Για όσους δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με τους NONEXIST ή απλά δεν είχαν ξανακούσει το όνομά τους, είναι η μπάντα που είχε δημιουργήσει το 2001 ο νυν κιθαρίστας των DARK TRANQUILLITY (και ANDROMEDA και SKYFIRE), Johan Reinholdz, μαζί με τον αποχωρήσαντα τότε από τους ARCH ENEMY, Johan Liiva. Ξεκίνησαν πολύ δυναμικά, με ένα πολύ καλό melodic death metal ντεμπούτο, το “Deus deceptor”, αλλά μπήκαν στον πάγο, για να επαναδραστηριοποιηθούν αρκετά χρόνια μετά και να κυκλοφορήσουν το λίγο κατώτερο “From my cold dead hands” (2012) και μετά το “Throne of scars” (2015) που ήταν το λιγότερο καλό τους, αλλά σήμανε και την αποχώρηση του Liiva από το σχήμα. Πέντε χρόνια μετά, με τον Reinholdz να είναι o τα πάντα όλα του σχήματος και στην ουσία αυτό να έχει γίνει ένα solo project, κυκλοφορούν το τέταρτο άλμπουμ τους, “Like the fearless hunter”.
Αν κάτι μένει από την ακρόαση του δίσκου, όσον αφορά την κατεύθυνση ή ταυτότητά του, είναι ότι το melodic death metal στοιχείο της μπάντας έχει υποχωρήσει και πλέον, η μουσική τους ακούγεται σαν μία μίξη των επιρροών του Reinholdz και των σχημάτων που γουστάρει ίσως. Μίξη Αμερικανικού και Ευρωπαϊκού death metal (Σουηδικού κυρίως, αλλά και με ολίγη από Αγγλία και Ολλανδία), με blackened περάσματα των τελών των 90s. Και αυτό, ανάλογα το κομμάτι. Αν, κάποτε, οι επιρροές ή η προσέγγιση αν θέλετε, του σχήματος ήταν μπάντες όπως οι παλιοί ARCH ENEMY, HYPOCRISY και DARK TRANQUILLITY των 90s κυρίως, τώρα τα πράγματα έχουν ανοίξει περισσότερο. Θα βρείς ακόμα vibes από αυτές τις μπάντες σε κάποια όμως κομμάτια και όχι σαν βάση, αλλά θα ακούσεις ακόμα κάτι λίγα από DECAPITATED (της μεσαίας περιόδου), κάτι από BENEDICTION με τον “punk-ικό” χαρακτήρα τους σε άλλα, κάτι από τους Ολλανδούς τιτάνες ASPHYX, κάτι από MORBID ANGEL, κάτι από BEHEMOTH και CRADLE OF FILTH των mid 90s, κάτι από BLOODBATH διάσπαρτα, κάτι από εδώ, κάτι από εκεί, μία μίξη γενικότερα διαφόρων ήχων και επιρροών. Up tempo δίσκος στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του, με προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ του “ξύλου” και της groove-ας και της μελωδίας, η οποία δίνεται κυρίως από κάποια leads. Με 12 κομμάτια στο σύνολο, θα ήθελα περισσότερη διακύμανση στο tempo είναι η αλήθεια και λίγο περισσότερο στροφή προς το melodic death metal ήχο που είχαν, αλλά το όραμα το έχει ο Reinholdz για τη μπάντα του και όχι εγώ. Ένα όραμα που τον έκανε να μην πάρει αντικαστάτη του Liiva, αλλά να αναλάβει ο ίδιος τα φωνητικά και μάλιστα με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, με εξαίρεση τη μία φορά που χρησιμοποιεί καθαρά στο “Emerging from a world below” που είναι… ατυχής επιλογή. Ακούγοντάς τον, μου κάνει ότι θα μπορούσε να είναι frontman των BLOODBATH. Σε κάθε δίσκο μάλιστα. Xρειάστηκε και βοήθεια όμως και την πήρε από τους κυρίους Rogga Petersson (MERCILESS, στο “Dark satanic mills”), Mikael Stanne (DARK TRANQUILLITY, στο “A medidation upon death”), Kalle Nimhagen (DEATHENING, στα “Bloody carnal sorcery” και “Cancerous disembodiment”), Markus Johnsson (EUCHARIST, στο “Dead blade embrace”) και Alexander Wittbom (στο “Reduced to ash” και ήταν και στο άλμπουμ “Throne of scars”). Στο “A meditation upon death”, εκτός του αγαπημένου Stanne, συμμετέχει με ένα σόλο και ο Chris Amott (ex- ARCH ENEMY, νυν DARK TRANQUILLITY και αυτός). Ουσιαστική βοήθεια κιόλας, αφού όλοι οι καλεσμένοι έχουν βάλει το λιθαράκι τους στη βελτίωση του δίσκου.
Είναι καλό το άλμπουμ; Είναι τιμιότατο. Θα μπορούσε να είναι καλύτερο, αν είχε περισσότερη σταθερότητα στην ποιότητα των τραγουδιών, καθώς υπάρχουν πιο αδύναμες στιγμές. Αλλά υπάρχουν και μερικά κομμάτια, όπως το εξαιρετικό instrumental “Fear corrodes the soul” (άνετα έπαιρνε φωνητικά και γινότανε ακόμα καλύτερο, ίσως και το καλύτερο), το ASPHYX-ιακό και ολίγο BENEDICTION-ικό “Scent”, το “Bloody carnal sorcery” με τα blackened στοιχεία του που σε πάει λίγο (ωραία) πιο πίσω στο χρόνο, το “Dark satanic mills” με τις πολύ ωραίες εναλλαγές του και το ξυλοτεμάχιο “Litany of poison”. Μία πεντάδα, που αν και τα υπόλοιπα επτά κομμάτια ήταν πιο κοντά της, με τα περισσότερα να χάνουν σε διάφορα πράγματα το καθένα (χωρίς να υπάρχει όμως κανένα κακό κομμάτι), θα έκαναν το δίσκο κάτι παραπάνω από αυτό που είναι τώρα. Και τώρα, είναι μία τιμιότατη δουλειά, που την ακούς πολύ ευχάριστα, αλλά σου αφήνει στο τέλος αυτήν την αίσθηση ότι ήθελε αυτό το κάτι περισσότερο για να είναι, το λιγότερο, πάρα πολύ καλή.
7/10
Φραγκίσκος Σαμοΐλης