JUDAS PRIEST – “Screaming for vengeance” – Worst to best

0
1867












“From an unknown land and through distant skies came a winged warrior. Nothing remain sacred, no one was safe from the Hellion as it uttered its battle cry… Screaming for vengeance!”

Μόλις πέρυσι, τέτοια μέρα, γιορτάσαμε τα 40α γενέθλια του τιτάνιου “Screaming for vengeance”, με ένα επετειακό/τιμητικό άρθρο, το οποίο και υπέγραψε ο ίδιος άνθρωπος που υπογράφει και τούτο δω το “worst to best”. Φέτος, θα το κάνουμε «πενηνταράκια», παίρνοντας τα τραγούδια του, βάζοντάς τα σε αξιολογική σειρά και παραθέτοντας κάποιες πληροφορίες – ιστορίες σχετικά με αυτά, όπως μας αρέσει άλλωστε. Οπότε, ας σηκώσουμε τα μάτια στον ουρανό, ας δούμε τον Hellion να απλώνει τα φτερά του και να «κραυγάζει για εκδίκηση» και ας ακούσουμε ξανά μια χούφτα απέθαντους ύμνους, που απαρτίζουν ένα από τα καλύτερα και πιο επιδραστικά albums στην ιστορία του heavy metal.

The SCREAMING FOR VENGEANCE countdown

  1. “Pain and pleasure” (04:17)
    “You give me pain, but you bring me pleasure, get out of my life!”

Όπως έχουμε ξαναπεί, κανένας δίσκος σε ολόκληρη τη δισκογραφία των JUDAS PRIEST δεν είναι αποκομμένος από τον προηγούμενό του, με συνέπεια να μην υπάρχουν σε αυτή κενά ή παράλογα «άλματα». Έτσι και με το “Screaming…”, υπάρχουν τραγούδια – «γέφυρες» μεταξύ αυτού και του “Point of entry”. Το ένα από αυτά, γράφτηκε με τη μπάντα να βρίσκεται σε κατάσταση μέθης και όχι, δεν είναι λάθος. Πρόκειται για το “Pain and pleasure”, με τη bluesy κιθάρα του και τους αισθησιακούς στίχους του Halford, που παραπέμπουν και σε S&M καταστάσεις. Ζωντανά δεν έχει παιχτεί ποτέ, αλλά με τους JUDAS PRIEST, όλα να τα περιμένει κανείς!

  1. “(Take these) Chains” (03:07)
    “Take these chains off! Take ’em off of my heart!”

Σύνθεση του Bob Halligan, Jr., ενός τραγουδοποιού που δεν είχε σχέση με το hard rock και το heavy metal, αλλά έδωσε μπόλικους ύμνους στους JUDAS PRIEST, ICON, KISS, HALFORD, KIX, BLUE OYSTER CULT, HELIX και BONFIRE. Φαντάσου να είχε, δηλαδή… Με τους «Ιερείς» τον ακούμε εκτός από δω, στο “Some heads are gonna roll” από το “Defenders of the faith”. Πανέξυπνοι οι Priest, ήταν οι πρώτοι από τον «σκληρό ήχο» που του εμπιστεύτηκαν «πένα» και τον άφησαν να μπει «σφήνα» στο συνθετικό trio Tipton/Halford/Downing. Βέβαια, στο τέλος, το trio έβαλε και τη δική του «σφραγίδα», δε θα γινόταν διαφορετικά, αλλά το κομμάτι είναι Halligan, τέλος. Αποστολή του “(Take these) Chains”, να υποστηρίξει την προσπάθεια του group να «αλώσει» τα ερτζιανά των Η.Π.Α, τα πήγε περίφημα, μα παίχτηκε «ζωντανά» για πρώτη φορά το… 2019.

  1. “Fever” (05:21)
    “Down on the streets below/Bright city lights would glow…”

Ένα ακόμη τραγούδι – σύνδεσμος με το “Point of entry”, ακόμη πιο κοντά στο album εκείνο από το “Pain and pleasure” και το “(Take these) Chains”. Αν είχε ηχογραφηθεί το 1981, θα μιλούσαμε για μια από τις καλύτερές του στιγμές, τώρα είναι ένα υπέροχο κομμάτι, που δεν μπορεί όμως να πάει και πολύ ψηλά στον ανταγωνισμό. Οι πολυφωνικές γραμμές και ο «αιθέριος» τόνος του, το καθιστούν από τα αγαπημένα του Halford, ενώ θα πρέπει να διασκέδασαν ιδιαίτερα και οι Tipton/Downing όταν το ηχογραφούσαν, δοκιμάζοντας τα καινούργια τους πετάλια, ό,τι πιο σύγχρονο είχε τότε να επιδείξει η μουσική τεχνολογία. Στιχουργικά, σύμφωνα με τον Rob, είναι ένα τραγούδι περισυλλογής, για το πώς μπορείς να διορθώσεις πράγματα στις σχέσεις σου. Δύο φορές έχει αποδοθεί επί σκηνής, στις 26 και 28 Αυγούστου 1982 και άλλες τρείς έχει παιχτεί ως προηχογραφημένο outro.

  1. “Devil’s child” (04:48)
    “Oh no you’re so damn wicked, you got me by the throat!”

Καμία σχέση με «παιδιά του Διαβόλου» και άλλα σατανικά-μοχθηρά θέματα, εδώ έχουμε ένα καψουροτράγουδο που μιλάει για μια τοξική σχέση, από την πλευρά αυτού που υπέφερε τα πάνδεινα, βεβαίως. Μουσικά, έχουμε μάλλον το πιο «ξεκάρφωτο» τραγούδι του δίσκου, γιατί στο “Devil’s child”… AC/DC goes metal! Ναι, ναι, σοβαρολογώ, μη γελάς. Πάρε το κομμάτι όπως είναι, βγάλε το μεταλλικό περίβλημα, βάλε ένα boogie rock σαν αυτό του “Back in black” ξέρω γω, βάλε και στη θέση του Halford τον Johnson με τις ίδιες φωνητικές γραμμές και έτοιμος ο ύμνος, η γκρούβα του οποίου ανασταίνει και πεθαμένους.

  1. “Bloodstone” (03:53)
    “In the night time, wake in fright…”

Το αδερφάκι του “Desert plains”. Δεν έχει τον λυρισμό του, αλλά μουσικά είναι πολύ κοντά, με τον Dave Holland και τον Ian Hill να «σέρνουν τον χορό» και να παίρνουν στις πλάτες τους ολόκληρο το κομμάτι. Οι στίχοι κάπως αόριστοι… Ξυπνάς λέει τη νύχτα και φοβάσαι το «παιχνίδι» που συμβαίνει γύρω σου. Ποιο παιχνίδι; Και ποιος ξυπνάει; Εσύ ή μήπως κάτι άλλο (insert πονηρό χαμόγελο); Ο ίδιος ο Halford λέει πως δε θυμάται ποια ήταν η αιτία για να γράψει τους στίχους, όμως φαίνεται πως αναφέρεται σε συναισθηματικές, ερωτικές καταστάσεις. Ωραίοι οι STRATOVARIUS στο “A Tribute to Judas Priest – Legends of Metal Vol. 2”, καλά τα πήγαν, στο πιο… χαρωπό. Εντάξει, λογικό.

  1. “Screaming for vengeance” (04:43)
    “The world is a manacled place…send them screaming back through their hell’s own gate!”

Από τα αγαπημένα τραγούδια του Rob, λόγω του διαφορετικού του χαρακτήρα, που του ανοίγει δρόμο για μια εξίσου διαφορετική, ακραία ερμηνεία. Μαζί με το “Riding on the wind”, είναι οι δυο συνθέσεις που σε προετοιμάζουν περισσότερο για το «δεν μπορώ να το περιγράψω» “Defenders of the faith” που θα ακολουθούσε δύο χρόνια μετά. Μπορείς να το πάρεις σαν ένα τραγούδι «εκδίκησης», απέναντι σε κάθε μορφή κοινωνικής καταπίεσης σε έναν σκληρό κόσμο, αλλά και σαν ένα ακόμη μήνυμα του Rob, σχετικά με την ομοφυλοφιλία του. Και τα δυο «κολλάνε». Από διασκευές, ως Κογκρέσο/Ανώτατο Συμβούλιο της Μεγάλης Στοάς, προτείνουμε αυτή των VIRGIN STEELE και προτιμούμε ως συνοδευτικό βίντεο αυτό από την εμφάνιση της μπάντας στο US Metal Fest του 1983 μόνο και μόνο για τις απίστευτες εκφράσεις-γκριμάτσες-κινήσεις του Halford, την ώρα που ερμηνεύει.

  1. “You’ve got another thing comin’” (05:10)
    “Hey I’m a big smash, I’m goin’ for infinity!”

Το πιο επιτυχημένο εμπορικά κομμάτι του άλμπουμ και να φανταστείς πως αρχικά, δεν προοριζόταν για το τελικό tracklisting. Για τον λόγον αυτόν, δεν μπήκε καν στην πρώτη πλευρά του βινυλίου. Χαλαρό και εύκολο No. 66 στο UK Singles Chart, πανεύκολο No. 4 στο Billboard Rock Chart και No. 67 στο Billboard Hot 100, «ξανάνιωσε» και έγινε αγαπημένο και των νεότερων γενιών, όταν συμπεριλήφθηκε στο video game “Guitar God”. Ραδιοφωνικό τραγούδι, απόλυτα συναυλιακό, απόλυτα 80s, είχε ένα χαρούμενο, ανέμελο συναίσθημα που ταίριαζε απόλυτα με την τότε νοοτροπία της κοινωνίας των Η.Π.Α. Ήταν το ιδανικό τραγούδι για την εποχή του. Αλλά ακόμη και σήμερα, αν γυρίσεις σε έναν Αμερικανό metalhead και του πεις “JUDAS PRIEST”, αυτός θα σου πει “You’ve got another thing comin’”. Το video clip γυρίστηκε στο Kempton Park Waterworks, σε σκηνοθεσία Julien Temple. Όπως γινόταν κατά κύριο λόγο τότε, σε αυτό ακούμε τη μικρή, radio εκδοχή του τραγουδιού (ένα λεπτό λιγότερο), γιατί πεντάλεπτα κομμάτια στο ραδιόφωνο ισοδυναμούσαν με χαρακίρι. Εμείς όμως εδώ, θα βάλουμε το «σωστό».

  1. “The Hellion/Electric eye” (04:22)
    “Up here in space, I’m looking down on you/My lasers trace everything you do”

Ξεκινάμε από τα βασικά: Ιδού η καλύτερη εισαγωγή στην ιστορία του heavy metal. Πως προέκυψε; Τυχαία. Ήταν ένας ακόμη πειραματισμός των Tipton/Downing, εμπνευσμένος από τον Brian May και τους QUEEN, μεγάλοι οπαδοί των οποίων ήταν όλοι στο group. Γράφτηκε για να χρησιμοποιηθεί περισσότερο ως εισαγωγή των εμφανίσεων της μπάντας στην επερχόμενη περιοδεία, αλλά καθιερώθηκε ως το σπουδαιότερο σήμα κατατεθέν της, είτε άνοιγε κάποιο live, είτε το πρώτο encore, πάντα αντάμα με το κλασσικότερο των κλασσικών “Electric eye”.

Το «1984» του Orwell, δορυφόροι, “Big Brother”, αλλά και με λίγη φαντασία, το άγρυπνο μάτι του ιδίου του Hellion, όλα εμπλέκονται τέλεια ως νοήματα στους στίχους του, με τον Halford σε μια ονειρική, «διττή» ερμηνεία. Απλά, άκου πως αλλάζει ηχόχρωμα! Δεν έχει νόημα να αναφέρουμε πόσες φορές έχει παιχτεί επί σκηνής, ούτε που αλλού το συναντάμε, από εκπομπές και ταινίες μέχρι video games, θα μετράμε μέχρι του χρόνου. Έχει νόημα όμως να αναφέρουμε την, ανάμεσα σε τόσες, εξαιρετική διασκευή των HELLOWEEN, με τον τεράστιο Andi Deris, να κλέβει την παράσταση. Συνοδευτικό video; “Fuel for Life” Tour ή αλλιώς, η μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, σε όλο της το μεγαλείο!

  1. “Riding on the wind” (03:10)
    “Thunderbolt from hell, shattering aloud/screamin’ demons yell, bursting through the clouds!”

ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ Νο1. Άλλη μια από τις αρκετές συνθέσεις της μπάντας που μιλούν για την έξαψη της ταχύτητας επάνω σε δύο ή και τέσσερεις τροχούς, αντίστοιχη, κατά τον Halford, με το να ιππεύεις έναν τυφώνα, μια καταιγίδα. Ένας πραγματικός «κεραυνός» όπου το παίξιμο και απόδοση έρχονται από κάποιον άλλον, άγνωστο πλανήτη. Για την ερμηνεία του «σεληνιασμένου» Rob, καθώς προσπαθεί να αποδώσει το συναίσθημα του αναβάτη και για τις κιθάρες δεν χρειάζονται παραπάνω λόγια, πρόκειται έτσι κι αλλιώς για τα στοιχεία στη μουσική των Ιερέων που πρώτα και κύρια αποθεώνονται σε κάθε κείμενο, κάθε παρουσίασης, κάθε κριτικής. Οπότε ας σταθούμε λίγο στο rhythm section του group, το οποίο είναι για τον γράφοντα, ένα από τα πλέον υποτιμημένα, όταν μιλάμε για τεράστιες σε αξία και ιστορία μπάντες.

Ο Ian Hill θα πρέπει να λάβει στο τέλος της καριέρας του, ένα extra παράσημο: Αυτό του μεγαλύτερου αλτρουιστή και συνάμα, του μουσικού με το μικρότερο «εγώ». Ενώ ξεκίνησε στα 70s ως ένας βιρτουόζος μπασίστας, φανερά επηρεασμένος από το όλο prog rock κίνημα, στα 80s άλλαξε εντελώς στυλ, προς χάρη της νέας μουσικής «ταυτότητας» της μπάντας που ο ίδιος ίδρυσε και που συνεχίζει να υπηρετεί, σταθερά και αδιάκοπα, από το 1969. Υιοθέτησε έναν εντελώς AC/DC τρόπο παιξίματος και σε τούτο το κομμάτι, παραδίδει μια ακόμη διατριβή αψεγάδιαστου, στιβαρού παιξίματος. Όσο για τον δεύτερο πόλο, τον Dave Holland;

Μπορεί ο Les Binks και ο Simon Philips να ήταν απίστευτα τεχνικοί και ευφάνταστοι, μπορεί ο Travis να ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, ώστε να οδηγήσει το group στη νέα εποχή με το “Painkiller”, αλλά ο υποτιμημένος Holland, με το αστείο μουστάκι και τον ακόμη πιο αστείο τρόπο παιξίματος (δεν έχω δει πιο μονοκόμματο drummer) δεν ήταν καθόλου μικρό μέγεθος. Χαρακτηριστικό δείγμα λιτού, «δωρικού» drummer, από αυτούς που κάθε χτύπημά τους είναι στο κέντρο, από κείνους που δεν μπαλανσάρουν, δεν κουνιούνται, δεν χάνουν πόντο… Φήμες λένε πως μπορούσε να μη χάνει σε σταθερότητα, ακόμη κι αν έπαιζε τύμπανα στο κατάστρωμα πλοίου, εν τω μέσω θαλασσοταραχής, με ανέμους εντάσεως δέκα μποφόρ.

Το “Riding…” είναι από τα λιγότερο διασκευασμένα κομμάτια της μπάντας (γιατί άραγε;), αλλά πολύ επιδραστικό ως δομή και στυλ (με πιο πρόσφατο δείγμα το “Mass pollution” των HELLOWEEN), το δοκίμασε κι ο γλυκούλης Abbath και του βγήκε εντελώς MOTORHEAD. Η ζωντανή εκτέλεση από το “Live vengeance ‘82” είναι ίσως αυτή που έχω δει περισσότερες φορές, όσον αφορά live videos του group. Σαν ακούω το τελευταίο Riding on the wiiind του Halford, μετά τα διαδοχικά leads ως και το τέλος του κομματιού, μπορώ να δαγκώσω μπετόβεργα από την πώρωση. Ασύλληπτη και η εκτέλεση από τους HALFORD στο “Live insurrection”.Όποτε την ακούω, με «φέρνω» πίσω στο 2000, στο πάλαι ποτέ ΡΟΔΟΝ και με «βλέπω» να με κρατά ένας άγνωστος δίπλα μου, από τη ζώνη του τζιν, γιατί ο μισός είχα κρεμαστεί έξω από το κάγκελο του εξώστη. Ωραίες εποχές, ωραία (;) μυαλά…

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here