Από τη στιγμή που έγινε η ανακοίνωση της συγκεκριμένης συναυλίας, απλά μετρούσα τις ημέρες. Το “Close” ήταν για εμένα και για πολλούς ακόμη συντάκτες του Rock Hard μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες του 2022, γι’ αυτό άλλωστε βρέθηκε στην πρώτη πεντάδα. Αναμφισβήτητα είναι το album πριν το μεγάλο breakthrough τους σε μεγαλύτερο αριθμό κοινού και κάτι τέτοια events είναι από αυτά που δεν πρέπει να χάνονται.
Υπήρχε αρκετό word of mouth για τη διπλή συναυλία των MESSA στη χώρα μας. Φτάνοντας όμως στο Κύτταρο είδα τα πράγματα λίγο χαλαρά. Τελικά, όσο περνούσε η ώρα γέμιζε όλο και πιο πολύ. Και πάλι όμως, το ότι δεν ήταν γεμάτο προσωπικά με ευνόησε για να απολαύσω την πρώτη μου επαφή με τους Αθηναίους CHURCH OF THE SEA.
Γιατί μόνο η λέξη απόλαυση θα μπορούσε να περιγράψει αυτά τα μεστά, 45 λεπτά εμφάνισης. Με είχε προϊδεάσει ο Φακίνος ότι πρόκειται για μια περίπτωση που ξεφεύγει από τα εγχώρια δεδομένα και σε συνδυασμό με τα καλά λόγια που είχα διαβάσει δεξιά και αριστερά, φρόντισα να μη χάσω το “support”, τίποτα όμως δεν προμήνυε αυτό που θα αντιμετώπιζα. Το τριμελές σχήμα, αποτελούμενο μόνο από μια κιθάρα, πλήκτρα/samples και τη μαγευτική φωνή της Ειρήνης μόνο ως co-headliner μπορεί να χαρακτηριστεί.
Εκεί που τέμνονται η αισθητική της Chelsea Wolfe, οι ήχοι του μικροκόσμου των DEAD CAN DANCE και η παράνοια των SWANS, είναι το μέρος που μπορείς να συναντήσεις τους CHURCH OF THE SEA. Η frontwoman στις παύσεις κινείται ανάμεσα στη σεμνότητα και στο άγχος, αλλά στις πρώτες νότες κάθε τραγουδιού μεταμορφώνεται σε ένα εξωπραγματικό, αλυσοδεμένο πλάσμα. Κατά τη διάρκεια της εμφάνισης τους, πρόλαβαν και παρουσίασαν την πλειοψηφία των τραγουδιών τους μέχρι και σήμερα (έντεκα είναι όλα και όλα) και στο τέλος της να με αφήνουν να εκφράζω τον θαυμασμό μου σε όποιον συναντούσα. Δηλώνω οπαδός τους πλέον και επιφυλάσσομαι να λιώσω και το “Anywhere but desert” EP και το πρόσφατο “Odalisque” album.
Οι βάσεις για μια αξέχαστη βραδιά είχαν μπει για τα καλά. Μετά από τους co-headliners (γιατί η λέξη support τους αδικεί), ένα τέταρτο μετά τις 10 το βράδυ ήμασταν έτοιμοι να υποδεχτούμε τους γείτονες μας MESSA. Ο χώρος είχε γεμίσει σχεδόν ασφυκτικά, το merch είχε σχεδόν ξεπουλήσει, τα τραγούδια των MANOWAR στα διαλείμματα μας προσγείωναν απότομα στην πραγματικότητα και οι μπύρες ήταν παγωμένες. Και όμως, ακόμη και έτσι, με το που η Sara άρχισε να βγάζει από το στόμα της τους πρώτους στίχους από το “If you want her to be taken”, στο Κύτταρο επικράτησε μια υποβλητική ησυχία.
Αυτό που ακολούθησε για τα επόμενα εβδομήντα λεπτά δεν μπορεί να αποτυπωθεί ακριβώς με λέξεις. Η απόδοση και των τεσσάρων μελών ήταν στουντιακή, το ίδιο και ο πεντακάθαρος και ευκρινής ήχος και τίποτα δε μπορούσε να αποσπάσει τα μάτια και τα αυτιά σου από τη σκηνή (ούτε καν οι δυο-τρεις γραφικοί που είχαν μόνιμα τα κινητά τους ψηλά για να κάνουν το κάθε τραγούδι story στο Instagram). Θα μου πεις, εδώ δεν έδωσες καν βάση ότι όλη η επί σκηνής εμφάνιση κράτησε για μόλις επτά τραγούδια.
Όταν έχεις μπροστά σου κάτι άρτιο στην κάθε του λεπτομέρεια, οι αριθμοί έχουν μικρή σημασία. Τέσσερα τραγούδια λοιπόν από το σχεδόν αριστουργηματικό “Close”, ένα από το ντεμπούτο “Feast for water” και από το “Belfry” το “Babalon’ ως δεύτερο στο main set και το “Hour of the wolf” να είναι το ένα και μοναδικό encore. Αδιαμφισβήτητο highlight ήταν το πασίγνωστο “Pilgrim”, το οποίο παρέσυρε στην occult πανδαισία του και τον πλέον απαθή.
Όπως λένε, τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκάλια. Αυτή φράση όμως μπορεί να προσδώσει ακρίβεια σε ένα δίπτυχο συγκροτημάτων που έκαναν κατάθεση ψυχής εκείνη τη βροχερή Πέμπτη στην οδό Ηπείρου. Μια εγχώρια τριάδα που πλέον η ελληνική πραγματικότητα μόνο την περιορίζει και μια Ιταλική τετράδα λίγο πριν κάνει το μπαμ και τη μάθει όλη η υφήλιος. Μια Πέμπτη που ο κάθε παρευρισκόμενος σε μερικά χρόνια από τώρα θα λέει με περηφάνια “ήμουν κι εγώ εκεί” και όσοι θα το ακούν θα μετανιώνουν που δεν έπραξαν το ίδιο όταν έπρεπε. Μνημειώδης συναυλία, over and out.
Γιώργος Κόης
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη