Να πω ότι δεν περίμενα το νέο album των αγαπημένων MOONSPELL, θα έλεγα ψέματα. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για ένα συγκρότημα που έχει πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης σε ότι και να κυκλοφορήσει και, γενικότερα, το κουράζει λίγο, ώστε ποτέ να μη βγάζει τον ίδιο δίσκο δύο φορές. Κάτι τέτοιο φυσικά και θα συνέβαινε με το “Hermitage”.
Τέσσερα χρόνια μετά το φιλόδοξο, αλλά εν τέλει απογοητευτικό “1755”, ο Fernando Ribeiro και η παρέα του έρχονται να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, με κάτι διαφορετικό αλλά πάρα πολύ αξιόλογο. Όπως προδίδει και ο τίτλος, οι πρωτόγνωρες συνθήκες καραντίνας που βιώνει ολόκληρη η ανθρωπότητα αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα έμπνευσης, με αποτέλεσμα να μας προσφέρουν το πιο μουσικό άλμπουμ της μακροσκελούς καριέρας τους. Ένα άλμπουμ βαθιά ατμοσφαιρικό, με την πλήρη έννοια της λέξης.
Για να κάνω μια πιο κατανοητή αντιστοιχία, αν σε χάλασε η απότομη στροφή των PARADISE LOST στο “One second”, σταμάτα να διαβάζεις τώρα αυτή την παρουσίαση και κάνε κάτι άλλο. Επειδή στο “Hermitage” δεν θα βρεις τις εντάσεις που ψάχνεις από τους MOONSPELL, αν σου αρέσει η μεταλλική τους πλευρά, ούτε το γοτθικό σκοτάδι με την παραδοσιακή έννοια του όρου, όπως μας κακοέμαθαν με albums όπως το “Darkness and hope” ή το “Omega white”. Εδώ θα βυθιστείτε στη μαγεία της μουσικής.
Οι Πορτογάλοι λοιπόν στα καινούργια τραγούδια τους δίνουν πάρα πολύ βάση στις ατμόσφαιρες, έτσι όπως τις δομούσαν μια φορά κι έναν καιρό οι PINK FLOYD, αλλά με τις κιθάρες να τις αναλαμβάνει ο Ricardo Amorim. Πρόσθεσε και μικρές τζούρες εδώ κι εκεί από FIELDS OF THE NEPHILIM του “Elyzium”, μερικές νοσταλγικές ματιές στο “Sin/Pecado” και με τη φωνή του Fernando να βρίσκεται σε δεύτερο ρόλο και να συμπληρώνει το μουσικό πάζλ αυτού του ταξιδιού. Ειδικά για την τελευταία επιρροή, απλά άκου το βασικό riff από το τρίτο single, με όλη αυτή την αύρα του ομώνυμου τραγουδιού από το “Dawnrazor”.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η ομοιομορφία που υπάρχει σε όλα τα τραγούδια, όπου όπως προανέφερα δίνεται μεγάλη βάση στην ατμόσφαιρα, ώστε στο τέλος των πρώτων ακροάσεων να μη μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο τραγούδι μεταξύ ίσων, αλλά να σχηματίζεται ένα τεράστιο χαμόγελο εξαιτίας αυτού που άκουσες. Και μέχρι να ξεκαθαρίσεις του τι ακριβώς άκουσες, να πατάς το play ξανά από την αρχή. Αν δεν είναι όλο αυτό ο ορισμός του grower album, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να περιγράψει πιο παραστατικά τον όρο αυτό.
Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η παρουσία στο “Hermitage” ενός αμιγώς instrumental κομματιού (“Solitarian”), το οποίο βρίσκεται ακριβώς στη μέση του album, λογικά θα ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του βινυλίου και λειτουργεί σα συνδετικός κρίκος μεταξύ αυτών που προηγήθηκαν και αυτών που έπονται. Όπως επίσης, η αισθαντική τραγουδιστική προσέγγιση του Fernando, ο οποίος τουλάχιστον για τις ανάγκες των συνθέσεων, περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τον κάφρο που κρύβει μέσα του. Είπαμε, μην περιμένεις εδώ ιδιαίτερες εντάσεις.
Έχοντας τη δυνατότητα να ακούω το “Hermitage” πολλές ημέρες τώρα, σε κάθε ακρόαση ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο. Και αυτά τα περιπετειώδη albums μου είχαν λείψει πάρα πολύ, ειδικά σε εποχές που η μουσική λειτουργεί με τη λογική του ψηφιακού σούπερ μάρκετ. Μην το απορρίψεις λοιπόν κατευθείαν, έχοντας κατά νου το ένδοξο παρελθόν αυτών των μουσικών ή το γεγονός ότι σε χάλασε με την πρώτη ακρόαση το εναρκτήριο “The greater good”. Εδώ σε περιμένει και σε προκαλεί πολλή και καλή μουσική.
8 / 10
Γιώργος Κόης
[…] τελευταίο άλμπουμ των Πορτογάλων gothic metallers, με τίτλο “Hermitage”, o οποίος κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου, μέσω της Napalm […]