Ήρθε κι εμένα η ώρα μου να πάρω μέρος σε αυτή την ιδιότυπη στήλη και μάλιστα με μια αποστολή διόλου εύκολη η οποία ακόμα και τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, με γεμίζει με άγχος, καθώς είναι ξεκάθαρο πως μερικά πράγματα δε μπορούν και δεν πρέπει να μπαίνουν σε σειρά. Πιο εύκολο θα το είχα σε κάποιες περιπτώσεις να κόψω ένα δάχτυλο για κάθε κομμάτι που θα έπρεπε να διαλέξω αντί για κάποιο άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση, θα τα έχανα όλα, μια και μιλάμε για 10 κομμάτια από ένα άλμπουμ το οποίο όπως και αν βάλει κάποιος τα κομμάτια σε σειρά, δεν σημαίνει ότι θα κάνει λάθος, καθώς είναι τέτοια η ποιότητα του και η υστεροφημία του μετά από 24 χρόνια ζωής που το περιθώριο λάθους είναι το ίδιο υπαρκτό και ανύπαρκτο ταυτόχρονα. Είμαι βέβαιος ότι όποιος το διαβάσει αυτό, στο τέλος θα ρίξει κατάρες καθώς θα ήθελε να δει τα κομμάτια σε διαφορετική σειρά, σίγουρα έχει αδικηθεί κάποιο πολύ αγαπημένο του ή αντίστοιχα έχει εξυψωθεί κάποιο λιγότερο αγαπημένο του, ωστόσο γνωρίζετε όλοι όσοι έχετε αγαπήσει αυτό το άλμπουμ ότι η θέση μου (όπως και η δική σας αν ήσασταν στη δική μου) είναι πολύ δύσκολη. Ας τα πάρουμε από την αρχή!
To 1996 παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πλέον ιδιαίτερες χρονιές για τον μεταλλικό ήχο. Μετά από πολλές αλλαγές σε ήχους κατά τη διετία 1993-1994 και με την συνοχή και μέλλον της μουσικής μας να τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς και την επιλεκτική αγνόηση από τα μέσα ενημέρωσης, ήρθε το 1995 να φέρει ξανά ποιότητα με απίστευτα άλμπουμ και να κάνει το heavy metal στο σύνολο του ξανά δυνατό. Όχι ότι τη διετία που προαναφέραμε δε βγήκαν απίστευτα άλμπουμ, κάθε άλλο. Ωστόσο η διετία 1995-1996 βοήθησε τα μέγιστα στο μέλλον και τουλάχιστον μέχρι τα τέλη των ‘90s και αρχές των ‘00s, είχαμε όλο και περισσότερες μεγάλες στιγμές να έρχονται. Έτσι, ενώ το 1995 οι NEVERMORE μας συστήθηκαν με το ομότιτλο ντεμπούτο τους ως η νέα μπάντα των Warrel Dane και Jim Sheppard (πρώην SANCTUARY και οι δυο), το 1996 έμελλε να είναι η χρονιά της αναγνώρισής τους και να αποτελέσουν συγκρότημα-εφαλτήριο για τις εξελίξεις μελλοντικά, κρατώντας τη σημαία του παραδοσιακού –μη κάφρικου κοινώς- ήχου ψηλά για τα επόμενα 10 χρόνια. Μάλιστα, αρχικά μέσα στη χρονιά είχαν κυκλοφορήσει το ΕΡ “In memory”, όπου φαινόταν ξεκάθαρα η αλλαγή ήχου σε αυτή την απίστευτη μάζα όγκου και αλλαγών που πρόκριναν τα χαλύβδινα riffs τους.
Η προσθήκη του κιθαρίστα Pat O’Brien με το καθαρό death metal υπόβαθρο, έλυσε τρόπον τινά τα χέρια του κύριου συνθέτη και έτερου κιθαρίστα, Jeff Loomis. Ο ήχος αυτός αποτέλεσε για την συνέχεια της ύπαρξης τους το βασικό τους χαρακτηριστικό, ένα βάθος όγκου και βαρύτητας που κανείς δεν είχε επιδείξει ως τότε, με απίστευτες κιθάρες που όμως παρά το δεδομένο groove που έβγαζαν, ήταν στερεοτυπικά μεταλλικές, κοινώς δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη των υπερεπιτυχημένων PANTERA, οι οποίοι παρέμεναν την εποχή εκείνη το μόνο συγκρότημα που δεν μαλάκωνε τον ήχο του, αλλά αντίθετα βάρυνε κι άλλο όσο περνούσε ο καιρός και μάλιστα δέχονταν και τα βέλη των αντι-μεταλλάδων, οι οποίοι διαρκώς περνούσαν και δεν ακουμπούσαν τους Τεξανούς. Οι NEVERMORE ήταν έτοιμοι σαν από καιρό για το νέο μεγάλο κρίσιμο βήμα και έτσι ως συνέχεια του ΕΡ, μέσα στο 1996 κα λίγο πριν φύγει η χρονιά, συγκεκριμένα στις 5 Νοεμβρίου, κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους “The politics of ecstasy”, το οποίο άμεσα μόλις βγήκε έκανε τους πάντες να εκπλαγούν και να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους. Τι ήταν όμως αυτό που είχε το άλμπουμ που το έκανε τόσο αγαπητό και συνάμα και το συγκρότημα τόσο απαραίτητο εκείνη την εποχή στις καρδιές των οπαδών;
Οι NEVERMORE ήρθαν σε μια εποχή που το μέλλον του μεταλλικού ήχου ήταν αβέβαιο. Το γκελ που έκανε η συμμετοχή των Dane/Sheppard ως πρώην SANCTUARY μελών ήταν μεν δυνατό, αλλά όχι αρκετό για να τους δώσει άμεσα επιτυχία. Έπρεπε να υπάρξει ένα στοιχείο το οποίο θα έκανε τη διαφορά. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το παίξιμο του Jeff Loomis, καθώς δεν είχε εμφανιστεί μέχρι τότε παίχτης που να συνδυάζει σε τέτοιο βαθμό την επιθετικότητα, την μελωδία, την τ(ρ)αχύτητα και τα mid-tempo περάσματα με τέτοιο τρόπο. Όλα αυτά κάτω από ένα απόλυτα προσωπικό στυλ που δεν θύμιζε τον οποιονδήποτε παρά τις επιρροές του (από Jason Becker, Marty Friedman, Yngwie Malmsteen μέχρι CARCASS, CORONER, ANNIHILATOR και δε συμμαζεύεται). Οι NEVERMORE κατόρθωσαν να έχουν την heavy/power αισθητική του παρελθόντος δοσμένη με ένα πολύ πιο βαρύ και μοντέρνο (αλλά όχι τυρένιο) ήχο, με ξεκάθαρα thrash ξεσπάσματα και με δεδομένο death metal όγκο στο κιθαριστικό παίξιμο (πέραν της προσθήκης του O’Brien, όνειρο του Loomis ήταν ένα συγκρότημα με death metal παίξιμο, ενώ αγαπημένος δίσκος της ζωής του Dane ήταν το “Heartwork” των CARCASS και επηρέασε πολύ το παίξιμο των NEVERMORE στη συνέχεια). Ένα αμάλγαμα ευθύτητας, προοδευτικών αλλαγών, παραδοσιακού και μοντέρνου ήχου στο έπακρο.
The “Politics of ecstasy” countdown
10. “Precognition” (1:38)
Το πανέμορφο αυτό ορχηστρικό κομμάτι λειτουργεί ως ηρεμία πριν και μετά την καταιγίδα που έχει προηγηθεί η ακολουθεί αντίστοιχα κατά τη διάρκεια του δίσκου. Στριμωγμένο ανάμεσα στα δυο δυνατά «χαρτιά» της δεύτερης πλευράς του δίσκου, δηλαδή τα “The Tiananmen man” και “42147” αντίστοιχα, βρίσκεται σε κομβικό σημείο ώστε να πάρει ανάσες ο ακροατής, έστω και για κάτι λιγότερο από 100 δευτερόλεπτα που διαρκεί. Το κομμάτι μάλιστα χρησιμοποιούταν ως εισαγωγή στις συναυλίες τους για μεγάλη περίοδο. Έκλειναν τα φώτα, ακουγόταν το “Precognition” και απλά περίμενες τη σφαγή που θα ακολουθούσε. Το λες και τέλεια αντίθεση με το τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. Πανέμορφο λυρικότατο κομμάτι από πλευράς Loomis, ουσιώδες και σύντομο, καθαρά λόγω του ότι είναι ορχηστρικό και δεν εξελίσσεται όσο θα το θέλαμε, είναι αναγκασμένο να πάρει την τελευταία θέση. Μακάρι σε άλλα άλμπουμ η τελευταία θέση να ήταν ανάλογα υπέροχη.
9. “Lost” (4:15)
Το πιο απλοϊκό (τρόπος του λέγειν) κομμάτι του “The politics of ecstasy” θα λάβει την τελευταία θέση από τα «κανονικά» κομμάτια. Είναι και το μικρότερο κομμάτι του δίσκου και ανοίγει τη δεύτερη πλευρά δυναμικά, ενώ αν δε με απατά η μνήμη μου (που συνήθως αποκλείεται να ξεχάσει τέτοια πράγματα), ήταν και το τελευταίο κομμάτι που παίχτηκε την πρώτη φορά που μας ήρθαν μαζί με τους ICED EARTH στις 28 και 29 Απριλίου του 1997 και σίγουρα δεν ξαναπαίχτηκε στις μετέπειτα εμφανίσεις τους. Στιχουργικά είναι μια ωδή στην ουσία acid και στο όποιο τριπάρισμα αυτή προκαλεί, με τις στιχουργικές κλιμακώσεις να δίνουν και να παίρνουν καθ’ όλη τη διάρκειά του. Από την αρχή ακόμα (“Learning ways to fly, just never too high to die”) είναι έκδηλες οι «παρενέργειες» της μαστούρας που προκαλεί, ενώ το «ταξίδι» περιέχει περιγραφικότητα που δεν τίθεται αμφισβήτηση (“…chasing colors to the sun, colors bleed but never fade, I’ll just fade away”), μάλιστα το «ταξίδι» δείχνει να μην έχει τέλος για κάποιους που παρέμειναν «χαμένοι» στην επίδραση του (“Such a long, strange trip it’s been, so I sing this song for the lost one”) και είναι τέτοιες οι ευεργετικές του «συνέπειες» που ο πρωταγωνιστής δεν θέλει να επιστρέψει στην πραγματικότητα, αλλά εκεί που βρίσκεται τα βλέπει όλα καλύτερα, πιο ξεκάθαρα και πιο μεγαλειώδη στο μυαλό του (“Why should I come down? From here I can see forever”)…
8. “The politics of ecstasy” (7:57)
Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, ο οποίος πήρε τον τίτλο του από το αντίστοιχο βιβλίο του (πέμπτο κατά σειρά) Timothy Leary το 1968, ενός ψυχολόγου και συγγραφέα με γνωστή τη ροπή του λόγου του προς τις ψυχεδελικές ουσίες. Μάλιστα στο ομότιτλο άλμπουμ του 1995, υπάρχει τραγούδι με το όνομα του, ενώ ο ίδιος απεβίωσε λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, στις 31 Μαΐου του 1996. Το κομμάτι φυσικά και είναι γενική κατακραυγή προς τους πολιτικούς γενικότερα, με πολύ σκληρή γλώσσα από πλευράς Dane, ο οποίος προβλέπει ζοφερό μέλλον, έλλειψη ελευθερίας (“Freedom’s never free”) και βλέπει όλο το πολιτικό μανιφέστο ως βιομηχανία η οποία επιζητάει να θάψει τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και να ευνοήσει τους δυνατούς και εύπορους. Ο στίχος “Choking on the puke of their industry, regurgitated propaganda ministry” είναι από τα δυνατότερα σημεία του δίσκου, ενώ το ξέσπασμα που ξεκινάει με το μπάσο του Sheppard και τη μπάντα να θρασάρει απροκάλυπτα κάνει το κεφάλι να παίρνει φωτιά. Τώρα θα πει κάποιος «κι αφού έχει όλα αυτά γιατί είναι τόσο χαμηλά στη λίστα;» για να πάρει την απάντηση «γιατί απλά κάποια έπρεπε να την πληρώσουν και γιατί ο δίσκος είναι all killers/no fillers», τι να κάνουμε;
7. “42147” (4:59)
Μπομπάτο μπάσιμο στο συγκεκριμένο κομμάτι, παίρνει σβάρνα στην κυριολεξία τα πάντα στο διάβα του, ενώ είναι το κομμάτι με τους λιγότερους στίχους αλλά και αυτούς που ο Dane δείχνει να «βιώνει» περισσότερο με τη δραματικότητα της φωνής του. Η διχογνωμία που υπήρχε για το κομμάτι ήρθε στο τέλος της όταν σε προσωπική συζήτηση με τον frontman μου ανέλυσε ότι ναι μεν το κομμάτι αναφέρεται στο πρώτο πείραμα που αφορά το LSD χρονολογημένο στις 19 Απριλίου του 1943 από τον Albert Hofmann, ωστόσο ο τίτλος προέρχεται από την ημερομηνία 21 Απριλίου του 1947 (20 χρόνια πριν τη χούντα παρακαλώ) και που αφορά την ημερομηνία που ξεκίνησε η επίσημη διανομή του LSD. Το κομμάτι μιλάει ξεκάθαρα για ένα «πείραμα» που λαμβάνει χώρο και που ο υποκινητής του έρχεται προ εκπλήξεως στο τέλος, μην έχοντας πλήρη εικόνα του τι μπορεί να συμβεί (ο τρόπος με τον οποίο φωνάζει ο Warrel “What have I created?” πιστεύω τα λέει όλα). Δεν είναι και κανένα κοινό μυστικό ότι το “The politics of ecstasy” είναι ένα ναρκωτικά κινούμενο άλμπουμ στιχουργικά, ωστόσο η λιτή περιγραφή σε στιγμές όπως το “42147” κάμπτουν και τα τελευταία εμπόδια σε όποια σκέψη μπορεί να επικρατήσει γύρω από αυτό.
6. “The Tiananmen Man” (5:25)
Άλλο ένα φοβερό μπάσιμο κομματιού στο δίσκο, σχεδόν αδερφό κομμάτι με το “42147” και που ευτυχώς είχαμε την χαρά να τα απολαύσουμε ζωντανά στις επισκέψεις τους. Άμεση παραπομπή στο γεγονός που έλαβε χώρο στις 5/6/1989 στην πλατεία Tiananmen στην Κίνα, μια μέρα μετά την καταπάτηση διαδήλωσης που έλαβε χώρο στη συγκεκριμένη πλατεία του Πεκίνου και που επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος για την κατάλυση της. Ένας άνθρωπος, ειρηνικός διαδηλωτής, στάθηκε μπροστά από τα τανκς που έκαναν πορεία στην πλατεία, με τη συγκεκριμένη εικόνα να θεωρείται μια από τις πλέον εμβληματικές όλων των εποχών και ειδικά του 20ού αιώνα. Μάλιστα, ο διαδηλωτής επίτηδες στεκόταν μπροστά από το μπροστινό τανκ που έκανε προσπάθειες μανούβρας να τον αποφύγει για να μην τον πατήσει και άλλαζε συνεχώς θέση με αποτέλεσμα το τανκ να μη μπορεί να τον προσπεράσει. Σύμφωνα με τον Dane, ο άνθρωπος (που αναφέρεται από τότε ως Tank Man ή άγνωστος διαδηλωτής ή άγνωστος επαναστάτης) ήξερε ότι όλος ο κόσμος είχε την προσοχή στραμμένη πάνω του και θέλησε με τον τρόπο αυτό να χειριστεί αυτός τα μέσα ενημέρωσης όπως αυτά χειρίζονται εμάς αντίστοιχα, πράγμα που περιγράφεται άψογα στο σημείο “He knew the world was watching, knew he had a plan, to confront the powerful tyranny in the square of Tiananmen. Ecstatic youth played with fire, freedom wash over them, democracy their desire, the Tiananmen man had a plan: Manipulate the media”!
5. “Passenger” (5:28)
Αν ένα κομμάτι αισθάνομαι ότι αδικώ στην καταμέτρηση, είναι αυτό, θα μπορούσε να είναι μια θέση πάνω είναι η αλήθεια, ωστόσο πρέπει να πάω με τη λογική περισσότερο απ’ ότι με το συναίσθημα. Από τα πλέον υποτονικά κομμάτια της ιστορίας τους, ωστόσο σου περνάει ένα απίστευτο πλούτο μέσα σου και είναι από τα κομμάτια που λέμε «Τροφή για σκέψη» ή «κλείνεις τα μάτια και το απολαμβάνεις στο σύνολο του». Ένα υπνωτικό μαστούρικο riff καθοδηγεί καθ’ όλη τη διάρκειά του και οι στίχοι του πραγματεύονται έναν άνθρωπο ο οποίος έζησε τη ζωή του με το βάρος των λαθών του που τον έφεραν σε δεινή θέση και που του προκάλεσαν απίστευτο πόνο, όπως κι αυτός προκάλεσε αντίστοιχα σε άλλους, άθελα του ή μη. Μοναχικός, έξω από το μάτι του κόσμου και τραβώντας ένα δρόμο που κανείς άλλος δε διάβηκε, έμαθε από τα λάθη του αλλά είναι πλέον αργά να τα αντιστρέψει και ο προορισμός του είναι η αιώνια μοναξιά για να μην κάνει κακό σε άλλους αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Τρομερά δυνατοί στίχοι όπως στο “But then, who here among us is without shame” που καταδεικνύει ότι όλοι μας έχουμε τις σκληρές, ένοχες και λάθος στιγμές μας αλλά και το σημείο “True wisdom comes in learning pain, and I have known pain”, όπου ναι μεν τα λάθη του τον έκαναν σοφότερο αλλά ο πόνος παραμένει και ζει με το βάρος του καθημερινά. Το κομμάτι παίχτηκε επίσης μόνο την πρώτη φορά που τους είδαμε, σε μια από τις δυνατότερες συναυλιακές στιγμές που έχει ζήσει ο υποφαινόμενος, πραγματικά μια συγκλονιστική εξέλιξη.
4. “The learning” (9:41)
Το έπος που κλείνει το δίσκο δραματικά και το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι όχι μόνο της κυκλοφορίας αλλά και όλης της καριέρας τους, λίγο κάτω από 10’ σε διάρκεια. Μετά το τέλος του ακολουθεί κενό στην κανονική κυκλοφορία και στη συνέχεια… να το βρείτε μόνοι σας, χα χα χα! Κορύφωση συναισθημάτων με μαλακή αρχή, mid-tempo συνέχεια και σε κάποια φάση το συγκρότημα να ακούγεται σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα στο ιδανικότερο φινάλε που δήλωνε «εδώ είμαστε και στο μέλλον θα σας πάρουμε τα κεφάλια», όπως και έγινε. Στιχουργικά έχουμε την αρρωστημένη σκέψη του να προγραμματιστούν ανθρώπινα συναισθήματα σε μηχανές κι ότι θα μπορούσαν οι μηχανές γενικότερα να νιώθουν διάφορα όπως οι άνθρωποι. Αρκετά Terminator (Skynet κι έτσι) το σκηνικό όπου θεωρητικά μια μηχανή θα μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη δύναμη και να επηρεάσει και την ανθρώπινη φυλή συνολικά. Το θέμα του κομματιού συνεχίστηκε στο δεύτερο μέρος του, το “Sentient 6” στο “This godless endeavor” και η συγκίνηση όταν ακούστηκαν μαζί στην συγκεκριμένη περιοδεία του 2005 δεν μπορεί να περιγραφεί. Για πολλούς αποτελεί το πιο ώριμο και συγκεντρώνοντας όλα τα είδη και ύφη της καριέρας τους. Μεγαλειώδες κλείσιμο!
3. “Next in line” (5:32)
Το πραγματικά δύσκολο έργο ήταν η 2η και 3η θέση εδώ πέρα (παρακαλώ κατάρες και λοιπά να στραφούν σε μένα, αφήστε τη μανούλα μου μόνο έξω απ’ όλο αυτό). Να διαλέξω το βίωμα ή την πώρωση; Τι λέει η καρδιά μου ή ο σβέρκος μου; Το κλάμα ή τα κόκκινα από πάθος μάτια; Τη λογική ή την ουγκανίλα; Τις σηκωμένες τρίχες ή το σηκωμένο… ηθικό; Σε κάθε περίπτωση διαλέγω τη δεύτερη επιλογή σε όλα και γι’ αυτό το τιτάνιο “Next in line” παίρνει το άτυπο χάλκινο μετάλλιο αυτής της κυκλοφορίας, ενώ Α-Ν-Ε-Τ-Α θα ήταν το κορυφαίο τραγούδι που θα μπορούσε να γράψει το 99,9% των συγκροτημάτων εκείνης της εποχής ειδικά. Αλλά NEVERMORE είσαι, μπορείς να βάλεις και αυτό και όσα θες σαν αυτό μέσα σε ένα δίσκο και να μην ξέρει ο κάθε Κατσούρας και φανατικός –και μη- οπαδός σε τι σειρά να τα βάλει. Ένα σιδηροδρομικό ριφφάκι στην αρχή, ένα «ααααααα» του Dane και ακολουθεί μια δομή για Όσκαρ, βαρύ, αδιαπραγμάτευτα μη εμπορικό κι ας είναι το χιτάκι του δίσκου, το πιο δυνατό στιχουργικά κομμάτι του δίσκου για πολλούς κι ευνόητους λόγους. Ένας άνθρωπος που υποφέρει τόσο πολύ από την εξάρτηση του στα ναρκωτικά και που κλιμακώνεται σταδιακά μέσα στο κομμάτι. Από την αρχή εξωτερικεύονται πλήρως τα συναισθήματα (“I taste the fear to numb the tear”), όπου ο πρωταγωνιστής για να απαλύνει τον πόνο του εθισμού στρέφεται πάλι στην ηρωίνη για να μην πονάει και του παραλύει τις αισθήσεις. Αισθάνεται όμως ότι δεν είναι το μόνο θύμα που το περνάει αυτό, εξ ου και το “The corporation used me like they brainwashed you”, καθώς όλοι είναι θύματα εξαπάτησης και ψεμάτων που οδηγούν σε τέτοιες καταστάσεις. Η βύθισή του στη νιρβάνα του δεν έχει επιστροφή (“This void illusion I suffer for…”), και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει επιστροφή (“Trapped by the source of my infection”) οδηγούν στην πεποίθηση ότι όλα είναι μάταια και το τέλος είναι κοντά και δεν έχει το κουράγιο να προσπαθήσει να το αντιστρέψει (“I don’t want to be saved, I’m next in line to die”). Στο τέλος η κατάσταση περιγράφεται ως μια μετωπική σύγκρουση με το τέλος να είναι αναπόφευκτο και με πλήρη συναίσθηση ότι μόνος υπαίτιος γι’ αυτό, είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής (“I’m a dead man, I’m a sick man, I’m the pilot of my destruction”). Το πόσο επίπονα ηχεί ο τελευταίος αυτός στίχος μετά την απώλεια του Warrel Dane μπορεί να το περιγράψει ο καθένας μέσα του που ένιωσε την άνοδο και πτώση του(ς) και που τους αγάπησε σφοδρά. Ο πόνος πράγματι δεν αντέχεται…
2. “This sacrament” (5:10)
“Lucy in the Sky with Diamond eyes… Long Since Dark”… Όχι ψαγμένε φίλε Νεβερμορά, δεν κάνεις λάθος, δεν έχω προκρίνει τα κεφαλαία γράμματα στους στίχους τυχαία. Το κομμάτι είναι ξεκάθαρη αναφορά στο LSD (περίεργο στο δίσκο ε;) και τις παρενέργειές του (“I wear her disguise of light”…, ξεκάθαρη αναφορά ότι «βλέπει το φως» αλλά ως προσωρινή μεταμφίεση από την σταθερή του κατάσταση). Οι τοίχοι κλείνουν γύρω σου (“There’s no constraint when the walls cave in”…) και στο τέλος όλοι γινόμαστε ένα (“Feel the flow and let all thought fade, we shall be one”…), όπου στο τέλος όλα αποκτούν σκοπό ο οποίος γίνεται ένα μαζί σου (“To become one with the flow is to realize purpose, to realize purpose is to become one with the flow”…). Υπήρχαν φήμες ότι όπου “The flow” υπήρχαν αναφορές προς τον Ταοϊσμό που ο Warrel Dane είχε μελετήσει ενδελεχώς, σε συζήτηση που έγινε μαζί του, ο ίδιος όπως πάντα αινιγματικός, ανέφερε «μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι, αν ισχύει σημαίνει ότι το πέτυχες, αν όχι δε χρειάζεται να αισθάνεσαι άσχημα, απλά πάρτο ως θετικό το ότι το σκέφτηκες». Ακόμα σπάω το κεφάλι μου αν ισχύει ή όχι. Όπως σπάω το σβέρκο μου Κ-Α-Θ-Ε φορά που ακούω την αρχή αυτού του κομματιού, ένα κομμάτι που το έχω φανταστεί να παίζει ενώ καταστρέφεται ο κόσμος και μετά το αρχικό ριφφ, στο μπάσιμο του κύριου ριφφ, έχω φαντασιωθεί κτίρια να ισοπεδώνονται το ένα μετά το άλλο και το “This sacrament” να είναι το soundtrack του επερχόμενου ολέθρου, για κάποιο λόγο μου έρχεται και στο μυαλό η τελευταία σκηνή του Fight Club όπου όλα καταρρέουν. Αν δεν πάρετε τηλέφωνο στο Δαφνί, τη Λέρο και το Συνούρι να με «δώσετε» στεγνά, μην ασχολείστε ιδιαίτερα, κάτι δικά μου είναι τα παραπάνω. Να προσθέσω ΤΟ ΣΟΚ απλά όντας μπροστά στον Loomis την πρώτη φορά που ήρθαν κι έπαιζε το σόλο, όπου στο «σήκωμα» το πώς παίρνει την τελευταία χορδή και την πάει σχεδόν πάνω από τις υπόλοιπες δεν το έχω ξαναδεί από κανέναν και μάλλον δεν πρόκειται να το ξαναδώ…
1 “The seven tongues of God” (5:59)
Η μητέρα των μαχών, ο πόλεμος χωρίς ενδιαφέρον γιατί ο νικητής είναι γνωστός, η Σ-Φ-Α-Γ-Η σε κάθε συναυλία τους, η δήλωση των NEVERMORE εν έτη 1996 «ήρθε καινούργιο αφεντικό στο προσκήνιο και θα κάνετε όλοι πέρα μπροστά στο μεγαλείο μας», η ηχητική ΥΠΕΡΒΟΛΗ που μπορούσε να νιώσει κάποιος από το πρώτο δευτερόλεπτο. Η ιαχή του Warrel Dane ΚΑΘΕ φορά που το παίζανε “I WANT CHAOS, I WANT BODIES FLOATING, DO YOU LIKE THRASH METAL?”… Το πιο βαρύ, σκληροκα**όλικο, ηγεμονικό και καταστροφικό για τον αυχένα και τις πέντε αισθήσεις ριφφ που έχει γραφτεί τα τελευταία 25 χρόνια; Περισσότερο; Δεν ξέρω. Φυσικά και το κομμάτι δεν είναι thrash όπως περήφανα δήλωνε ο ξανθός frontman, περισσότερο για να τσιτώσει τους αλλόφρονες οπαδούς (όντας κι αυτός πιο αλλόφρων όλων), και πιστέψτε με, ήταν μανούλα σε αυτό, περίμενε σαν τρελός την ώρα να παιχτεί για να τραβήξει ο ίδιος (Ο ΙΔΙΟΣ ΡΕ) τον κόσμο να κάνει stage-diving, να τους πάρει αγκαλιά επί σκηνής πριν τους πετάξει ο ίδιος από τη σκηνή (φιλικά πάντα) και ΠΑΝΤΑ την ώρα που παιζόταν έκανε νόημα στους υπεύθυνους ασφαλείας με το δάχτυλο φωνάζοντας ηχηρά “NO”, σε φάση «θα τους αφήσετε όλους να τα κάνουν όλα ΠΟΥΤ@Ν@»! Κάθε opener δίσκου τους είχε το κάτι παραπάνω και έδινε τον τόνο του τι ακολουθεί, ωστόσο αυτό είναι το κομμάτι που όρισε το μέλλον τους και που ήρθαν οι περισσότεροι σε επαφή με τον πελώριο ήχο τους και δεν παραστράτισαν ποτέ ξανά (no pun intended) από το μονοπάτι λατρείας προς το συγκρότημα. Στιχουργικά, έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το πιο σοφιστικέ αντι-θρησκευτικό κομμάτι όλων των εποχών, ο τίτλος του προέρχεται από το πρώτο κεφάλαιο του “The politics of ecstasy” του Timothy Leary, άρα συμβολικά ανοίγει και ο δίσκος των NEVERMORE έτσι. Είναι ο λόγος της μέσης θρησκείας ενάντια στην πεποίθηση του μέσου άθεου. Η θρησκεία διακηρύττει το πόσο σωστή κι ενάρετη είναι, ότι είναι η φωνή του Θεού, αλλά το κομμάτι κάνει λόγο ξεκάθαρα για προσπάθεια ελέγχου των υπάκουων μαζών κι ότι η θρησκεία ελέγχει τον κόσμο και γι’ αυτό ο κόσμος είναι ένα επικίνδυνο μέρος να ζει κανείς. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για καθαρά αντι-θρησκευτικό κομμάτι, ο Dane «καίει» τον εγκέφαλο του μέσου ακροατή/παρατηρητή με τον τελευταίο στίχο “To see the light is the purest form of reward”, άρα υπάρχει φως εκεί έξω, αλλά δεν προέρχεται από τη θρησκεία. Λάδι στη φωτιά ρίχνει ακόμα περισσότερο η ατάκα που ακούγεται στο τέλος (και ανήκει στον Βολταίρο, χρονολογημένη από το 1768): “If God did not exist, it would be necessary to invent him”… Τελικά έπρεπε ή όχι να υπάρχει Θεός; Κι αν ναι υπό ποια μορφή;
Τo “The politics of ecstasy” θεωρείται από πολύ μεγάλη μερίδα οπαδών ως το καλύτερο μεταλλικό (τονίζουμε το μεταλλικό διότι το “Aenima” των TOOL είναι εκτός κάθε μέτρου σύγκρισης) άλμπουμ του 1996. Η αποδοχή τους υπήρξε καθολική, ο θαυμασμός του κόσμου για το παίξιμο τους και κυρίως τον πελώριο ήχο τους μετετράπη σε ζωοδότη για όλο το metal στο σύνολο του. Ήταν τέτοια η μεγαλοσύνη τους που καμία μπάντα δεν τόλμησε να παίξει έτσι (οκ τόλμησαν οι COMMUNIC από τη Νορβηγία στην πιο ξεχειλωμένη λογική των 7-8-9-10 λεπτών κομματιών κι αυτό στα δυο πρώτα άλμπουμ, αφού φάγανε το κράξιμο για πλήρη αντιγραφή, άλλαξαν λίγο στυλ, λίγο, όχι πολύ). Άσχετα αν υπήρχε ή όχι Θεός σύμφωνα με τον Warrel Dane, ο ίδιος είχε ανάλογο status στα μάτια του κόσμου και ειδικά στη χώρα μας. Κατά τρόπο ειρωνικό έβλεπε την καριέρα του να παίρνει τα πάνω της μετά το άδοξο και μάλλον αναπόφευκτο τέλος των SANCTUARY λόγω της grunge λαίλαπας και ο ίδιος ως μπροστάρης, έφερνε ξανά το βαρύ μέταλλο στο προσκήνιο, ως ένας από τους κύριους εκφραστές του στο δεύτερο μισό των ‘90s και μέχρι το πρώτο μισό των ‘00s όπου και ήρθε το μεγάλο διάλειμμα μετά το 2005 για τους NEVERMORE και στην ουσία τερμάτισε πρόωρα μια καριέρα που ήταν ιδανικά στρωμένη να τους έχει στον αφρό. Δεν πέτυχαν ποτέ τις μεγάλες πωλήσεις, ούτε και έμειναν αδιάφοροι σε καμία των περιπτώσεων. Παρέμειναν στο επίκεντρο κάθε συζήτησης, μαλακοί/βαριοί, παραδοσιακοί/μοντέρνοι, ευθύτατοι/προοδευτικοί ανάλογα σε πιο αντίθετο άκρο βρισκόταν κανείς. Το “The politics of ecstasy” υπήρξε η διακήρυξη του επίσημου ερχομού τους μετά το αναγνωριστικό ντεμπούτο τους και το μεταβατικό ΕΡ τους και ο μεταλλικός κόσμος ποτέ ξανά (πάλι no pun intended) δεν βρήκε ανάλογο συγκρότημα του δικού τους ηχητικού εκτοπίσματος από τότε.
Τα πάντα είχαν πάρει το δρόμο τους από όταν είδαμε το εξώφυλλο με το μωρό να έχει στο μέτωπο του χαραγμένη τη λέξη “CONTROLLED”… μετά χάθηκε ο έλεγχος της λατρείας προς το πρόσωπο τους. Στο “Dreaming neon black” βίωσαν την απόλυτη αναγνώριση, στο “Dead heart in a dead world” την καταξίωση, ωστόσο χωρίς το “The politics of ecstasy”, όλα θα ήταν διαφορετικά. Πάντα θα είναι το σημαντικότερο άλμπουμ τους (δεν θα πω καλύτερο) και πάντα θα του χρωστάνε κι αυτοί κι εμείς όσα ακολούθησαν στην πορεία. Και φυσικά το πιο θυμωμένο τους άλμπουμ, για να τελειώσει και το πιπίλισμα με την καραμέλα του “Enemies of reality” ως το βαρύτερο/τσιτωμένο άλμπουμ τους. Sorry αν σας το χαλάω, αλλά η σύγκριση δε μπορεί καν να γίνει.
ΠΡΟΦΑΝΩΣ επίσης ο τίτλος επιλέχθηκε και ως παραπομπή στον αγαπημένο συγγραφέα του Warrel Dane, τον μέγιστο Edgar Allan Poe (P.olitics O.f E.cstasy)!
“The circle never ends, the purpose never changes face”…
Άγγελος Κατσούρας