο άνδρας της, που ακόμη είναι ερωτευμένος μαζί της (“Now change has come over her body, she doesn’t see me anymore/Now change has come over her body, she doesn’t see me anymore”). Η εκτέλεση του “Unleashed in the East” θεωρείται από πολύ κόσμο ως το απόλυτο metal highlight σε επίπεδο «ζωντανής ηχογράφησης». Πολύ καλοί οι GAMMA RAY στο πρώτο “Legends of metal”, με τον Kai Hansen να βγάζει στην επιφάνεια την απεριόριστη και ασίγαστη αγάπη του για τους Priest Επίσης τσέκαρε τους προσωπικούς δίσκους του Al Atkins, ο οποίος το τραγουδά με το αρχικό, δικό του στυλ. Εκεί θα βρεις και άλλα «διαμάντια» από την πρώιμη ιστορία του group.
Για την ιστορία…
“Mother Sun” (Halford, Tipton, Downing)
Δεν γινόταν να μη γραφτούν λίγες έστω γραμμές για αυτό το «χαμένο» αριστούργημα. Το “Mother Sun” είναι μια πρωτόλεια σύνθεση του group, η οποία «γεννήθηκε» κατά πάσα πιθανότητα κάπου μεταξύ “Rocka Rolla” και “Sad wings of destiny” αλλά τελικά έμεινε εκτός του δευτέρου. Αποδόθηκε ζωντανά σε κάποιες εμφανίσεις του group αλλά δυστυχώς δεν το θαυμάσαμε σε μια κανονική, studio εκτέλεση και δυστυχώς ούτε πρόκειται, καθώς ανήκει στο υλικό που «έχασαν» οι Βρετανοί όταν έφυγαν από την Gull Records. Μαζί με αυτούς, χάσαμε και όλοι εμείς ένα αριστούργημα της πρώιμης JUDAS PRIEST περιόδου. Μια εντελώς progressive rock ωδή στον Ήλιο, με πολλές επιρροές από QUEEN, θα μπορούσε πολύ άνετα όχι απλά να αποτελέσει μέρος του “Sad wings of destiny”, αλλά και να πρωταγωνιστεί στον δίσκο. Αν θες να το αποκτήσεις, υπάρχει σε κάποια (ημι) επίσημα live bootlegs. Εμείς το ακούμε σε δύο εκδοχές. Η πρώτη από την εμφάνιση των Priest στο Reading, στις 22 Αυγούστου του 1975…
… και η δεύτερη, για να πάρουμε ένα placebo του πως θα ήταν άραγε κανονικά, από την εξαιρετική διασκευή των Σουηδών PORTRAIT. Μια από τις καλύτερες που έγιναν ποτέ σε τραγούδι των Βρετανών. Τη συναντάς στο single “We Were Not Alone” ή στην ιαπωνική έκδοση του “Crossroads”. Άκουσέ τη και φέρε στη θέση τους, στο studio, τους Halford, Tipton, Downing, Hill και Moore. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω, δεν βαστάω… ΡΙΓΟΣ.
Δημήτρης Τσέλλος