NEVERMORE – “Dead heart in a dead world” – Worst to best

0
1349












Ωραία. Βασικά, καλησπέρα σας. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να αρχίσει αυτό το άρθρο, τα φέραμε από εδώ, τα φέραμε από εκεί, βουτάμε στον αυτοσχεδιασμό και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Οφείλω να ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι το παρακάτω κείμενο θα είναι πλήρως οπαδικό. Θα είναι ένα παραλήρημα, ένας παροξυσμός. Δικαιολογημένα βέβαια όλα αυτά, και θα προσπαθήσω να δείτε όλοι γιατί.

Η μπάντα είναι οι NEVERMORE και ο δίσκος που θα ασχοληθούμε σήμερα είναι το “Dead Heart In A Dead World”. Με λίγα λόγια, η αγαπημένη μου μπάντα, και κατά τους περισσότερους, ο καλύτερός τους δίσκος.

Έχουμε την τάση να μετράμε το μέγεθος μιας μπάντας με νούμερα πλέον, πόσους δίσκους πούλησε, πόσα sold out live έκανε, πόσα έσοδα είχε, πόσος κόσμος άκουσε μέσα από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα και οι αριθμοί ψέματα δεν λένε ψέματα ποτέ. Μπορώ να σεβαστώ τις μπάντες που έχουν τεράστια τέτοια νούμερα, θα προτιμήσω όμως να μετρήσω με τον δικό μου τρόπο. Είναι λίγο πιο ρομαντικός και υποκειμενικός, αλλά αυτός είμαι. Γιατί καλά τα νούμερα, αλλά στην πραγματικότητα, κάποια πράγματα δεν μετρώνται έτσι. Όπως για παράδειγμα ο αντίκτυπος. Πάμε λίγο να δούμε αναλυτικά κάποια γεγονότα.

Οι NEVERMORE μετά το κορυφαίο “Dreaming Neon Black”, καλούνται να μπουν στο studio και να προσπαθήσουν να το ξεπεράσουν. Λογικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Το “Dreaming…” ήταν αυτό που ήταν. Βαρύ, μουντό, σκοτεινό, με συγκεκριμένη ιστορία, συγκεκριμένο σκοπό. Δεν θα είχε νόημα να προσπαθήσουν να το επαναλάβουν. Το ήξερε και η ίδια η μπάντα. Οπότε, αυτό που έκαναν ήταν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Είναι σπάνιες οι φορές που μια μπάντα ξεπερνάει τον εαυτό της και καταφέρνει να έχει τέτοιο κορυφαίο σερί κυκλοφοριών.

Έχω ξαναπεί στο παρελθόν πως όταν κυκλοφορούσε νέος δίσκος NEVERMORE, ήταν καταδικασμένος να γίνει δίσκος της χρονιάς. Αυτό που δεν ξέραμε, ήταν ότι το “Dead Heart…” ήταν Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ 20ΕΤΙΑΣ.

Δεν με ενδιαφέρουν τα νούμερα και οι πωλήσεις. Δεν με νοιάζουν τα headline shows και το tour income. Εμπιστεύομαι τα αυτιά μου, την αντίληψή μου, και φυσικά ο χρόνος, η πορεία και η εξέλιξη του heavy metal γενικά αποδεικνύουν ουσιαστικά πόσο σημαντικός δίσκος ήταν. Εγώ καλά τα λέω τα λογάκια βέβαια, πάμε να δούμε όμως γιατί όλα αυτά.

Ο τέταρτος δίσκος της superband από το Seattle κυκλοφορεί σαν σήμερα 22 χρόνια πριν. Μου φαίνεται απίστευτο ότι έχουν περάσει 22 χρόνια, είναι λες και έβγαζα τη ζελατίνα από το CD πριν λίγες μέρες. Οι διαφορές με το παρελθόν είναι ότι οι NEVERMORE είναι και πάλι η κλασική τετράδα, όλοι οι στίχοι είναι γραμμένοι από τον Warrel Dane και όλη η μουσική από τον Jeff Loomis. Εδώ ο Jeff παρουσιάζει για πρώτη φορά την 7χορδη κιθάρα του και το ελαφρώς χαμηλωμένο κούρδισμα, πράγμα το οποίο εξ ορισμού σημαίνει ότι το θέμα βαραίνει επικίνδυνα. Στην καρέκλα του παραγωγού μπάντα και Century Media καθίζουν τον ΜΑΓΟ Andy Sneap και αλήθεια δεν μπορώ να γνωρίζω τι budget είχαν για να δουλέψουν, αλλά έπιασε τόπο μέχρι και το τελευταίο σεντ που ξοδεύτηκε.

Δεν θα μακρηγορήσω εδώ για να αναλύσω τα κομμάτια και πόσο ανυπέρβλητες συνθέσεις έχει, γιατί ούτως ή άλλως θα τα δούμε ένα-ένα στο επερχόμενο ανακάτεμα. Εκεί που πρέπει να σταθούμε είναι φυσικά η παραγωγή του δίσκου.

Δεν νομίζω να υπήρχε άνθρωπος που το έβαλε να παίξει τότε και να μην είπε “δεν μπορεί να είναι τόσο τέλειο αυτό που ακούω”. Ήταν ο ορισμός του “δεν πιστεύω αυτό που ακούνε τα αυτιά μου”.

Ό,τι ήταν οι IRON MAIDEN και οι JUDAS PRIEST για τα 80s, ό,τι ήταν οι METALLICA και οι PANTERA για τα 90s, εεε, αυτό ακριβώς ήταν οι NEVERMORE για τα 00s. Τόσο απλά. Κατά την ταπεινή μου άποψη, NEVERMORE, MACHINE HEAD, SLIPKNOT και μερικές άλλες μπάντες κουβάλησαν το heavy metal και το πέρασαν από την προηγούμενη εποχή σε αυτή που τώρα διανύουμε. Μια κόπια του “Dead Heart…” κορνιζώθηκε σε κάθε studio, οι παραγωγοί έσκισαν τα πτυχία τους και ξανάπιασαν τη τέχνη τους από την αρχή, οι εταιρίες ήθελαν αυτό το αποτέλεσμα σε ό,τι κυκλοφόρησε έπειτα και όλες οι μπάντες ήθελαν να ακούγεται το CD τους έτσι. Με λίγα λόγια, το “Dead heart in a dead world” έγινε ένας φάρος φωτεινός για όλους, ο αρχηγός που δείχνει τον δρόμο τον σωστό, ένας μπούσουλας που για να μην ντρέπεσαι να πουλήσεις τη δουλειά σου έπρεπε να ακολουθήσεις και να προσπαθήσεις να είσαι όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό.

Φυσικά ελάχιστοι το κατάφεραν. Διότι ακόμα και σήμερα, βάζοντάς το παίξει, αδυνατώ να συνειδητοποιήσω πόσο τέλεια είναι τα πάντα εδώ μέσα. Πεντακάθαρος ήχος, απίστευτα τύμπανα, κιθάρες οδοστρωτήρας, ακόμα και τα ακουστικά μέρη ήταν σημεία αναφοράς. Κάπως έτσι γεννήθηκε και ο όρος “καλογυαλισμένη παραγωγή”, το οποίο βέβαια δεν είναι πάντα καλό και σωστό, γιατί όπως και να το κάνουμε το heavy metal θέλει και λίγο “βρωμιά”, εδώ μέσα όμως δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό σκουπιδάκι.

Ο Jeff Loomis ήταν και θα είναι μέσα στους κορυφαίους κιθαρίστες της σύγχρονης εποχής, τόσο για την τεχνική του, όσο και για την συνθετική του ιδιοφυΐα. Ο Dane είναι βέβαια καρφωμένος στα γνωστά υψηλά του standards, τόσο στιχουργικά όσο και ερμηνευτικά. Και φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν έτσι, αν δεν υπήρχε αυτός ο υπέροχος τύπος πίσω από τα τύμπανα, αυτό το μηχανάκι που τα κάνει όλα να μοιάζουν τόσο εύκολα, ο άνθρωπος που μπορούσε ο Jeff να βασίζεται για να έχει γερά θεμέλια το όραμα των συνθέσεών του, ο Van Williams. Προσωπικά, τον θεωρώ δάσκαλο δικιάς του σχολής στα drums. Ειλικρινά, θυμάμαι όλο τον κόσμο να παραμιλάει. Και μου είχε κάνει εντύπωση το ότι παραδέχονταν το μεγαλείο του “Dead Heart…” ακόμα και άτομα που δεν ήταν φαν, δεν άκουγαν metal. Μιλάμε για ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ. Αφού οι NEVERMORE δεν κατέκτησαν τον πλανήτη με αυτό τον δίσκο, δεν νομίζω να το καταφέρει κανείς ποτέ.

Θυμάμαι ακριβώς που ήμουν όταν έβαλα το CD να παίξει, και μάλιστα έτσι για το τρολ της υπόθεσης, το πρώτο κομμάτι που ήθελα να ακούσω ήταν η διασκευή, οπότε πατάω play, ξεκινάει αυτός ο χαμός, φυσικά λέω “εντάξει, δεν μπορεί να είναι SIMON & GARFUNKEL αυτό”, αλλά οι στίχοι κάτι μου θυμίζουν… Ανοίγω booklet, μένω με το στόμα ανοιχτό. Αυτό ρε φίλε. Ήμασταν όλοι με το στόμα ανοιχτό.

Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο μήπως και αποφασίσω πως να πειράξω το track list, αλλά όσο και να καθυστερώ, αυτό που πρέπει να γίνει, θα γίνει. Περιμένω με χαρά τα αναμενόμενα μπινελίκια σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Προφανώς και η σειρά είναι πέρα για πέρα τυπική, είναι σαν να με ρωτάς ποιο παιδί μου αγαπάω λιγότερο.

Φύγαμε;

The “Dead heart in a dead world” countdown:

  1. Insignificant (4.56)

Υπέροχη ερμηνεία από τον Warrel, προφανώς και κάθε άλλο παρά ασήμαντο είναι το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει το ανακάτεμα. Οι στίχοι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν όντως είμαστε κάτι ασήμαντο στον κόσμο και πως ό,τι υπάρχει κάτω από τον ουρανό, έχει γεννηθεί για να πεθάνει.

  1. Evolution 169 (5.51)

Παρανοϊκό τραγούδι αυτό, τόσο μουσικά όσο και θεματικά. Έκανα μια μικρή έρευνα ως προς το τι θα μπορούσε να σημαίνει, αυτό που βρήκα ενδιαφέρον είναι ότι ίσως να αναφέρεται στο “ντοπαμινεργικό σύστημα” του εγκεφάλου, το κέντρο των αισθήσεων δηλαδή (pleasure center), εξ ου και ο στίχος “welcome to the pleasure dome”. Είναι το σύστημα το οποίο μας παρακινεί να φάμε, να κουνηθούμε, να κοιμηθούμε κτλ. Κατ’ επέκταση, εφόσον αυτό κοντρολάρει όλη τη συμπεριφορά μας, μας κάνει κατά κάποιο τρόπο σαν ποντίκια σε πείραμα (like rats in this experiment) κατευθύνοντάς μας να κάνουμε αυτό που θα μας προσφέρει ευχαρίστηση. Όσον αφορά το “169”, πιστεύω είναι είτε κάποιος κωδικός όπως χρησιμοποιούνται στο εξωτερικό για τα μαθήματα στα πανεπιστήμια (πχ Math 101), είτε ο Dane ήθελε κάτι να ακούγεται εύρυθμο με το “time”.

  1. We disintegrate (5.11)

Συνεχίζει εκεί που σταματάει το προηγούμενο, up tempo και καλπάζουσα δομή, για να φτάσει στο τέλος και να μπει αρμονικά το επόμενο. Όλο το ζουμί των στίχων συνοψίζεται στο “are we ever free, or slaves to technology?”. Αν παρατηρήσεις προσεκτικά, θα δεις ότι σε ένα τετράστιχο ο Dane καταφέρνει να βγάλει όλες τις τραγουδιστικές του περσόνες, την παλιά με τις τσιρίδες εποχής SANCTUARY, την κανονική και την ειρωνική. Την λάτρευε την ειρωνεία ο Warrel και δεν έχανε ευκαιρία είτε όταν τραγουδούσε είτε όταν μιλούσε απλώς.

  1. Believe in nothing (4.21)

Οκ, καταλαβαίνω ότι από εδώ και πέρα η σειρά θα μπορούσε να είναι διαφορετική για τον καθένα. Σίγουρα δεν αξίζει αυτή τη θέση το “Believe in nothing”, αλλά θα ήταν αδικία για τα επόμενα αν ήταν πιο ψηλά. Το hitάκι του “Dead Heart…”, power ballad στην ουσία, αυτό ήταν και το single που κυκλοφόρησε για χάρη του δίσκου, αυτό επίσης γυρίστηκε και video clip, εννοείται όπως πάντα πετσοκομμένο για χάρη του radio/airplay friendly. Σχεδόν όλα τα βασικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του Warrel στο ρεφρέν εδώ. Παντοτινός αγνωστικιστής, να αναρωτιέται τον λόγο ύπαρξης κάθε θρησκείας (nothing is sacred when noone is saved), φίλος του Chuck παραφράζοντας το δικό του “life ends so fast so take your chance and make it last” (nothing’s forever so count your days), και προδομένος από πρόσωπα και καταστάσεις (nothing is final and noone is real). Το παίζαμε με την παλιά μου μπάντα επειδή ήταν το πιο βατό NEVERMORE που μπορούσαμε να παίξουμε και σε ένα live μας τότε θυμάμαι τους αδένες του λαιμού μου έτοιμους να σκάσουν και να έχουν φουσκώσει από κα-, από αδρεναλίνη. Fun fact, η εισαγωγή του “Believe in nothing” έχει παρθεί αυτούσια τόσο ηχητικά όσο και παικτικά από γνωστό Έλληνα μουσικοσυνθέτη σε γνωστό τραγούδι της Έλλης Κοκκίνου. Αν σου φαίνεται αστείο και δεν με πιστεύεις, μπορείς εύκολα να το διαπιστώσεις ακούγοντας το “Καρδιά από γυαλί”.

  1. Narcosynthesis (5.31)

Η πρώτη μας επαφή με την 7χορδη κιθάρα του Jeff Loomis. Χωρίς intro, χωρίς τίποτα, ανυποψίαστος ακροατής σου σκάει στη μάπα αυτό το ωστικό κύμα και σε παρασέρνει κομμάτια. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν σχεδόν πάντα στα set lists των NEVERMORE. Ξαναβλέποντας όλα τα τραγούδια του δίσκου προσεκτικά, νομίζω δεν θα ταίριαζε κανένα άλλο καλύτερα για ξεκίνημα. Έτσι, για να καταλάβεις από την αρχή τι σε περιμένει. Narcosynthesis είναι στην ουσία μια ψευδής κατάσταση ύπνωσης, πιθανότατα αντι-θρησκευτικού περιεχομένου πάλι, ενδεχομένως να αναφέρεται στην επίδραση που θέλει η θρησκεία να μας ασκεί, να μας έχει χαλιναγωγημένους προσφέροντάς μας ψεύτικες υποσχέσεις, αναζητώντας κάτι που δεν θα βρούμε ποτέ (we are the last ones and we’re bleeding for an unseen god).

  1. Dead heart in a dead world (5.06)

Αυτό το ξεκίνημα με τη βελόνα στο βρώμικο βινύλιο… Μια από τις καλύτερες εισαγωγές των NEVERMORE. Θυμάμαι πάντα τον Warrel να λέει πριν παίξουν το “Seven tongues of God” ότι ήταν το πιο γρήγορο κομμάτι τους και πάντα μου έκανε εντύπωση, γιατί πίστευα ότι το “Dead heart…” ήταν πιο γρήγορο. Στον επόμενο δίσκο είχε το “Seed awakening”, που ήταν ακόμα πιο γρήγορο, anyway, κάτι παραπάνω θα ήξερε ο καλλιτέχνης. Εδώ το κομμάτι σε αρπάζει από τον λαιμό και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα μέχρι να τελειώσει. Και εννοείται τελειώνει απότομα, και το κομμάτι και ο δίσκος, όσο απότομα ξεκίνησε. Όπως και στο φινάλε του “Dreaming Neon Black” αφήνει ένα πολύ μικρό φως να αχνοφαίνεται ως ελπίδα λύτρωσης, έτσι κι εδώ υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Πολύ μικρό βέβαια, αλλά εγώ πιστεύω πως υπάρχει.

  1. The sound of silence (5.13)

Όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει όταν οι NEVERMORE αποφασίζουν να κάνουν διασκευή. Η συνταγή γνωστή. Κρατάμε τους στίχους ως έχουν ΚΑΙ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΕΝΑ ΟΛΟΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ, στα μέτρα μας και σαν ήταν δικό μας. Και τι κομμάτι ήταν αυτό! Ακόμα και το κλασικό original riff είναι παρανοϊκά Nevermorίστικα παιγμένο στην αρχή. Βέβαια και ο Warrel καταφέρνει να τονίσει με τον τρόπο του τους βασικούς θρυλικούς στίχους του Paul Simon και του Art Garfunkel, και το αποτέλεσμα ήταν τόσο εντυπωσιακό ώστε να του χαρίσει μια μόνιμη θέση στα set lists των συναυλιών των NEVERMORE.

  1. The heart collector (5.55)

Τι να πω για αυτόν τον ύμνο… Αν δεν έχεις ζήσει συναυλία NEVERMORE να ματώνει το λαρύγγι σου για να ακουστεί η φωνή σου δυνατότερα από όλους γύρω σου στο ρεφρέν, δεν μπορώ να σου εξηγήσω… Από τα πιο συναισθηματικά κομμάτια των NEVERMORE, ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία όσον αφορά το περιεχόμενο των στίχων, αλλά το συναισθηματικό κομμάτι είναι πολύ έντονο, και αν δεν σε πιάσει, τότε κάτι πάει λάθος με την καρδιά σου. Οπότε και καλύτερα να την παραδώσεις εσύ ο ίδιος στον Συλλέκτη καρδιών.

  1. The river dragon has come (5.05)

Πρόσεξε τώρα να δεις τι γίνεται. Αυτό το κομμάτι καταπίνει ολόκληρες δισκογραφίες *insert random band name here* παίζοντας μόνο του. Για τους NEVERMORE είναι απλά μια Πέμπτη ας πούμε. Από την αρχή μέχρι το τέλος, κιθάρες, riffs, solo, drums, φωνές, είναι ένα πραγματικό σεμινάριο του πως θα έπρεπε να είναι το metal του 2000. Η ιστορία των στίχων επίσης έχει ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται στο Φράγμα των τριών φαραγγιών του ποταμού Γιανγκτσέ στην Κίνα, του μεγαλύτερου υδροηλεκτρικού σταθμού ενέργειας στον κόσμο, το οποίο μπορεί μεν να είναι ένα μηχανικό επιστημονικό θαύμα με παραγωγή τεράστιας ποσότητας ενέργειας, πλην όμως θεωρείται και μια από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες ύβρεις ενάντια στη φύση, με ολέθρια αποτελέσματα μέχρι και σήμερα, ένα εκ των οποίων είναι και η επιβράδυνση της περιστροφής της γης! “The River Dragon” είναι συμβολικά ο δράκος του ποταμού που ξυπνάει και σκορπίζει τον θάνατο.

  1. Engines of hate (4.42)

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, αν κάποιος ερχόταν και μου ζητούσε 3 κομμάτια αντιπροσωπευτικά για να καταλάβει τι εστί NEVERMORE, αυτό θα ήταν σίγουρα το ένα που θα του έβαζα να ακούσει. Πολιτικού περιεχομένου οι στίχοι, σαφής αναφορά στην προβατοποίηση των ανθρώπων και πως αυτοί είναι φτιαγμένοι να ακολουθούν πιστά εντολές και να κοιτάζουν με απάθεια την μηχανή του μίσους να γυρνάει με κακία και να ρημάζει την πραγματικότητα. Ο κύριος λόγος όμως που βρίσκεται σε αυτή τη θέση σ’ αυτό το ανακάτεμα, είναι γιατί στο σημείο εκεί από το 3ο ως το 4ο λεπτό, βρίσκεται αν όχι η κορυφαία στιγμή της μπάντας, σίγουρα μια από τις κορυφαίες. Σημείο ικανό να σε κάνει να διαλύσεις τον σβέρκο σου και να μην σου φτάνει η ικανοποίηση.
Τι έχετε κάνει ρε ημίθεοι μεταξύ ανθρώπων εδώ…
“the sheep are made to follow, choke back the puke and swallow, the sheep are told to divide, the engines of hate still grind…”
Καληνύχτα ζωή.

  1. Inside four walls (4.39)

Είναι αυτό το καλύτερο κομμάτι των NEVERMORE; Δεν μπορώ να δώσω σαφή απάντηση, χθες που έγραφα αυτό το άρθρο πάντως, ήταν. Και το καλύτερο του δίσκου και το καλύτερο της μπάντας. Αύριο αν με ρωτήσεις, θα πρέπει να σκεφτώ. Σήμερα, στο νούμερο 1, είναι αυτό. Απερίγραπτο συναίσθημα όταν το είχα πρωτοακούσει στο live τότε, χοροπηδούσα με όλη μου τη δύναμη και η καρδιά μου πήγαινε πάνω κάτω, από το κεφάλι στα πόδια για 4μιση λεπτά. Μουσικά δεν θέλω να πω τίποτα για αυτό το αριστούργημα, είμαστε όλοι πολύ μικροί μπροστά του. Και οι στίχοι βέβαια είναι ξεκάθαροι εδώ, κανένα κρυμμένο νόημα από τον Warrel, τα λέει ξεκάθαρα και δυστυχώς, ειδικά αυτές τις μέρες, είναι πιο επίκαιρα από ποτέ… Είχα πει πριν 2 χρόνια ότι αυτό ήταν το κομμάτι αφιερωμένο στις καραντίνες μας, μιας και όλοι ήμασταν κλεισμένοι μέσα στους 4 τοίχους των σπιτιών μας, αλλά το πραγματικό του νόημα είναι η έννοια της δικαιοσύνης και πόσο καθόλου δεν υπάρχει αυτή.
Και αφού λοιπόν τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα το δικαιολογούν, αφιερωμένο ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΣΚΟΡΠΙΖΟΥΝ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. Σε όλους τους πολιτικούς, σε όλα τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης, αφιερωμένο σε κάθε άνθρωπο που έχει πληγεί το αίσθημα δικαιοσύνης του, όταν βλέπει να την πληρώνουν βαριά αμελητέα ψευτοαδικήματα τη στιγμή που βιαστές μικρών παιδιών, δολοφόνοι και λοιποί εγκληματίες έχουν τα θράσος να αναπνέουν τον ίδιο αέρα με εμάς. Σε όλους αυτούς που τους πνίγει το δίκιο, το παντοτινό μήνυμα του Warrel είναι,
“Inside four walls my friend, they took away your freedom, but they’ll never take your mind…”

Μίμης Καναβιτσάδος

ΥΓ. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον Δήμο, που αγάπησε τη μπάντα και έκλαψε για τον Warrel όσο κι εγώ. Δημάρα, για σένα αδερφέ.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here