NIGHTFALL STUDIO INTERVIEW (Fotis Benardo, Efthimis Karadimas)

0
243
Nightfall
















Nightfall

Συναντηθήκαμε με τον Ευθύμη Καραδήμα και τον Φώτη Benardo στα Devasoundz studios για να συζητήσουμε τη διαδικασία ηχογράφησης του νέου δίσκου των NIGHTFALL, “Children of Eve”, το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Μαΐου από τη Season Of Mist.

Ευθύμης: Έγραψα ένα demo με 10 κομμάτια με μια κιθάρα Gibson flying V που έχω πριν τρία χρόνια. Λόγω της πανδημίας δεν μπορούσαμε να πάμε σε περιοδεία και καθόμουν σπίτι και έγραφα. Με το demo ξεκίνησα το πρώτο μέρος της προπαραγωγής το 2023, η οποία έγινε με τον Θύμιο Κρίκο. Εκεί έβαλα τα riffs σωστά παιγμένα με τον μετρονόμο και οδηγούς τύμπανα, μπάσο και με φωνές για να δω τι ταιριάζει που. Μετά το τέλος της πανδημίας πήρα το demo και ήρθαμε στα Devasoundz studios και συνεχίσαμε την προπαραγωγή, με όλα τα όργανα παιγμένα κανονικά. Το πρώτο μέρος της προπαραγωγής ήταν να μπουν τα κομμάτια σε μια σειρά για να καταλάβουμε τι έχουμε στα χέρια μας. Το δεύτερο μέρος άρχισε να μετουσιώνεται σε ηχογράφηση. Λέγαμε «κράτα αυτό, κράτα εκείνο», οπότε το θεωρούμε ως αρχή της ηχογράφησης.
Φώτης: Χρειαζόταν η δεύτερη προπαραγωγή για να δούμε τι ταιριάζει και τι όχι. Φαίνεται να είναι φλυαρία στο demo και να μην είναι ή το αντίθετο. Δεν έγινε με τα ίδια όργανα που έγινε η τελική ηχογράφηση. Στην ηχογράφηση ψάξαμε τον ήχο και με τις 7 κιθάρες που είχαμε στη διάθεσή μας.
Eυθύμης: Παίζαμε το ίδιο riff με κάθε κιθάρα και ακούγαμε μετά για να δούμε με ποια κιθάρα ακούγεται καλύτερα στο ύφος που έχουμε. Στον προηγούμενο δίσκο είχαμε χρησιμοποιήσει μια Gibson και μια Ibanez, που ήταν συγκεκριμένο μοντέλο που μεσουρανούσε στα 80s.
Φώτης: Διαλέξαμε τις συγκεκριμένες γιατί ταιριάζανε μεταξύ τους, αλλά και με τους ενισχυτές που είχαμε. Χρησιμοποιήσαμε δύο Gibson explorer, η μια δική μου και η άλλη του κιθαρίστα μας, Κώστα Κυριακόπουλου και ήταν τέλειες για πάντρεμα στον ήχο τους σε επίπεδο συχνοτήτων. Χρησιμοποιήσαμε ως κεφαλές τον Engle και τον EVH (Eddie Van Halen).

Οι κιθάρες ηχογραφήθηκαν όλες από τον Κώστα Κυριακόπουλο;
Φώτης: Ναι, κυρίως ο Κώστας. Έχει σταθερό και δυνατό δεξί στα ρυθμικά.
Ευθύμης: Οι κιθάρες συγκριτικά με το “At night we prey” χαρακτηρίζονται από τον όγκο τους και από το σφιχτό δυνατό παίξιμο του Κώστα. Αυτή είναι μια βασική διαφορά με το νέο δίσκο.

Πώς διαμορφώθηκαν και ηχογραφήθηκαν τα τύμπανα;
Φώτης: Τα αρχικά τύμπανα ήταν απλά οδηγοί για να καταλάβω την ιδέα. Από εκεί και πέρα βάζω και εγώ τις ιδέες μου στα τύμπανα. Αλλάξαμε πολλά κατόπιν. Αφού κλείσουμε την προπαραγωγή κάναμε αρκετά rearrangements για να καταλήξουμε πως θα ακουστούν τα κομμάτια. Κάποια σημεία κρατούσαν παραπάνω, άλλα λιγότερο. Αυτό που γίνεται εδώ είναι που κάνει τη διαφορά του home recording από το studio recording. Έχεις αυτή τη δημιουργία και έχει μεγάλη διαφορά. Και μόλις μου είχε έρθει το καινούριο μου drum set από την Mapex, το οποίο λέγεται Evo. Τα κύμβαλα που χρησιμοποιώ είναι της Instanbul.

Ως εξωτερικός κριτής ποια πιστεύεις ότι είναι η διαφορά της Βασιλικής Μπίζα από τον Ευθύμη ως μπασίστες;
Φώτης: Η Βασιλική είναι πιο μελετημένη, ενώ ο Ευθύμης είναι πιο αλήτης στο παίξιμο του όπως ήταν και στο προηγούμενο άλμπουμ. Της Βασιλικής είναι πιο καθαρό, πιο κλινικό και πιο ακριβές και ροκάδικο. Είναι πιο σωστό με τα τύμπανα και έχει δέσει άψογα σαν rhythm section. Χρησιμοποιήσαμε το Sam zam για την ηχογράφηση του.
Ευθύμης: Εμένα μου αρέσει το μπάσο να είναι σαν μπασοκίθαρο, γι’ αυτό και έχω και τους THE SLAYERKING. Άμα είσαι μουσικός πρέπει να δέχεσαι το στυλ παιξίματος του μουσικού που έχεις διαλέξει να συμπορευτείς. Αλλιώς παίρνεις ένα hired gun, κάτι που συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια. Έφερα τα κομμάτια και τα δουλεύουμε όλοι μαζί. Ο καθένας μπορεί να βάλει μια πινελιά εδώ κι εκεί, να δουλέψουμε κάτι, να αλλάξουμε κάτι. Γίνεται ομαδική δουλειά, κάτι που γινόταν πάντα στους NIGHTFALL. Γι’ αυτό με διαφορετικά line up, αλλάζουν οι προσεγγίσεις, τα ηχοχρώματα και το τελικό αποτέλεσμα που ακούς σε ένα δίσκο. Το μόνο κοινό είναι η ιδέα, το riffing, το στυλ, που όλα αυτά είναι σταθερά μετά από τόσα χρόνια.

Πώς ηχογραφήσατε τα φωνητικά μέρη;
Φώτης: Ο Ευθύμης ήρθε πανέτοιμος και σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ είναι δέκα βήματα καλύτερος. Λόγω των συναυλιών βρήκε καλύτερα πατήματα. Η χροιά ταιριάζει καλύτερα στη νέα εποχή των NIGHTFALL. Γράψαμε one take τα φωνητικά σε sections, δηλαδή το πρώτο τετράστιχο μονοκοπανιά. Στα ρεφραίν βάλαμε τρία κανάλια, δηλαδή τρεις φωνές – κέντρο, δεξιά, αριστερά. Αυτό γίνεται στις σύγχρονες παραγωγές για να «ανοίγει» το ρεφραίν.

Αντίστοιχα πως επιλέξατε την εισαγωγή των γυναικείων φωνητικών;
Φώτης: Τα έχει κάνει η Μάγια Μαργαρίτη, που έχει φανταστική φωνή. Την ξέρω εδώ και πολύ καιρό και την γνώρισα στα παιδιά και ταίριαξε πολύ καλά. Είχε αυτή τη 90s αίσθηση που χρειαζόταν το άλμπουμ.
Ευθύμης: Είναι πραγματικά ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ήρθε και μας κέρδισε.

Δεν σκεφτήκατε να κάνει και ο Φώτης καθαρά φωνητικά στον δίσκο;
Ευθύμης: Του είπα να κάνει και έτσι έπεσε η ιδέα για τη Μάγια.
Φώτης: Σκέψου ότι η αρχή του “Seeking Revenge” ας πούμε, δεν θα είχε την ίδια αίσθηση αν έκανα εγώ τα φωνητικά.

Πραγματικά η φωνή της είναι σαν να ακούς ένα επιπλέον όργανο.
Φώτης: Ναι, βέβαια σαν να ακούς κιθάρα.
Ευθύμης: Η εισαγωγή στο κομμάτι αυτό είναι από ένα ριφ που είχα γράψει το 2002 σε ένα Yamaha synthesizer. Το βρήκα και λέω, ενδιαφέρον, ας το δοκιμάσουμε.

Τι διαφορετικό κάνατε συγκριτικά με το προηγούμενο σας άλμπουμ, “At night we prey”;
Ευθύμης: Στην τέταρτη περίοδό μας, έχουμε αποφασίσει η μπάντα να γίνει πολύ ενεργή συναυλιακά. Ξεκίνησα από την αρχή σκεπτόμενος τα κομμάτια ζωντανά.  Μετά ψάχνοντας να βρω κάποιον παραγωγό άκουσα την ιδέα του Θύμιου για τον Jacob Hansen, με τον οποίο είδα στην πορεία ότι έχουμε κοινά σημεία όσον αφορά αρχικά την σύνθεση και μετά τον τρόπο που δουλεύει αυτός τη μίξη. Αυτό που επέλεξα στη σύνθεση ήταν άγριο riffing – πομπώδες ρεφραίν με λιγότερο layering από ό,τι στους προηγούμενους δίσκους. Δηλαδή τώρα δόθηκε μεγάλη βάση στο rhythm section, τις ρυθμικές κιθάρες ενώ η lead κιθάρα  που οδηγεί είναι μία. Όχι δηλαδή το multilayering με πολλά lead όργανα. Εν τέλει τα κομμάτια βγήκανε όλα έτσι που να εξυπηρετούν τους στίχους, την ατμόσφαιρα και την ενέργεια σε μια συναυλία.
Φώτης: Θεωρώ ότι ακούγεται όλη η μπάντα μέσα σε αυτό το άλμπουμ. Έχω παραπάνω πράγματα στο studio, έχοντας κάνει upgrade gear και έχω γνώση περισσότερη από τον προηγούμενο δίσκο.

Πώς μπήκανε οι υπόλοιποι στην συνδιαμόρφωση του αρχικού υλικού που είχε ετοιμάσει ο Ευθύμης;
Φώτης: Θεωρώ ότι ο Ευθύμης είχε το όραμα από την αρχή και εγώ μπορούσα να το καταλάβω, όπως και ο Θύμιος. Είμαι άνθρωπος που δεν ικανοποιούμαι εύκολα και θέλω όλα να είναι στην εντέλεια. Όταν άρχισε να χτίζεται αυτό το οικοδόμημα κατάλαβα το όραμα που είχε και αποδόθηκε στο τέλος, κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Ευθύμης: Ας πούμε στα τύμπανα όταν παίζει ο Φώτης τελείως διαφορετικά από το demo καταλαβαίνεις ότι το πάει αλλού και πρέπει να το ακολουθήσεις. Έτσι προσθέτει ο καθένας με τον τρόπο του στο τελικό αποτέλεσμα. Καταλαβαίνεις ότι ένα κομμάτι ή ένα άλμπουμ είναι ολοκληρωμένο στο 99% όταν το γράψεις και το ακούσεις μετά από κάποιο χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει και τους δύο μήνες. Αν δεν το κάνεις αυτό κινδυνεύεις να πεις μετά «εδώ θα άλλαζα αυτό».
Φώτης: Ενώ αν του δώσεις λίγο χρόνο και μπορείς να κρίνεις το τραγούδι που ακούς μετά από ένα, ενάμιση μήνα γιατί το ακούς με καθαρά αυτιά. Οπότε μπορείς να καταλάβεις κατευθείαν τι σου φταίει.

Το διάστημα ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη προπαραγωγή σας βοήθησε να το καταλάβετε;
Φώτης: Ακριβώς και καταλάβαμε που είμασταν και τι θα έπρεπε να αλλάξουμε. Αλλάξαμε και στο τέλος κάποια πράγματα.

Σε στιχουργικό επίπεδο είναι concept ο δίσκος. Πως δούλεψες τις ιδέες σου πάνω στη μουσική που είχες γράψει;
Ευθύμης: Ξεκίνησα με τη μουσική και έβαζα κάποια στοιχεία των πραγμάτων που ήθελα να θίξω στιχουργικά. Αυτά μετουσιώθηκαν σε κομμάτια και βρήκαν τη θέση τους στο tracklist. Δεν ξεκίνησα λέγοντας αυτό θα είναι το πρώτο και αυτό θα είναι το τρίτο. Αυτό βγήκε στην πορεία. Ήταν οριακό γιατί ήθελα αυτή τη φορά να κάνω κάτι που είχα στο μυαλό μου χρόνια πριν και δεν τα είχα καταφέρει. Ήθελα να κάνω τους τίτλους να είναι μέρος μιας φράσης και η φράση αυτή να είναι το νόημα των στίχων. Αυτό δεν δουλεύεται! Ή βγαίνει ή δεν βγαίνει! Όταν βγήκε ήμουν ελαφρά συγκρατημένος γιατί κάποιο κομμάτι μπορεί στο τέλος να μην κάθεται καλά στη θέση που εξυπηρετεί την φράση. Άλλες φορές δεν το είχα καταφέρει, αλλά τώρα τα κατάφερα! Είχα πειραματιστεί πολύ σε αυτό και με τους THE SLAYERKING. Το θέμα είναι να βγει φυσικά.

Πως ήταν η συνεργασία σας με τον Jacob Hansen που ανέλαβε την μίξη και το mastering;
Ευθύμης: Παίζει πάρα πολύ ωραία με τον χώρο μέσα στα κομμάτια. Δεν θα τον προτιμούσα για να κάνουμε μαζί το προηγούμενο άλμπουμ μας, “At night we prey”. Γι’ αυτό το άλμπουμ είναι ιδανικός. Μπήκε στο μυαλό του καλλιτέχνη και ανέδειξε τα ηχητικά σημεία, που πρέπει να αναδειχτούν σε κάθε κομμάτι.
Φώτης: Μου αρέσει πάρα πολύ ως παραγωγός. Είχαμε ακούσει την τελευταία δουλειά που είχε κάνει με τους ARCH ENEMY και μας άρεσε πάρα πολύ ο ήχος του. Τον γνωρίζω και έχουμε μιλήσει από πάρα πολύ παλιά. Μας έστειλε την πρώτη μίξη και του στείλαμε λίγες σημειώσεις για να φέρουμε το τελικό αποτέλεσμα όπως το είχαμε στα αυτιά μας. Με την επικοινωνία που είχαμε ήρθε το τελικό αποτέλεσμα που δεν ακούγεται ψεύτικο και πλαστικό, αλλά είναι οργανικό και πομπώδες. Είναι ακριβώς αυτό που θέλαμε!

Υπηρέτησε το κομμάτι δηλαδή.
Ευθύμης: Ακριβώς! Τα ρεφραίν είναι τεράστια, ανοίγουν! Είναι έτσι γραμμένα και στη μίξη έτσι θα έβγαιναν, αλλά είναι κάποιοι άνθρωποι που δίνουν το κάτι παραπάνω που χρειάζεται. Είναι πολύ σημαντικό ότι ήξερε τους NIGHTFALL από τα 90s, οπότε ήξερε τι να κάνει. Αντίθετα με τη μίξη του “At night we prey” ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ.

Λευτέρης Τσουρέας
Φωτογραφίες: Marios Theologis / Math Studio

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here