Ο Kvohst (κατά κόσμο Mat McNerney) είναι αναμφισβήτητα μία από τις πιο ιδιαίτερες καλλιτεχνικές φιγούρες της σύγχρονης μουσικής σκηνής. Καλλιεργώντας το πηγαίο του χάρισμα στο να δημιουργεί δαιμονικά πορτραίτα με τις εξωκοσμικές φωνητικές του ικανότητες, δεν έμεινε στάσιμος ποτέ σε όλη την μακρόχρονη μουσική του πορεία. Πάντα απρόβλεπτος και αντισυμβατικός, δεν έπαψε ποτέ να εξελίσσεται, ιδιοποιώντας κάθε φορά το αποτέλεσμα οποιασδήποτε νέας πρόκλησης συναντούσε στα συγκροτήματα που περνούσε. Σε αυτό το άρθρο δε πρόκειται να διυλίσουμε τον κώνωπα. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε πτυχιακή εργασία ούτε στο τμήμα Μουσικών Σπουδών, ούτε στο τμήμα Ιστορία της Τέχνης. Στόχος μας είναι να συνδέσουμε τα σημεία που ορίζουν την μουσική πορεία του Mat McNerney, με τρόπο συνοπτικό και ουσιαστικό.
Ο Mathew Joseph McNerney γεννήθηκε το 1978 στην Αγγλία. Κι όμως, μπορεί οι περισσότεροι που τον γνωρίσαμε μετά το “Supervillain Outcast” των DØDHEIMSGARD να υποθέταμε ότι κάπου από την Σκανδιναβία μας έρχεται, μπορεί τα τελευταία αρκετά χρόνια να έχει ζήσει στην Ολλανδία, Νορβηγία και πιο πρόσφατα στην Φινλανδία, ωστόσο ο Kvohst είναι Βρετανός. Η πρώτη καταγεγραμμένη κυκλοφορία, σύμφωνα με την Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Metal ήταν η demo κασέτα “Hauriam Oscula De Te” το μακρινό (πια) 1994 με τους VOMITORIUM. Υπογράφοντας με το “παιδικό” Mat, σε ηλικία μόλις 16 ετών, παίρνει την θέση του πίσω από το μικρόφωνο και την κιθάρα για να παίξει “ακραίο”, για την εποχή, black metal. Αν πω ότι το συγκεκριμένο δείγμα αποτελεί ένδειξη για το τι θα γινόταν αργότερα θα γινόμουν τουλάχιστον γραφικός. Έτσι λοιπόν αφήνοντας στην άκρη τα εκ των υστέρων συμπεράσματα, μένουμε στο ότι το πρόσωπο που ύστερα γνωρίσουμε ως Ionman ή Mat McMercenery ή Kvohst παραθέτει τα πρωτόλεια της μελλοντικής του πορείας μέσα από αυτή την κασέτα.
Το επόμενο βήμα για τον Mathew McNerney έρχεται ένα χρόνο μετά, από την ίδια μπάντα, κάτω όμως από διαφορετικό όνομα. Σαν THE TRAGEDIANS, αυτή την φορά κυκλοφορούν την κασέτα “Krull” (1995). Σήμερα η τύχη της αγνοείται, αφού στον παγκόσμιο ιστό δεν φαίνεται σχεδόν πουθενά καταχωρημένη. Μη μπορώντας να πούμε κάτι παραπάνω για το πώς θα ηχούσε, μένουμε στο εξώφυλλό της που προέρχεται από το σκίτσο “The Climax” του βρετανού εικονογράφου Aubrey Beardsley (1872-1898), ο τίτλος του οποίου κρίνεται τουλάχιστον προφητικός. Σημειωτέον ότι η χρονιά κυκλοφορίας αυτής της κασέτας συμπίπτει με την κυκλοφορία του θρυλικού “Kronet Til Konge” των DØDHEIMSGARD.
Η πρώτη σοβαρή μουσική απόπειρα έρχεται μετά από μια πενταετία, όταν δημιούργησε τους VOID. Αρχικά με το ψευδώνυμο Ion έγραψε μόνος του δύο Ep, το “Designer Disease” (2000) (ένα δείγμα του οποίου μπορείτε να ακούσετε εδώ) και το “Process” (2001), με την μουσική κατεύθυνση να είναι σαφώς πιο πειραματική, με ένα πολύ πρώιμο πάντρεμα black-industrial να είναι στα σκαριά. Την ίδια χρονιά τα δεδομένα αλλάζουν άρδην. Στην μπάντα προστίθεται στις κιθάρες ο Matt Jarman, a.k.a. OCD (ο οποίος διατηρεί το συγκρότημα μέχρι σήμερα) αλλά και ο τιτανοτεράστιος Carl-Michael Eide. Μικρή παρένθεση. Ο εν λόγω κύριος για όσους δεν ξέρουν, έχει συμμετάσχει κάτω από το όνομα Czarl σε συγκροτήματα όπως ULVER (στις πρώτες τρεις ανεπίσημες κυκλοφορίες τους “Vargnatt”, “Rehearsal 1993”, “Mysticum/Ulver”), DØDHEIMSGARD (στο αξεπέραστο “666 International”) και VIRUS (από την ίδρυσή τους), ενώ με το ψευδώνυμο Aggressor πρακτικά είναι οι INFERNÖ και κατά το ήμισυ οι ΑURA NOIR και (βασικότερα) VED BUENS ENDE. Αυτός λοιπόν ο τύπος πέρασε μόνο για το “Demo #1”από τους VOID, ψημένος για το συγκεκριμένο είδος αφού μόλις έναν χρόνο πιο πριν είχε γράψει τα ντραμς στο “666 International”. Το 2003 Mat McNerney υπογράφει πια ως Ionman και μαζί με τον OCD, κυκλοφορούν το πρώτο full-length “Posthuman” (ακούστε το ολόκληρο εδώ ). Η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά συγγενεύει πολύ με το “Street cleaner” (1989) των GODFLESH, σε μια πιο επιθετική άποψη και μια πιο blackχροιά. Ωστόσο όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Mat McNerney“…με τους VOID η υπόθεση ξεφούσκωνε. Ένιωθα σαν να είχαμε φύγει από την αρχική μας πορεία και ότι ποτέ δεν πραγματοποιούσαμε τις αρχικές μας ιδέες. Το album (σ.σ. Posthuman) υπέφερε από την μη ύπαρξη ντράμερ. Το σχέδιο ήταν να φτιάξουμε κάτι μεταξύ VOIVOD και Tom Waits και μοντέρνο 90’s black metal” και συμπληρώνει “…ήταν η καλή θέληση και η πίστη ατόμων όπως ο Satyr και ο Samoth, που βοήθησαν στην κυκλοφορία του δίσκου από την Nocturnal Art.” (διαβάστε περισσότερα από την συνέντευξη εδώ). Έτσι λοιπόν, το μονότονο ψυχρό drum-machine, καθώς κι η αίσθηση ότι ένας ενδεχόμενος δεύτερος δίσκος δεν πρόκειται να ξεπεράσει την ποιότητα του πρώτου, ώθησαν τον Mat McNerney στην πόρτα της εξόδου από τους VOID, ενώ βρισκόταν ήδη με το ένα πόδι στο κατώφλι των CODE.
Οι CODE στην ουσία είναι η μετεξέλιξη των Seasonal Code, ενός προσωπικού project του Andrews McIvor ή αλλιώς Aort, που κυκλοφόρησε τρία demo την περίοδο 1998-2001. Μαζί με τον Mat McNerney, που υπογράφει για πρώτη φορά ως Kvohst, σχηματίζουν το συγκρότημα κι έχοντας κάποιον Cthonian να σιγοντάρει στα φωνητικά γράφουν το πρώτο τους demo “Neurotransmissions: Amplified Thought Chemistry” τον Μάρτιο του 2002. Αυτή η κυκλοφορία φθάνει μεταξύ άλλων σε κάποιους φίλους τους στην Νορβηγία, όπου την ακούει ο Vicotnik (ιδρυτικό μέλος των DØDHEIMSGARD και VED BUENS ENDE) και προσφέρεται για την θέση του μπασίστα, με το όνομα Viper. Το lineup, πριν την πρώτη επίσημη κυκλοφορία κλείνει με τον AiwarikiaR στα drums (γνωστός κι από το πέρασμά του από τους ULVER στους τέσσερις πρώτους δίσκους τους). Το “Nouveau Gloaming” κυκλοφόρησε το 2005 από μια θυγατρική της Spinefarm Records, Spikefarm, και εν πολλοίς έβαλε το νερό στ’ αυλάκι για την μετέπειτα μουσική πορεία του Kvohst. Πρόκειται για ένα avant-garde/black metal αριστούργημα, που για την δημιουργία του χρειάστηκε η πλήρης απομόνωση της μπάντας το 2003 κάπου στα βόρεια της Φινλανδίας. Μέσα στον επόμενο χρόνο ο ίδιος ο Vicotnik επιμελήθηκε την μίξη και το master του δίσκου, που φέρνει πολύ στον απόκοσμο ήχο των ANAAL NATHRAKH. Στο “Nouveau Gloaming” ο Kvohst βάζει τις πρώτες πινελιές στον καμβά της πολυδιάστατης μουσικής του ταυτότητας. Ο ακροατής της εποχής δεν έχει την παραμικρή ιδέα ότι δεν πρόκειται για έναν ακόμα τραγουδιστή που αρέσκεται να ακροβατεί μεταξύ ακραίων και καθαρών occult φωνητικών. Ο Kvohst αποκαλύπτει για πρώτη φορά το πραγματικό του πρόσωπο.
Τα επόμενα χρόνια θα τα περάσει κοντά στην μπάντα όπου το πεπρωμένο τον οδηγούσε. Η συμμετοχή του στο “Supervillain Outcast” (2007) των DØDHEIMSGARD, θα αναλυθεί παρακάτω, μιας και ο φάκελος CODE δεν έκλεισε τόσο εύκολα για τον ίδιο. Με τον AiwarikiaR να αποχωρεί από την μπάντα και τον ICS Vortex (ARCTURUS, DIMMU BORGIR) να θέτει υποψηφιότητα για τα φωνητικά των CODE, ο Aort μαζί με τον Vicotnik προτείνουν τελικά στον Kvohst να επιστρέψει για τον πρώτο δεύτερο δίσκο της καριέρας. Το “Resplendent Grotesque” κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2009 από την Tabu Records κι ήταν ο δίσκος που δικαίως έδωσε στον Kvohst την πρώτη του υποψηφιότητα για το μουσικό βραβείο Spellemannprisen, αντίστοιχα των Grammy. Μιλάμε για έναν ξεχωριστό δίσκο, όπου οι μουσικές συνθέσεις γίνονται πιο μινιμαλιστικές (στα λογικά πάντα όρια του είδους) ενώ στο προσκήνιο έρχονται για άλλη μια φορά οι φωνητικές δεξιότητες του Kvohst, οι οποίες είναι αισθητά αναβαθμισμένες μετά την θητεία του στους DHG, ενώ για πρώτη φορά αρχίζει να διαφαίνεται η λυρικότητα που θα συναντήσουμε αργότερα σους HEXVESSEL.Το lineup του δίσκου κλείνει ο Adrian Erlandsson των θρυλικών AT THE GATES, η παρουσία του οποίου δίνει μια ξεχωριστεί επιθετικότητα στο τελικό αποτέλεσμα. Η παραμονή του Kvohst στην μπάντα διήρκησε μέχρι το 2011, αφού οι υποχρεώσεις του στα άλλα του project θα τον ανάγκαζαν να αναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες του.
Και τώρα έφτασε η ώρα για τους περισσότερους που ξεκίνησαν να διαβάζουν αυτό το άρθρο. Η μεταγραφή του Kvohst από τους CODE στους DØDHEIMSGARD, η οποία μπορεί να βασίστηκε στην γνωριμία του με τον Vicotnik, ωστόσο αυτή δεν ήταν από μόνης της αρκετή για να πραγματοποιηθεί η επιθυμητή συνένωση αυτών των δύο μουσικών μεγεθών. Και μεταξύ μας δεν είναι παράλογο, αφού ο Aldrahn είχε δημιουργήσει ένα φανατικό κοινό υποστηρικτών και η αντικατάστασή του αποτελούσε ένα μεγάλο ρίσκο για το συγκρότημα. Μάλιστα ο ίδιος ο Clandestine είπε στον Kvohst όταν τον πρωτοσυνάντησε: “Δεν μου αρέσουν τα φωνητικά σου, είμαι μεγάλος οπαδός του Aldrahn, αλλά σέβομαι τον ενθουσιασμό σου”. Η ένταξη του Kvohst στο συγκρότημα έγινε με αργά και σταθερά βήματα, αφού έπρεπε συνεχώς να αποδεικνύει τόσο την αξία όσο και την καινοτομία των φωνητικών του. Αξίζει να αναφερθεί πως ενώ βρισκόταν στην διαδικασία της ένταξης του στο συγκρότημα ο Vicotnik πήρε άρον άρον από την Αγγλία, με προορισμό την Νορβηγία και συγκεκριμένα το σπίτι του ίδιου του Bjørn Aldrahn. Όπως αναφέρει ο ίδιος “o Vicotnik ήξερε τι έκανε, και ήταν μια ωραία ιδέα πιστεύω, αφού έτσι έδειχνε ότι όλοι παραμένουν φίλοι κι ότι αυτό ήταν ο πυρήνας της μπάντας, εμπιστοσύνη, φιλία και ενότητα”.
Στα του δίσκου τώρα, ο οποίος κυκλοφόρησε από την εταιρεία του Satyr, Moonfog Productions, το 2007. Ο Aldrahn είχε κουβαλήσει στους DHG την εντροπία του. Ο Kvohst έφερε μαζί του την τεχνική του, την συγκρότησή του και την προφορά του. O συγκριτικά σχετικά ψυχρός, αποστασιοποιημένος, τεχνικά άρτιος, ρυθμικά αυστηρότατος τρόπος με τον οποίο καταθέτει τις φωνητικές γραμμές, βρυχώμενος, τραγουδώντας ή απλά φωνάζοντας, ταίριαξε απόλυτα στο όραμα του Vicotnic για το “Supervillain Outcast”. Το χάος είναι οργανωμένο, στην απόγνωση και στον θυμό υπάρχει δομή. Συγκρίνοντας τις πρώιμες εκδοχές των διαθέσιμων κομματιών πριν την ένταξη του Kvohst με το τελικό αποτέλεσμα, μπορεί κανείς να “ακούσει” τον χαμένο σύνδεσμο της δομής και της συγκρό(ά)τησης, που ουσιαστικά κάνει την διαφορά από την υπομανιακή κατάσταση (επιπέδου “Symptom”) των μεν στο μετά-αποκαλυπτικό “Supervillain Outcast”. Άλλωστε όπως δηλώνει κι ο ίδιος “…το να συμμετέχω ως τραγουδιστής και να συνεισφέρω με μια ερμηνεία στο Supervillain για την οποία είμαι περήφανος, είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ενήλικης ζωής μου”. Κι όντως ήταν μεγάλο το επίτευγμα, αφού στο τερατώδες οικοδόμημα του Aldrahn, ο Kvohst κατάφερε να σταθεί πλάι του επάξια, αποκαλύπτοντας τους δικούς του δαίμονες.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Supervillain” o Kvohst ξεκινάει δύο εκ διαμέτρου αντίθετα project, τους DECREPIT SPECTRE και τους GANGRENATOR. Ήδη έχει αποκτήσει το status εξαιρετικού μουσικού και frontman και αυτό του εξασφαλίζει δημιουργική ελευθερία και ενδιαφέρουσες συνεργασίες.
Οι DECREPIT SPECTRE δίνουν άπλετο χώρο για “καθαρό” πειραματισμό, τόσο μουσικά όσο και φωνητικά. Είναι πιθανότατα η πρώτη φορά (εκείνη την εποχή τουλάχιστον) που ο Kvohst εξερευνά και αναπτύσσει τις φωνητικές του δυνατότητες σε όλο τους το εύρος, χωρίς να αναφέρεται κάπου άλλου (είτε μιλάμε για άλλον τραγουδιστή, είτε μιλάμε για άλλο μουσικό είδος). Σε ένα EP που διαρκεί λιγότερο από είκοσι λεπτά, έχοντας φτύσει στα άλλα projects όλο το πλεόνασμα επιθετικότητας που διέθετε, ο Kvohst ξεδιπλώνει ένα καινούριο συναισθηματικό και δυναμικό φάσμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στους DECREPIT SPECTRE συναντά ξανά τον Andy McIvor (a.k.a. Aort), από τους CODE, ενώ το “Coal Black Hearses” (2008) κυκλοφόρησε από την Paradigms Recordings.
Ο Kvohst από την άλλη απολαμβάνει αυτό που κάνει στους GANGRENATOR (στους οποίους συμμετέχει, ειρωνικά, ως McMercenery) και το παίρνει απολύτως στα σοβαρά: brutal old school death/grind, με σολαρίσματα και χιούμορ. Πέραν των στίχων, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τις φωνητικές γραμμές: στυλιστικά, σε πρώτο επίπεδο, παραμένει πιστός στις νοσταλγικές 80’s αναφορές, και από εκεί ξεδιπλώνει μία σειρά brutal δυνατοτήτων (εξαιρετικό παράδειγμα διαφορετικών υφών το “Miniature Limb Collection”). Λίγο πριν αφήσει πίσω του τον ακραίο εαυτό του, ο Kvohst κυκλοφορεί ένα self-financed demo, “Imminent Gangrene” (2008) και μια full-length κυκλοφορία ονόματι “Tales from a Thousand Graves” (2010) με την Apocalyptic Empire Records.
Η νέα σελίδα στη ζωή του Mat McNerney με τον γάμο του και τη μετακόμιση στη Φιλανδία δε θα μπορούσε να μη συνοδευτεί και από μία νέα μουσική αρχή. Έτσι στρεφόμενος στη φύση και τον παγανισμό για έμπνευση, ξεκινάει τους HEXVESSEL, αρχικά ως σόλο project, όπου με τη βοήθεια εκλεκτών φίλων/συνεργατών (θα δούμε ξανά τον Aort πίσω από την κιθάρα) κυκλοφορεί το “Dawnbearer” (2011) που τους συστήνει στο κοινό. Ο ήχος είναι ανάλογα απλός, προσγειωμένος και ειλικρινής, βγάζοντας στην επιφάνεια μια νέα πτυχή του ταλέντου του μέσα από τις folk και ψυχεδελικές επιρροές του. Το άλμπουμ αυτό μπορεί να αποτελεί ένα ιδανικό soundtrack για τα καλοκαιρινά βράδια, ωστόσο είναι φανερό πως στη συνέχεια οι HEXVESSEL (που μετατρέπονται σε πλήρη μπάντα με 8 μέλη) έχουν ξεκάθαρα εξελικτικά βήματα παρουσιάζοντας μια γκάμα επιρροών πέρα από τα όρια του darkfolk/neofolk (folk rock, jazz, psychedelic rock κ.ά) του ντεμπούτου, καθιστώντας τους μια από τις πιο ποιοτικές μπάντες στον ευρύτερο ήχο μετά από 2 full length “Dawnbearer” και “No Holier Temple” (2012) και ισάριθμα EP, “Vainolainen” (2012) και “Iron Marsh” (2013). Κύριος λόγος γι’ αυτό όπως και για την αυξανόμενη δημοτικότητά τους είναι ο Βρετανός, μιας και εκτός από βασικός συνθέτης κάνει τη διαφορά και στον τομέα των φωνητικών. Προσαρμοσμένος στο νέο ύφος της μπάντας εκπέμπει μια σαγήνη που ίσως να μην ήταν εντελώς άγνωστη (βλ. CODE) αλλά σίγουρα πρωτοφανής σε τέτοια επίπεδα. Σε συνδυασμό με την έφεσή του στη λυρική/ποιητική πλευρά της στιχουργικής, δημιουργεί πολύ έντονες και παραστατικές εικόνες στον ακροατή, κυρίως από τον ρόλο του παραμυθά/αφηγητή. Χωρίς αμφιβολία, ο Kvohst στα πιο ταξιδιάρικά του.
Η Φιλανδία αποδεικνύεται μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον Kvohst μιας και λίγους μήνες μετά την μετακόμιση του στο Ελσίνκι και τη δημιουργία των HEXVESSEL, ο Βρετανός καταπιάνεται με τη δεύτερη φουλ ενεργή του μπάντα. H μουντάδα της Σκανδιναβικής χώρας, μαζί με την ανάγκη του ίδιου και του συνιδρυτή των BEASTMILK, Goatspeed, για πιο άμεση rock/punk μουσική γέννησαν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και πλέον συζητημένες στους ανάλογους κύκλους, μπάντες. Είχε ενδιαφέρον αν μη τι άλλο να βλέπεις μεταλλάδες (που το άκουσαν λόγω του όλου background) αλλά και πάνκηδες/ποστπάνκηδες να κράζουν για τους ίδιους λόγους αλλά από την ανάποδη οπτική, ο καθείς από το στρατόπεδό του. Εκτός αυτού όμως, η μπάντα κυρίως με το full-length“Climax” (2013) προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού σε μεγάλη γκάμα μουσικόφιλων, αν και τα προηγηθέντα “White Stains On Black Tape” demo (2010) και “Use Your Deluge” EP (2012) είχαν ήδη κάνει έναν σχετικό ντόρο και προϊδέαζαν για το ντεμπούτο. Εκεί ο Kvohst, αν και χρησιμοποιεί ως φόντο και πάλι την αγαπημένη του αποκαλυπτική θεματολογία παρουσιάζει μια πιο έντονη κοινωνικοπολιτική συνείδηση, ενώ φαντάζει περισσότερο ανθρώπινος, συναισθηματικός και αισθησιακός ακόμα, σε σχέση με τις προηγούμενες μουσικές του εμπειρίες. Αυτή η γήινη (παραδόξως) αίσθηση επάγει ως επακόλουθο και μια μεγαλύτερη αμεσότητα και ειλικρίνεια και συνεπώς εντονότερη μουσική εμπειρία για τον ακροατή. Σε απόλυτη αρμονία και οι μεθυστικές φωνητικές γραμμές του, που είναι ίσως ό,τι πιο εθιστικό έχει παραδώσει σε αυτόν τον τομέα από την αρχή της καριέρας του, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα σε όσους είχαν ακόμη αμφιβολίες, ότι θα μπορούσε να τραγουδήσει σχεδόν τα πάντα.
Κάπως έτσι φθάνουμε στο κοντινό παρόν της μουσικής πορείας του Mat McNerney. Αν αναλογιστείτε ότι μόλις στα 36 του χρόνια έχουμε να γράψουμε τόσα πολλά για τον συγκεκριμένο κύριο, φανταστείτε τι σε 10 χρόνια από τώρα πόσες παραγράφους θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό το άρθρο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο για το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του McNerney, είναι ότι όσα προσωπεία κι αν φορέσει, όσους ρόλους κι αν υποδυθεί, όσες όψεις κι αν αλλάξει, θα παραμείνει ακέραιος, κληροδοτώντας σε κάθε του απόπειρα ένα μόνο κομμάτι από τις ενδότερες πνευματικές του αναταράξεις.
Κείμενο: Μαριλένα Σμυρνιώτη, Νίκος Χασούρας, Νίκος Ζέρης
Οι φωτογραφίες από την ζωντανή εμφάνιση των CODE (2009) και DØDHEIMSGARD (2007) στο νορβηγικό φεστιβάλ Inferno προέρχονται από το αρχείο του Κώστα Κανδυλιώτη.
Το artwork για το infographic poster επιμελήθηκε ο Χρήστος Σκούρας.
Μπορείτε ν’ ακούσετε την αντίστοιχη διαδικτυακή κασέτα/συλλογή, με ενδεικτικά κομμάτια απ’ όλη την μέχρι σήμερα πορεία του Βρετανού μουσικού.