Ο καιρός επιτέλους κρύωσε και με το αγέρι να θρυμματίζει τις αμφιβολίες μου, λόγω κούρασης για την απόφασή μου, να περιηγηθώ στον μαγικό κόσμο του, προοδευτικού -όχι μόνο στο όνομα- ροκ, πήρα το δρόμο για το Fuzz. Λιγοστή κίνηση, σαν οι μεροκαματιάρηδες να μαζεύτηκαν στο κρασοπουλειό, ακούγοντας κιθάρες και κλαρίνα να υμνούν τον αρχέγονο Πάνα, παρά να διαθέσουν το λιγοστό και με τίμιο ιδρώτα βγαλμένο υστέρημά τους, για να δουν τους ξενόφερτους ήχους που θολώνουν την κρίση και το πιο καθάριο μυαλό.
Δίχως ουρά για το μπιλιέτο της εισόδου, με τις ηλεκτρονικές κάρτες πληρωμής να με ξενίζουν, ένιωσα την ζέστα των λιγοστών κερμάτων στην τσέπη μου, καθώς διάβαινα την πόρτα του Fuzz. Άδειοι οι καναπέδες, φτηνό αλλά χρήσιμο το τραπεζάκι, που οι ξενόφερτοι πραματευτάδες πουλούσαν την τελευταία τους δουλειά σε αγαπημένο βινύλιο και την ψηφιακή εκδοχή του, που με χαρά διαβάζω στις μουσικές φυλλάδες, ότι χάνει έδαφος. Το μαγαζί, μουσική σκηνή περιωπής, με τα ξύλινα μπαρ του, τον εξώστη κλειστό, με τα τραπέζια να αγκαλιάζουν τις καρέκλες νοσταλγώντας μέρες συγχρώτισης και συνωστισμού, έμοιαζε με το θέατρο, της Λυρικής ντε, χλιδάτο, αλλά παράταιρο δίχως τον κόσμο του. Θα ήμασταν καμιά κατοσταριά νοματαίοι, στο πρώτο μέρος με τους Έλληνες, πατριωτάκια ντε, … να μας απαλύνουν τον πόνο, μιας βδομάδας αφιερωμένης στο μεροδούλι, μεροφάι, την επιβίωση στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Οι DURY DAVA με έναν τραγουδιστή περσόνα από τα τίμια 60’s, με μια δόση Seattle, με άρεσαν. Μουσικά είναι μια τίμια μίξη Πουλικάκου, με Frank Zappa, με έναν μπασίστα μπροστάρη, τον κιθαρίστα μεστό, να αγαπά την πρόοδο του ήχου, όπως ορίστηκε από τον πειραματισμό και όχι το shredding, ντράμερ αντίστοιχο του Animal των Muppet, να σε κάνει να κοιτάς την επόμενη αλλαγή του, καθώς λυσσομανά σε ρυθμικά μέτρα και αλλαγές με μεστότητα και δύναμη σαν του Ηρακλή με τον Ερυμάνθειο Κάπρο κι έναν πολυοργανίστα που τα πνευστά τα σαλαγά σαν νιος βοσκός με κέφι στην πλαγιά και τα πλήκτρα τα δαμάζει ωσάν καραβοκύρης τη σκούνα του στην άγρια τρικυμία έξω από το Τσιρίγο. Ελληνικός ο στίχος, φωνή από το παρελθόν μιας Ελλάδας που έχει ακόμα τον Πουλικάκο και τον Δρόλαπα, να μας τη θυμίζει, αλαλαγμοί και φράσεις που γίνονταν στιγμές εκτόνωσης, πάνω σε διονυσιακούς ρυθμούς. Η Ήπειρος συναντά το Σαν Φρανσίσκο, τα Γερμανικά σοκάκια του Αμβούργου και το μουντό φθινοπωρινό Λονδίνο, την Μαροκινή κάσμπα, σε επελάσεις ρυθμικές, μάχες με τα έγχορδα, με τα πνευστά να ορίζουν τον κόσμο και το όλο εγχείρημα, να ακουμπά στην παράδοση και στο προοδευτικό ροκ, όπως το όρισε ο μεγάλος Frank Zappa, δίχως περιορισμούς και ορισμούς. Άξιοι και ας μας ξένισαν στιγμές τα φωνητικά αν και το άσμα για τα λεφτά, που μας τα πήρες όλα, με άγγιξε μαζί με την άδεια τσέπη του τραγουδιστή ανάποδα γυρισμένη, να μου χαμογελά παιχνιδιάρικα. Άριστοι και μουσικά εθιστικοί. Ο πρώτος τους ομώνυμος δίσκος ηχογραφήθηκε το 2018 στο ακατάστατο ημιυπόγειο όπου κάνουν πρόβες και κυκλοφορεί τον Μάιο του 2019 από την Ιnner Εar. Αξίζουν να τους ψάξετε.
22:15 λέει το παλιό ρολόι, κληρονομιά από τον παππού μου, στο χέρι μου που ψάχνει άδικα για τηλέφωνο κινητό ή τσιγάρο. Ο κόσμος έχει γεμίσει το μισό μαγαζί με δυσκολία, δίχως γνωστά πρόσωπα, πλην του συντρόφου Τοπιντζή, μια νύχτα Παρασκευής, που προμηνύεται δύσκολη, μέχρι που βγαίνουν στη σκηνή για τους τελευταίους ελέγχους ο μπασίστας και ο κιθαρίστας του σχήματος. Αυτοπροσώπως ταπεινοί δίχως φανφάρες, παλικάρια δικά μας, που θα πίναμε τη ρετσίνα μας στο διπλανό τραπέζι στην Ιο, αν δεν είχε χτίσει ξενοδοχείο η πρόοδος, που θα τρώγαμε σουβλάκι στην πλατεία, αν τα παγκάκια δεν τα ρήμαζαν οι λαθρέμποροι, δικά μας παλικάρια, με το μαλλί μακρύ, αν και πλυμένο, το τίμιο ανδρικό μουστάκι, δίχως δερμάτινα και φτιασίδια, με το κοντομάνικο και το τζιν, παιδιά της διπλανής πόρτας. Κουρδίζουν, ξεκουρδίζουν, στανιάρουν τον ήχο τους και μας αποχαιρετούν και εμείς περιμένουμε, γιατί αυτοί οι βάρβαροι ήταν μια κάποια λύση…
Κοιτάω τα άδεια μπαρ, τα λιγοστά ποτά, το χώρο, μια απόμακρη παρακμή, το ροκ στη θανή του. Το τρίο του σατανά από τη Νορβηγία, άφησε τις δουλειές στις πετρελαιοπηγές και ήρθε να διδάξει το ροκ στην ολότητά του. Με μουσικές δουλειές που γεμίζουν εγκυκλοπαίδειες και μαθαίνουν στους μουσικόφιλους τι σημαίνει εξέλιξη και διορατικότητα, αλλά και με διάθεση να μην μείνουν στάσιμοι, μας γέμισαν με πόνο, φόβο, πάθος, ένταση, καημό για το ακατόρθωτο, ήχους από τον πόλεμο, την καταφρόνια , το ταξίδι στα αστέρια. Με μια οθόνη πίσω τους που πρόβαλλε το όνομα και το logo του σχήματος και κομμάτια από παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, μας ταξίδεψαν με τον τρόπο που μόνο οι μουσικοί που φτύνουν καταπρόσωπο την μανιέρα ξέρουν. Από τα φωνητικά που εναλλάσσονταν ανάμεσα σε κιθαρίστα και μπασίστα, ως το ντράμερ Tomas Järmyr που με ένα σετ λιτό σαν του δασκάλου, Ian Paice αλλά με τον μυαλό του Bill Ward και του Neil Peart, μας γέμιζε με σαμανιστικους ρυθμούς, εμείς ακούγαμε. Ρουφάγαμε οι λιγοστοί τυχεροί πιστοί τη Θεία κοινωνία ενός σχήματος που ζει και αναπνέει για την μουσική. Αν οι RUSH γουστάραν να παίξουν garage metal με SABBATH-ικες προεκτάσεις και BEATLES αναφορές, ίσως να ταίριαζε σε ό,τι ακούσαμε. Κιθάρα δίχως τις ακροβασίες των shredders, αλλά με σηκώματα που έμοιαζαν με τα τσιγκέλια του Hellraiser, αλλαγές στις παραμορφώσεις και η κιθάρα να γίνεται φαρφίσα, όργανο και μετά σιδεροπρίονο που δοκιμάζει τις αντοχές μας, πριν ξεκινήσει ταξίδια στο ψυχεδελικό Λονδίνο και κοιτάξει στα μάτια τον Eric Clapton και τον Jeff Beck.
Δύο ώρες κράτησε το όνειρο, με το κάθε τραγούδι να λειτουργεί σαν βάση για ακόμη περισσότερο αυτοσχεδιασμό, τον κάθε μουσικό να δρα ως μονάδα που εκπίπτει της ολότητας για να αναδείξει το σύνολο, με την επιστροφή του στην μητέρα Γη, την κοιτίδα της έμπνευσης, το ίδιο το σχήμα, την βάση εκτόξευσης που λειτουργεί αυτόνομα και συνεργικά ταυτόχρονα, για τον καθένα τους. Μουσική που αν όριζα θα έλεγα το κατεξοχήν garage progressive σχήμα, σαν οι HELLACOPTERS να αυτοσχεδιάζουν με τους BLACK SABBATH σε τραγούδια των RUSH. Τα είδαμε όλα και όλοι εκείνο του βράδυ. Ασπρομάλληδες να χτυπιούνται στο βωμό της περασμένης νιότης, σε κάθε σόλο, νεαρούς με βερμούδες να αγαπάνε το groove και να σολάρουν σαν οι FUNKADELIC να άλλαξαν χρώμα και φυλή, μέταλλα να κλαίνε μπρος στην επιφοίτηση της ιερής κιθάρας με την παραμόρφωση των 60’s και αθώα ζευγάρια σε περιπτύξεις με σάουντρακ, σειρήνες από την κόλαση και μελωδίες από τον παράδεισο στο ίδιο τραγούδι. Δεν υπήρχε αρχή και τέλος. Δεν υπήρχε κούραση γιατί υπήρχε η ένωση όλων σε ένα δημιούργημα με γνώμονα την σκληρή μουσική, το ταξίδι στον ζωοδότη ήλιο, μέσα στην νυχτερινή καταχνιά λίγο πριν την ισημερία…Το κράτος των Νορβηγών σε αφήνει να πιστέψεις σε ό,τι θέλεις, αποδομώντας όσα γνωρίζεις, με συγκρουόμενα και αλληλεπικαλυπτόμενα μουσικά ηχοτόπια. Σκεφτείτε τους BEATLES με κιθαρίστα τον Iommi, τους RUSH να διασκευάζουν SOUNDGARDEN, τους LOVE να ακούνε funk, σκεφτείτε πώς θα ήταν μια συναυλία που σε αντίθεση με το κλασικό progressive, η τέχνη θα υπερτερούσε της τεχνικής…
Ακούσαμε άσματα σαν τα “The tower”, “Mountain”, “Psychotzar”, “Year zero”
“Starhammer” είδαμε τον ντράμερ να σολάρει στο τελευταίο τραγούδι και ακόμη και αυτό δεν άρκεσε να μας φέρει πίσω στη γη….
Φύγαμε δύο γεμάτες ώρες μετά, με τα κορμιά βαριά από την κούραση, τα μυαλά χαμένα, σαν το πρώτο μεθύσι, την καρδιά αλαφριά, λες και η άνοιξη είχε έρθει, ο πρώτος έρωτας με τη μουσική, που σημαδεύει τον πιστό, το βλέμμα που καθορίζει τη σύντροφο της ζωής σου, ο εύφορός μεσσηνιακός κάμπος, που σαρώνουν οι Νορβηγικοί άνεμοι. Eμείς να ευχαριστούμε τον Θεό, που αξιωθήκαμε να φύγουμε από το progressive των δασκάλων και των ωδείων και να ακούσουμε τη φωνή της αιώνιας rock n’ roll γενιάς, η Σκανδιναβία μητέρα των πάντων, το progressive στα καλύτερα του, το progressive rock n’ roll.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
Photos: Αλεξάνδρα Κατσαρού