MARILLION – “An hour before it’s dark” (earMusic)

0
228

Μου είναι πρακτικά αδύνατο να απαρνηθώ την οπαδική μου ταυτότητα αναφορικά με τους MARILLION. Είμαστε λάτρεις της μουσικής άλλωστε. Δεν μπορούμε δίχως την παρουσία της. Μας εμπνέει, μας καθοδηγεί, μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί! Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να κωφεύουμε αν παρατηρούμε κακώς κείμενα. Τουναντίον, είμαστε υποχρεωμένοι να θίγουμε ότι μας ενοχλεί, να στηλιτεύσουμε συμπεριφορές που μειώνουν τόσο τους καλλιτέχνες όσο και εμάς, τους οπαδούς. Δεν επιθυμώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να καταστρατηγήσω της έννοια της λογικής και της λελογισμένης μετριοπάθειας. Νιώθω ότι οφείλω να είμαι αποστασιοποιημένος –όσο είναι εφικτό- από οποιαδήποτε οπαδική προσέγγιση προκειμένου να μπορέσω να κατανοήσω πιο εύκολα το status των έργων που προέρχονται από καλλιτέχνες που λατρεύω.

Στην περίπτωση των MARILLION, είναι πρωτόγνωρη η στήριξη που παρέχει το fan base τους όλα αυτά τα χρόνια. Ενίοτε μπορεί να σταθεί βασικός χρηματοδότης κάποιας κυκλοφορίας. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα την τεράστια οικονομική βοήθεια που παρείχε προκειμένου να οργανωθεί σωστά, να πραγματοποιηθεί και να μην πέσει στα βράχια η πολύ πρόσφατη mini περιοδεία του σχήματος στα πάτρια εδάφη. Αν και δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτή την συλλογιστική, πρακτικά έχει αποδειχθεί ότι έχει προσφέρει πολύτιμες ανάσες στον οργανισμό και εν πολλοίς του δίνει την δυνατότητα να διαθέτει ακόμα όνειρα και φιλοδοξίες. Παρόν και μέλλον. Δεν ξέρω πόσες φορές θα πρέπει να γραφτεί/ειπωθεί και εν συνεχεία υπερτονιστεί πως οι MARILLION περιδιαβαίνουν έναν δρόμο γεμάτο παγίδες. Όχι σαν αυτές που βάζουν ενίοτε στις μπάντες οι δισκογραφικές εταιρείες. Αυτά έχουν λυθεί προ πολλού. Από την στιγμή που οι Βρετανοί αποφάσισαν να σταθούν στα πόδια τους και να κυνηγήσουν με την πολύτιμη αρωγή των αφοσιωμένων οπαδών, όπως προείπαμε, την καλλιτεχνική τους αυτονομία και επάρκεια.

Οι MARILLION είναι οι ποιητές των καιρών μας. Αναγορεύθηκαν στα 80s με τον λατρεμένο Fish πίσω από το μικρόφωνο ως οι άξιοι συνεχιστές της κληρονομιάς των GENESIS και όλων των μεγάλων progressive rock σχημάτων των 70s. Καλλιτέχνες. Ζωγράφοι. Συνθέτες. Αρτίστες. Ανέβασαν ακόμα περισσότερο τον πήχη με την έλευση του Hogarth σε εκείνοι το μνημειώδες “Seasons end”. Και συνέχισαν να εξελίσσονται, να μετατρέπουν τα εσώψυχα τους σε νότες. Έχουμε φτάσει αισίως στο 20ο τους άλμπουμ. Και αναρωτιέμαι. Αλήθεια, τι συγκινήσεις είναι ικανοί να μας προσφέρουν; Δεν έχουν αγγίξει ήδη το απόλυτο εδώ και χρόνια; Πως μπορούν άνθρωποι που έχουν πατήσει για τα καλά τα 60 (ο Mosley κοντεύει τα 70) να εξακολουθούν να συνεπαίρνουν τόσο κόσμο με τα τραγούδια τους; Μήπως, όντως, ανήκουν σε εκείνη την κλειστή κάστα μουσικών που διαθέτουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας και αρνούνται να το παραδώσουν στον πανδαμάτορα χρόνο; Προφανώς. Ειδάλλως δεν δύναμαι να εξηγήσω πως αυτό που έχουμε στα χέρια μας και καταγράφεται ως η νέα τους δουλειά, “βάζει” από κάτω πολλές από εκείνες που προηγήθηκαν… Αναδύοντας παράλληλα ένα μεθυστικό άρωμα που σε κρατά δέσμιο για 54 λεπτά…

Η τεχνοτροπία πάνω στην οποία έχει στηθεί ο κορμός του “An hour before it’s dark” βασίζεται ως επί το πλείστον στην ρυθμικότητα. Συνεπώς το αφαιρετικό στοιχείο δείχνει πως δίνει τον απαιτούμενο χώρο προκειμένου να εξωτερικευθεί μια δυναμική που φαίνεται πως έκρυβαν επιμελώς αρκετά χρόνια τώρα. Πιθανολογώ πως –όπως όλος ο κόσμος- έτσι και η πεντάδα πέρασε τον δικό της Γολγοθά κατά την περίοδο των συνεχόμενων lockdowns και αυτό το γεγονός της βγήκε στο κυνήγι της απόλυτης έμπνευσης. Διόλου τυχαίος δεν είναι ο τίτλος. Επειδή όμως η ερμηνεία της μπάντας σε όλα όσα την απασχολούσαν στιχουργικά, έδινε πάντα την δυνατότητα στον ακροατή την ελευθερία είτε να ταυτιστεί είτε να ερμηνεύσει στίχους, σύμβολα, εικόνες και νότες ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, έτσι κι εδώ επιλέγουμε μέσα από την γενικευμένη μαυρίλα των δύο κυρίαρχων θεμάτων, της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής, να φωτίσουμε τις ψυχές μας. Να εντοπίσουμε την άκρη του νήματος έστω κι αν ο κίνδυνος να χάσουμε την ίδια μας την ψυχή ελλοχεύει. Η επιμονή στο τέλος του κακοτράχαλου οδοιπορικού, θα δικαιώσει όσους δεν λιγοψύχησαν. Δική τους η νίκη!

Η δραματικότητα είναι παρούσα –ως είθισται- παντού. Άλλοτε με έντονα στοιχεία θεατρικότητας, άλλοτε σαν τον έντονο παφλασμό του κύματος που “σκάει” στην παραλία. Κρυστάλλινος ήχος, η άτυπη μονομαχία ατμοσφαιρικότητας vs ρυθμικότητας λειτουργεί προς όφελος ενός ατέρμονου λυρισμού που ρέοντας σε αφθονία εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Από την παθιασμένη ερμηνεία του Steve Hogarth, στο κρεσέντο μοναδικότητας σε αλλαγή συναισθημάτων μέσω της εξάχορδης του Steve Rothery κι από εκεί στα ευφάνταστα πλήκτρα του Mark Kelly που γεμίζουν αλλά και πρωταγωνιστούν όταν αυτό επιβάλλεται στο “AHBID”. Είναι, όμως, η σημαντικότατη παρουσία των τυμπάνων και δη του Ian Mosley που συνεπικουρούμενος από το έτερο του ήμισυ στο rhythm section, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Pete Trewavas στο μπάσο, “βγαίνουν” μπροστά και αποτελούν ένα από τα πλέον κομβικά σημεία του νεότευκτου υλικού. Τίποτα δεν ηχεί περιττό. Τα πάντα εξυπηρετούν τον σκοπό τους. Η ροή του δίσκου είναι τέτοια που δεν επισύρει ενστάσεις και γκρίνιες. Σοφά ποιημένη. Με γνώμονα το ποιόν και την ιδιοσυγκρασία της κάθε σύνθεσης η οποία λειτουργεί ως μέρος του συνόλου και όχι αποκομμένη από αυτό.

Αρχής γενομένης με το πρώτο single, το αφάνταστα περιπετειώδες “Be hard on yourself” που δίνει μονομιάς το στίγμα που θα κινηθεί το “AHBID”. Οργιαστικά εθιστικό, με αρκετά ξεσπάσματα και έντονα δυναμικό χαρακτήρα. Εξαιρετικό και το χωρισμένο σε τρία μέρη “Reprogram the gene”, με το πρώτο μέρος να διαθέτει απλοϊκή δομή, δίχως έντονα σκαμπανεβάσματα, το δεύτερο να αποθεώνει την μελωδία και το τρίτο να μας παραπέμπει σε σημεία εκείνο το θεόπνευστο “Seasons end”. Το “Only a kiss” είναι ένα instrumental μερικών δευτερολέπτων που θα οδηγήσει στο “Murder machines”… Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν αυτό το αριστούργημα. Τα δάκρυα, ωστόσο, ποτάμι. Οι στίχοι μαχαιριές. Μόνο οι MARILLION θα μπορούσαν να συνθέσουν κάτι ανάλογο. Πρακτικά αδιανόητο να μην συμπεριληφθεί στις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ!

“The Crow and the nightingale” για την συνέχεια, με έντονα ταξιδιάρικο mood, όμορφα background vocals και ορχηστρικά μέρη να δίνουν άλλη αίσθηση στο κομμάτι και το απίστευτο solo του Rothery να προσυπογράφει μία ακόμα θεσπέσια στιγμή. Το “Sierra Leone” διαθέτει πέντε μέρη, σε αρκετές στιγμές ηχεί ιδιαίτερα μελαγχολικό, τα πλήκτρα λειτουργούν άψογα ως σφάχτες στην καρδιά, η γνώριμη εσωστρέφεια του Hogarth σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Και αισίως φθάνουμε στο “Care”. Το εξόδιο που συνδυάζεται με μια ακόμα σπονδυλωτή –σε τέσσερα μέρη αυτή την φορά- σύνθεση, όπου το κουιντέτο απογειώνεται στην κυριολεξία και η δυναμική του είναι τόσο ευδιάκριτη που βάζει υποθήκη για μία από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου! Το δε τελευταίο μέρος “Angels on earth” είναι κυριολεκτικά από άλλο πλανήτη!

Ας το μαζέψουμε… Το αποτύπωμα που εν τέλει αφήνει το “An hour before it’s dark”, θεωρώ πως θα φανεί άμεσα και δεν θα περιμένει την δικαίωση του μέσα από το πλήρωμα του χρόνου. Είναι αυτό που αποκαλούμε συχνά “άλμπουμ – σταθμός”. Τα πάντα δείχνουν πως έχουν δουλευτεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τα εύσημα ανήκουν και στον παραγωγό τους Michael Hunter που “έπιασε” στο απόλυτο τα vibes του δίσκου, κατορθώνοντας να απελευθερώσει όλη την ενέργεια και τα συναισθήματα των δημιουργών αυτού του εκπληκτικού σε σύλληψη και εκτέλεση έργου. Κλείστε τα μάτια και αφεθείτε στην απαστράπτουσα μαγεία των MARILLION να σας οδηγήσει. Λατρεία παντοτινή!

9 / 10

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here