Για τους νεότερους, οι KANSAS είναι η μπάντα που προσπαθείς να τερματίσεις στο υψηλότερο σκαλί παίζοντας το “Carry on my wayward son” στο Guitar Ηero, ενώ για τους κλασσικοροκάδες των συλλογών compact disc club, είναι η μπάντα που έγραψε την μπαλάντα-ύμνο, που έχει παιχτεί πάνω από τρία εκατομμύρια φορές στο Αγγλικό ραδιόφωνο, “Dust in the wind”. Για πολλούς είναι θεμελιώδης μπάντα του 70s classic rock, αλλά για πολλούς ακόμη, συμπεριλαμβανομένου και εμού, οι KANSAS είναι κολοσσός του prog rock, που μεγάλωσε πολλές σύγχρονες prog μπάντες. Η μπάντα παραμένει δραστήρια και σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια από την ίδρυσή της και επιμένει, παρόλα τα προβλήματα που έχουν προκύψει με τα πήγαινε-έλα μουσικών, τα πολλά μουσικά ατοπήματα, κακές κριτικές και τα γεράματα. Χωρίς επιπλέον τον αρχικό τραγουδιστή τους, Steve Walsh, που βρίσκεται στο πάνθεον των 70s rock τραγουδιστών και χωρίς τρομερή δισκογραφική παρουσία τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι δύσκολο για μία μπάντα σαν τους KANSAS να παραμείνει επίκαιρη. Το 2016, η μπάντα έκαναν ένα καλό comeback με το “The prelude implicit” και εν έτει 2020, επιστρέφουν δριμύτεροι, με το “The absence of presence”.
Τα πρώτα singles, “Jets overhead” και “Throwing mountains”, ήταν πολύ ελπιδοφόρα. Επιδεικνύουν μία μπάντα που ακουμπάει στις ρίζες της, σε αυτές που την έκαναν θεμελιώδη prog rock μπάντα, αλλά με σύγχρονο και δυνατό ήχο, χωρίς ρετρό επαναλήψεις που βαριέσαι να ξανακούς. Οι κιθάρες ηχούν πιο metal από ποτέ, με δυναμικά lead περάσματα και riffs, πάντοτε σε αρμονική σύζευξη με το trademark βιολί και τις πολυφωνίες, τα 80s πλήκτρα και ένα στακάτο rhythm section, που συχνά καλπάζει και ακουμπάει heavy metal ταχύτητες και εντάσεις. Τα ρεφραίν είναι καλογραμμένα, τίγκα στη μελωδία και το λυρισμό, στοιχεία που κάνουν πατροπαράδοτα τη μουσική των KANSAS επική και φιλόδοξη, όσο και απαλή και λυρική. Ακούγοντας ολόκληρο το “The absence of presence”, συμπεραίνω πως η μπάντα ήθελε να τιμήσει τόσο το progressive κομμάτι της, όσο και το πιο εμπορικό classic rock σκέλος. Το πρώτο μισό λοιπόν του δίσκου είναι πολύ φιλόδοξο και ομολογώ πως δεν χάνει πουθενά. Το ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο, μας καλημερίζει με 8:30 λεπτά οργανωμένου μουσικού χάους, που θα σας αφήσει με ένα πλατύ χαμόγελο και θα στείλει πολλούς άπιστους για βρούβες. Ξεσηκωτικό κομμάτι, που απαιτεί πολλές ακροάσεις και που θα σας ανταμείψει. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο singles, όπως και για το τρομερό δίλεπτο instrumental “Propulsion 1”, που μου θύμισε τα σύντομα αλλά οργιαστικά instrumental των SHADOW GALLERY, που έμπαιναν συχνά ανάμεσα σε μπαλάντες.
Το δεύτερο μισό του δίσκου είναι πολύ καλό, αλλά νιώθω πως γίνεται μία κοιλιά σε σχέση με το πρώτο μισό που είναι καταιγιστικό. Εδώ θα βρείτε μία όμορφη μπαλάντα, το “Never”, με μεταδοτικό ρεφραίν και όμορφες ακουστικές κιθάρες, καθώς και πιο straightforward rock κομμάτια, όπως το “Circus of illusion”, που ναι μεν είναι καλά, αλλά χωλαίνουν κάπως σε σχέση με το σύνολο. Το τελευταίο τραγούδι, “The song the river sang”, είναι επίσης καλό και ενδιαφέρον, αλλά κλείνει πολύ απότομα και νιώθω στο τέλος πως χρειάζομαι ακόμα ένα κομμάτι για να κλείσει το δίσκο ομαλά, αλλά με υψηλές εντάσεις, όπως μας συστήθηκε. Μικρό το κακό βέβαια, γιατί σε γενικές γραμμές όλα τα κομμάτια είναι πολύ καλά. Είναι φανερά γραμμένα με γνώμονα τις καλύτερες στιγμές των KANSAS και ας μην είναι τόσο ξεσηκωτικά.
Είναι επομένως εν έτει 2020 οι KANSAS, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή τους, μία μπάντα στην οποία αξίζει να επενδύσετε; Η απάντηση είναι εμφατικά, ναι. Με το “The absence of presence” δηλώνουν βροντερό παρών, σε μία εποχή που τόσες παλιές καραβάνες παλεύουν να παραμείνουν σχετικές, ενώ τόσες νέες μπάντες ανακυκλώνουν το παρελθόν συγκροτημάτων όπως των KANSAS. Με την καλύτερη δουλειά τους στα τελευταία 20 χρόνια, δείχνουν πως είναι η μπάντα που θυμόμαστε για δίσκους όπως το “Leftoverure” και που θα συζητάμε για το “The absence of presence”.
8/10
Φίλιππος Φίλης