2,5 δεκαετίες NIGHTRAGE. 2,5 δεκαετίες από έναν εκ των σπουδαιότερων εκπροσώπων του μελωδικού death metal από το 2000 και έπειτα, δίπλα σε INSOMNIUM, WOLFHEART, IN MOURNING και μερικούς ακόμα. Παρά τις αλλαγές στη σύνθεση, παρά τα πήγαινε – έλα από Ελλάδα – Σουηδία και πίσω, ούτε συνθετικά, ούτε συναυλιακά υπήρξε ποτέ κάμψη. Πάντα πιστοί στο όραμα ενός ανθρώπου (Μάριος Ηλιόπουλος) που δούλεψε σκληρά για να τα καταφέρει. Είτε με τους EXHUMATION εντός συνόρων είτε με τους NIGHTRAGE εκτός αυτών. Πλέον, έχει υπάρξει μια σταθερότητα, μια και εδώ και μια δεκαετία, αποτελούν σταθερό κομμάτι του δυναμικού της Despotz (από το “The puritan” δηλαδή). Και κάπως έτσι, πορεύτηκαν ως και το προ διετίας πολύ ωραίο “Abyss rising”.
Πόνημα υπ’ αριθμόν 10 για τους NIGHTRAGE το “Remains of a dead world”, σε εξώφυλλο του Γιάννη Τούσσα (Graphic No Jutsu) για δεύτερη συναπτή φορά, τους βρίσκει ενώπιον μικρών αλλαγών. Πρώτα από όλα, ηχογραφήθηκε στη χώρα μας, στα Devasoundz του Φώτη Benardo. Ο Φώτης, για όσους δεν θυμούνται ή δεν γνωρίζουν ήταν ο πρώτος drummer των NIGHTRAGE (τω καιρώ εκείνω που ήταν ένα supergroup, περιέχοντας μέχρι και τον πατέρα του ιδιώματος Tomas Lindberg των AT THE GATES). Έπειτα, o Ronnie Nyman, μετά από μια δεκαετία πίσω από το μικρόφωνο της μπάντας, αντικαταστάθηκε από ένα δικό μας παιδί πάλι, τον Κωνσταντίνο Τόγκα. Κατά τα 3/5 ελληνική εκ νέου η μπάντα, έστω και αναπάντεχα. Δεν είχα ούτε καν ακουστά το όνομα του πριν από αυτό, μου φάνηκε σαν λύση ανάγκης φαινομενικά.
Ο Κωνσταντίνος δοκιμάστηκε τόσο εκτός (κάποια πρώτα live στη Γερμανία συγκεκριμένα), όσο και εντός συνόρων επί σκηνής (εντός, στη μεγάλη συναυλία με ELYSION και BEYOND PERCEPTION) με μεγάλη επιτυχία. Εκεί ο Ηλιόπουλος δικαιώθηκε για την επιλογή του. Τρομερά κινητικός frontman, με δυνατές εναλλαγές καθαρών/σκισμένων φωνητικών. Έμενε μόνο να φανεί αν και στο στούντιο θα είχε το ανάλογο υλικό να αναδείξει και να αναδειχθεί. Αν και, να σας πω την αλήθεια, frontman που αποδίδει στο σανίδι, δεν τον φοβάμαι στο στούντιο, όταν είναι και πιο “ελεγχόμενες” οι συνθήκες. Συνήθως, στο αντίστροφο σενάριο είναι που είμαι πιο πολύ σε φάση “κάτσε να δούμε, θα τα βγάλει ζωντανά;”.
Και με τη δυάδα των singles “Euphoria through chaos”, “Perseverance through adversity” που ρίχνει τις ανάποδες με το καλημέρα σας, δικαιώνει αυτή μου την αισιοδοξία, κάνοντας τη βεβαιότητα με τη βούλα. Σοβαρή επίδειξη δύναμης από το παλικάρι, άξιος με τα όλα του! Όμορφη πινελιά, που κάνει λίγο παραπάνω μπαμ στο πιο mid-tempo “Nocturnal thorns” και στο ένα από τα τρία singles “Α throne of melancholy” τα διπλά (!) καθαρά των Benardo/Ηλιόπουλου καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου. Μια και θίξαμε τη διάρκεια, σταθερά 40λεπτο εδώ και πόσες δουλειές των NIGHTRAGE, πράγμα που διευκολύνει ακροάσεις ξανά και ξανά και ξανά. Έχουμε μια πιο μαύρη/γκρουβάτη πλευρά της μπάντας στο “Dark light”, με αυτό το πολύ ιδιαίτερο μα πωρωτικότατο εισαγωγικό riff.
Από την άλλη, το “Echoes of broken words”, έχοντας κι αυτό μια ωραία γκρούβα σε σημεία, είναι κομμάτι – οδοστρωτήρας με υπογραφή NIGHTRAGE. Με τις χαρακτηριστικές μελωδίες δεξιά – αριστερά που σφηνώνονται στον εγκέφαλο και δεν φεύγουν ποτέ, δείγματα μεγάλης συνθετικής κλάσης. Το “Deadliest sin” έχει σαφώς πιο έντονο το μπάσο (ειδικά στα κουπλέ, όπου παίζουν μπάλα μαζί με τα τύμπανα μόνα τους), μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα, αλλά έναν αέρα single (άμα αυτό ήταν ένα πιθανό τέταρτο single, δεν θα μου έκανε καμία απολύτως εντύπωση!), κομμένο και ραμμένο για να αγαπηθεί στο σανίδι. Στο ίδιο πνεύμα το “Pierce the soul”, στο λίγο πιο τεχνικό κιόλας, προτού έρθει το “Obey the hand” να πάρει κεφάλια με την ισορροπία γκαζιών και στακάτης γκρούβας (κοπάνημα λέγεται και είναι απλό!). Τίτλοι τέλους από το σχεδόν 5λεπτο ομώνυμο, που συνοψίζει όλα όσα ακούσαμε (μέχρι και blastbeat ακούμε από τον θηριώδη drummer Γιώργο Σταμόγλου που βασανίζει ανηλεώς το kit του σε όλο το δίσκο!) και εμφατικά κλείνει άλλον έναν πολύ καλό δίσκο για τους συμπατριώτες μας.
Εν κατακλείδι, παλιά μου τέχνη κόσκινο για τους NIGHTRAGE, οι οποίοι δείχνουν πραγματικά παραδειγματική συνέπεια στο μελωδικό death metal όπως θα έπρεπε να παίζεται, ενώ η έμπνευση δείχνει να μην τους εγκαταλείπει στιγμή. Στα ίδια σοβαρά επίπεδα με το “Abyss rising”, ξεπερνάνε το σκόπελο αλλαγής τραγουδιστή σαν να μην ήταν τίποτα, δίνοντας πόνο και έναν ακόμα λόγο στους ορκισμένους οπαδούς για να τους αγαπάνε! Δεν μπορώ να φανταστώ για ποιον λόγο οι ορθόδοξοι οπαδοί του ιδιώματος, να μην το τιμήσουν πάραυτα!
8,5 / 10
Γιάννης Σαββίδης