OPETH discography (worst to best)

0
1068
Opeth
Photo by Terhi Ylimäinen












Opeth
Photo by Terhi Ylimäinen

Εννιά χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που οι Σουηδοί (πλην ενός Φιλανδού ντράμερ) μας επισκέφτηκαν. Δεν τα λες και λίγα για ένα συγκρότημα που αγαπούν πολύ οι Έλληνες. Επιτέλους τώρα έρχονται στο πλαίσιο της καλοκαιρινής περιοδείας τους μαζί με τους LEPROUS στο θέατρο Λυκαβηττού, στις 3 Ιουλίου, ίσως το ιδανικότερο και επιβλητικότερο μέρος για μια τέτοια μπάντα. Για το τι θα ακουστεί δεν είμαι σίγουρος. Μέχρι τον περασμένο Φεβρουάριο,  η μπάντα έπαιζε «κατά παραγγελία» τιμώντας όλη της τη δισκογραφία, ακόμα και το ξεχασμένο κάπως ντεμπούτο “Orchid”. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο κόσμος θα περάσει πολύ καλά και θα γελάσει επίσης με το γνωστό stand-up χιούμορ του frontman Mikael Akerfeldt.

Η μπάντα μας επισκέπτεται με ακόμα μια σημαντική αλλαγή στο ρόστερ της καθώς για τον τελευταίο χρόνο και βάλε, στα τύμπανα βρίσκουμε τον πρώην ντράμερ των PARADISE LOST, Waltteri Varynen τον οποίο είχα τη χαρά να ακούσω και να δω πέρυσι στο Παρίσι (όντας μόνιμος κάτοικος εξωτερικού). Και είμαι εδώ για να σας πω πως είναι τρομερός παίχτης, πως έχει δέσει τέλεια με το συγκρότημα και είναι αλάνθαστος. Έχει και ένα πλατύ και μεταδοτικό χαμόγελο, απόδειξη του πόσο καλά περνάει στη μπάντα του Akerfeldt. Πλέον βέβαια, ο τελευταίος είναι και το μόνο μέλος που έχει μείνει από το αρχικό line-up μιας μπάντας που έχει περάσει από πολλά κύματα. Η μπάντα έχει περάσει και από μια ολική θα λέγαμε μεταμόρφωση της ταυτότητας της αφού από αυτό το κράμα death metal με πολλά prog στοιχεία, με το οποίο τους μάθαμε, οι OPETH έχουν γίνει η ίσως καλύτερη vintage prog rock μπάντα που τιμάει άγνωστες μπάντες και καλλιτέχνες της 70s prog σκηνής, από τους RENNAISSANCE στους Ιταλούς GOBLIN.

Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά με το εμπορικό breakthrough της μπάντας, το “Blackwater park”, όταν ο Akerfeldt συνεργάστηκε με τον Steven Wilson, αλλαγή που συνεχίστηκε με το ακουστικό “Damnation” και ολοκληρώθηκε με το “Heritage”, άλμπουμ που δίχασε πάρα πολλούς, όχι όμως τον γράφοντα αφού πρώτον εκτιμώ πολύ καλλιτέχνες που δεν λογαριάζουν τις προσδοκίες των οπαδών τους και που είναι πιστοί σ’ αυτό που νιώθουν ως μουσικοί και, δεύτερον, επειδή είμαι μέλος της prog στοάς όπως μου έχει πει και ο αρχισυντάκτης μας. Και αν μη τι άλλο, οι OPETH είναι από κείνες τις μπάντες που εκπλήσσουν, που ψάχνουν και ψάχνονται βρίσκοντας νέα μονοπάτια με ρίσκο μεν αλλά και καινούργια έμπνευση δε. Δεν επαναπαύονται σ’ αυτό που τους έκανε διάσημους και αγαπητούς.

Έτσι λοιπόν, το κοινό της Αθήνας θα δει και ακούσει ένα συγκρότημα με ένα εντυπωσιακό μεν πολυποίκιλο δε μουσικό προσκείμενο. Θα προσφέρει μπόλικο headbanging ακόμα και moshing αλλά επιπλέον και ένα αίσθημα κατάνυξης και ηρεμίας. Παρακάτω αραδιάζω ένα εντελώς προσωπικό worst to best της δισκογραφίας των OPETH το οποίο, όπως είναι αναμενόμενο με αυτή τη μπάντα, ίσως διχάσει. Έτσι είναι όμως με τις μεγάλες μας προσωπικές μπάντες. Πάμε λοιπόν.

  1. Orchid” (1995)

Οι OPETH, που αρχικά λεγόντουσαν OPET, ιδρύθηκαν το 1991 όχι από τον Mikael Akerfeldt, αλλά από τον David Isberg ο οποίος προσέγγισε τον φίλο του Mikael για να παίξει μπάσο. Για να μην τα πολυλογώ, μετά από πολλές ανακατατάξεις και ένα παιχνίδι μουσικών καρεκλών, το line-up των OPETH ήταν ο Akerfeldt στα φωνητικά και τις κιθάρες, ο τεράστιος Peter Lindgren lead κιθάρα, ο Anders Nordin στα τύμπανα και ο John De Farfalla στο μπάσο. Υπό τη σκεπή της Candlelight και με την αρωγή του Dan Swano στη παραγωγή, οι εικοσάρηδες OPETH κυκλοφόρησαν το “Orchid”. Κάποιες μπάντες κάνουν ένα τρομερό άνοιγα με το ντεμπούτο τους και συχνά δεν καταφέρνουν να το ξεπεράσουν, βαλτώνοντας στη πορεία. Οι OPETH δεν είναι ένα τέτοιο συγκρότημα. Αντιθέτως, το “Orchid” είναι ένα διόλου κακό άλμπουμ. Είναι ένα αξιόλογο δείγμα ενός ατμοσφαιρικού, σκοτεινού και επιβλητικού death metal με πολλά black στοιχεία όπως και τα πρώτα δείγματα μιας κάποιας prog τάσης. Οι διάρκειες είναι μεγάλες, κάτι στο οποίο μας έχουν ανέκαθεν μάθει, και οι εναλλαγές ενδιαφέρουσες. Οι OPETH ωστόσο θα ωριμάσουν σταδιακά και θα βρουν τον ήχο και το στυλ τους στη πορεία. Το songwriting εδώ κάπως πάσχει. Συχνά, η ατμόσφαιρα κυριαρχεί ενός στέρεου songwriting και φυσικά η παραγωγή δεν βοηθάει (όπως και κάποια λάθη που διακρίνονται εδώ και κει – έτσι είναι συχνά όταν είσαι νέος γεμάτος ορμή). Το “Orchid” είναι ένα αρκετά καλό ξεκίνημα που θα φέρει τον Mikael Akerfeldt πιο κοντά στο πεπρωμένο του.

  1. Sorceress” (2016)

Εδώ είναι που ίσως θα αρχίσουν αρκετοί από σας να βλαστημάτε αφού το “Sorceress”, ειδικά με το ομώνυμο τραγούδι, αρέσει αρκετά. Και μένα μου αρέσει. Δεν υπάρχει άλμπουμ των OPETH που να μην μπορώ να απολαύσω. Τούτο εδώ όμως, το τρίτο άλμπουμ μετά από την ολική μεταμόρφωση που συντελέστηκε με το “Heritage”, πάσχει από μια έλλειψη προσανατολισμού. Σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι συρραφές ιδεών με τις «ραφές» να φαίνονται πολύ έντονα και το βιαστικό copy paste να μην λειτουργεί υπέρ του songwriting. Πάρτε για παράδειγμα το εναρκτήριο και instant hit ομώνυμο. Ανοίγει με μια παραλλαγή του riff του “The devil’s orchard” και ύστερα μπαίνει εκείνο το χαρακτηριστικό vintage stoner/doom riff (αυτό και αν δεν το περιμέναμε) που σέρνει το χορό. Και στο τέλος μια απότομη παύση μας οδηγεί στην κατακλείδα με ένα τυπικό OPETH μινόρε πέρασμα. Όλος ο δίσκος έχει γραφτεί έτσι, βιαστικά, χωρίς ένα στέρεο songwriting που να ρέει ομαλά. Η εξαίρεση εδώ είναι το υπέροχο folk αλά JETHRO TULL “Willow o the wisp” που στα πέντε λεπτά του κυλάει υπέροχα και λειτουργεί σαν μια εγκυκλοπαίδεια όλων των μεγάλων του folk/prog κινήματος. Και αφού είπα το παράπονο μου, να πω ξανά πως το “Sorceress” δεν είναι καθόλου κακό. Μου αρέσουν όλες οι ιδέες που ακούγονται και οι αναφορές που κυμαίνονται από τον Hendrix και τους THE BEATLES της ψυχεδελικής περιόδου μέχρι και τους PENTAGRAM. Γουστάρω πολύ το πόσο μουσικόφιλος είναι ο Akerfeldt. Απλώς εδώ μιλάμε για ένα κάπως βιαστικά γραμμένο άλμπουμ (τι εξωφυλλάρα όμως ε;).

  1. My arms your hearse” (1998)

Πάμε πιο πίσω στο χρόνο τώρα, στο τρίτο άλμπουμ των Σουηδών, όταν ήταν μια αμιγώς death metal μπάντα (όπως θα δείτε τα δύο άκρα θα συμπτυχθούν αρκετά μέχρι να φτάσουμε στη μεσαία περίοδο των OPETH). Οι αλλαγές στο line-up δίνουν και παίρνουν και έτσι εδώ βρίσκουμε τους OPETH σε μορφή power trio με τον Akerfeldt να έχει αναλάβει και το μπάσο. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως βρίσκουμε πίσω από τα τύμπανα τον Martin Lopez του οποίου η φήμη θα εδραιωθεί και γιγαντωθεί πλησίον του Akerfeldt, προτού φύγει και αυτός για να συνεχίσει με τους SOEN. Στο “My arms your hearse” (τι τίτλος και αυτός!), βρίσκουμε και την πρώτη αναφορά στους COMUS, μια από τις πολλές 70s folk prog μπάντες που ο Akerfeldt θα γνωστοποιήσει μέσα από τις εκλεκτικές του εμμονές. Εδώ, ο τίτλος του άλμπουμ βρίσκεται στους στίχους του τραγουδιού “Drip drip” των Άγγλων. Το “My arms your hearse” είναι και ο πρώτος από τρείς concept δίσκους των OPETH με κάθε τραγούδι να κλείνει στους στίχους με τον τίτλο του επόμενο τραγουδιού. Είναι σίγουρα ένας πολύ καλός δίσκος και επίσης η λογική συνέχεια από τους δύο προκατόχους. Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς την πρόοδο του σχήματος από το “Orchid” και μετά μιας και από δίσκο σε δίσκο ο ήχος και το στυλ ξεκαθαρίζουν με το πρώτο αριστούργημα να φαίνεται στον ορίζοντα. Δεν χρειάζεται φυσικά να πω πως εδώ βρίσκουμε το απόλυτο πρώιμο hit των OPETH, το επιβλητικό “Demon of the fall” που δείχνει την μεγάλη αγάπη του Akerfeldt για τους MORBID ANGEL. Αν δεν βρίσκεται πιο ψηλά στη λίστα μου είναι μόνο και μόνο γιατί τα καλύτερα έπονται.

  1. Morningrise” (1996)

Ο δεύτερος δίσκος των OPETH έμελλε να είναι και ο τελευταίος με το line-up του “Orchid”. Το άλμπουμ αυτό, που δεν μνημονεύεται πολύ από τη μπάντα ή από οπαδούς, τους βρίσκει συνθετικά και ηχητικά πολύ πιο μπροστά από το ντεμπούτο κάτι που ακούμε από την αρχή με το σαρωτικό “Advent”. Το “Morningrise” είναι και πάλι ένας από κείνους τους πρώιμους δίσκους του συγκροτήματος που δεν βρίσκεται πολύ ψηλά στην κατάταξη γιατί πάσχει ακόμα από κάποια θέματα, ειδικά στο κομμάτι του songwriting αφού οι εναλλαγές από τα death/black μέρη προς τα καθαρά ακουστικά ηχούν ακόμη σαν βιαστικές συρραφές. Αυτό βέβαια δεν μας πτοεί και τόσο αφού ότι βγάζει το μυαλό του Mikael Akerfeldt αξίζει όσο οτιδήποτε άλλο. Μιλάμε επίσης για έναν από τους μεγαλύτερους σε διάρκεια δίσκους των OPETH με το εικοσάλεπτο έπος “Black rose immortal” στο οποίο συνοψίζονται όλες οι επιρροές του Akerfeldt – από την αναγεννησιακή μουσική, στο folk/prog και στους MORBID ANGEL και το black metal.

  1. Pale communion” (2014)

Επιστροφή πάλι στην ύστερη περίοδο με έναν δίσκο που και πάλι είναι εμβληματικός της αγάπης του Akerfeldt με μπάντες και καλλιτέχνες από όλο το φάσμα του folk/prog rock της Αγγλίας. Είναι ο πρώτος δίσκος με τον Joakim Svalberg στα πλήκτρα ύστερα από τη φυγή του Per Wiberg το 2011. Πρόκειται πιστεύω για έναν από τους πιο εκλεκτικούς δίσκους που έχουν βγάλει οι OPETH με κάποια πραγματικά υπέροχα κομμάτια, που όμως εκπλήσσουν και ίσως διχάσουν, όπως το πολυφωνικό και ματζόρε (!!) “River” με επιρροές από CROSBY STILLS & NASH ή το ψυχεδελικό instrumental “Goblin”. Μιας και είμαι οπαδός της ύστερης φάσης τους, μου αρέσει πολύ το “Pale communion”. Ο Akerfeldt συνεχίζει και εξερευνά άλλα νέα μονοπάτια και ωθεί τους συμπαίχτες του να παίξουν όπως ποτέ άλλοτε. Το είπα και νωρίτερα: ο άνθρωπος αυτός δεν βαλτώνει ποτέ και χαρακτηρίζεται από ένα αστείρευτο δημιουργικό πνεύμα. Ο κόσμος θα συνεχίσει να ζητά μια επιστροφή στο death metal παρελθόν αλλά ο ο Akerfeldt είναι κάθετος σ’ αυτό. Από κει και πέρα, για όσους αναζητούν κάτι καινούργιο, και συνάμα παλιό, στον προοδευτικό χώρο, το “Pale communion” δεν απογοητεύει.

  1. In cauda venenum”(2019)

Υπάρχουν μέρες όπου ο τέταρτος δίσκος των OPETH της ύστερης περιόδου είναι και ο αγαπημένος μου από τους τέσσερις, αλλά σήμερα ίσως να μην είναι μια τέτοια μέρα. Όμως μιλάμε για έναν πραγματικά πολύ καλό δίσκο που ισορροπεί πιο επάξια όλες τις folk prog/rock εμμονές του Mikael Akerfeldt. Το songwriting είναι σαφώς πιο συμπαγές και το τελικό αποτέλεσμα πολύ ανώτερο από εκεινού του προκατόχου “Sorceress”. Ενδεχομένως το “In cauda venenum” να είναι λίγο frontloaded που λέμε αγγλιστί μιας και προς το τέλος κάνει λίγο μια κοιλιά. Τι να λέμε όμως τώρα, κομμάτια όπως “Dignity”, “Heart in hand”, “Next of kin” και “Lovelorn crime” είναι υπέροχα. Αναβλύζουν από συναίσθημα και ατμόσφαιρα και είναι δαιδαλώδη όσο και προσγειωμένα, δυνατά και απαλά. Ίσως αυτός εδώ να είναι ο πιο OPETH δίσκος από το “Heritage” και έπειτα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως γράφτηκαν δύο εκδοχές, μια με στίχους στα αγγλικά και μια στα σουηδικά.

  1. Heritage” (2011)

Και με αυτά και κείνα, φτάνουμε στη θέση εφτά όπου μπορεί να με βλαστημήσετε πάλι μιας και το “Heritage” για μένα είναι ένα πραγματικό διαμάντι. Δίχασε όπως πολύ λίγα άλμπουμ έχουν κάνει και έθεσε τα θεμέλια για έναν ολοκληρωτικά διαφορετικό ήχο και διαφορετική προσέγγιση. Χαρακτηριστικά να πω πως θυμάμαι από κείνη την περιοδεία που τους είδα στο Εδιμβούργο, με setlist αποκλειστικά από κομμάτια με καθαρά φωνητικά και το μισό περίπου “Heritage”. Η μπάντα τόλμησε, και το τονίζω αυτό, να παίξει ακόμα και το “I feel the dark” που έχει κλασσική κιθάρα, με τους μεθυσμένους Σκωτσέζους από κάτω να απαιτούν metal και death growls. Εγώ πάλι, όντας μέλος της «στοάς», την είχα καταβρεί. Και πως όχι όταν εδώ βρίσκουμε ύμνους όπως “The devil’s orchard” (με ένα εκατομμύριο θεάσεις στους YouTube, να τα λέμε και αυτά) που είναι σταθερά σε κάθε setlist για πάνω από μια δεκαετία αλλά και vintage prog κομμάτια όπως “Famine” (τι φλάουτο!) ή το όντως φολκλορικό “Folklore”. τα πάντα εδώ φώναζαν από μακριά vintage 70s και σκοτάδι δυσοίωνο, από το εξώφυλλο, στο λογότυπο και στον ήχο με τις vintage telecaster και το mixing του Steven Wilson. Και τι πιο λογικό για τον Akerfeldt από το να κοιτάξει στο παρελθόν με νοσταλγία αφού είχε απογοητευτεί πολύ από την κατάσταση της metal σκηνής στα 2010s. Ότι είναι ένα δύσκολο άλμπουμ, ναι είναι. Αλλά για όσους απαιτούν από τις αγαπημένες τους μπάντες να πειραματίζονται, το “Heritage” παραμένει ένα παράδειγμα προς μίμηση. Αν δεν είναι πιο ψηλά και τούτο το άλμπουμ όμως, είναι επειδή φυσικά τα αριστουργήματα βρίσκονται κάπου στη μέση…

  1. Watershed” (2008)

Ξεκινώντας με το κομβικό, όπως μαρτυρά ο τίτλος, “Watershed”. Λες και ήταν όντως διορατικός ο Akerfeldt, ονόμασε αυτόν τον επίσης διαφορετικό και παράξενο δίσκο ως «ορόσημο» για να μας πει πως από δω και μπρος όλα θα αλλάξουν δραστικά αφού αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος της μπάντας με death φωνητικά. Επιπλέον όμως, εδώ βρίσκουμε δύο πολύ σημαντικές και δυνατές μεταγραφές με τον βιρτουόζο Fredrik Akesson στη κιθάρα, στη θέση του Lindberg, και τον Martin Axenrot, ενός πιο τζαζ ντράμερ που ήρθε για να καλύψει το τεράστιο κενό που άφησε πίσω του ο Martin Lopez. Δίσκος λοιπόν σταθμός, κομβικός με κομματάρες που θερίζουν όπως το πιο-MORBID ANGEL-πεθαίνεις “Heir apparent” αλλά και με το υπέροχο bluesy και θρηνητικό “Burden” όπου λάμπει ο Per Wiberg με το Hammond. Στα 54 λεπτά του, το “Watershed” παρουσιάζεται με το ένα πόδι στα ένδοξο παρελθόν και με το άλλο σε αχαρτογράφητα εδάφη, πειραματικό και πάλι διαφορετικό. Αλλά και πάλι, έναν πραγματικά σπουδαίο δίσκο progressive death metal με τη μοναδική στάμπα των OPETH.

  1. Deliverance” (2002)

Εδώ συναντάμε το επιστέγασμα της συνεργασίας του Akerfeldt με τους Lopez/Lindberg και μια μοναδική στιγμή έμπνευσης καθώς το “Deliverance” γράφτηκε την ίδια περίοδο με το “Damnation”, με το πρώτο να εκπροσωπεί την πιο death metal όψη τους συγκροτήματος και το δεύτερο την πιο 70s prog και ακουστική όψη. Αν μη τι άλλο, το “Deliverance” είναι γνωστό και αγαπητό για το ομώνυμο έπος που πάντοτε κλείνει με τον πιο εκρηκτικό τρόπο τις συναυλίες των OPETH, κάτι καθόλου τυχαίο αφού το κλείσιμο του κομματιού είναι ίσως το καλύτερο που έχει γραφτεί στην ιστορία του ιδιώματος (χωρίς καμία διάθεση υπερβολής). Από κει και πέρα, μιλάμε για ένα αριστούργημα τραχύτητας και συναισθήματος με ριφ και περάσματα που φανερώνουν την μοναδική ικανότητα του Akerfeldt να συνδυάζει άρτια τις δύο τάσεις και να ταξιδεύει τον ακροατή. Το πιο δύσκολο στο εγχείρημα που έχω αναλάβει σήμερα είναι το να διαχωρίσω το “Deliverance” από το «αδερφάκι» του αφού τα δύο πάνε μαζί. Ωστόσο για σήμερα, θα βάλω το “Deliverance” στην πέμπτη θέση γιατί…

  1. Damnation” (2002)

Γιατί πολύ απλά με το “Damnation” η μπάντα των Akerfeldt, Lindberg, Mendez και Lopez, ένα line-up όνειρο, ωρίμασε σαν σύνολο και έκανε κάτι επαναστατικό. Ο κόσμος είχε συνηθίσει σ’ αυτό το yin/yang που χαρακτήριζε τη μουσική των OPETH μέχρι το 2002 αλλά αλήθεια τώρα, ποιος θα περίμενε να βγάλουν ένα άλμπουμ με αποκλειστικά ακουστικά τραγούδια με καθαρά φωνητικά και τίγκα σε 70s ήχο με mellotron και κρουστά; Και φυσικά εννοείται πως, όταν ήμουν πιο νέος, το σνόμπαρα γιατί δεν ήταν “metal”. Βλέπετε, οι OPETH με το “Damnation” μπήκαν στα σαλόνια της μουσικής ελίτ πλάι σε μάστορες όπως τον Robert Fripp και τους KING CRIMSON, χάρη και στην πολύτιμη και τελευταία εδώ συνδρομή του Steven Wilson στη παραγωγή και τα πλήκτρα. Το songwriting εδώ είναι μοναδικό και τόσο προσωπικό και ιδιάζον. Το συναίσθημα αναβλύζει και παράλληλα παραμένει υπόκωφο, το σκοτάδι πάντοτε βρίσκεται κοντά αλλά υπάρχει μια ζεστή κουβέρτα πλάι σου για να σε προστατέψει από την απειλητική μελαγχολία. Βλέπετε, η μουσική του “Damnation” κάνει μια επίκληση σε εικόνες, αισθήσεις και συναισθήματα. Και παραδόξως, αν αναλογιστούμε την εμμονή των οπαδών με την death metal φάση των OPETH, το εναρκτήριο “Windowpane” έχει τα περισσότερα streams στο Spotify.

  1. Blackwater Park” (2001)

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα μιας και φτάνουμε στα τοπ τρία. Εδώ είναι που αρχίσετε επίσης να με βλαστημάτε πάλι αφού το “Blackwater park” θεωρείται εν γένει ως το καλύτερο άλμπουμ των OPETH όπου εκπροσωπούνται επάξια όλες οι τάσεις τους σε τέλεια αρμονία. Και στο τελευταίο δεν θα διαφωνήσω. Από το ξεκίνημα με τα δύο instant classics, “The leper affinity” και “Bleak”, ακούμε μια μπάντα στο φόρτε της. Επίσης αυτός είναι ο πρώτος πραγματικά κομβικός δίσκος τους αφού στην παραγωγή, και σαν δεύτερος καπετάνιος, βρίσκουμε τον Steven Wilson που θα συνάψει μια σημαντική επαγγελματική και φιλική σχέση με τον Akerfeldt με τους δύο άντρες να αλληλοεπηρεάζονται. Μιλάμε όντως για ένα τέλειο δίδυμο και μια σπουδαία σύμπραξη. Από κει και πέρα, τι άλλο να πω για έναν δίσκο για τον οποίο έχουν γραφτεί διθύραμβοι; Έχουμε εδώ βαριά και τραχύτατα έπη όπως τα δύο πρώτα ή το καταιγιστικό ομώνυμο αλλά και υπέροχες ακουστικές folk μπαλάντες όπως το ανατριχιαστικό fan favorite “Harvest”. Ένας από τους σημαντικότερους prog metal ή prog εν γένει δίσκους που μνημονεύουν οπαδοί και τύπος από όλο το φάσμα της progressive μουσικής. Δεν είναι όμως ο δικός μου αγαπημένος.

  1. Ghost reveries” (2005)

Την κορυφαία θέση θα μπορούσε να έχει το “Ghost reveries” αλλά όχι σήμερα. Αν βρίσκεται τόσο ψηλά δεν είναι μονάχα γιατί μιλάμε για πραγματικά ένα αριστούργημα progressive μουσικής αλλά πολύ απλά γιατί ανοίγει με το “Ghost of perdition”, το αγαπημένο ίσως metal κομμάτι που ακούμε σε reaction videos χάρη στην ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ και πλέον ξακουστή εισαγωγή που ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα φαινομενικής ησυχίας, το κομμάτι σε πιάνει από τα μαλλιά και σε τινάζει σαν βρεγμένη λινάτσα μέχρι να σου φύγει ο αυχένας. Αλήθεια τώρα, τι να σας γράψω γι’ αυτό το ανυπέρβλητο έπος τραχύτητας, μελαγχολίας, πώρωσης και συναισθήματος; Αλλά τι να σας πω και για τον υπόλοιπο δίσκο με prog metal διαμάντια όπως “The baying of the hounds” ή τα πιο τζαζ ξαδερφάκια του “Damnation”, “Atonement” και “Isolation years”; Μιλάμε επομένως για ένα άψογο παράδειγμα δύο αντικρουόμενων τάσεων που λειτουργούν τέλεια μαζί χάρη στη μοναδική συνθετική δεινότητα του Akerfeldt και της μπάντας του. Το “Ghost reveries” είναι και ο πρώτος δίσκος με τον Per Wiberg στα πλήκτρα ο οποίος προσφέρει πολλά στον ήχο της μπάντας. Ήταν δυστυχώς και ο τελευταίος με τον Martin Lopez στα τύμπανα. Τέλος, ήταν και ο τρίτος concept δίσκος με ένα θέμα εμπνευσμένο από την ταινία “Το μωρό της Ρόζμαρι”.

  1. Still life” (1999)

Σας το είχα πει πως μπορεί να σας διχάσω με την κατάταξη μου. Μην μου πείτε πως δεν σας προειδοποίησα. Στο νούμερο ένα λοιπόν ο δικός μου αγαπημένος δίσκος, ίσως όχι ο αντικειμενικά καλύτερος των OPETH αλλά εκείνος με τον οποίο γνωρίστηκα σε πραγματικό χρόνο με τη μπάντα. Και η αλήθεια είναι πως 24 χρόνια μετά επιστρέφω σταθερά σ’ αυτό το τιτάνιο έργο τραχύτητας και απαλότητας, death metal οργής και υπόκωφης τζαζ μελαγχολίας. Ίσως και μόνο για ένα κομμάτι, όπως με το “Deliverance” ή το “Ghost of perdition”, εδώ το “The moor” που περιέχει το αγαπημένο μου απαλό ακουστικό μέρος στην δισκογραφία των OPETH, κομμάτι που επίσης ταξιδεύει όταν το παίζουν ζωντανά. Η μπλουζ κιθάρα του Lindberg ζωγραφίζει στα folk/τζαζ “Benighted” και το fan favorite “Face of Melinda”. Ο Akerfeldt όμως μας επαναφέρει στη τάξη με τα death metal έπη “Serenity painted death” και “White cluster”. Αυτός εδώ είναι ο πρώτος δίσκος των OPETH όπου το δίπολο τραχύτητα/απαλότητα συνδυάζονται άρτια με εξαιρετικά αποτελέσματα και χωρίς θέματα στην επικόλληση όλων των περασμάτων. Πρόκειται επιπλέον για τον πρώτο δίσκο στην Peaceville ο οποίος ηχογραφήθηκε από τον Fredrik Nordstrom. Είναι και ο δεύτερος concept δίσκος τους με αντιχριστιανική θεματολογία. Είναι και ο αγαπημένος μου δίσκος, δεν ξέρω αν σας το είπα και πιο πριν. Εδώ και 24 χρόνια, χωρίς να έχει πέσει ένα σκαλί.

Φίλιππος Φίλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here