JUDAS PRIEST – “Stained class” – Worst to best

0
873












Judas Priest

Stained Class”, ο δίσκος που επαναπροσδιόρισε το heavy metal

…είπε κάποτε ο Thomas Gabriel Fischer των CELTIC FROST και ποιος είμαι εγώ που και να διαφωνούσα, θα μπορούσα να τον αμφισβητήσω; Μιλάμε για μια δουλειά μπροστά από την εποχή της. Το speed metal και το thrash λαμβάνουν το «χρίσμα» πρώτιστα από εδώ. Η πηγή έμπνευσης του “Breaker” και του “Restless and wild”, o «δείκτης» για όλους τους AGENT STEEL, EXCITER, RAZOR αυτού του κόσμου. Ο αγαπημένος δίσκος του Kerry King των SLAYER και ο βασικός «ζωοδότης» του “Show no mercy”. Το album εκείνο που έκανε «εικόνισμα» η τριάδα Shermann/Denner/Diamond, ώστε να δημιουργήσει τους MERCYFUL FATE. Ένας θεμέλιος λίθος για το NWOBHM αλλά και το πρώιμο αμερικάνικο metal (άκου για παράδειγμα το “Fire down under” των RIOT και κράτα σημειώσεις), ό,τι πιο σκοτεινό και ταυτόχρονα μοντέρνο κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή. Η απάντηση των JUDAS PRIEST στο punk κίνημα που «φούντωνε» στη Μεγάλη Βρετανία. «Ξεχάστε το heavy metal, ξεχάστε το progressive rock», φώναζαν οι μουσικές φυλλάδες. «Η μουσική του παρόντος και του μέλλοντος είναι το punk!». Οι PRIEST όμως πάντα αφουγκράζονταν τι γινόταν γύρω τους, και έκαναν τα όπλα του …εχθρού, δικά τους. Όπως έγινε με το “Painkiller” και το thrash, όπως έγινε με το “Jugulator” και το metal της σχολής των PANTERA, έστω κι αν εκεί μιλάμε για κανονικό αντιδάνειο, αφού στην ουσία τη δική τους μουσική πήραν πίσω. Τα λόγια του Glenn Tipton, αφοπλιστικά: «Πάντα θέλαμε να γνωρίζουμε τι θέλουν να ακούσουν τα παιδιά. Είναι λογικό να καταφέρεσαι εναντίον του «καινούργιου», επειδή η μόδα το υπηρετεί; Όχι. Εμείς λοιπόν είχαμε πάντα το νου μας στις γύρω εξελίξεις και τις προσαρμόζαμε στη μουσική μας. Τραγούδια όπως το “Exciter” ήταν η απάντησή μας στα τότε τεκταινόμενα».

Ηχογραφημένο σε τέσσερα διαφορετικά studios του Λονδίνου, τα Chipping Norton, Advision, Trident και Utopia, το “Stained Class” είναι μια κατηγορία μόνο του. Παρουσιάζει ένα νέο πρόσωπο των PRIEST, ρηξικέλευθο, καινοτόμο, που δεν είχε, αλλά και δεν θα ακουγόταν ποτέ ξανά στο μέλλον. Σαν μια “one off” διακήρυξη ιδεών. Ο Dennis MacKay, υπεύθυνος για τα κουμπιά της κονσόλας στη θέση του Roger Glover, ήταν μια επιλογή της CBS που δημιούργησε, αρχικά, σκεπτικισμό. Πως θα μπορούσε ένας παραγωγός ο οποίος ασχολείτο με την jazz/fusion και που είχε ως τότε να επιδείξει συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως Billy Cobham, Jeff Beck, Tommy Bolin, MAHAVISHNU ORCHESTRA, BRAND X και RETURN TO FOREVER να «βγάλει» έναν heavy metal ήχο; Βλέπεις, υπήρχε και το προηγούμενο του Glover ο οποίος, καίτοι αποθέωσε τον ήχο του group από πλευράς λεπτομέρειας, δεν κατόρθωσε να τον «επιμεταλλώσει» ως έπρεπε… Η απάντηση δόθηκε και ήταν αποστομωτική. Ο MacKay δημιούργησε μια εξαιρετική παραγωγή, ιδανική να υποστηρίξει το “live” παίξιμο της μπάντας, να αναδείξει τον ρόλο κάθε μέλους ξεχωριστά και να τη καταστήσει «αειθαλή». Ειδικότερα ο Les Binks, ένας drummer που προερχόταν από τα ίδια «χωράφια» με τον MacKay και θα είχε πια θέση μόνιμου μέλους, έχοντας περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις της “Sin after Sin Tour” και έχοντας «γεμίσει» με ευκολία τα «παπούτσια» του τεράστιου Simon Phillips, θα πρέπει να ζούσε στον δικό του «παράδεισο». Κάθε χτύπημα, κάθε ρολάρισμα, κάθε πτυχή του απίστευτου ταλέντου του βγήκε στο φως μέσω του MacKay.

Το “Stained Class” είναι επίσης χαρακτηριστικό και για άλλους λόγους, «εξωγηπεδικούς», να τους πούμε έτσι. Είναι το πρώτο album όπου εμφανίζεται το κλασσικό λογότυπο του group. O Roslaw Szaybo, υπεύθυνος εικαστικού της CBS από το 1972 ως το 1988, είχε ήδη αναλάβει τα ηνία των «εικόνων» από το “Sin after Sin”. Αφού λοιπόν η μουσική άλλαξε σε τέτοιον βαθμό, θα έπρεπε να αλλάξει και το εικαστικό κομμάτι. Το νέο, ακραιφνώς μεταλλικό λογότυπο, εν ενεργεία μέχρι το 1993 και σχεδόν πάντα στο άνω δεξιό άκρο τοποθετημένο, εξυπηρετεί απόλυτα το, από δω και στο εξής, όραμα του group. Ομοίως πράττει και το θεϊκό εξώφυλλο. Ένα ανδροειδές τύπου Τ-1000 δέχεται πλήγμα στο κεφάλι από μια ατσάλινη δέσμη και φαιά ουσία χύνεται από τα μάτια του, σε κόκκινο-μαύρο φόντο. Τί πιο METAL να σκεφτεί κανείς από αυτό, εν έτει 1978;

Και φυσικά, μην ξεχνάμε τη περιβόητη δίκη του 1990. Δύο νέοι, ο 18χρονος Raymond Belknap και o 20χρονος James Vance, ακούγοντας το “Beyond the realms of death” στάθηκαν στον στίχο “Keep the world with all its sin / It’s not fit for living in” και έδωσαν όρκους αυτοκτονίας. Έχοντας ακούσει τη διασκευή της μπάντας πάνω στο κομμάτι “Better by you, better than me” των progressive rockers SPOOKY TOOTH, υποτίθεται πως εντόπισαν ένα κρυφό μήνυμα που πρόσταζε “do it” και έδινε το έναυσμα να αυτοκτονήσουν. Κυνηγετική καραμπίνα θα έδινε το τέλος. Ο ένας σκοτώθηκε επιτόπου, ο άλλος απέτυχε τραυματιζόμενος φριχτά στο πρόσωπο και πέθανε αργότερα από χρήση ναρκωτικών. Οι γονείς του Vance κίνησαν τις δικαστικές διαδικασίες υποστηρίζοντας πως οι PRIEST ευθύνονται για την απόπειρα αυτοκτονίας των παιδιών τους και η δίκη, που τράβηξε πάνω της όλα τα φώτα της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας, κράτησε τρεις εβδομάδες. Όντως, υπήρχαν κρυφά μηνύματα, ένα εξ αυτών μάλιστα υπήρχε στο τραγούδι “Exciter” και θα το διαβάσεις παρακάτω. Η τελική απόφαση των δικαστών ήταν πάντως αθωωτική, με την CBS να πληρώνει ένα συγκεκριμένο ποσό και τίποτα περισσότερο. Στο κάτω-κάτω, αν ήθελαν να βάλουν κρυφά μηνύματα, πιο λογικό θα ήταν να ενσωματώσουν ένα μήνυμα του στυλ «αγοράστε τους δίσκους μας επτά-επτά», παρά να οδηγήσουν στην αυτοκτονία δύο παιδιά που είχαν ήδη, να σημειωθεί αυτό, κατεστραμμένες ζωές. Καλά τα είπε ο manager Bill Curbishley…

Επιστροφή στις νότες. Ήξερες εσύ πως το “Stained Class” παραλίγο να είχε όχι εννιά, αλλά δέκα τραγούδια; Μαζί με τη προαναφερθείσα διασκευή στο “Better…”, η μπάντα είχε ετοιμάσει και μιαν ακόμη, στο hit των Βρετανών GUN, “Race with the Devil”. Ηχογραφημένο στα πρώτα sessions του album, στα Chipping Norton Studios, το “Race With the Devil” έρχεται να προστεθεί στις ήδη κλασσικές διασκευές του group σε μη metal καλλιτέχνες. «Κρυμμένο» για 23 χρόνια, τελικά το ακούμε ως bonus track στην επανέκδοση του “Sin after Sin”, το 2001. Μόνο και μόνο για το γεγονός πως δεν μπήκε στο τελικό track listing, δεν το συμπεριλαμβάνουμε και αυτό στην «εκτός συναγωνισμού» ενότητα. Ωστόσο, είναι τόσο καλό, που δεν γίνεται να μην το ακούσουμε στην εισαγωγή του άρθρου. Έστω για το φωνητικό του intro!

 

Βέβαια, κάπου εδώ καλό είναι να σταματήσουμε τις εισαγωγικές πληροφορίες και να επικεντρωθούμε στην γνωστή μας πια αντίστροφη μέτρηση. Άλλωστε, για έναν δίσκο σαν το “Stained Class” θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες επί ωρών και να γράψουμε χιλιάδες επί χιλιάδων λέξεις. Πατάμε λοιπόν το κουμπί και 3…2…1…

THE STAINED CLASS COUNTDOWN

  1. “Heroes end” (Tipton)

Τούτο δω είναι το μόνο κομμάτι που δεν έχει την ατμόσφαιρα των υπολοίπων και δεν συμμετέχει τόσο έντονα στο proto-speed metal «όργιο» του άλμπουμ. Πάντα μου δημιουργούσε και εξακολουθεί να μου δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως να ήταν παλαιότερη σύνθεση, εκτός αν επίτηδες η μπάντα συνέθεσε ένα τραγούδι εκτός «κλίματος» δίσκου, που να θυμίζει το υλικό του “Sad wings of destiny” (συγκεκριμένα κυρίως το “Island of domination”) ή του “Sin after Sin”. Χαρακτηριστικό δείγμα 70s heavy metal, με στίχους περιγραφικούς που καταπιάνονται με το αιώνιο, όπως αποδεικνύεται περίτρανα με τα χρόνια, θέμα της δόξας και της αναγνώρισης. Καλλιτέχνες (και κατ’ επέκταση άνθρωποι) μεγάλων δυνατοτήτων, πρέπει να αποδημήσουν εις Κύριον για να αναγνωριστεί η αξία τους και εν προκειμένω να γραφτούν ύμνοι για το ταλέντο τους και τη συνεισφορά τους στις Τέχνες. Άδικο δεν είναι; Είναι. Ποιες προσωπικότητες όμως «φωτογραφίζει» εδώ ο Glenn, κατέχεις; Θα σου πω εγώ. Την Janis Joplin (“I heard a human voice who sang like no one else, I heard a proud lady singing loud / Lived her life as she liked, didn’t give a damn, but soon she found she was underground and wasted”), τον Jimi Hendrix (“I heard a man’s guitar electrify a crowd, I felt the sound shower ’round”) και τον James Dean (“I saw on silver screen an actor’s rise to fame, but fast car user lose”). Δυνατότερο σημείο του “Heroes end” είναι αναμφίβολα το «κόψιμο» εκεί στο δεύτερο λεπτό, ένας μύθος από μόνο του.

 

  1. Invader” (Tipton, Halford, Hill)

Ένα από τα δημοφιλή θέματα προς συγγραφή στίχων, ήταν, είναι και θα είναι η εξωγήινη ζωή. Ειδικά όταν αυτή αποτελεί απειλή για την Γη και ο ανθρώπινος πολιτισμός πρέπει να αντιτάξει όποια άμυνα μπορεί, δυνατή και αδύνατη. “We warn you now, you things out there, whatever you may send, we won’t give in without a fight, a fight until the end / With vigilance by day and night our scanners trace the sky, a shield is sealed upon this earth, a shield you won’t get by”. Το εισαγωγικό effect αυτό ακριβώς δηλώνει, θέλει να αναπαράξει τον ήχο ενός αστροσκάφους ή ενός πυραύλου που απογειώνεται. Εδώ παρατηρείται και κάτι άλλο όμως, που το βλέπουμε για μια και μόνη φορά: το “Stained Class” είναι το μοναδικό PRIEST album όπου συμμετέχουν στη σύνθεση όλα τα μέλη του συγκροτήματος, έστω και από μια φορά και το «βάρος» δεν έχει πέσει στους Halford/Downing/Tipton. Σε κανένα άλλο δεν θα το δεις αυτό. Εν προκειμένω έχουμε τον Ian Hill να συνδράμει τους δύο από τους τρεις, κάτι που μου ακούγεται λογικό, αφού το μπάσο κάνει όλο το «παιχνίδι» όχι μόνο από τα μετόπισθεν, αλλά βγαίνοντας και μπροστά. Τώρα που το ξανακούω, υπάρχει και μια υποβόσκουσα ψυχεδέλεια εδώ, λες και παίζουν metal οι HAWKWIND. Υπέροχο.

 

  1. “Savage” (Downing, Halford)

Επί πολλά χρόνια, επικρατούσε η αντίληψη πως οι «κακοί» Ισπανοί στον Νέο Κόσμο ήταν οι ανελέητοι σφαγείς που εισέβαλλαν για να καταληστέψουν τα πλούτη των «καλών» Αζτέκων, μεταφέροντας επιπροσθέτως ένα σωρό αρρώστιες. Βέβαια, αυτό στις μέρες μας έχει πια καταρριφθεί, αφού είναι γνωστό πως τους αποικιστές Ισπανούς (κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη επεδίωκε τον αποικισμό, για τον 16ο μ.Χ αιώνα μιλάμε) υποδέχτηκαν ως θεούς και ελευθερωτές οι υπόλοιπες ινδιάνικες φυλές. Βλέπεις, ο θεός του ήλιου Huitzilopochtl, η θεά της γονιμότητας Chicomecóatl και το υπόλοιπο πάνθεον των Αζτέκων απαιτούσαν κάθε χρόνο μεγάλο φόρο αίματος, μέσω ενός «τελετουργικού κανιβαλισμού». Αποκεφαλισμοί, ρήξεις στη φωτιά, βγάλσιμο οργάνων, τελετουργικό γδάρσιμο, ανθρωποφαγία ανθρώπων κάθε ηλικίας (από βρέφη μέχρι υπερήλικες), όλα αυτά τα «πολιτιστικά δρώμενα» ήταν καθημερινότητα για τους γείτονες-υποτελείς λαούς των «πολιτισμένων» Αζτέκων, οι οποίοι (λαοί) όταν ο Cortes και οι άνδρες του πάτησαν το πόδι τους στο σημερινό Μεξικό, έτρεξαν να τον συνδράμουν με κάθε μέσο και ήταν αυτοί που προέβησαν σε βαρβαρότητες κατά των πρώην δυναστών τους. Όλα αυτά μάλλον ήταν άγνωστα στους PRIEST, γιατί το κομμάτι αυτό βλέπει τα πράγματα από συγκεκριμένη, αντίθετη «σκοπιά» (“to you it’s a jungle, to me it’s a kingdom, where people are free there to roam”). Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μας απασχολεί, αφού πρώτον η Ιστορία συνήθως αναγιγνώσκεται από τη πλευρά που ο αναγνώστης θέλει (ή γνωρίζει) και δεύτερον, η μουσική δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης ως προς την ποιότητα του κομματιού. 70s heavy metal μαγεία σε mid-tempo πλαίσια, όπου ο Halford παραδίδει μαθήματα προς πάσα κατεύθυνση με διαφόρους τρόπους. Είτε μέσω του τρόπου που τοποθετεί τις λέξεις μία-μία πάνω στη μουσική (σεμινάριο άρθρωσης), είτε με τα «σπασίματα» της φωνής του στο refrain (στοιχεία ενδεικτικά του ταλέντου και της αξίας του ως ερμηνευτής). Για να μην αναφέρω τις υψίσυχνες νότες τις εισαγωγής, όπου καταφέρνει και ξεπερνά ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.

  1. “White heat, red hot” (Tipton)

Εδώ δυσκολεύτηκα λίγο είναι η αλήθεια, καθώς θα μπορούσε η σειρά μεταξύ «5» και «6» να είναι αντίστροφη. Θεώρησε τα δύο τους ισάξια και συνέχισε. Η ιδανική ακολουθία μετά την εκρηκτική, πυρηνοκίνητη έναρξη του “Exciter”. Super ρυθμικό κομμάτι, στο ίδιο στυλ με το “Invader”, με «τσαχπίνικο» (Χριστέ μου, πως μπορεί αλλιώς να μεταφραστεί αυτό δεν ξέρω, συγχώρα με) riff, ευδιάκριτη χρήση της δίκασης και ερμηνεία από τον Rob που εναλλάσσεται μεταξύ «ορθών-κοφτών» και «τραβηγμένων» φωνηέντων. Ειδικά στις κιθάρες, νομίζω πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Γενικότερα σε ολόκληρο το άλμπουμ οι Tipton/Downing υιοθετούν ένα στυλ παιξίματος που αποφεύγει τα delays και τις «απλωτές» νότες. Χτύπημα στο χτύπημα, νότα στη νότα, καταλαβαίνεις πόσο «ζωντανή» και «φυσική» ήταν η μουσική των PRIEST στα 1978 και τραγούδια σαν το “White heat, red hot” αποτελούν ατράνταχτα επιχειρήματα περί του πρακτέου. Το περιεχόμενό του, διφορούμενο. Από την μια υπάρχει η εκδοχή πως περιγράφει έναν πυρηνικό όλεθρο, από την άλλη πως είναι φουτουριστικό και συγκεκριμένα επηρεασμένο από το πρώτο “Star Wars” και τα θρυλικά φωτόσπαθα που, ένα χρόνο πριν, είχαν προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες. Διάλεξε όποια θες εσύ.

 

  1. “Stained Class” (Tipton, Halford)

Μια ακόμη τρομερά υποτιμημένη/παραγνωρισμένη σύνθεση της πρώτης περιόδου. Πάνω στο καλπάζον riff της ρυθμικής κιθάρας, η lead «μιλάει» με όμορφες «φράσεις» και το rhythm section, ευφάνταστο, καθηλωτικό, καταθέτει την δική του άποψη. Το κομμάτι αναφέρεται στην άρχουσα τάξη, μέσα από το χαρακτηριστικό πρόσωπο ενός βασιλέα, και στο πως αυτή διαφθείρεται από την εξουσία με μια πολλή εύστοχη, παράλληλη αναφορά στους Πρωτόπλαστους, όπου ο Αδάμ είναι ο βασιλιάς και η Εύα η εξουσία. Ο ισχυρός, δίκαιος και καλός κυβερνήτης λοιπόν μετατρέπεται σε τύραννο, με συνέπεια να εξεγερθεί ο λαός και να τον θανατώσει. Βούτυρο στο ψωμί του Halford όλο αυτό, ο οποίος διασκεδάζει με τη φωνή του αλλάζοντας ηχοχρώματα και διάθεση ανάλογα με την ροή των στίχων. Κανείς μας δεν περίμενε να ακούσει αυτό το έπος στο ΡΟΔΟΝ πριν 21 χρόνια. Όταν αυτό έγινε, χάσαμε Γη και Ουρανό, όχι μόνο με την εκτέλεσή του, αλλά κυρίως με το πως μπορούσε ένα κομμάτι του 1978 να ακούγεται τόσο ΣΥΓΧΡΟΝΟ. Αλλά δεν χρειάζεται να στα λέω, βάλε το “Live Insurrection” των HALFORD και άκουσε τον πανικό που επικρατεί. Μετά, πολλαπλασίασέ το x 10 και θα έχεις πλήρη εικόνα.

 

  1. Exciter” (Tipton, Halford)

Και με αυτό το επηρεασμένο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και την Δευτέρα Παρουσία αριστούργημα, εγένετο SPEED METAL, κι ας είχαμε και κάποια, λίγα, δείγματα πριν από αυτό. O “Exciter” είναι ο ίδιος ο Χριστός, ερχόμενος σε όλη Του την δόξα, τιμωρός και κριτής των πάντων. Έστω και με έναν χρόνο καθυστέρηση λοιπόν, οι PRIEST βάζουν και τυπικά τα θεμέλια του είδους. Γιατί ένας χρόνος καθυστέρηση; Σταμάτα την ανάγνωση, πιάσε από το ράφι το “Sin after sin” και άκου το “Let us pray – Call for the Priest”. Διπλοπεταλιές, riff παρόμοιας αισθητικής, πανομοιότυπες διπλές lead αρμονίες… μόνο η παραγωγή είναι λιγότερο «αιχμηρή». Αυτό ήταν που άλλαξε εδώ, και οδηγεί στο παραπάνω συμπέρασμα. Σύμφωνα με τον K.K. Downing, στο soundcheck μιας από τις βραδιές της “Sin after Sin Tour”, o Les Binks δημιούργησε τον ρυθμό της trademark εισαγωγής. Τα έχουμε πει και τα έχουμε γράψει, πολλές μεγάλες στιγμές στην rock και metal ιστορία «γεννήθηκαν» επάνω στο συναυλιακό σανίδι. Εκεί που ο καλλιτέχνης κρίνεται, επηρεάζεται, γίνεται αυτό που είναι! Στη γνωστή δίκη του 1990, το κομμάτι παίχτηκε «ανάποδα», κατά την υπερασπιστική γραμμή της μπάντας, για να ακούσουν οι δικαστές τί είδους κρυφά μηνύματα περνά μέσω των τραγουδιών του αυτό το τόσο «επικίνδυνο» τέλος πάντων συγκρότημα. Υπήρχε λοιπόν κρυφό μήνυμα, το οποίο σίγουρα θα συγκλόνισε τους δικαστές: «Ζήτησα μέντα και της είπα να μου φέρει μια!». Και κάπως έτσι, κατέρρευσε κάθε προσπάθεια να χρεωθεί ένας εντελώς άσχετος, τον θάνατο κάποιων άλλων. Πάντως, όταν ο Halford ηχογραφούσε τον εν λόγω «κεραυνό» νωρίς-νωρίς ένα πρωινό, φορώντας τη ρόμπα και τις παντόφλες του και με ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι (κάνε τον εικόνα να αμολάει την τελική τσιρίδα με αυτή την αμφίεση), δεν πιστεύω πως θα περίμενε δώδεκα χρόνια μετά να μπλέξει σε τέτοιες περιπέτειες. Από διασκευές τώρα, εννοείται, μη πω επιβάλλεται, να ακούσεις την αντίστοιχη των GAMMA RAY, όπου οι Hansen/Scheepers δικαιολογούν τον τίτλο του «βαμμένου» οπαδού. Εμείς ας το ακούσουμε από το θρυλικό “Unleashed in the East”, έχει ακόμη περισσότερα «οκτάνια».

 

  1. “Saints in Hell” (Tipton, Halford, Downing)

Τι να γράψω τώρα για αυτόν τον ύμνο… “They laughed at their gods, and fought them in vain…so he turned his back on them, and left them in pain”. Σε τραγούδια όπως το “Saints in Hell”, βρίσκεται ΟΛΗ η μαγεία των JUDAS PRIEST. Σε τραγούδια όπως το “Saints in Hell”, βρίσκεται ΟΛΗ η μαγεία του πρώιμου heavy metal. Σε τραγούδια όπως το “Saints in Hell”, ακούς τις «ρίζες» όχι απλά συγκροτημάτων, αλλά ολόκληρων μουσικών «σκηνών» και «ειδών». Θεοσκότεινο, μοχθηρό αριστούργημα με καταπληκτική, «αιχμηρή» riff-ο-λογία, rhythm section που «ζωγραφίζει» μόνο του πίσω από τις μελωδίες και τον δεύτερο καλύτερο Halford του δίσκου. Ανήκει δε σε ένα πολύ «κλειστό» club, καθώς είναι ένα από τα ελαχιστότατα τραγούδια της μπάντας που δεν περιέχει solo (βρες τα υπόλοιπα και κέρδισε την εκτίμησή μου). Όπως και το “Exciter”, έχει και αυτό θεολογικό-φιλοσοφικό χαρακτήρα. Οι «Άγιοι» δεν είναι άλλοι από τους Δώδεκα Αποστόλους και τους άλλους Αγίους Μάρτυρες του Χριστιανισμού, οι οποίοι έδωσαν την ζωή τους για τη πίστη τους, πιστεύοντας στην Ανάσταση και την Αιώνια Ζωή. Η κάθοδός τους στην Κόλαση είναι απόρροια φρικτού, πολλές φορές, θανάτου. “Now here come the saints, with their banners held high / Each one of them martyrs, quite willing to die!” Ταυτόχρονα όμως είναι και μια «εισβολή» στο Βασίλειο του Άδου, όπως έκανε ο ίδιος ο Χριστός με τον σταυρικό θάνατο, για να σωθούν οι ψυχές όλων όσων βρίσκονται εκεί. “Wake the dead, the saints are in hell, wake the dead, they’ve come for the bell!”. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, η Κόλαση δεν θα παρέδιδε έτσι την εξουσία της επί των ψυχών και αντεπιτίθεται. “Cover your fists, razor your spears, It’s been our possession, for eight thousand years / Fetch the scream eagles, unleash the wild cats, set loose the king cobras and blood sucking bats”. Πρόσεξε πόσο εύστοχα, μετά την αναφορά κάθε ζώου, ένα effect έρχεται και το αναπαριστά. Απλούστατα «κόλπα» που κάνουν την μεγάλη διαφορά και που μόνο τέτοιες μπάντες μπορούν να τα παρουσιάσουν. Πίσω στο libretto τώρα, όπου η σφαγή τελικά είναι μεγάλη και η ήττα του Διαβόλου ολοκληρωτική. “Abattoir, abattoir, mon Dieu quelle horreur – Σφαγή, σφαγή, Θεέ μου τι τρόμος!” τραγουδά ο Halford, με μια διάθεση να προσεγγίσει/τιμήσει ίσως τον Charles Pierre Baudelaire. Οι Άγιοι έχουν ανακηρυχθεί θριαμβευτές, το κομμάτι οδηγείται σε ένα κορυφαίο, μεγάλο finale και εσύ νιώθεις τις τελευταίες σου ανατριχίλες. Περιττό να περιγράψω το ΔΕΟΣ που με διακατείχε στη τελευταία εμφάνιση του Ιερέα στην χώρα μας, όταν παίχτηκε ζωντανά για πρώτη φορά. Οι νότες, σε συνδυασμό με το βικτωριανό εναλλασσόμενο background και την όλη «αύρα» γύρω από το κομμάτι, εκτόξευσαν τη συγκίνηση σε δυσθεώρατα επίπεδα. Πολλά μπράβο να δώσω επίσης στους FATES WARNING, για τη ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ τους διασκευή. Άκουσέ την οπωσδήποτε.

 

  1. “Beyond the realms of Death” (Tipton, Binks)

Το ασυναγώνιστο Νο1 του δίσκου για τον Rob Halford. Για τον άνθρωπο που γράφει τούτες τις γραμμές, αλλά και πολλούς ακόμη, το καλύτερο κομμάτι της μπάντας και ένα από τα καλύτερα στην ιστορία του rock (γενικά, ειδικά, εντός εκτός και επί τα αυτά). Σύνθεση του Les Binks, ο «σκελετός» της οποίας προϋπήρχε ήδη σε κάποια demo tapes, με τη κιθάρα παιγμένη από τον Steve Mann των MSG. Στίχοι και lead κιθάρες έλειπαν, μόνο. Ξέροντας πως επρόκειτο να γίνει ένα πολύ καλό τραγούδι, ο Binks το πρότεινε στους υπόλοιπους και εκείνοι φυσικά δέχτηκαν χωρίς συζήτηση. «Ήμασταν στο studio και ο Les, αριστερόχειρας καθώς ήταν, πήρε μια κιθάρα και την γύρισε ανάποδα, ξεκινώντας να παίζει την εισαγωγή και το βασικό riff. Δεν ξέρω από πού το «έβγαλε» αυτό, ποτέ δεν τον είχα ξανακούσει να παίζει κάτι στη κιθάρα!» θα δήλωνε αργότερα ο Downing. Τους στίχους θα αναλάμβανε ο Halford, ο οποίος μεγαλούργησε βγάζοντας προς τα έξω τους προσωπικούς του δαίμονες, γράφοντας όμως και για κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην ίδια μοίρα με εκείνον.

Το τραγούδι περιγράφει έναν άνθρωπο που πάσχει από κατάθλιψη και εισέρχεται σε μια ψευδο-κατατονική κατάσταση, μη μπορώντας ουσιαστικά να κινηθεί. Οι σκέψεις όμως είναι εκεί, τον τυραννούν, μέχρι ο άτυχος πρωταγωνιστής του μαρτυρίου να γίνει αυτόχειρας θέλοντας να λυτρωθεί από αυτό. Ο ίδιος ο Halford έχει δηλώσει ανοικτά πια πως μέσα από αυτόν τον τραγικό ήρωα έβλεπε τον εαυτό του, όχι σαν καταθλιπτικό, αλλά σαν έναν gay που το 1978 δεν μπορούσε να δηλώσει ανοικτά αυτή του την ιδιαιτερότητα και πως μέσα από τους στίχους ήθελε να περάσει δύο μηνύματα: ένα κατά των αυτοκτονιών και ένα στήριξης προς κάθε ψυχικά νοσούντα, ο οποίος αποτραβιέται από τη κοινωνία και κλείνεται στο δικό του «κελί». Εκεί όμως βρίσκεται η ουσία του “Beyond the realms of Death”. Πως καθένας από μας, σε κάποια έστω φάση της ζωής του, μπορεί να ταυτιστεί με τους στίχους του και να τους δει από το δικό του «πρίσμα».

Πέραν όμως της στιχουργικής αξίας, υπάρχει και τεράστια μουσική. Το μεγαλειώδες, λυρικό “Beyond the realms of death” είναι, όσο μπορώ να ανακαλέσω από μνήμη και «πηγές», το πρώτο ΚΑΘΑΡΑ METAL κομμάτι με τη δομή και την φιλοσοφία μιας επικής μπαλάντας. Ίσως το πρώτο σπονδυλωτό, επικό, καθαρό heavy metal τραγούδι με τέτοια κορύφωση, αφού ως τότε βρίσκαμε αυτά τα χαρακτηριστικά μονάχα σε hard rock αριστουργήματα σαν το “Stairway to Heaven” ή το “Child in time” και ταυτόχρονα το τελευταίο αυτού του στυλ, που συνέθεσε η μπάντα, μέχρι να έρθει η ώρα του “Cathedral spires”. Ο πρόγονος και προπάτορας των απανταχού “Fade to black” που ακολούθησαν. Η μουσική «ακολουθεί» την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή, τα ξεσπάσματά του και κορυφώνεται στην «τελική λύση», τόσο στις εναλλαγές ηπίων – εκρηκτικών μερών, όσο και στα δύο αριστουργηματικά lead σημεία. Ο Tipton βγάζει προς τα έξω όλον τον blues εαυτό του, με αναφορές μέχρι και σε μουσικούς όπως ο Gilmour, εξωτερικεύοντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα μέσα στα οποία ο πρωταγωνιστής «στροβιλίζεται», ενώ ο Downing, με ένα εντελώς ad libitum παίξιμο, περιγράφει με την σειρά του πως η όλη κατάσταση τον «οδηγεί» στην αυτοκτονία. Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα δύο αυτά leads είναι ένα επιπλέον τραγούδι μέσα στο τραγούδι. Και διάολε, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αυτό του Glenn, είναι το ανώτερο solo στην ιστορία των PRIEST! Το “Beyond the realms of Death” έχει διασκευαστεί αρκετά, με καλύτερη εκδοχή αυτή των BLIND GUARDIAN, οι οποίοι προς τιμή τους έμειναν πιστοί στο κλίμα του και δεν το διάνθησαν με το προσωπικό τους στυλ.

 

ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

“Better by you, better than me” (Gary Wright)

Από το κλασσικό αριστούργημα “Spooky two” των SPOOKY TOOTH, ένα υπέροχο κομμάτι. Η CBS ήθελε κάπως να «ελαφρύνει» το κλίμα που επικρατούσε και να δώσει έναν κάπως πιο εμπορικό χαρακτήρα στον δίσκο, δίνοντας την επιλογή της single-διασκευής στην ίδια τη μπάντα. Η πρωτότυπη σύνθεση έχει έναν «δικό της» μελαγχολικό χαρακτήρα που δύσκολα «κοπιάρεται», οπότε οι Priest, ορμώμενοι από τις «οδηγίες» της εταιρείας τους, θέλησαν να του δώσουν έναν διαφορετικό, δικό τους «αέρα». Οι κιθάρες γίνονται (όπως ήταν αναμενόμενο) καθαρά «μεταλλικές», ο Halford προσθέτει πολυφωνίες και μια extra γέφυρα πριν το refrain, η ψυχεδέλεια υποχωρεί και τελικά το κομμάτι αποκτά καθαρά μια «Stained Class υφή». Μια από τις καλύτερες διασκευές όλων των εποχών; Ναι, είναι. Για την δίκη του 1990, έχεις ήδη διαβάσει, οπότε μένει να πούμε πως αυτό το κομμάτι είναι το μόνο του οποίου την επιμέλεια δεν έχει ο Dennis McKay, αλλά ηχογραφήθηκε σε παραγωγή James Guthrie, υπεύθυνου στη συνέχεια για τον ήχο του “The Warning” των QUEENSRYCHE, μεταξύ άλλων. Λόγω του ότι ήταν προσθήκη της τελευταίας στιγμής, ο McKay δήλωσε «κόλλημα» κι έτσι ο Guthrie ανέλαβε να εκπληρώσει την «αποστολή». Το συγκρότημα θα έμενε πολύ ευχαριστημένο από τον ήχο, ο Guthrie θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου το “Killing machine” και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here