Πέρασε μία εβδομάδα από την ημερομηνία κυκλοφορίας του “72 Seasons”, του ενδέκατου ολοκληρωμένου άλμπουμ των METALLICA κι εμείς με τη σειρά μας θα προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε λιγάκι παραπάνω στις δώδεκα συνθέσεις του άλμπουμ αλλά και σε ότι μεσολάβησε στο διάστημα μεταξύ αυτού και του προκατόχου του, “Hardwired… to self-destruct”.
Επτά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Hardwired… to self-destruct” θεωρείται ένα αρκετά πετυχημένο και αγαπητό άλμπουμ από τους οπαδούς των METALLICA, με τις πωλήσεις του να έχουν ξεπεράσει τα 2.000.000 αντίτυπα, έχοντας αφήσει πίσω του εξαιρετικές συνθέσεις όπως τα “Moth into flame”, “Halo on fire” και “Spit out the bone”, η “WorldWired Tour” να γίνεται παντού sold-out με το συγκρότημα να περιοδεύει σε όλες τις ηπείρους για τα επόμενα τρία χρόνια και να ολοκληρώνεται στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο Manheim στις 25 Αυγούστου 2019.
Οι METALLICA παρέμειναν δραστήριοι όμως κι εκτός του αυστηρού δίσκου-περιοδεία κύκλου. Στις 13 Φεβρουαρίου του 2017 ανακοινώνουν την ίδρυση του δικού του φιλανθρωπικού ιδρύματος με τίτλο All Within My Hands, με αρκετές δράσεις έκτοτε συμπεριλαμβανομένης της συναυλίας Band Together Bay Area το 2017, η οποία βοήθησε να συγκεντρωθούν 17 εκατομμύρια δολάρια για τα θύματα των πυρκαγιών στη βόρεια California και φιλανθρωπικά show όπως το Helping Hands Concert & Auction με τα αντίστοιχα unplugged set όπου συγκέντρωσαν 1,3 εκατομμύρια δολάρια για το έργο του Ιδρύματος με το Feeding America και την Αμερικανική Ένωση Κοινοτικών Κολεγίων (American Association of Community Colleges), αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα της πείνας και της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού και για τη δημιουργία βιώσιμων κοινοτήτων.
Στις 26 Μαΐου 2017 ο Lars Ulrich τιμάται με τον Σταυρό του Ιππότη του Τάγματος του Dannebrog (Knight’s Cross of the Order of Dannebrog) από την βασίλισσα της Δανίας, Μαργαρίτα Β΄ της Δανίας, μία τιμητική διάκριση για όσους έχουν συνεισφέρει στις τέχνες, τις επιστήμες ή την επιχειρηματική ζωή, είχαν αξιόλογη δημόσια ή στρατιωτική θητεία ή για όσους εργάζονται για τα δανικά συμφέροντα, με τον Πρίγκιπα Φρειδερίκο της Δανίας να παραδίδει ο ίδιος το παράσημο στον Lars Ulrich όταν βρέθηκε στο San Francisco λίγες μέρες μετά. Στις 14 Ιουνίου 2018 οι METALLICA μαζί με το Afghanistan National Institute of Music και τον Dr. Ahmad Sarmast, τους απονέμεται το βραβείο Polar Music Prize στη Σουηδία. Τα Polar Music Prize δημιουργήθηκαν το 1989 από τον Stig “Stikkan” Anderson, manager των ΑΒΒΑ και κάθε χρόνο από το 1992 επιβραβεύουν δράσεις και καλλιτέχνες με σκοπό να γιορτάσουν τη μουσική σε όλες τις διαφορετικές μορφές της και να τονίσουν την αρχική πρόθεση του βραβείου που είναι να σπάσει τα μουσικά σύνορα φέρνοντας κοντά ανθρώπους από όλους τους διαφορετικούς κόσμους της μουσικής και να προωθήσει τη γεωγραφική και μουσική ποικιλομορφία. Παλαιότερα είχαν διακριθεί καλλιτέχνες όπως οι Elton John, Bob Dylan, LED ZEPPELIN, PINK FLOYD, Paul McCartney, Bruce Springsteen κ.α. Στην τελετή παρευρέθηκαν οι Lars Ulrich και Rob Trujillo, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Carl XVI Gustaf, με τους Ian Paice και Roger Glover των DEEP PURPLE να διαβάζουν τη σχετική παραπομπή για τους METALICA και μουσικοί όπως οι Tobias Forge (GHOST), Mikkey Dee (SCOPRIONS, MOTORHEAD), μέλη των CANDLEMASS, REFUSED κ.α. να διασκευάζουν τραγούδια των METALLICA.
Στις 16 Ιανουαρίου 2019 οι METALLICA παίρνουν μέρος στη συναυλία-φόρο τιμής για τον Chris Cornell που πραγματοποιείται στο The Forum στο Los Angeles διασκευάζοντας τα “All your lies” και “Head injury” των SOUNDGARDEN με τα τραγούδια να κυκλοφορούν σε περιορισμένο 7” το 2021 αποκλειστικά για τους συνδρομητές του Metallica Vinyl Club.
Σε ότι αφορά τον παλαιότερο κατάλογό τους επανακυκλοφορούν σε deluxe box-set εκδόσεις και σε άλλα πέντε format τα “Master of puppets”, “…And justice for all” και “Metallica” μέσω της δικής τους εταιρείας, Blackened Recordings ενώ αγόρασαν τη Furnace Record Pressing με έδρα τη Virginia, η οποία «έκοβε» μέχρι πρότινος τα βινύλια για τους METALICA και σημαντικό ρόλο σε αυτή την κίνηση παίζει η αναζωπύρωση της δημοτικότητας που έχει το συγκεκριμένο format τα τελευταία χρόνια. Εκτός μουσικής οι METALLICA παραμένουν δραστήριοι μιας και μέσω της εταιρείας παραγωγής αλκοόλ, Sweet Amber Distilling Co, κυκλοφορούν το 2018 το Blackened American Whiskey σε συνεργασία με τον αποσταγματοποιό Dave Pickerell και την Enter Night Pilsner με την αμερικανική ζυθοποιία Arrogant Consortia.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 οι METALLICA εγκαινιάζουν το Chase Center στο San Francisco, την έδρα της ομάδας μπάσκετ του NBA, Golden State Warriors, πραγματοποιώντας δύο ιστορικές εμφανίσεις με την San Francisco Symphony, είκοσι χρόνια μετά από αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί με τον Michael Kamen για το “S&M” με το αντίστοιχο CD, βινύλιο, DVD, Blu-Ray και Deluxe Box Set να κυκλοφορεί στις 28 Αυγούστου 2020 με τον τίτλο “S&M2” ενώ είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα παγκόσμια πρεμιέρα στους κινηματογράφους.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όμως το νέο που θα ανακοίνωναν λίγες μέρες μετά στους Ulrich, Hammett και Trujillo πως ο James Hetfield είχε κάποια προσωπικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει και θα έπρεπε να μπει ξανά σε πρόγραμμα θεραπείας σχετικά με την απεξάρτησή του από το αλκοόλ όπως είχε συμβεί και το 2001 κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το “St. Anger” με αποτέλεσμα να ακυρώσουν τις προγραμματισμένες εμφανίσεις σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και να μπουν οι METALLICA για κάποιο διάστημα στον «πάγο» όπως θα έμπαιναν και οι ζωές των περισσότερων από μας στις αρχές του 2020 με τον ερχομό του ιού COVID-19, τον αρχικό περιορισμό των μετακινήσεων και την καραντίνα που ακολούθησε. Κατά το διάστημα αυτό οι METALLICA μέσω του επίσημου καναλιού τους στο YouTube ανέβαζαν για τις επόμενες 24 εβδομάδες από μία ολόκληρη συναυλία από το αρχείο του συγκροτήματος ενώ ο James Hetfield κάνει την πρώτη του εμφάνιση μετά το rehab σε μια δεξίωση στο Petersen Automotive Museum στο Los Angeles στις 30 Ιανουαρίου 2020 εν όψει της έκθεσης Reclaimed Rust: The James Hetfield Collection, στην οποία παρουσιάζονταν δέκα από τα κλασικά αυτοκίνητά του με το σχετικό βιβλίο “Reclaimed rust: The four-wheeled creations of James Hetfield” να κυκλοφορεί αργότερα μέσα στη χρονιά.
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης και πως κάτι κινείται στο στρατόπεδο των METALLICA διακρίνονται στις 2 Μαΐου 2020 όταν ανεβαίνει στο YouTube η ακουστική εκτέλεση του “Blackened 2020” το οποίο ηχογραφήθηκε με τη βοήθεια της Zoom πλατφόρμας από τα σπίτια των τεσσάρων μελών όπως συνηθίσαμε να βλέπουμε παρόμοιες απόπειρες από αρκετούς μουσικούς εκείνη την περίοδο ενώ στις 10 Αυγούστου βιντεοσκοπείται υπό άκρα μυστικότητα μία εμφάνιση τους στο Gundlach Bundschu Winery στην κομητεία Sonoma της California με σκοπό να προβληθεί σε drive-in κινηματογράφους στις Η.Π.Α. και στον Καναδά. Με την κατάσταση με τον COVID-19 να μην έχει αλλάξει καθόλου, οι METALLICA διοργανώνουν τη δεύτερη φιλανθρωπική συναυλία Helping Hands στο studio τους στο HQ μέσω streaming κι ενός Virtual Fan Wall ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με τους οπαδούς τους.
Το 2021 η κινητικότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη, με τους METALLICA να γιορτάζουν την τριακοστή επέτειο του “Metallica” με την κυκλοφορία του αντίστοιχου box-set και του tribute άλμπουμ διασκευών “The Metallica blacklist”, παρουσιάζοντας το επίσης ολόκληρο σε κάποιες συναυλίες στις Η.Π.Α. αλλά και την επέτειο σαράντα χρόνων από την ίδρυση τους με δύο συναυλίες στις 17 και 19 Δεκεμβρίου στο Chase Center στο San Francisco με εντελώς διαφορετικό μεταξύ τους set-list.
Το 2022 τους βρίσκει να περιοδεύουν στην Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, ο Kirk Hammett κυκλοφορεί το πρώτο του solo instrumental EP με τίτλο “Portals” και το τραγούδι “Master of puppets” ακούγεται στον τέταρτο κύκλο της δημοφιλούς σειράς του Netflix, “Stranger things”, με αποτέλεσμα να μπει στα UK Top 40 και στα US Billboard Hot 100 τριάντα έξι χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του. Η κορύφωση όμως έρχεται στις 28 Νοεμβρίου όπου οι METALLICA σε ανύποπτη στιγμή ανακοινώνουν τον τίτλο του νέου τους άλμπουμ, ημερομηνία κυκλοφορίας, tracklist και την M72 Word Tour περιοδεία για τα επόμενα δύο χρόνια σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική με δύο διαφορετικά setlist σε κάθε σταθμό, με support τους PANTERA, FIVE FINGER DEATH PUNCH, ICE NINE KILLS, GRETA VAN FLEET, ARCHITECTS, VOLBEAT και MOMMOTH WVH. Προσπαθώντας να χωνέψουμε τα παραπάνω, κυκλοφορούν και το πρώτο single με τίτλο “Lux Æterna” καθώς και το αντίστοιχο video-clip. Το άλμπουμ ονομάζεται “72 Seasons” και ο James Hetfield μας βάζει στο concept του δίσκου με την παρακάτω δήλωση: «72 εποχές. Τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μας που διαμορφώνουν τον αληθινό ή ψεύτικο εαυτό μας. «Ποιοι είμαστε» θεωρητικά με βάση αυτό που μάθαμε από τους γονείς μας. Μια πιθανή κατηγοριοποίηση του τι είδους προσωπικότητα είμαστε. Νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος αυτού είναι η συνεχής μελέτη αυτών των βασικών πεποιθήσεων και πώς αυτά επηρεάζουν την αντίληψή μας για τον κόσμο σήμερα. Μεγάλο μέρος της εμπειρίας της ενήλικης ζωής μας είναι η αναπαράσταση ή η αντίδραση σε αυτές τις παιδικές εμπειρίες. Είμαστε αιχμάλωτοι της παιδικής ηλικίας ή απελευθερωνόμαστε από αυτά τα δεσμά που κουβαλάμε».
Ο James Hetfield έχει αναφερθεί αρκετές φορές στα παιδικά του χρόνια, τόσο στις συνεντεύξεις του καθώς και σε τραγούδια όπως τα “Dyers eve” και “The god that failed”. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που είχε ασπαστεί την Χριστιανική Επιστήμη, παιδί χωρισμένων γονιών με τον πατέρα να τους παρατά όταν ο Hetfield ήταν 13 ετών, χάνοντας τη μητέρα του τρία χρόνια μετά όταν αυτή αρρώστησε από καρκίνο χωρίς να δεχτεί φαρμακευτική περίθαλψη λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ένα παιδί που δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως η μοναδική οικογένεια που βίωσε ήταν οι METALLICA και παρά την επιτυχία και τη δημοτικότητα που γνώρισαν καθώς και την τραγική απώλεια του Cliff Burton, κάποια στιγμή η φούσκα έσκασε κυριολεκτικά πάνω τους. Όλα αυτά έχουν καταγραφεί στο ντοκιμαντέρ “Some kind of monster” κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το “St. Anger”, από τις πιο δύσκολες περιόδους που έχει βιώσει ποτέ το συγκρότημα, όπου η παρουσία του ψυχοθεραπευτή/performance enhancement coach Phil Towle θεωρήθηκε αναγκαία. Τότε ήταν που ο James Hetfield αποφάσισε για πρώτη φορά να βάλει τον εαυτό του σε προτεραιότητα και μπήκε σε rehab/κέντρο απεξάρτησης για επτά μήνες.
Ένα χρόνο πριν κλείσει τα εξήντα, o James Hetfield βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, φαίνεται αρκετά συνειδητοποιημένος και όσο το δυνατόν απαγκιστρωμένος από βαρίδια του παρελθόντος χωρίς να φοβάται πλέον να εκτεθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των METALLICA στις 12 Μαΐου 2022 στο Belo Horizonte στη Βραζιλία, λίγο πριν το “Sad but true” πλησίασε το μικρόφωνο και είπε τα εξής: «Πρέπει να σας πω ότι δεν ένιωθα πολύ καλά πριν βγω στην σκηνή. Ένιωθα κάπως ανασφαλής, σαν να είμαι γέρος, πως δεν μπορώ να παίξω άλλο, όλες αυτές τις μαλακίες που λέω στον εαυτό μου μέσα στο μυαλό μου. Έτσι μίλησα σε αυτούς τους τύπους (σ.σ. δείχνοντας τα υπόλοιπα μέλη) και με βοήθησαν, τόσο απλά. Με αγκάλιασαν και μου είπαν: «Αν τα βρεις δύσκολα στη σκηνή, να ξέρεις έχεις εμάς.» Και σας λέω, αυτό σημαίνει τα πάντα για μένα». Οι Ulrich, Hammett και Trujillo έσπευσαν αμέσως να τον αγκαλιάσουν και απευθύνθηκε ξανά στο κοινό λέγοντάς τους πως αν εγώ δεν αισθάνομαι μόνος βλέποντας όλους εσάς δεν θα πρέπει να αισθάνεστε ούτε εσείς ποτέ μόνοι. Τρεις μήνες μετά διέρρευσε στο διαδίκτυο πως o γάμος του με τη γυναίκα του Francesca Tomasi έφτασε στο τέλος του μετά από είκοσι πέντε χρόνια και τρία παιδιά.
Ο Phil Towle κάποια στιγμή στο “Some kind of monster” αναφέρει πως το αποτέλεσμα όλης αυτής της δουλειάς μαζί του και των συνεδρίων θα φαινόταν τα επόμενα χρόνια και είχε απόλυτο δίκιο αν κρίνουμε από το πόσο υγιείς, χαρούμενοι, δεκτικοί και εξωστρεφείς είναι οι METALLICA από τότε και ειδικά μετά την έλευση του μπασίστα Rob Trujillo. Στο “St. Anger” ήταν που οι Hetfield/Ulrich έδωσαν περισσότερο χώρο στον Kirk Hammett και στον παραγωγό Bob Rock και δούλεψαν συλλεκτικά τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους. Μπορεί στους επόμενους δίσκους αυτό να ατόνησε λιγάκι, ειδικά στο “Hardwired… to self-destruct” όπου οι Hetfield/Ulrich ανέλαβαν αποκλειστικά τη σύνθεση του άλμπουμ αλλά όλα φάνηκαν να αλλάζουν όταν ο James Hetfield επικοινώνησε με τους υπόλοιπους τρεις κατά τη διάρκεια της καραντίνας και τους έστειλε ένα πρώτο δείγμα της ακουστικής εκτέλεσης του “Blackened 2020” ζητώντας τους προσθέσουν ότι θέλουν σε αυτό χωρίς να το πολυσκεφτούν. Απλά έψαχνε την αφορμή να συνδεθούν όλοι μαζί έστω και από μακριά. Όπως δήλωσε ο Trujillo στο “So What!”, το περιοδικό του fan-club των METALLICA, τότε ήταν που o Lars Ulrich του ζήτησε να επιμεληθεί κάτι αντίστοιχο και για το “The day that never comes” αλλά αυτός ανταποκρίθηκε με μια ιδέα που δεν είχε σχέση με το τραγούδι έχοντας ως σκοπό να τους δώσει μια «κλωτσιά στον κώλο», να γίνουν πιο δημιουργικοί και να ξεκινήσουν να δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό. Ο James Hetfield με τη σειρά του δηλώνει πως ήταν πλέον πιο δεκτικός στις ιδέες των άλλων και τους παρότρυνε να στείλουν τις ιδέες τους και να αποτελέσουν όλοι τους μέρος τους επερχόμενου άλμπουμ παρά τις προκλήσεις και τις τριβές που θα μπορούσαν να έρθουν αντιμέτωποι όταν ο καθένας μπορεί να λέει τη γνώμη του και να έχει μία αντίθετη άποψη πχ. Οι τηλεσυναντήσεις μέσω Zoom έγιναν τζαμαρίσματα στο HQ με τον παραγωγό Greg Fidelman σε ρόλο συντονιστή και τον Lars Ulrich να έχει ήδη κάνει κάποιο ξεσκαρτάρισμα από riff και ιδέες που είχαν συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια από τις πρόσφατες περιοδείες με κάποια από αυτά να είναι μάλιστα δεκαπενταετίας.
Στιχουργικά μπορεί η θεματολογία του “72 Seasons” να φαίνεται σκοτεινή αλλά ο Hetfield την προσεγγίζει με θετική ματιά, γι’ αυτό και η αρχική επιλογή για τον τίτλο του δίσκου ήταν “Lux Æterna”. Σαν ένα είδος αιώνιου φωτός που ήταν πάντα μέσα μας και ίσως μόλις τώρα ξεπροβάλει όπως αναφέρει ο ίδιος. Αυτό το φως αντικατοπτρίζει και το κίτρινο που δεσπόζει στο εξώφυλλο και σε όλο το artwork και σε γενικές γραμμές το “72 Seasons” παίζει πολύ με το δίπολο φως-σκοτάδι και η αντίθεση με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Lee Jeffries, γνωστό για τα πορτρέτα αστέγων, ηλικιωμένων αλλά και ανθρώπων που δεν τηρούν τα κοινωνικά πρότυπα δεν είναι τυχαία και το αποτέλεσμα στο ένθετο του δίσκου τους δικαιώνει γιατί σε αυτά τα κοντινά πλάνα εστιάζεις στο βλέμμα και ό,τι κρύβεται πίσω από αυτό, εντελώς απογυμνωμένο, ειλικρινές και ξεκάθαρο. Αρχικά η πρώτη επαφή με το concept ήταν τύπου “72 Seasons of sorrow” αλλά απέσυρε αυτή την ιδέα γιατί τα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής μας δεν είναι μόνο θλίψη όπως λέει ο Hetfield ενώ παίζει αρκετά και με τη συγχώρεση, άλλο ένα θέμα που τον έχει απασχολήσει αρκετές φορές στιχουργικά. «Η προσκόλληση στο παρελθόν δεν με βοήθησε και πολύ. Αλλάζοντας όμως την αφήγηση της παιδικής μου ηλικίας λειτούργησε θετικά κι αυτή ήταν μία δια βίου διαδικασία».
«Είναι τόσο κλισέ, αλλά η μουσική είναι μια αντανάκλαση των συναισθηματικών, διανοητικών και πνευματικών μας καταστάσεων» δηλώνει στο Kerrang o Kirk Hammett. «Δεν νομίζω ότι γίνεται κι αλλιώς! Είμαστε ένα συγκρότημα που του αρέσει να δουλεύει πολύ, να κλεινόμαστε σε ένα δωμάτιο και πως προσπαθούμε να απαλλαγούμε από αυτή την ενέργεια που έχουμε συλλογικά; Καταθέτοντας τα πάντα στη μουσική. Γι’ αυτό είναι τόσο δυναμική. Δεν υπάρχουν μπαλάντες γιατί δεν εμφανίστηκαν μπαλάντες. Δεν εμφανίστηκε μουσική που να ήταν ωραία, τρυφερή και ευαίσθητη, τίποτα τέτοιο. Όλα έχουν να κάνουν με το να βγάζεις αυτά τα συναισθήματα με τέτοιο καθαρτικό τρόπο».
Track by track: METALLICA – “72 Seasons” (Blackened Recordings)
“72 Seasons” – 7:39 (Hetfield / Ulrich / Hammett)
Το άλμπουμ ξεκινάει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με το ομότιτλο τραγούδι να αποτελεί φυσική συνέχεια του “Spit out the bone” και των πιο heavy/thrash στιγμών του “Death magnetic”, με το βασικό riff να αποτελεί έμπνευση του Kirk Hammett. Double picking riffing, με τις ταχύτητες να ανεβαίνουν στο ρεφρέν και στη μέση του τραγουδιού να αλλάζει ύφος και τόνο με άχρονα σκασίματα που το διαδέχεται ένα χαρακτηριστικό solo από τον Kirk Hammett με anthem αέρα.
“Shadows follow” – 6:12 (Hetfield / Ulrich)
Πάντα το δεύτερο τραγούδι στα άλμπουμ των METALLICA είχαν τη δική τους δυναμική και μαγεία. Δεν αλλάζει εδώ η συνταγή με το “Shadows follow” να είναι κοντά στην thrashy αισθητική του “Moth into flame” αλλά εξελίσσεται αρκετά διαφορετικά. Συσσωρεύει αρκετά δύναμη μέσα του ειδικά από το σημείο και μετά που τραγουδάει “Cut and run, hide away from fate…” που οι αρμονίες στην κιθάρα με τις εναλλασσόμενες ρυθμικές κιθάρες από πίσω παραπέμπουν στο αντίστοιχο mid-tempo μέρος στο “Battery” πριν το solo. Εδώ ο Kirk Hammett βγάζει μία πιο “Black album” αύρα παρά την πιο old-school προσέγγιση του. Ο James Hetfield δεν διστάζει να τραγουδήσει πιο μελωδικά αν και το τραγούδι σφίγγει από ενέργεια. Φοβερός ήχος στις κιθάρες με το μπάσο να «βράζει».
“Screaming Suicide” – 5:30 (Hetfield / Ulrich / Trujillo)
To δεύτερο single του άλμπουμ. Uplifting τραγούδι, στο ύφος του “Atlas rise”, με πιο “Kill’em all” αύρα κι έντονη N.W.O.B.H.M. ανεμελιά. Εκπληκτικό μπάσο από τον Trujillo και τον Kirk Hammett να βγάζει τις επιρροές του από Ritchie Blackmore με “Speed king” εμμονές και τον James Hetfield να εξορκίζει τους φόβους του, με ωραίο σημείο εκεί που απαγγέλει τους στίχους.
“Sleepwalk my life away” – 6:56 (Hetfield / Ulrich / Trujillo)
Αλλαγή διάθεσης και μεταφερόμαστε στην πιο mid-90’s περίοδο των METALLICA. Εισαγωγή με μπάσο και τα riff να αναπτύσσονται σιγά-σιγά, όχι κάτι πολύ μακριά από αυτό που συμβαίνει στο “Enter Sandman” αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι που βρωμάει “Load” από μακριά, τόσο στα riff όσο και στο solo, με αρκετά πιο heavy ήχο όμως. Τα riff συνεχίζουν να αναπτύσσονται μέχρι και την τελευταία στιγμή και αυτό παρατηρείται σε σχεδόν όλα τα τραγούδια.
“You must burn!” – 7:03 (Hetfield / Ulrich / Trujillo)
Εδώ πέφτουν ακόμη περισσότερο οι ταχύτητες, βρισκόμαστε στη νοητή γραμμή “Sad but true” / “Devil’s dance” / “Dream no more” και αυτού του είδους τα τραγούδια ταιριάζουν πολύ στους METALLICA και ο τρόπος που μετουσιώνουν τους BLACK SABBATH. Στο “72 Seasons” η αγάπη του James Hetfield για τον Tony Iommi δεν έχει προηγούμενο και δεν μας χαλάει καθόλου. Creepy τραγούδι, θα μπορούσε να υποστηρίξει Lovecraft στιχομυθία και πολύ πετυχημένη η αναφορά του Trujillo στο “Believer” του Ozzy Osbourne. Εμβόλιμες ALICE IN CHAINS φωνητικές αρμονίες και μακροσκελές solo από τον Hammett.
“Lux Æterna” – 3:26 (Hetfield / Ulrich)
To πρώτο single του άλμπουμ. Τραγούδι-ορισμός όλων αυτών που πρεσβεύει το “72 Seasons”. Είσαι 18 χρονών, ακούς IRON MAIDEN, SAXON, TYGERS OF PAN TANG και όλα αυτά τα νέα συγκροτήματα που ξεπηδούν από το N.W.O.B.H.M. Οι METALLICA του προσδίδουν μία MOTORHEAD ορμή, ο Lars Ulrich δηλώνει παρών και οι METALLICA ακούγονται πιο old-school από ποτέ. Θα μπορούσε να είναι το τραγούδι που δεν ηχογράφησαν ποτέ για το “No Life ’til Leather ”. Ο Hetfield πετάει βόμβες με τα “Full speed or nothing” και “Lightning the nation” και ο Hammett ένα θορυβώδες solo όπως ακριβώς ταιριάζει στην περίσταση.
“Crown of barbed wire” – 5:49 (Hetfield / Ulrich / Hammett)
Από τα πιο heavy και περίεργα τραγούδια του δίσκου. Υπόκωφο riff, ΑC/DC αύρα, καρφωτό περιόδου “Load”, θυμίζει μάλιστα αρκετά το “Cure” από κει. Σαγηνευτική η φωνητική μελωδία στο “So tight / This crown of barbed wire” με το μονόχορδο riff να έρπει από πίσω. Αν τα τραγούδια στα “Load” / “Reload” είχαν αυτόν τον ήχο, πολύ πιθανό να μην άνοιγε ρουθούνι τότε. Άλλες εποχές τότε, άλλα έθιμα…
“Chasing light” – 6:45 (Hetfield / Ulrich / Hammett)
Εδώ στιχουργικά ο Hetfield παίζει με το δίπολο σκοτάδι-φως. Είσαι νέος, μεγαλώνεις προσπαθώντας να κυνηγήσεις το φως, τους στόχους σου αλλά όσο προσπαθείς να πραγματοποιήσεις το όνειρο σου θα έρθουν και οι αναποδιές, το σκοτάδι. Δίνοντας το έναυσμα με το “There’s no light” πριν μπει η μουσική, η ταχύτητα του τραγουδιού παίζει επίσης με το δίπολο αργό-γρήγορο και μου θύμισε κάπως την γλυκόπικρη πλευρά που είχαν στο προηγούμενο δίσκο τραγούδια όπως το “ManUNkind” αλλά με αρκετό “Black album” vibe.
“If darkness had a son” – 6:36 (Hetfield / Ulrich / Hammett)
Ο εμβατηριακός ρυθμός στα τύμπανα πάει να σου σκάσει κάτι από “Confusion” και ο τρόπος που αναπτύσσεται μέχρι να μπουν τα φωνητικά να θυμίζει λιγάκι το “Eye of the beholder”, αλλά με το που μπει το παιχνιδιάρικο ανηφορικό riff στο “The beast still shouts for what it’s yearning” αλλάζει εντελώς διάθεση με ένα ρεφρέν για να το τραγουδάς στις συναυλίες τους. Όταν άκουσα τον Hetfield να τραγουδάει τον στίχο “Temptation” θεώρησα πως είχαμε να κάνουμε με μέρος από το ομότιτλο τραγούδι από τα outtake του “St. Anger” αλλά δεν έχει καμία σχέση. Όπως τους είχε συμβουλέψει και ο πατέρας του Ulrich στην περίφημη σκηνή στο “Some kind of monster”, πιθανότατα να το έχουν διαγράψει. Πολύ ωραίο τραγούδι.
“Too far gone?” – 4:34 (Hetfield / Ulrich)
Δυναμικό τραγούδι, με ωραίο thrashy ala “No remorse” riff και τον Hetfield να τραγουδάει σε σχεδόν MISFITS μελωδικές γραμμές με κερασάκι για το τέλος τις THIN LIZZY αρμονίες. Κολλητικό τραγούδι που σε κερδίζει όλο και περισσότερο σε κάθε ακρόαση.
“Room of mirrors” – 4:34 (Hetfield / Ulrich)
Εισαγωγή-καρφί “Stormbringer” από DEEP PURPLE αν και στη συνέχεια έχει ένα πιο punk/N.W.O.B.H.M προσανατολισμό. Μέχρι και τη μέση θεωρείς πως το τραγούδι θα κινηθεί σε αυτούς τους ρυθμούς με τον Hetfield να ακούγεται απολαυστικός και πωρωτικός στο “So I stand here / Before you…”. Ο Hammett λοξοκοιτάζει ξανά προς Blackmore μεριά, το εισαγωγικό riff ξαναμπαίνει και η επόμενη μελωδία μας στέλνει στο διάολο, ειδικά όταν μπαίνει και η THIN LIZZY αρμονία και ακόμα περισσότερο όταν στην επανάληψή της ο Lars Ulrich μας βομβαρδίζει με γρήγορη δίκαση. Πανέμορφο τραγούδι.
“Inamorata” – 11:10 (Hetfield / Ulrich)
Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι των METALLICA. Από τα πιο προσωπικά τραγούδια του James Hetfield, όπως ακριβώς είχε συμβεί στο παρελθόν με τα “The outlaw torn” και “Fixxxer”. Tony Iommi worshipping riff, ότι πιο sludgy έχουμε ακούσει σε δίσκο των METALLICA, τιτάνια riff ξανά και με στίχους που ο Hetfield παρουσιάζει τη μιζέρια ως ερωμένη του. Όσο και να απολαμβάνει αυτή του την πλευρά κάποιες στιγμές, δείχνει να έχει κουραστεί από αυτήν και δεν θέλει άλλο να κυριαρχεί στη ζωή του. Όταν κάποια στιγμή χαμηλώνουν τα όργανα και το μπάσο αναλαμβάνει να παίξει τη μελωδική γραμμή, οι Hetfield/Hammett συντονίζονται σε αρμονίες που συνειρμικά δεν γίνεται να μην πάει το μυαλό σου στις αντίστοιχες του “To live is to die” αλλά και σε αυτές του “My friend of misery”. Σε κάθε “Misery / She needs me…” που τραγουδάει ο Hetfield τόσο πιο δύσκολο το κάνει για τον ίδιο να την αποχωριστεί και άλλο τόσο για μας να μη βάλουμε να ξαναπαίξει από την αρχή το άλμπουμ και να περιμένουμε καρτερικά να φτάσουμε στο εν λόγω τραγούδι.
Το “72 Seasons” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ και άξιος διάδοχος του “Hardwired… to self-destruct”. Μπορεί στον προκάτοχό του να είχαν ξεχωρίσει αμέσως κάποια τραγούδια αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με άλμπουμ πιο συνεκτικό και δουλεμένο από την αρχή μέχρι το τέλος. Απίστευτος ήχος, αρκετά ωμός και σφιχτός ειδικά στις κιθάρες με τον Greg Fidelman να έχει πιάσει το live νεύρο, κάνοντας φοβερή δουλειά στην παραγωγή χωρίς να είναι παρεμβατικός. Ακούγεται αβίαστο, φρέσκο και με τραγούδια που κανείς δεν τα προσεγγίζει με τον τρόπο που το κάνουν οι METALLICA. Είναι ολοφάνερο πως μετά το σοκ που είχαν υποστεί στο “St. Anger”, οι METALLICA βρίσκουν με κάθε κυκλοφορία τον καλό τους εαυτό. Έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια και μόλις τρία άλμπουμ για να επιτευχθεί αυτό; Στο χωροχρόνο των METALLICA, δυστυχώς ναι. Επαναλαμβάνω το μεγαλύτερο προτέρημά του είναι πως ακούγεται δουλεμένο και αβίαστο την ίδια στιγμή. Εκεί που υστερούσε το “Death magnetic” με τον Rick Rubin πχ, ένα άλμπουμ με καλή πρώτη ύλη και συνθέσεις αλλά έχανε σε κάποια σημεία, λόγω των άσκοπων αναλύσεων και με το σχεδόν στανιό επαναπατρισμό στον ήχο των πρώτων άλμπουμ, λάθος που για μένα επανέλαβε ο Rubin και με τους BLACK SABBATH στο “13” αλλά ακόμη και από τα λάθη μαθαίνεις και το “Hardwired… to self-destruct” είναι η απόδειξη. Μπορεί όταν ακούσαμε το “Lux Æterna” να θεωρήσαμε πως ίσως ολόκληρο το άλμπουμ θα προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση αλλά οι METALLICA κατάφεραν και ενσωμάτωσαν στρατηγικά τις old-school επιρροές τους αναπροσαρμόζοντας τες στο ύφος που έχουν σήμερα το οποίο μπορεί να μην είχαν κάποιο συγκεκριμένο όραμα όταν μπήκαν στο studio όπως στο παρελθόν αλλά άφησαν να τους οδηγήσουν τα ίδια τα riff και η χημεία μεταξύ τους. Σίγουρα σε ένα άλμπουμ 77 λεπτών κάποια τραγούδια θα ξεφουσκώσουν με την πάροδο του χρόνου αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποιο που να κραυγάζει κάτι τέτοιο. O Rob Trujillo έχει ενσωματωθεί πλήρως και του έχει δοθεί χώρος συνθετικά και ακόμη περισσότερο στην παραγωγή με απίστευτο στιβαρό ήχο ενώ ο Lars Ulrich με τον lead ήχο στα τύμπανα έχει -σοφά- φέρει το παίξιμο στα μέτρα του. Ο Kirk Hammett ακολουθεί μία πιο ενστικτώδη προσέγγιση στα solo του, σαν να ακούς το πρώτο take στην ηχογράφηση, με πιο blues κλίμακες και τις χαρακτηριστικές πεντατονικές του και θορυβώδης όποτε το επιθυμεί. Ο James Hetfield στη ρυθμική κιθάρα παραμένει απτόητος, ασταμάτητος με riff κατά ριπάς καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ και larger-than-life ως περσόνα όπως πάντα. Ερμηνευτικά ακούγεται ακόμη πιο ώριμος και μελωδικός και στις πιο mid-tempo στιγμές κοντά στον πιο εύθραυστο και ακατέργαστο εαυτό που είχαμε απολαύσει στα “Load” / “Reload” με τη γενικότερη χροιά και το γρέζι των συγκεκριμένων άλμπουμ να αποκτούν άλλη διάσταση εδώ, αρκετά πιο heavy χωρίς τις alternative επιρροές που επικρατούσαν στα 90s με τις επιρροές τους από τα 70s αρκετά πιο ξεκάθαρες και μετουσιωμένες στον κλασικό ήχο του συγκροτήματος.
Είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να κατατάξουμε το “72 Seasons” κάπου στη δισκογραφία των METALLICA. Για μένα αρκεί που το πρόσημο είναι θετικό και απ’ ότι φαίνεται θα παίζει για αρκετό καιρό ακόμη στο στερεοφωνικό μου. Ας ελπίσουμε πως το επόμενο άλμπουμ δεν θα αργήσει άλλα επτά χρόνια.
Κώστας Αλατάς
Όταν τα μεγαθήρια της rock και metal σκηνής κυκλοφορούν μουσική, σείεται ο κόσμος και το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε, είναι να υποβαθμίσουμε την σημασία τους γεγονότος. Οι METALLICA εδώ και τριάντα χρόνια, έχουν σπάσει τα στεγανά του heavy metal και απευθύνονται σε ακροατήριο πέρα από κάθε ταμπέλα. Ακόμα και το αγοραστικό τους κοινό, είναι απεριόριστο, με αποτέλεσμα τόσο τα τελευταία τους άλμπουμ, όσο και τα παλαιότερα (κυρίως μέχρι το “Black album”) να πουλάνε ακατάπαυστα. Προσεγγίζοντας λοιπόν το “72 seasons”, ας το κάνουμε με τον δέοντα σεβασμό, αλλά και με την βασική ερώτηση να είναι:
«Τι περιμένουμε από τους METALLICA το 2023;»
Δεν είναι οι νευριασμένοι έφηβοι του 1983, ούτε έχουν εμμονές να γίνουν εμπορικοί όπως το 1993, δεν έχουν αλλαγή μελών και ψυχαναλυτές όπως το 2003 (ούτε Bob Rock) κι αν πλησιάζουν ηχητικά μια δεκαετία, αυτή σίγουρα είναι του 2013. Έπειτα από συνεχόμενα ακούσματα, το “72 Seasons” για μένα, παρέχει τα πάντα που θέλω να ακούσω από τους METALLICA σήμερα, δίχως εκπλήξεις στο συνθετικό κομμάτι, αλλά σίγουρα με πάρα πολλά θετικά στοιχεία.
Αν και οι 72 εποχές, αναφέρονται στα πρώτα 18 χρόνια του κάθε ανθρώπου, παραφράζοντας το νόημα, θα έλεγα πως μουσικά, το συγκρότημα αναφέρεται περισσότερο στις τελευταίες 72+ δικές τους εποχές. Η παρέα από το San Francisco, δεν ενδιαφέρεται να γράψει άλλο ένα “Orion”, ούτε άλλο ένα “Fight fire with fire”, ενώ ακόμα κι όταν γράφουν το πιο μακροσκελές τους τραγούδι (ενδεκάλεπτο παρακαλώ), δεν πλησιάζουν τις δομές του “…And justice for all”. Α! Και κάτι ακόμα. Το καθένα από τα δώδεκα τραγούδια του, μπορεί να παιχτεί ζωντανά και να ξεσηκώσει. Αν θέλετε να συνοψίσουμε το “72 seasons”, θα έλεγα πως συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα συστατικά της μουσικής τους, από τα τελευταία 30+ χρόνια, αφού υπάρχουν μουσικές αναφορές τόσο στο “Load”, στο “Black album”, όσο και στα πιο πρόσφατα.
Οι METALLICA από την εποχή του “Load”, ολοκληρώνουν τα τραγούδια τους τζαμάροντας και αυτό είναι εμφανές στην δομή τους, όσο και στην τεχνική τους. Το “Sleepwalk my life away” είναι τρανή απόδειξη αυτού, ακροβατώντας ανάμεσα σε ένα ‘70s riff στις στροφές και ένα καθαρόαιμο metal riff στο ρεφραίν, αλλά και το “Chasing light”, που μου άρεσε περισσότερο. Εδώ και χρόνια, κατακρίνω τον Lars, ότι βάζει τα μετρήματα (στο hi-hat) στα άλμπουμ, κάτι που είναι αχρείαστο, αλλά κι αυτό προσθέτει σε αυτή την χύμα-ατμόσφαιρα. Όπως με το υπερβολικό μέτρημα στο “Screaming suicide”. Στο “Lux Aeterna”, με τις τόσο NWOBHM αναφορές, μπορεί να γίνονται πιο επιθετικοί και να θυμίζουν περισσότερο τις ρίζες τους, αλλά και πάλι φαίνεται να είναι χτισμένο στο προβάδικό τους (πιο γνωστό και ως HQ). Ακόμα και το “Shadows follow”, που ίσως περισσότερο από τα υπόλοιπα, μου θυμίζει εποχές “Black album” (δηλαδή του πιο υπερβολικά δουλεμένου δίσκου τους), πατάει σε δομές που θεωρώ πως τους βγαίνουν πλέον αυθόρμητα. Α! Και κάτι ακόμα. Το καθένα από τα δώδεκα τραγούδια του, μπορεί να παιχτεί ζωντανά και να ξεσηκώσει.
Ευτυχώς στο κομμάτι της παραγωγής, ο απολογισμός είναι εξαιρετικός. Τόσο οι κιθάρες, όσο και το μπάσο ακούγονται υπέροχα. Ιδιαίτερα ο Trujillo, έχει περισσότερο χώρο να στιγματίσει τα τραγούδια και ακούγεται πιο καθαρά κι από τον Newsted του “Load/Reload”. Με ζεστό ήχο και καθαρό πρωταγωνιστή τον James Hetfield, οι METALLICA δεν κουράζουν καθόλου. Αυτή τη φορά μάλιστα, θα συγχαρώ (γκούχου, γκούχου) τον Ulrich για τον ήχο στα τύμπανα, αφού καταφέρνει να δέσει όμορφα στις πιο παλιομοδίτικες στιγμές, όσο και στα πιο σύγχρονα μέρη. Μια μικρή ένσταση μόνο στο hi-hat, που παρα-είναι μπροστά, αλλά ευτυχώς δεν καταδικάζει το άλμπουμ.
Ο καθένας θα ξεχωρίσει τα δικά του αγαπημένα. Για μένα οι πιο κλασικές στιγμές, μου καρφώθηκαν πιο γρήγορα. Το “Screaming suicide” με τους δύσκολους στίχους, το “Shadows follow” το παραδοσιακό “If darkness had a son” που θα μπορούσε άνετα να μπει στο “Black album”, αλλά και το γεμάτο αδρεναλίνη “Room of mirrors” με τα κοψίματα του (κιθάρα με πιατίνι) να παραπέμπουν πολλά χρόνια πίσω.
Δεν θα αναφερθώ στην τεχνική κανενός από τα μέλη ξεχωριστά, διότι μουσικά, κανείς τους δεν παρουσιάζει κάποια εξέλιξη. Αυτό συνάδει στο να ακουστεί το “72 seasons” τόσο εύκολα, σαν γνώριμο cocktail. Ο καλός ο barman όμως, πρέπει να εκτελεί την συνταγή με συνέπεια και σοβαρότητα. Το συγκρότημα κάνει ακριβώς αυτό και μας προσφέρει μια δουλειά, σκέτη απόλαυση. Οι λεπτομέρειες είναι… υπερ-ανάλυση.
7,5 / 10
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
Ναι, είναι τετριμμένο και αφόρητα βαρετό. Για τους περισσότερους είναι σχεδόν σίγουρο πως ακούγεται και περιττό. Δεν πάει όμως να είναι εκείνη η αλήθεια, την οποία λόγω του ασυνείδητου φανμποϊσμού και της ψυχαναγκαστικής μας λαχτάρας, τείνουμε να ξεχνάμε ή να κουκουλώνουμε ξεδιάντροπα. Την συνειδητοποίησα ξανά ρίχνοντας απλά μια πρόχειρη ματιά στις promo φωτογραφίες του συγκροτήματος, μερικές των οποίων μπήκαν και στο gatefold του δίσκου. Οι ήρωές μας γερνάνε. Και όσο πιο απότομα γερνούν, τόσο λιγοστεύει η πιθανότητα να μας προσφέρουν κάτι τρομερά εντυπωσιακό ή τόσο έξω από τα όρια των αντοχών και των δυνατοτήτων τους. Παρότι larger-than-life φιγούρες και μουσικοί, που έχουν κατακτήσει το σπουδαίο προνόμιο να μην μπορούν πολλοί (ή και σχεδόν κανένας) να συγκριθούν μαζί τους, οι METALLICA υπάγονται πλέον στον παραπάνω κανόνα.
Μπαίνοντας πλέον στην έκτη δεκαετία της (ηλικιακής) ζωής τους και με ένα κάρο ερωτηματικά να στροβιλίζονται πάνω από τους ώμους τους, ελέω της πανδημίας και της νέας ψυχολογικής δοκιμασίας του James Hetfield, τόσο από την δεύτερη αποτοξίνωση όσο και από τον χωρισμό του, το “72 seasons” επισφραγίζει το γεγονός πως διαθέτουν (ακόμα) τον τρόπο να στέκονται γερά και με την απαραίτητη αυτογνωσία και ειλικρίνεια στα πόδια τους. Ο ήχος, δια χειρός και συν-καθοδήγησης του Greg Fidelman, συνεχίζει, από πλευράς καθαρότητας και δύναμης, από εκεί που σταμάτησε το “Hardwired…to self-destruct”, δένοντας άψογα με την εκούσια επιλογή της μπάντας να ανοίξει την κάνουλα της συνθετικής/οργανικής πρωτοβουλίας, ώστε να συμπεριλάβει ενεργά στο παιχνίδι τους Hammett και Trujillo, με τον πρώτο ειδικά να βάζει σημαντικές πινελιές σε καίρια σημεία με riffs και solos που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων παρά την «αποθέωση» που συγκέντρωσε στο “Lux Æterna”.
Ο Lars Ulrich είναι στο ίδιο ακριβώς επίπεδο ατομικής απόδοσης με το προηγούμενο άλμπουμ, προσδίδοντας σταθερότητα, δυνατά χτυπήματα και αποφεύγοντας συγχρόνως τις «παρεκτροπές» και τα φλύαρα γεμίσματα, την ίδια στιγμή που ο James Hetfield αναδεικνύεται επάξια ως ο στυλοβάτης του δίσκου. Το στιχουργικό σκέλος, με αποκορύφωμα τα “Screaming suicide” και τα “Chasing light”, είναι από μόνο του μια κατάθεση ψυχής και ένα ξόρκισμα των, πάσης φύσεως, δαιμόνων ενώ κουμπώνει ιδανικά την «φορματισμένη» φωνή του στα κουπλέ και τα ρεφραίν, πιεζόμενος όσο και όπου είναι απαραίτητο, αποφεύγοντας τις μακροσκελείς ή πολύ μελωδικές γραμμές. Σε επίπεδο riffs και ρυθμικής προσήλωσης, προσφέρει μια ακόμα επιβεβαίωση πως το χάρισμα παραμένει χάρισμα όσα διαβολεμένα χρόνια και αν περάσουν, αλλά όταν αυτό συνδυάζεται με την κλάση και την εμπειρία τόσων ετών, ποτέ δεν θα σταματήσει να σε εντυπωσιάζει.
Αναφορικά με τις συνθέσεις, η διακύμανση είναι αυτή ακριβώς που προσωπικά περίμενα και υποψιαζόμουν από όσα κομμάτια είδαν το φως της δημοσιότητας προτού κυκλοφορήσει ο δίσκος. Το “Lux Æterna” συνταιριάζει το μπαρούτι του “Kill ‘em all” με τις εφηβικές και άσβεστες (;), NWOBHM ονειρώξεις της μπάντας και μαζί με το ομώνυμο κομμάτι, το οποίο για κάποιον περίεργο λόγο μου έφερε στο μυαλό το “The end of the line” σε επιτάχυνση από το “Death magnetic”, καθώς και το “Room of mirrors”, αποτελούν τις πιο speed-άτες παρενθέσεις. Πέραν όμως αυτών, η ραχοκοκαλιά του άλμπουμ είναι σφιχτά αγκιστρωμένη και έξυπνα δομημένη γύρω από μια αμιγώς mid-tempo (κιθαριστική) αισθητική. Ναι μεν, δεν ακολουθεί την δαιδαλώδη πολυπλοκότητα ενός “…and justice for all”, αποπνέει όμως μεστότητα και είναι αρκετά συμπαγής για να σε κρατήσει τσιτωμένο μέχρι το τέλος. Δεν υπάρχουν εξάλλου εκεί έξω πολλές «φτασμένες» μπάντες που να μπορούν να υποστηρίξουν, να διαχειριστούν τις μεσαίες κλίμακες και να κερδίσουν την αποθέωση πετώντας κατάμουτρα συναυλιακές γκρούβες σαν και αυτές των “Shadows follow” και “Too far gone?” ή βαριοπούλες εποχών “Sad but true” όπως εκείνη του “You must burn!”. Στην αντίπερα όχθη, φρονώ πως θα μπορούσαν να λείπουν εντελώς ή τουλάχιστον να ήταν πιο συμπυκνωμένα, από πλευράς διάρκειας, τα “Sleepwalk my life away” και “Screaming suicide”. Η παρουσία τους τουλάχιστον αντισταθμίζεται από το “If darkness had a son” και το λατρεμένο “Crown of barbed wire” με την ύπουλη, διαστροφική αύρα του, εποχής και οσμής “Load”, προτού έρθει το SABBATH-ικής υφής σβήσιμο με το “Inamorata”.
Εν τέλει, το “72 seasons” λειτουργεί ως η πλέον απτή απόδειξη πως το λυκόφως των ειδώλων πλησιάζει μεν αλλά όχι ακόμα με τόσο γοργούς ρυθμούς, όπως ενδεχομένως να πιστεύαμε πριν από αυτό. Δεν διακατέχεται από την τραχύτητα των πρώτων δίσκων, ούτε έχει, εκ πρώτης ακροάσεως τουλάχιστον, τα «πιασάρικα» κομμάτια του προκατόχου του. Εντούτοις, κολακεύει όσο πρέπει την μουσική διαδρομή και την κληρονομιά μεγατόνων του συγκροτήματος, κουβαλάει ένα vibe που σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μπορούσε άνετα να είχε κυκλοφορήσει μέσα στα (εν πολλοίς) παρεξηγημένα ‘90s, ενώ συγχρόνως αφήνει ανοικτή την πόρτα σε νεότερους οπαδούς όπως έκανε πολύ επιτυχημένα και το “Hardwired…to self-destruct”. Θα ήμασταν άπληστοι ή συγκλονιστικά αφελείς αν ζητούσαμε κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.
8 / 10
Πάνος Δρόλιας
Δίσκος υπ’ αριθμόν 11 για το αγαπημένο μου συγκρότημα όλων των εποχών! Το τι σημαίνουν οι METALLICA για εμένα, παρότι έχω γράψει τουλάχιστον 4-5 γενναία κείμενα για τη πάρτη τους, δεν νομίζω ότι μπορεί να αποτυπωθεί πλήρως, ωστόσο έχω προσπαθήσει να το περάσω προς τα έξω με το καλύτερο δυνατό τρόπο. Ως εκ τούτου, κάθε τέτοια κυκλοφορία είναι ένα γεγονός που μετράω μέρες και ώρες μέχρι να γίνει, με ένα σφίξιμο στο στομάχι εφάμιλλο αυτού του πρώτου ραντεβού (δεν υπερβάλλω ΚΑΘΟΛΟΥ!). Και για πωρωμένους ωσάν και του λόγου μου που πήγαμε ΚΑΙ στη πρεμιέρα στα Village, οι μέρες ήταν κατά μια λιγότερες! Βεβαίως, τη στιγμή που οι γραμμές αυτές θα δημοσιευτούν, ο γράφων θα έχει ήδη αγοράσει τον δίσκο, μη σας πω θα έχει μάθει και κάμποσους στίχους απ’ έξω! Αρκετά με τα δικά μου όμως, ας πάμε στα πιο σημαντικά που έχουμε να πούμε γι’ αυτό το άλμπουμ.
Για να προλάβω διάφορα σχόλια που στέκονται στην άκρη της γλώσσας σας και είναι έτοιμα να βγουν προς τα έξω. Δεν περιμένω τους METALLICA για να ακούσω καλή και φρέσκια μουσική εν έτει 2023, ούτε περιμένω να αλλάξουν το πλανήτη του metal όπως κάνανε την ιστορική περίοδο ‘83 – ‘91. Ωστόσο, ειδικά οι 2 τελευταίες κυκλοφορίες του σχήματος, αλλά και η εν γένει φόρμα του (ειδικά επί σκηνής!), εκτός του ότι με κάνει και χαμογελάω με συγκίνηση που ακόμα το έχουν όντες στη διπλή ηλικία από τη δική μου, με κάνει αντικειμενικά να προσμένω ένα πραγματικά ποιοτικό αποτέλεσμα ως προϊόν αυτού του φορμαρίσματος. Κάτι το οποίο έχουν ενισχύσει έτι περαιτέρω τα 4 από τα 12 κομμάτια που ήδη γνωρίζει το κοινό. Τα οποία βλέπω ότι αγκαλιάστηκαν συνολικά από το κόσμο (ακόμα και τους πιο μετριοπαθείς οπαδούς τους), το οποίο είναι πάντα ένα σημάδι πως δεν είσαι τρελός ή δεν τα έχεις χαμένα.
Κομμάτια ενός δίσκου, που είναι concept, με το τίτλο “72 seasons”. Ο Hetfield σχολίασε επ’ αυτού: “72 εποχές. Τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μας που διαμορφώνουν τον αληθινό ή ψευδή εαυτό μας. Ένα πιθανό καλούπωμα του τι προσωπικότητα έχουμε. Πιστεύω ότι το πιο ενδιαφέρον πράγμα είναι η συνεχής μελέτη αυτών των θεμελιωδών πεποιθήσεων και πως αυτές επηρεάζουν την αντίληψη μας για το κόσμο. Μεγάλο μέρος των ενήλικων εμπειριών μας, είναι αντίδραση σε αυτές τις εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας. Αιχμάλωτοι της παιδικής ηλικίας ή αποδεσμευόμενοι από τα δεσμά που κουβαλάμε”. Στιχουργικό υπόβαθρο, οπωσδήποτε εφάμιλλο της ωριμότητας ενός άντρα στα κοντά 60 του, με φυσικά τις δικές του ιστορίες παιδικής ηλικίας που όμως έχει την διαύγεια να δει καθαρά πολλά πράγματα.
Εξορκισμός δαιμόνων θα έλεγε κάποιος. Εκτιμώ, ότι αυτό το στάδιο έχει εν προκειμένω ξεπεραστεί, με τη μπάντα να ρίχνει μια ακόμα πιο ψύχραιμη και ώριμη ματιά πάνω σε αυτά τα γεγονότα. Ξανά, η προσέγγιση που περιμένεις από έναν ενήλικα κατασταλαγμένο, που έχει επιλέξει να ωριμάσει κι όχι απλά να μεγαλώσει ληξιαρχικά (πράγμα φυσικά αναπόφευκτο). Όλα αυτά, πολύ ωραία και ενδιαφέροντα. Αυτό ωστόσο που είναι έτι περισσότερο ενδιαφέρον είναι το τι θα ακούσουμε εδώ μέσα. 77 λεπτά θέλει πολλή μαγκιά για να βγει όμορφα, να κυλάει και να μη κάνει κοιλιά σαν δίσκος. Απειροελάχιστες μπάντες είναι τόσο μαέστροι συνθετικά που δεν το κουράζουν. Πρέπει να είσαι DREAM THEATER, NEVERMORE ή TOOL για να πετύχεις κάτι τέτοιο.
Ξεκινώντας με το φερώνυμο κομμάτι, ο δίσκος μπαίνει με το πόδι στο γκάζι! Το κομμάτι έχει δομή με τον Robert Trujillo να ανοίγει τον χορό. Είναι πανέμορφο το τι μπορεί να κάνει αυτός ο παιχταράς, το είδαμε και στο “Hardwired…to self-destruct”, αλλά ειλικρινά εδώ, απλά πάει σε άλλο επίπεδο τη χημεία του με τους λοιπούς τρεις. Αλλά εκείνος που λάμπει πάνω από όλους, είναι ο ήρωας μου. James Alan Hetfield. Ούτε εγώ ο άρρωστος δε περίμενα ΑΥΤΗ τη φωνητική απόδοση, ο τύπος γίνεται 60 τον Αύγουστο, με τη φωνή του να ακούγεται καλύτερη εδώ και πολλά χρόνια. Ο αέρας φρεσκάδας της φωνής του, της λοιπής μπάντας που απολαμβάνει στη κορυφή του κόσμου ένα από τα πιο όμορφα 77λεπτα τζαμαρίσματα που μπορούσα να φανταστώ. Ξαναλέω, εγώ ο σεσημασμένος μα και αυστηρός κριτής της απόλυτα αγαπημένης μου μπάντας.
Γιατί τι είναι αυτό το άλμπουμ αν όχι ένα αποθεωτικό τζαμάρισμα, που απλά πήρε μορφή κομματιών, χωρίς να χάνει τη χαρά, την φρεσκάδα και την έμπνευση γύρω από ένα riff, ένα έξυπνο γύρισμα, ένα εκτυφλωτικό solo; Και επειδή ο Lars και ο Kirk πολλά ακούνε, άδικα τις περισσότερες φορές, θα πω μόνο αυτό για να μην επεκταθώ και κουράσω: υπάρχει κάτι που λέγεται “εξυπηρετώ το κομμάτι, όχι τον εαυτό μου με το παίξιμό μου”. Και αυτό ακριβώς κάνουν οι κύριοι εδώ. Ο Kirk ειδικά, μας είχε φυλάξει τα καλύτερα solos του δίσκου, στα κομμάτια που δεν είχαμε ακούσει πριν τη κυκλοφορία του δίσκου. Ο δε Lars, κρατάει το έδαφος στέρεο μαζί με τον Robert για να παιχτεί μπάλα μεγάλου επιπέδου, ρίχνοντας και κανένα γύρισμα που με έκανε να πω “Ρε κοντέ; Μωρέ μπράβο”.
Η ροή του δίσκου, είναι απίστευτα ενδιαφέρουσα και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Όπως είπε και ο Lars στη προβολή του δίσκου – ταινίας, θέλανε να δημιουργήσουν ένα ταξίδι και έχει για εκείνους τρομερή σημασία η αλληλουχία των κομματιών, πέφτει περισσότερη δουλειά από όσο μπορεί να νομίζει κανείς. Το ‘παν και το ‘καναν που να πάρει ο διάολος! Εκεί, τα ήδη γνωστά κομμάτια του δίσκου (“Lux aeterna”, “Screaming suicide”, “If darkness had a son”) δείχνουν πόσο όμορφα λειτουργούν και πόσο μας έδειχναν μόνο ένα κομμάτι του puzzle. Τα δε “Shadows follow”, “Sleepwalk my life away” (τι υπέροχο χτίσιμο από τύμπανα – μπάσο) και “Crown of barbed wire” τα φανταζόμουν άνετα σε ένα δίσκο με ύφος ενδιάμεσο του “Black album” και “Load”. Απολαυστικά mid-tempo και στακάτα riffs, ασίκικες SABBATH-ικές φράσεις που χρωματίζουν όμορφα το τελικό αποτέλεσμα.
Γκάζια δεν έχουμε πολλά (και δεν χρειάζεται σώνει και ντε), με το υλικό να έχει μια μοντέρνα “Black album” αύρα κατά κύριο λόγο. Ωστόσο, όπως στο θρυλικό φερώνυμο άλμπουμ, όπου έχουμε είναι φοβερά. Και πλην των δύο ήδη γνωστών κομματιών, το “Room of mirrors” μας γεμίζει με όσα γκάζια θέλουμε από τους METALLICA εν έτει 2023. Προβλέπω πως στις συναυλίες θα αγαπηθεί από όσους είναι μέσα στο pit! Κλείνει το μάτι στις γρήγορες στιγμές του “…and justice for all” λιγάκι. Όχι πολύ, τόσο όσο! Στα πιο mid-tempo που τσιτώνουν, από τη μια είναι το “Chasing light” που πραγματικά ακούγονται σαν κυνηγητό σε αυτοκινητόδρομο αυτά τα riffs (πολύ εύστοχο σχόλιο του Rob σε αυτό το κομμάτι!). O James ήθελε ένα νέο “Fuel” και του βγήκε φουλ! Από την άλλη, είναι το “Too far gone?” που μου ακούγεται σαν το μικρό (ξ)αδερφάκι του “The struggle within” με ένα πολύ ωραίο ρεφρέν και ωραίες, τσαχπίνικες THIN LIZZY αρμονίες (όπως και στο “Room of mirrors”).
Ξεχωριστά θα σταθώ στο 11λεπτο “Inamorata” που όταν το πρωτοάκουσα, με συγκίνησε πραγματικά. Το μεγαλύτερο κομμάτι που έγραψαν οι METALLICA σε διάρκεια στη καριέρα τους. Και σίγουρα από τα μεγαλύτερα και σε εκτόπισμα. Αποθεωτικό παράδειγμα του πως να γράψεις τέτοιας διάρκειας κομμάτι που να μη βαριέται ο άλλος δευτερόλεπτο. Λυρικό σε σημεία (αυτό το SABBATH-ικό lead κάτω από τις φωνητικές γραμμές), βαρύ και ασήκωτο, από τη μια ανήκει σε εκείνο τον δίσκο που δε βγήκε ποτέ μεταξύ “Black album” και “Load”, από την άλλη, είναι όσο συμπαγές/ογκώδες χρειάζεται για να έχει θέση στους METALLICA του σήμερα. Το μεσαίο μέρος όπου σταματάνε ΟΛΑ και το χτίζει από την αρχή ο Rob μόνος του, μαζί με τη φωνάρα του James, είναι σεμινάριο του πως πρέπει να χτίσεις κομμάτι, προς ένα υπέροχα μελωδικό solo και από εκεί σε αρμονία. Πάρε και ένα τελευταίο ρεφρέν για τη μιζέρια…”misery, she fills me, oh no but she’s not what I’m living for”.
Εν κατακλείδι, επιστρέφοντας σε αυτό που είπα στη δεύτερη παράγραφο, δεν περίμενα από τους METALLICA εν έτει 2023 ούτε να ακούσω καλή μουσική, ούτε να με κάνουν ΤΟΣΟ πολύ να χαμογελάσω. Περίμενα, ένα εφάμιλλο του “Hardwired…to self-destruct” άλμπουμ που παραδοσιακά θα αγόραζα με το που έβγαινε, για να το χαρώ σαν φανατικός. Πήρα όμως πολλά παραπάνω, περισσότερα από όσα θα φανταζόμουν ή περίμενα. Πήρα ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να μη γράφει καν όνομα συγκροτήματος και πάλι θα ήταν μέσα στην 20άδα μου για φέτος. Γιατί με έκανε ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ και με έκανε να θέλω να το ακούω ξανά και ξανά χωρίς να βαριέμαι. 77 λεπτά δίσκος, ξαναλέω. Να λέω “τι δισκάρα είναι αυτή που αγόρασα;” χωρίς να κοιτάζω όνομα συγκροτήματος που παίζει. Ε και εκεί, με σκουντάει ένας και μου λέει “αυτή τη δισκάρα τη βγάλανε οι METALLICA, το αγαπημένο σου συγκρότημα”. Τα ρέστα μου, Σάκη, τα ρέστα μου!
9 / 10
Γιάννης Σαββίδης
Photos: Tim Saccenti
https://metallica.lnk.to/72SeasonsGRE