Θυμάμαι ότι, το 2016, είχα πέσει επάνω στο ομώνυμο ντεμπούτο τούτων των Σουηδών ξεκάθαρα λόγω του εξωφύλλου του. Σου δίνω λίγο χρόνο να το ψάξεις και να το δεις και συ ο ίδιος με την σειρά σου, αν δεν το γνωρίζεις. Λες και βλέπεις αφίσα ταινίας του Tarantino δεν είναι; Εντυπωσιακό, σίγουρα. Εντυπωσιακό όμως ήταν και το περιεχόμενο του album, το οποίο με έκανε με την πρώτη ακρόαση οπαδό τους. Τρία χρόνια μετά, το “Nightwalker” έβγαλε «αληθινή» τη διαίσθησή μου πως εδώ μιλάμε για κάτι που έχει τα φόντα να διακριθεί, πιστοποιώντας την αξία του group και να ’μαστε τώρα στα 2022, να έρχεται στα χέρια μου το promo του τρίτου και κρισιμότερου/σημαντικότερου album των παιδιών από την Στοκχόλμη, με τίτλο… αυτόν που διάβασες στην επικεφαλίδα τέλος πάντων!
“Lugnet” σημαίνει «γαλήνη», στα Σουηδικά. Ειλικρινά, δε γνωρίζω για ποιον ακριβώς λόγο τούτοι οι Σουηδοί διάλεξαν το όνομά τους. Δεν μπορώ να κάνω σύνδεση της «γαλήνης» αυτής, με τη μουσική τους, που «ξεχειλίζει» από ένταση! Ίσως να αναφέρονται στην εσωτερική «γαλήνη» της ψυχής, καθώς συνθέτουν και παίζουν την αγαπημένη τους μουσική. Ποιος ξέρει… προσωπικά πάντως, λίγο με ενδιαφέρει. Αυτό που μετράει, για μένα, είναι αυτό που ακούω. Πάμε στα του δίσκου λοιπόν. Καταρχάς, ο υπεύθυνος του παρθενικού εξωφύλλου, ο Vance Kelly, επιστρέφει στα «μολύβια». Δεύτερον, η σύνθεση είναι και πάλι ελαφρώς ανανεωμένη, αφού στη δεύτερη κιθάρα έχει έρθει ο Michael Linder για να «συντροφεύσει» τον Matti Norlin. Οι υπόλοιποι, είναι οι ίδιοι του δεύτερου δίσκου: ο Johan Fahlberg στη φωνή και οι ιδρυτές Lennart Zethzon και Fredrik Jansson-Punkka, σε μπάσο και τύμπανα αντιστοίχως.
Πως λέει και το γνωστό σύνθημα; «Και τώρα, μουσική!». Μουσική, λοιπόν. Οι LUGNET είναι πέντε μουσικοί που πρώτον, σέβονται το παρελθόν του ύφους/είδους το οποίο υπηρετούν, δεύτερον δεν έχουν τη ψευδαίσθηση πως «ανακάλυψαν πάλι τον τροχό» και μπορούν να προσφέρουν κάτι καινούργιο αλλά εστιάζουν στο να παίξουν καλά τα ήδη χιλιοπαιγμένα και πολυαγαπημένα και τρίτον, γνωρίζουν καλά πως, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, μπορούν εύκολα να το πετύχουν αυτό. Σε παραγωγή Simon Johansson (WOLF/SOILWORK) και Mike Wead (King Diamond/MERCYFUL FATE) και μίξη από τον Marcus Jidell (AVATARIUM/ CANDLEMASS), ο εντελώς 70s ήχος του πρόσφατου παρελθόντος, λαμβάνει και στοιχεία από τον αντίστοιχο των αρχών της δεκαετίας του ’80, με μόνο όχημα που τον φέρνει πιο κοντά στη δική μας εποχή, τα σύγχρονα μέσα της παραγωγής. Αποτέλεσμα; Να ακούγεται μεν απολύτως retro το album, αλλά παράλληλα να είναι σύγχρονο, «φρέσκο» και να μην έχει εκείνη την απαίσια αίσθηση και αισθητική πως βγήκε από πολυκαιρισμένη κονσέρβα.
Έχει εξαιρετικά τραγούδια το “Tales from the great beyond”. Το “Still a sinner” που ανοίγει τον χορό, σε βάζει άμεσα στο κλίμα, ακόμη κι αν είχες ως τώρα μηδαμινή επαφή με το συγκρότημα. Γρήγορο, Blackmore-ικό hard rock, με αρκετό Dio όμως μέσα, κερδίζει τις εντυπώσεις άμεσα. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, oι DEEP PURPLE και RAINBOW ποτέ δε θα πάψουν να αποτελούν μέγιστη επιρροή. Από κοντά και οι THIN LIZZY, οι WHITESNAKE, οι MOUNTAIN, οι URIAH HEEP (όχι οι παλαιοί όμως, μα οι «τελευταίοι») ενώ πολύ μεγάλη εντύπωση μου έκαναν τα “Another world” και “Black sails”, όπου οι Σουηδοί λατρεύουν δύο διαφορετικές περιόδους των BLACK SABBATH. Το πρώτο είναι λες και βγήκε από τα sessions του “Born again” (υποτιμημένη δισκάρα), το δεύτερο από τα αντίστοιχα του “Mob rules”! Πολύ σωστή είναι και η ροή του άλμπουμ, με τα τραγούδια να έχουν τοποθετηθεί σωστά. Στα μισά του δίσκου υπάρχει ένα μικρό, ακουστικό instrumental ιντερλούδιο με τίτλο “Svarv”, ταξιδιάρικο, μεσαιωνικό θα έλεγα, στο τέλος δε, το “Tåsjö Kyrkmarsch”, παιγμένο στο εκκλησιαστικό όργανο από την Karolina Lif, προσδίδει ένα διαφορετικό, αλλά ωραίο finale.
Δεδομένη και η εξαιρετική απόδοση των μουσικών, ως μονάδες αλλά και ως σύνολο. Δε θα γινόταν διαφορετικά, άλλωστε, καθώς μιλάμε για vintage rock, ένα μουσικό κίνημα που βγάζει ΜΟΝΟ ικανούς μουσικούς, προβαρισμένους μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας και ως εκ τούτου ΜΟΝΟ (άγνωστο πως, ακόμη το ψάχνω) αξιόλογες δισκογραφικές δουλειές. Εκ πρώτης όψεως, ναι μεν εντυπωσιάζουν οι κιθάρες, ωστόσο για μένα αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο Johan Fahlberg. Μπορεί να έχει μια κατά βάση «βραχνή», «μπρούσκα», «γεμάτη» φωνή, αλλά σε κάποια σημεία, όταν «ανεβαίνει» και την «τραβάει», μου θυμίζει τον «λυσσασμένο» Gillan του “Born again”, πράγμα που μόνο εύκολο δεν είναι! Πάντως, σίγουρο είναι πως εδώ είναι πολύ περισσότερο στο στοιχείο του, παρά στους JADED HEART.
Ευτυχώς που το αρχικό σχέδιο των ιδρυτών του group, να παίξουν ’70s blues rock με σουηδικούς στίχους, τελικά άλλαξε. Όχι γιατί δεν είναι ωραίο το blues rock, κάθε άλλο, οπαδό του με λες. Αλλά αφενός ο σουηδικός στίχος δε θα έλεγα πως με ξετρελαίνει, αφετέρου έτσι απολαμβάνουμε ένα ακόμη ποιοτικότατο hard rock σχήμα, από μια χώρα που έχει «σχολή» σε αυτό. Οι LUGNET κάνουν το «τρία στα τρία» με τρόπο εμφατικό και μας καλούν στη γιορτή τους. Hard rockers, ας πράξουμε τα δέοντα.
8,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος